Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης. Η αναχώρηση και η πορεία

4 Απριλίου 2020

Ο αββάς Μαρτύριος, ο Γέροντας του Ιωάννη, έκανε τις τελευταίες του μετάνοιες, ασπάστηκε τον Τίμιο Σταυρό, και στράφηκε στον υποτακτικό του.

«Είσαι έτοιμος, παιδί μου;» είπε και αγκάλιασε με το βλέμμα του στοργικά τον νεαρό μοναχό. «Είναι αρκετή η απόσταση μέχρι την έρημο του Γουδά και πρέπει να σπεύσουμε. Κάθε καθυστέρηση μπορεί να μας στοιχίσει όχι μόνον την έλλειψη του φωτός, αλλά και το να μη δούμε τον Γέροντα. Κι είναι μεγάλη η ευκαιρία που μας έδωσε ο Κύριος, να έχουμε, έστω και για μικρό διάστημα, στην ευρύτερη περιοχή μας, τον μεγάλο αββά Ιωάννη».

«Έτοιμος είμαι, Γέροντα. Το σακκούλι μας ετοιμάζω με κάποια παξιμάδια και λίγο νερό για την πορεία μας».

Έκλεισαν το κελλί τους και διάβηκαν τη βαριά θύρα του μοναστηριού της αγίας Αικατερίνης στο Σινά για το σπουδαίο προσκύνημά τους. Είχε τελειώσει η πρωινή ακολουθία, ο Γέρων Μαρτύριος είχε κανονίσει επακριβώς τα της απουσίας τους με τους υπευθύνους και η Αγία τους κατευόδωνε και τους ευλογούσε χαρωπή. Χαιρόταν και αναγάλλιαζε η ψυχή της που τέτοιες αγιασμένες υπάρξεις ζούσαν και ασκήτευαν στο μοναστήρι της, γι’ αυτό και συχνά επέτρεπε ο Θεός να τους κάνει τη χάρη, όταν προσκυνούσαν την εικόνα της, να ευωδιάζει, δείχνοντας και με αισθητό τρόπο την ευαρέσκεια και τη δική της, κυρίως όμως του μεγάλου Θεού τους, του Κυρίου Ιησού Χριστού.

«Ώστε από τη Μονή του αγίου Σάββα ήλθε ο αββάς Ιωάννης, Γέροντα!» έσπασε μετά από κάποιο διάστημα τη σιωπή ο νεαρός Ιωάννης, περισσότερο μονολογώντας παρά ρωτώντας. Του είχε εξηγήσει βεβαίως από ημέρες ο Γέροντάς του που επρόκειτο να πάνε, ποιόν επρόκειτο να συναντήσουν, αλλά ήθελε ακόμη μία επιβεβαίωση, φανερώνοντας ότι το γεγονός του ερχομού του Σαββαίτου αββά ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στις σκέψεις και τους λογισμούς του. «Σπουδαίο μοναστήρι, απ’ ο,τι έχω ακούσει, με ονομαστούς και αγίους ασκητές. Αλλά με τέτοιον άγιο ιδρυτή μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς…», συνέχισε τον φωναχτό μονόλογό του.

«Ναί, παιδάκι μου, έχεις δίκιο. Ο αββάς Σάββας υπήρξε μία μεγάλη φυσιογνωμία, πραγματικός όσιος. Κι όχι μόνο για τους ασκητικούς του αγώνες, αλλά και για τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός, της ίδρυσης και οργάνωσης των μονών, και μάλιστα της Μεγάλης Λαύρας, η οποία αληθινά αποτελεί εργαστήριο αγιότητας για κάθε ψυχή που θέλει να ασκητέψει εκεί. Ο Γέροντάς του ο Μέγας Ευθύμιος βρήκε στο πρόσωπο του αββά Σάββα τον άξιο μαθητή και συνεχιστή του. Κι ακόμη μη ξεχνάς ότι είχε τον φωτισμό να κατανοήσει επακριβώς την αλήθεια περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όπως την εξέφρασε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας, και να αγωνιστεί για τη διακήρυξη των αποφάσεών της».

«Είναι αλήθεια, Γέροντα, ότι ακόμη και οι αυτοκράτορες τον σέβονταν, όπως και ο δικός μας ο Ιουστινιανός, που ανακαίνισε, μάλλον καλύτερα έφτιαξε το μοναστήρι μας;»

«Αλήθεια, είναι, Ιωάννη μου. Τον σέβονταν, ζητούσαν την ευλογία του, αλλά και τις προρρήσεις του ως προορατικός που ήταν, γι’ αυτό και όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα στην περιοχή της Παλαιστίνης, εκείνον παρακαλούσαν να μεσολαβήσει για την επίλυσή του. Και ο αυτοκράτορας, όπως και η σύζυγός του, του έκαναν πάντοτε τη χάρη. Ήξεραν ότι αυτό που λέει ο αββάς Σάββας ήταν πάντοτε αυτό που ήθελε και ο Θεός. Δεν ήθελαν λοιπόν να γίνουν θεομάχοι, γιατί ήταν θεοσεβούμενοι άνθρωποι».

Σταμάτησαν να μιλούν και συνέχισαν την πορεία τους, επαναλαμβάνοντας το όνομα του Κυρίου Ιησού. Η χάρη που ο Θεός τους έδινε, έκανε ανάλαφρους τους βηματισμούς τους. Πήγαιναν σε κακοτράχαλους δρόμους, περνούσαν από δύσβατα μονοπάτια, ο ήλιος άρχισε σιγά σιγά να πυρώνει τον τόπο με την μεγαλοπρεπή εμφάνισή του, μα εκείνοι απτόητοι περπατούσαν σαν να πετούσαν.

«Κι ο αββάς Ιωάννης ο Σαββαίτης», έπιασε τον λόγο και πάλι ο Γέροντας Μαρτύριος, σαν να μην είχε διακοπεί καθόλου από τη σιωπηλή γι’ αρκετή ώρα οδοιπορία τους, «την πνευματική ατμόσφαιρα της σπουδαίας αυτής Λαύρας ζει και μεταφέρει. Γι’ αυτό άλλωστε πάμε να τον συναντήσουμε. Ενώπιόν του θα νιώσουμε τι σημαίνει να αναπνέει κανείς τον αέρα του ίδιου του αγίου Σάββα. Και να ‘σαι έτοιμος, Ιωάννη μου, να σημειώσεις στον νού και στην καρδιά σου ο,τι καλό και άγιο θα δείς στο πρόσωπο του σπουδαίου αυτού Γέροντα. Δες τον σαν ένα πνευματικό αμπέλι, από το οποίο πάμε να κόψουμε τα πιο καλά τσαμπιά. Μπορεί ως άνθρωπος να έχει κι αυτός κάποιες αδυναμίες. Μα, δεν επικεντρώνουμε σ’ αυτές, τις οποίες μερικές φορές επίτηδες τις αφήνει ο Κύριος προκειμένου να δημιουργούν κλίμα ταπείνωσης στους πιστούς δούλους Του. Πρέπει να είμαστε πάντοτε, όπως πολλές φορές με έχεις ακούσει να σου λέω, καλοί ραγολόγοι. Διαλέγουμε τα καλά που έχει ο κάθε συνάνθρωπός μας, κι αφήνουμε κατά μέρος ο,τι αρνητικό υπάρχει. Και από έναν τέτοιο άνθρωπο, σαν τον άγιο αυτόν αββά, φαντάσου πόσα τσαμπιά και πόσες καλές και ώριμες και γλυκές ρόγες θα κόψουμε!»

«Ναί, Γέροντα», είπε κατανυγμένος ο Ιωάννης. «Το έχω καταλάβει. Το μυαλό μας πρέπει να βρίσκεται αδιάκοπα εκεί που βλέπουμε τα χαρίσματα του Θεού, ώστε η κάθε συνάντηση με τον κάθε συνάνθρωπό μας, ιδίως μ’ έναν άγιο, να ‘ναι αφορμή για αγιασμό μας».

Δεν ξαναμίλησαν μέχρι να φτάσουν μετά από αρκετή ώρα στη σπηλιά της ερήμου, εκεί που τους είχαν πεί και τους είχαν καθοδηγήσει για να βρούν τον άγιο άνθρωπο του Θεού. Η περιγραφή που τους είχαν κάνει ήταν τόσο λεπτομερειακή, ώστε με την πρώτη, αφήνοντας άλλες σπηλιές της περιοχής, να βρούν τον αγιασμένο τόπο που ζούσε εκείνην την εποχή ο Γέροντας. Ο αββάς Ιωάννης ο Σαββαίτης.

Ο αββάς Ιωάννης

Ο Ιωάννης ζούσε ευτυχισμένες στιγμές στην έρημο του Γουδά που βρέθηκε μαζί με τον μαθητή του Στέφανο, παρ’ όλο το απαράκλητο του τόπου. Ήξερε ότι επρόκειτο περί τόπου ησυχαστικού, εκεί που μπορεί κανείς ελεύθερα από την παρουσία άλλων ασκητών να προσευχηθεί, να κλάψει, να κραυγάσει προς τον Κύριο τους στεναγμούς της καρδιάς του. Όχι ότι δεν υπήρχαν τέτοιοι τόποι κοντά και στο δικό του μοναστήρι στην Παλαιστίνη. Μα κατά καιρούς είχε το συνήθειο να κάνει προσκυνηματικές εκδρομές, να πηγαίνει σε τόπους που είχαν αγιασθεί από αδελφούς αγωνιστές στην πνευματική ζωή, σε περιοχές που το πνευματικό μύρο από τα λείψανα αγίων πότιζε τον τόπο. Το ‘ξερε καλά: όπου έχει ζήσει και ζει ένας άνθρωπος αφιερωμένος στον Θεό, εκεί τα πάντα αγιάζονται· και ο αέρας και το χώμα και το νερό. Κι εδώ τώρα, σ’ αυτήν την έρημο, που ήταν κοντά στο μοναστήρι της αγίας Αικατερίνης, τα πάντα απέπνεαν το δικό της άρωμα και τη δική της παρουσία· όπως και του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ω, ο αββάς Ιωάννης έτρεφε ιδιαίτερη «αδυναμία» και στους δυό τους και την αγάπη του αυτή την είχε μεταδώσει σ’ έναν βαθμό και στον Στέφανο. Προστάτης του ο αρχάγγελος, ευεργέτιδά του η αγία Αικατερίνα. Πόσες φορές δεν τους είχε επικαλεστεί, όπως τότε με το οξύ πρόβλημα που είχε παρουσιαστεί με τη μέση του. Δεν μπορούσε να σηκωθεί, να περπατήσει, να κάνει τις στοιχειώδεις μοναχικές του ασκήσεις. Κι όταν τους επικαλέστηκε, ανήμερα μάλιστα της εορτής της αγίας, του παρουσιάστηκαν, τον γιάτρεψαν, τον παρηγόρησαν από τους φρικτούς πόνους του. Γι’ αυτό και με την πρώτη ευκαιρία το προγραμμάτισε. Το επόμενο προσκύνημά του θα ήταν κοντά στην αγία, στο όρος Σινά. Και διάλεξε την έρημο, γιατί δεν ήθελε να κουράσει κανέναν. Μία σπηλιά του αρκούσε για να ικετεύει τον Θεό του, να Τον δοξολογεί, να Τον ευχαριστεί για τις αέναες ευεργεσίες του.

Τελειώνοντας την αποψινή του αγρυπνία σήμερα, με δεξιό παραστάτη του πάντοτε τον μοναχό Στέφανο, κάνοντας τις μετάνοιές του, ψιθυρίζοντας το όνομα του αγαπημένου Του Ιησού, ένιωσε τον ψίθυρο του Κυρίου στην καρδιά του· πήρε την «πληροφορία». Έρχονταν να τον συναντήσουν δύο καλόγεροι από το μοναστήρι. Ο ένας μεγάλος και Γέροντας· ο άλλος νεαρός. Ο Κύριος του απεκάλυψε τα ονόματά τους: Μαρτύριος ο Γέροντας, Ιωάννης ο υποτακτικός, το νεαρό παλληκάρι. Άρχισε να προσεύχεται γι’ αυτούς. Όχι μόνο να τους δίνει δύναμη ο Θεός να πορεύονται όπως πρέπει στην πνευματική τους ζωή, αλλά και να καταστεί ο ερχομός τους θετικός και με καρποφορία. Στράφηκε μέσα στην καρδιά του. «Κύριε, κάνε με όργανό σου, ώστε να ωφεληθούν οι αδελφοί. Μη γίνω πρόσκομμα με τις άπειρες και μεγάλες αδυναμίες μου». Δάκρυα πήραν να βρέχουν το λιπόσαρκο πρόσωπο του Γέροντα. Έκανε μία ακόμη μεγάλη μετάνοια, σταυροκοπήθηκε και βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς. Κάλεσε και τον Στέφανο. Οι φιγούρες των αδελφών διαγράφονταν πιά καθαρά.

Η συνάντηση και το «παράδοξο» φέρσιμο του αββά Ιωάννη

Έσπευσε μόλις πλησίασαν αρκετά οι οδοιπορούντες αδελφοί να τους πλησιάσει και να τους βάλει μετάνοια. Τους καταφίλησε τα χέρια, ενώ τους προσφώνησε μάλιστα με τα ονόματά τους. «Καλώς τους, καλώς τους ευλογημένους αδελφούς, τον Γέροντα Μαρτύριο και τον πατέρα Ιωάννη». Λίγο τα έχασαν εκείνοι. Κανείς δεν είχε ειδοποιήσει τον Σαββαίτη Γέροντα και τον υποτακτικό του ότι θα έρχονταν. Δεν είπαν όμως τίποτε. Καταλάβαιναν ότι είχαν εισέλθει σε «περιοχή» που τα φυσικά και τα επίγεια βρίσκονταν σε δεύτερη μοίρα. Ο αββάς Ιωάννης τους πέρασε μέσα στη σπηλιά, να ξαποστάσουν και να δροσιστούν. Η εντολή του αββά προς τον Στέφανο τον μαθητή του δεν ξάφνιασε κανέναν. Το ξάφνιασμα θα ερχόταν λίγο αργότερα. «Παιδί μου, Στέφανε, ετοίμασε λίγο νερό στη μικρή λεκάνη». Μέχρι να ετοιμαστεί το νερό ο αββάς τους κάθισε και τους τράταρε με ο,τι είχε πρόχειρο· κάποια παξιμάδια και νερό.

Ο Στέφανος έφερε τη λεκάνη. Και τότε ήταν που τα μάτια άνοιξαν διάπλατα κι ακίνητοι κι εμβρόντητοι παρακολουθούσαν όλοι – πλην ίσως του Γέροντα Μαρτύριου – τα γινόμενα. Ο αββάς Ιωάννης πήρε τη λεκάνη με το νερό, έσκυψε γονατιστός και άρχισε να πλένει τα πόδια του… νεαρού μοναχού Ιωάννη. Του υποτακτικού Ιωάννη και όχι του Γέροντά του Μαρτύριου. «Μα τι κάνει ο Γέροντάς μου;» αναρωτήθηκε ο Στέφανος. «Δεν βλέπει ποιος είναι ο μεγάλος και ο Γέροντας;» Η έκπληξή του έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν ο αββάς του δεν συνέχισε το πλύσιμο των ποδιών και του Μαρτύριου. «Πάρε, τέκνο, τη λεκάνη. Δεν θα τη χρειαστούμε άλλο».

Ο Στέφανος δεν καταλάβαινε. Ο υποτακτικός Ιωάννης, ο νεαρός καλόγερος της Μονής Σινά, κι αυτός δεν καταλάβαινε, αλλά δεν αντιδρούσε ούτε κι έλεγε τίποτα – αφηνόταν στην κρίση του μεγάλου Σαββαίτη αββά. Ο Γέροντας Μαρτύριος μόνον ήταν αυτός που άρχισε να… κατανοεί, ενώ κάποια όχι μακρινή μνήμη του ήλθε ανάγλυφα στον νού. Τότε που, λίγα χρόνια πριν, ο ίδιος έφερε τον Ιωάννη, μόλις είχε καρεί μοναχός, στον μεγάλο Γέροντα Αναστάσιο της Μονής του Σινά. Και θυμήθηκε – μάλλον εντονότερα ήλθε στον νού του, γιατί ποτέ δεν το είχε ξεχάσει – ότι ο Γέροντας αυτός, μετέπειτα ηγούμενος στο μοναστήρι, του είχε πεί: «Πες μου, αββά Μαρτύριε, από που είναι αυτός ο νέος και ποιος τον έκειρε μοναχό»; Και εκείνος του είχε απαντήσει: «Δούλος σου είναι, πάτερ, και εγώ τον έκειρα». «Πωπώ! αββά Μαρτύριε – συνέχισε – ποιος να το πεί ότι Ηγούμενο του Σινά έκειρες!» Αυτό θυμήθηκε ο Μαρτύριος και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του, καθώς τα πράγματα ήταν ολοφάνερα πιά ενώπιόν του.

Δεν άντεξε ο Στέφανος. «Γέροντα», είπε, με την απορία και την έκπληξη ζωγραφισμένες στο πρόσωπό του. «Τι συμβαίνει; Πως γίνεται αυτό; Πλένεις τα πόδια του νεαρού καλόγερου και δεν πλένεις του Γέροντα;»

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από ιερότητα και συγκίνηση. Ο αββάς δεν έσπευσε να δώσει αμέσως απάντηση. Τα λόγια του βγήκαν σε λίγο με κάθε επισημότητα. «Πίστεψέ με, τέκνο μου, ότι εγώ πρώτη φορά συναντώ τους αδελφούς και πέραν των ονομάτων τους που μου αποκάλυψε ο Κύριος δεν έχω άλλη γνώση. Δεν γνωρίζω λοιπόν ποιος είναι αυτός ο νέος. Όμως τώρα εγώ υποδέχθηκα τον Ηγούμενο του Σινά και τα πόδια του Ηγουμένου ένιψα».

Το μυστήριο λύθηκε. Ο Κύριος φανέρωσε το μέλλον. Ο Μαρτύριος βεβαιώθηκε. Ο Ιωάννης παρακολουθούσε με κατεβασμένο το κεφάλι, ενώ το Πνεύμα του Θεού τον σκέπαζε καθισμένο στον θρόνο της ταπείνωσης. Μέσα στη σπηλιά άγγελοι μπαινόβγαιναν. Άγιες ψυχές ανέπνεαν. Ο μελλοντικός ηγούμενος του Σινά, ο Ιωάννης, καθόταν με καθαρά τα πόδια. Ο μετέπειτα Ιωάννης της Κλίμακος. Ο όσιος μέγας διδάσκαλος της Εκκλησίας Ιωάννης ο Σιναίτης.

(Από το βιβλίο «Ως έλαφος διψώσα», Ασκητικές ιστορίες παντός καιρού)