Κοιμήθηκε η μεγάλη ποιήτρια Κική Δημουλά: Χαίρε αεί, χαίρε πάντοτε!

23 Φεβρουαρίου 2020

Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά (1931-2020).

Επιμέλεια Στέλιος Κούκος

Κοιμήθηκε χθες, σε ηλικία 89 ετών η μεγάλη κυρία της ελληνικής ποίησης και ακαδημαϊκός, Κική Δημουλά. Η Βασιλική Ράδου, όπως ήταν το όνομά της πριν παντρευτεί τον πολιτικό μηχανικό και ποιητή Άθω Δημουλά, γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931, στην Αθήνα. Ο Άθως Δημουλάς, όπως έχει πει η ίδια, άσκησε ιδιαίτερη επιρροή επάνω της όσον αφορά την ποιητική της εξέλιξη.
Η εκλιπούσα ποιήτρια από το 1949 έως το 1973 εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος ενώ διετέλεσε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Το 1972 έλαβε το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» και το 1995 το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης».
Ποιήματα της μεταφράστηκαν στις εξής γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά, Γερμανικά και Σουηδικά.
Αρκετοί συνθέτες και τραγουδοποιοί μελοποίησαν ποιήματά της.

Σήμερα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη αποκάλυψε πως το υπουργείο Πολιτισμού την είχε προτείνει για να βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η κηδεία της θα γίνει δημοσία δαπάνη.

Η δική μας αποχαιρετιστήρια ευχή είναι: Χαίρε αεί, χαίρε πάντοτε, εν χώρα ζώντων!

Επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογική Σχολής του ΑΠΘ

Η ποιήτρια Κική Δημουλά κατά την τελετή αγόρευση της σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ.

Στις 20 Μαΐου του 2015, η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Θεολογίας.
Όπως χαρακτηριστικά είπε η ίδια κατά την διάρκεια της τελετής της αναγόρευσης: «Ο βίος και η πολιτεία μου έχει δεχθεί τις πιο κακοπροαίρετες επιθέσεις από διάφορες σκοπιμότητες αλλά καμία -δόξα τω Θεώ- δεν τόλμησε να με χαρακτηρίσει άθεη…».

Σε άλλο χαρακτηριστικό σημείο του λόγου της είπε:
«Ο λόγος που δείχνω τόσο σεβασμό στις λέξεις είναι γιατί κάθε ποίημα, ακόμα και κάθε στίχος ένα σύμπαν είναι. Το σύμπαν της δημιουργού στιγμής. Από τις λέξεις εξαρτάται η σωτηρία της γλώσσας -το μητρικό γάλα των αθάνατων κειμένων που έχουν γραφτεί.

Παρηγορεί η ποίηση; Τη γενναιότητα καλλιεργεί, ξέρω πως σκάβει, σκάβει, δεν φοβάται να σκύψει και να δει το αποτρόπαιο βάθος μας, να δει ότι δεν περιέχουμε μόνο έναν Σίμωνα Κυρηναίο, έναν Ιωάννη, αλλά κι έναν Ιούδα κι έναν αλέκτορα, κι ένα Πόντιο Πιλάτο σε ετοιμότητα. Και μια ενοχή που όλο νίπτει τας χείρας της.

Πέρα απ’ αυτά, η Ποίηση εξυψώνει τη μοναχικότητα, είναι ένα ασύλληπτο φτερωτό ‘σαν’ -το οιστρογόνο ‘σαν’, της παρομοίωσης- μια ακούραστη περιηγήτρια…
Εν τω μεταξύ γράφουμε, γράφουμε ανυποχώρητα. Ίσως από φόβο πως θα μας εξαφανίσει εξ ολοκλήρου η προφορικότητα…
Υπολογίζω, ότι πολλές αράδες προορίζονται να βυθιστούν στην αφάνεια και ελάχιστες είναι εκείνες που θα βαδίσουν επί των κυμάτων, σαν μέγα θαύμα».

Αυτοβιογραφικό (απόσπασμα)
«Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου.

Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα.

Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931.
Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα».
Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο «πρέπει να εργαστείς», και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια.
Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Άθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης.

Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι «γιαγιά». Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ’ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα.
[…]
Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου».