Οι συντεταγμένες ενός παράδοξου. Μια προσέγγιση των έργου του Γκουερτσίνο και του Ρέμπραντ «Η ανάσταση του Λαζάρου»

11 Απριλίου 2020

Δεν ήταν αυτό το πραγματικό του όνομα. Τζιοβάννι Φρανσέσκο Μπαρμπιέρι ονομάζονταν. Ήταν όμως, λέει, αλλήθωρος, και σαν άπλωνε το πινέλο του πάνω στον μουσαμά, έγερνε απαλά το κεφάλι του στο πλάι και λοξοκοίταγε αντίστροφα την επιφάνεια του πίνακα× μονάχα έτσι μπορούσε να κοιτάξει σωστά. Και το παρατσούκλι του, Γκουερτσίνο. Σαν να λέμε ο στραβομάτης.

Ωστόσο, παρά τον στραβισμό του, γεννούσε εκπληκτικά εικαστικά θαύματα. Οι πίνακες του προκαλούσαν τον γενικό θαυμασμό κι ένα απρόσμενο πλήθος από παραγγελίες, σε μια εποχή μάλιστα που η επιρροή του Καραβάτζιο στην ιταλική τέχνη του 17ου αιώνα ήταν κάτι παραπάνω από καταλυτική κι αναμφισβήτητα εξαιρετικά απαιτητική. Έντονα τα κοντράστ, οι παραστάσεις σκηνοθετημένες με ύφος δραματικό, οι χειρονομίες χαρακτηριστικές και πανταχού παρούσες σ’ όλη την έκταση της σύνθεσης.

Ο Γκουερτσίνο ήταν ένα γνήσιο τέκνο της εποχής του Μπαρόκ. Όταν αποφάσισε να δημιουργήσει το θέμα της αναστάσεως του Λαζάρου, συγκέντρωσε όλα του τα μοντέλα σ’ ένα μικρό χώρο και τους έστησε αντίκρυ στο βλέμμα του θεατή σαν θίασο πάνω στο παλκοσένικο. Οκτώ άνθρωποι, κατατρομαγμένοι, συγκλονισμένοι, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον ν’ ασφυκτιούν. Δεν προτίμησε μια μεγάλη, ευρύχωρη σκηνή, με συμπρωταγωνιστή του το τοπίο, αλλά παρακινεί τον κάθε έναν από εμάς να πλησιάσουμε κοντύτερα, να γίνουμε συμμέτοχοι κι αυτόπτες μάρτυρες, να συνωστιστούμε μαζί με τους άλλους και να αφουγκραστούμε το ανείπωτο ετούτο γεγονός.

***

Κάτω δεξιά, ο τάφος ανοιχτός. Ο Γκουερτσίνο δεν επιλέγει να δείξει τον παραδοσιακό τάφο των Εβραίων, τον λαξευμένο στον βράχο, αλλά έναν τάφο περισσότερο οικείο προς εμάς. Τον τάφο μας. Και ο Λάζαρος δεν είναι σαβανωμένος, όπως άλλωστε συνηθίζονταν στην εποχή του, αλλά γυμνός και παραδόξως δεμένος μονάχα στα χέρια.

Ένας άνδρας πάνω απ’ τον ανοικτό τάφο φράζει την μύτη του. Κοιτά προς τα κάτω, προς το κενό, και η μυρωδιά της αποσύνθεσης και της θανατίλας τον ζαλίζει. Ήταν αυτός που πριν από λίγο βοήθησε για να σύρουν την ταφική πλάκα και να αποκαλυφθεί η σήψη του νεκρού Λάζαρου.

Ο άλλος νεαρός άνδρας, περίπου στο κέντρο της σύνθεσης, λύνει τα ανασηκωμένα χέρια του Λαζάρου. Δεν λύνει όμως τα χέρια ενός νεκρού. Δεν μοιάζει καν για νεκρός ο Λάζαρος πια× αλλά μάλλον θυμίζει σκλάβο που απελευθερώνεται από κάποια μορφή δουλείας. Και ο Ιησούς, όρθιος, στην πάνω δεξιά γωνιά του πίνακα, απλώνει αποφασιστικά το χέρι του σαν να δίνει την διαταγή για την απελευθέρωσή του. Και φαντάζει λογικό× διότι δεν είναι δυνατό τούτη η χειρονομία να εξηγεί την ευαγγελική εκείνη εντολή: Λάζαρε, δεύρο έξω! (εξάλλου από πού;) παρά μιαν άλλη: «Είσαι πια ελεύθερος! Λύστε τον, κι αφήστε τον να φύγει!»

Από τι, όμως, απελευθερώθηκε ο Λάζαρος; Τι ακριβώς θέλει να τονίσει εδώ ο Γκουερτσίνο;

Παρατηρείστε πόσο απλόχερα και πανέξυπνα θεολογεί μέσα από τούτη την σύνθεση ο στραβομάτης ζωγράφος από το Τσέντο. Η εκκίνηση του βλέμματος μας απ’ το πρώτο πλάνο του πίνακα, εκεί όπου χάσκει ορθάνοικτος ο δικός μας τάφος, τελικά δεν φαίνεται να ‘ναι τυχαία. Η ταύτιση μ’ ένα μνημούρι σαν κι εκείνα που τοποθετούμε τους δικούς μας νεκρούς, ή μάλλον ένα απ’ αυτά που κάποτε θα ενταφιαστούμε κι εμείς, είναι μια υπόγεια αφορμή για να πυροδοτήσει την συζήτηση περί της πιο αδάμαστης κι ακατάπαυστης φοβίας μας. Τον θάνατο.

Ο Λάζαρος εδώ φαίνεται να εκπροσωπεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κάθε έναν άνθρωπο από καταβολής κόσμου έως τις εσχατιές της ιστορίας μας. Είναι ο δούλος του αναπότρεπτου× των αδήριτων φυσικών νόμων. Για αυτόν, και για όλους τους υπόλοιπους που τον περιβάλλουν τούτη την μοιραία στιγμή, η μόνη βεβαιότητα της ζωής είναι μονάχα το αναπόδραστο του θανάτου. Κι όμως. Κάποιος άλλος ήλθε και κατήργησε με τον πιο αναπάντεχο τρόπο τούτη την αμετάκλητη αρχή× την φύση των πραγμάτων. Ο θεάνθρωπος. Ο φίλος του Λαζάρου, ή μάλλον ο φίλος του ανθρώπου. Ο ελευθερωτής.

Η διαγώνια κίνηση που διατρέχει τον πίνακα ξεκινά από τον Ιησού και καταλήγει πάνω σε κείνα τα χέρια που λύνονται από τα δεσμά του θανάτου. Μα, κι από την αντίθετη κατεύθυνση, αν παρατηρήσουμε καλά, θα δούμε πως μια ακόμα διαγώνια γραμμή κατεβαίνει από την αριστερή πλευρά, διασχίζοντας τα έκπληκτα βλέμματα, και στοχεύει πάλι πάνω στα ίδια χέρια. Ο λόγος είναι προφανής. Το κέντρο της σύνθεσης δεν είναι τίποτα περισσότερο από τους δεμένους καρπούς του Λαζάρου που όσο εμείς κοιτούμε τον πίνακα, αυτοί παράλληλα απαλλάσσονται απ’ τους δεσμούς τους με την φθαρτότητα.

Και δεν είναι τα μόνα χέρια που μιλάνε μέσα σ’ αυτή την σύνθεση. Δεν είναι μονάχα η κίνηση του άνδρα του στουμπώνει τα ρουθούνια του πάνω απ’ τον τάφο, ή του Ιησού που διατάζει την απελευθέρωση απ’ το κράτος του θανάτου, αλλά κοιτάξτε προσεκτικά την μια αδελφή του Λαζάρου πλάι στα πόδια του θεανθρώπου× δείτε πως έχει ακουμπισμένα, αμήχανα τα χέρια της πάνω στο σώμα της. Η σαστιμάρα. Εστιάστε τώρα την προσοχή σας στην άλλη του αδελφή, την Μάρθα, που ανασηκώνει την απαλάμη της σαν μην μπορεί να δεχτεί με τίποτα το γεγονός της ανάστασης. Άρνηση.

Τούτο το έργο του Γκουερτσίνο είναι γεμάτο από χειρονομίες, οι οποίες αν σταθούν μετέωρες και ολομόναχες πάνω στον πίνακα, αφαιρώντας μάλιστα τις υπόλοιπες μορφές, τότε και πάλι το γεγονός θα εξιστορούνταν ακριβώς με την ίδια δυναμική και το ίδιο θεολογικό του βάθος. Γιατί αποτελούν στην κυριολεξία τις συντεταγμένες του παράδοξου. Δηλαδή της δωρεάν κι απροϋπόθετης λύσης του πανανθρώπινου δράματος.

                                                            ***

Ο Σωκράτης θεωρούσε πως ένας φιλόσοφος νους οφείλει να σκέφτεται διαρκώς τον θάνατο, να μην τον φοβάται, και να τον αντιμετωπίζει ως συνεργό του στην ολοκλήρωση του έργου του. Δηλαδή η οριστική απαλλαγή μας και η λύτρωση από το σώμα. Η ψυχή, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι μια φυλακισμένη οντότητα που βιάζεται να δραπετεύσει απ’ τις ηδονές και την φθορά του σαρκίου. Ούτως ή άλλως το σώμα πεθαίνει. Λειώνει. Η θνητότητα του σώματος αντιπαραβάλλεται διαρκώς με την αθανασία της ψυχής και στο τέλος αυτό που απομένει αναμφισβήτητα είναι η αξία της αιωνιότητάς της.

Βίωμα του φιλόσοφου, κατά τον Σωκράτη, είναι η αποστασιοποίηση της ψυχής, να ζει με τον εαυτό της, να λύσει τα δεσμά της από το σώμα και να επέλθει η σωτήρια κάθαρση. Να, ο τελικός σκοπός του ανθρώπου.

Ωστόσο αν βρισκόταν ο Σωκράτης στην Βηθανία κι αντίκριζε τον Ιησού να ανασταίνει τον Λάζαρο, σίγουρα θα απογοητευόταν. Θα διαφωνούσε βαθύτατα× διότι τί νόημα έχει αυτού του είδους η επανασύσταση του σώματος και η επαναφορά της ψυχής ξανά μέσα στο κλουβί της; Μέσα στο μυαλό του ο Ιησούς θα φάνταζε όχι σαν απελευθερωτής, αλλά μάλλον ως αυταρχικός δυνάστης που δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τους ανώτερους σκοπούς της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια ψυχή αποδεσμευμένη, ολοκληρωμένη απ’ την διδασκαλία των παθημάτων της ζήσης, πολιτογραφείται δικαιωματικά στην ανώτερη πατρίδα των ιδεών. Προς τι λοιπόν, η ανάσταση;

Ο Πλάτωνας, στον Φαίδρο, αναφέρει τον μύθο πως κάποτε η ψυχή έχασε τα φτερά της και κατακρημνίστηκε στον κόσμο της διαιρέσεως και της απόλυτης φθοράς, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί μες στο σώμα, κατά τον ίδιο τρόπο που κάποιος φυλακίζεται μέσα σε ένα μνήμα. Και τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο νεοπλατωνιστής Πλωτίνος, αποστρέφεται ακόμα και την ιδέα περί της εικόνας ενός σώματος, εφόσον δεν δέχονταν καν να τον πλησιάσει ζωγράφος ή γλύπτης για να φιλοτεχνήσουν την προτομή του ή ένα πορτρέτο του. Έλεγε, σύμφωνα με τον μαθητή του τον Πορφύριο: «Δεν φτάνει που έχουμε φορτωθεί αυτή την εφήμερη μορφή, γιατί να θέλει κανείς να την διατηρήσει περισσότερο καιρό, σαν να είναι κάτι που αξίζει;»

Το σώμα ήταν για κείνους το σήμα. Δηλαδή ο τάφος της ψυχής. Με άλλα λόγια εδώ έχουμε ένα δυαλισμό. Την ριζική διάκριση ψυχής και σώματος. Η ψυχή προέρχεται από τον κόσμο των Ιδεών. Κατάγεται από την Αλήθεια. Αλλά από την στιγμή που εισέρχεται στο σώμα και το ζωογονεί, δίνοντάς του κίνηση και ενέργεια, απολησμονεί τις καταγωγικές της ιδέες και παρασύρεται μέσω των αισθήσεων στην λήθη. Συνεπώς χάνει τον προορισμό της, και οφείλει να ξαναθυμηθεί την πατρίδα των Ιδεών, τον κόσμο των όντων, ώστε να μπορέσει μέσω της φιλοσοφίας να συναντήσει κάποτε την μια και μόνη Αλήθεια× τον Θείον.

Άρα η στιγμή του θανάτου είναι κατά πολύ ανώτερη από την ώρα της γέννησης. Για αυτό άλλωστε ο στωικός φιλόσοφος κι αυτοκράτορας της Ρώμης Μάρκος Αυρήλιος, απευθυνόμενος στην ψυχή έγραφε πως, κουβαλάει ένα πτώμα. Κι αν κρίνουμε το γεγονός μέσα απ’ την Πυθαγόρεια παράδοση που ισχυρίζεται πως η ένωση της ψυχής με το σώμα, κατά την διάρκεια της γέννησης, θεωρείται πτώση, μια παρά – φύση κατάσταση, τότε η αναγκαιότητα της μετενσάρκωσης φαντάζει απαραίτητη. Είναι η μόνη λογική εξελικτική πορεία προς την κάθαρση. Το σώμα παραπλανά την ανώτερη ψυχή, την λερώνει, και την καταδικάζει σε μια σπειροειδή διαδικασία μετάνοιας, αλλάζοντας σώματα ανθρώπων ή ζώων, έως ότου καθαρθεί κι ανέλθει ξανά στον υπερκόσμιο ουρανό της Αλήθειας. Μια αναλώσιμη ιστορία δηλαδή, όπου το σώμα ως δευτερεύον στοιχείο αναλαμβάνει τον ρόλο των πουκαμίσων. Ο σκοπός είναι να μπορέσει η δοκιμαζόμενη ψυχή να σωθεί× να εγκατασταθεί μόνιμα στον περιοχή των Μακάρων.

Τα δεσμά του Λαζάρου που ζωγράφισε τόσο εύστοχα ο Γκουερτσίνο, μας φέρνουν στο νου εκείνα τα άλλα δεσμά που υπονοεί διαρκώς ο Σωκράτης. Τα δεσμά της ψυχής που λαχταρά να λύσει για ν’ αναφτερουγίσει μακριά από το θνητότητα του σαρκίου. Πόσο αντίθετα στ’ αλήθεια φαντάζουν τώρα μπροστά μας τούτα τα δεσμά! Και πόσο παράταιρος διαγράφεται ο ρόλος του Ιησού απέναντι στον άνθρωπο, σε αντιδιαστολή με το φιλοσοφικό πνεύμα του Πλάτωνα, κι ενός ολόκληρου αρχαίου κόσμου.

Που να οφείλεται άραγε ένα τόσο μεγάλο χάσμα;

ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ

Ο εκλεκτικιστής φιλόσοφος του 2ου αιώνα μ.Χ. Κέλσος αποκαλούσε χλευαστικά τους χριστιανούς «γένος φιλοσώματον».

Παράξενο δεν είναι; Ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς πολέμιους της χριστιανοσύνης, ο οποίος μάλιστα έγραψε κι ένα φλογερό έργο εναντίον των παράλογων κι αφιλοσόφητων, όπως τους αποκαλούσε, χριστιανών, με τίτλο «Αληθής Λόγος», να επιχειρεί μια τέτοια αδιανόητη κατηγορία: Φιλοσώματοι!

Μα, εμείς σήμερα γνωρίζουμε με εξαιρετική βεβαιότητα πως ο Χριστιανισμός μισεί, απεχθάνεται το σώμα. Είμαστε κάτι παραπάνω από βέβαιοι πως ανέκαθεν το κορμί μας θεωρούνταν το πιο ισχυρό κι ανυπέρβλητο εμπόδιο για την θέωση της ψυχής μας. Δεν το κυνηγούσαν άραγε ως αίτιο της αμαρτωλότητάς μας; Δεν μας δίδασκαν δήθεν πως έπρεπε να το τιμωρούμε για να εξαγνιστούμε από την παραβίαση των άτεγκτων Θεϊκών νόμων; Πως είναι λοιπόν δυνατόν ο πυρήνας της χριστιανοσύνης να αντιβαίνει μια τέτοια μακραίωνη πεποίθηση που καθιέρωσε αναμφισβήτητα την πίστη μας σ’ έναν Θεό που νιώθει αποστροφή για οτιδήποτε σαρκικό (εφόσον ο ίδιος είναι πνευματικός) μέσα από μια φαινομενικά λογική αντιδιαστολή, ανάμεσα στην καθαρότητα του άκτιστου άυλου Όντος και την φθαρτότητα του θνητού;

Μα, όλα αυτά φαντάζουν περισσότερο πλατωνικά, αν το καλοσκεφτούμε, παρά χριστιανικά.

Κι όμως. Υπάρχει λόγος που σήμερα είμαστε μάλλον ασυνείδητα πλατωνικοί, παρά γνώστες της πραγματικής χριστιανικής θεολογίας.

***

Η μεγάλη επανάσταση του χριστιανισμού στον αρχαίο κόσμο ήταν η εναλλακτική ματιά του φιλόσοφου νου στο ανθρώπινο σώμα. Ουδέποτε το αποκήρυξε, μηδέποτε το μείωσε έναντι της ψυχής, αντιθέτως το ανύψωσε και το καθιέρωσε ως ίσο και συγκληρονόμο της θέωσης. Η άποψη αυτή ήταν φυσικό να προκαλέσει κύματα οργής από τον τότε ελληνικό κόσμο, διότι μια τέτοια θεώρηση αντίβαινε αιώνες φιλοσοφικών αντιλήψεων και αντιμαχόμενων στοχαστικών ρευμάτων. Πόσο δε μάλιστα, σε μια εποχή που ο νεοπλατωνισμός αποκτούσε τεράστια απήχηση σ’ ολόκληρη την τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Ένας ασκητής της ερήμου, ο Αβάς Ποιμήν, συνήθιζε να λέει στους μαθητές του πως, εμείς οι χριστιανοί δεν διδαχτήκαμε να είμαστε σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι. Και ο Χρυσόστομος, απευθυνόμενος στις κατηγορίες των υπόλοιπων φιλοσοφικών τάσεων της εποχής, τους απαντούσε κάπως έτσι, φέρνοντας κυριολεκτικά τα πάνω – κάτω: «Δε θέλουμε ν’ απομακρύνουμε τη σάρκα, …αλλά τη φθορά. Όχι το σώμα, αλλά το θάνατο. Άλλο πράγμα είναι το σώμα και άλλο ο θάνατος, άλλο το σώμα και άλλο η φθορά. Ούτε το σώμα είναι φθορά, ούτε η φθορά είναι σώμα. Και είναι βέβαια φθαρτό το σώμα, δεν είναι όμως φθορά το σώμα. Και το σώμα είναι θνητό, δεν είναι όμως θάνατος το σώμα…»

Ακριβώς δηλαδή όπως διαφαίνεται και σ’ αυτόν τον υπέροχο πίνακα του νεαρού Ρέμπραντ, ο οποίος αν και ανήκε σ’ ένα διαφορετικό περιβάλλον απ’ ό,τι η ορθόδοξη οπτική δίδασκε, ωστόσο πέρα απ’ τις προτεσταντικές τους πεποιθήσεις, καταφέρνει να εστιάσει πάνω στην ουσία μιας ολοκαίνουργιας αλήθειας που δεν διαιρεί τον άνθρωπο, δεν τον θεωρεί aprioriθύμα της σωματικότητάς του, αλλά τον αντιμετωπίζει ως σύνθετο ον, μια ψυχοσωματική υπόσταση, και συμμέτοχο στον κόσμο της βασιλείας του Θεού ψυχή τε και σώματι.

Ο Ολλανδός Ρέμπραντ βαν Ριν βρίσκει την ευκαιρία να στήσει μια εντυπωσιακή σύνθεση, βυθισμένη μέσα σ’ ένα υπόγειο, σκοτεινό και υγρό τάφο. Ο Ιησούς, αρχοντικός και κυρίαρχος, ξεχωρίζει ψηλότερα απ’ όλους, ανασηκώνει το χέρι του δυναμικά, και φωνάζει κείνη την αδιανόητη διαταγή: «Λάζαρε, δεύρο έξω!» Δεν κοιτάζει καν τον φίλο του που μόλις τινάζεται με μια κοφτή κι απεγνωσμένη ανάσα μες απ’ το μνημούρι του. Ο ζωγράφος τον σκηνοθετεί ν’ ατενίζει αλλού. Πέρα απ’ τις διάφανες κουρτίνες του κόσμου ετούτου. Καρφώνει θαρρείς ευθύβολα το βλέμμα του πάνω στις αόρατες πύλες του Άδη. Η απρόσμενη εντολή του νικάει αυτοστιγμεί την καθεστηκυία τάξη του θανάτου και οι πύλες ανίσχυρες τρίζουν. Μισανοίγουν. Άξαφνα, μια ψυχή μες απ’ την χαραμάδα ξεγλιστράει βιαστική, αναφτερουγίζει κι επιστρέφει ξανά πίσω στο νεκρό σώμα. Μεταφυσική παραζάλη. Ένας ίλιγγος που φανερώνεται αν παρατηρήσει κανείς τις διεσταλμένες εκείνες μορφές που συμπληρώνουν την σύνθεση ολόγυρα, έναν χορό δηλαδή μιας αρχαίας τραγωδίας που αναδιπλώνεται συγκλονισμένος απ’ το παράδοξο θέαμα.

***

Κι όμως, λίγα λεπτά νωρίτερα, ο αυτόπτης μάρτυρας που μας περιγράφει το περιστατικό, δηλαδή ο Ιωάννης, μας αφηγείται πως ο άνθρωπος αυτός που κάποιοι σήμερα τον θεωρούν αναμφισβήτητα μέγα φιλόσοφο, είχε ξεστομίσει κάτι που ουδέποτε ο Πλάτωνας θα τολμούσε να το διανοηθεί για τον εαυτό του. Είπε (τολμώ να πω, ανερυθρίαστα): «Εγώ είμαι η Ανάσταση και η ζωή».Και είναι κάτι που στ’ αλήθεια μας ανατριχιάζει… Διότι ποιος είναι αυτός που τολμάει ν’ αυτοαναγορεύεται μ’ αυτόν τον τρόπο, εφόσον εμείς σήμερα ως «σύγχρονοι χριστιανοί» αγκαλιάζουμε με περισσότερη ασφάλεια τον Πλάτωνα ως προς το «…χριστιανικότερον» του;

Απ’ όσο θυμάμαι κανένας απ’ τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους δεν είχε τολμήσει να διακηρύξει πως είναι ελόγου του η Ζωή, εφόσον ο ίδιος ο Πλάτωνας είχε φτάσει στο σημείο να παραδεχτεί πως: «Θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται»× δηλαδή δεν αναμειγνύεται ο Θεός με τον άνθρωπο. Και αν θέλουμε, λέει, να γίνουμε εραστές του Θείου, που θα πει του απόμακρου εκείνου όντος που δεν σχετίζεται με τ’ ανθρώπινα, ή αλλιώς με το Ἐν, το Αγαθόν, θα πρέπει να παρατήσουμε εφ’ όρου ζωής πίσω μας οτιδήποτε δεν σχετίζεται μαζί Του. Και τι είναι αυτό που δεν συγγενεύει με τον Θεό, κατά τον Πλάτωνα; Το σώμα.

Κι όμως, εμείς σήμερα πιστεύουμε (έστω κι ασυνείδητα) σ’ έναν Πλατωνικότερο Ιησού, κι ας λησμονούμε πως οι Πατέρες της Ορθοδοξίας διακηρύττουν με παρρησία πως τελικά η ουσία του ανθρώπου δεν είναι μήτε η ψυχή, ούτε το σώμα, αλλά το «όλον αυτού»! Που θα πει πως ο Θεός, εντελώς αναπάντεχα για όλους εμάς, νοιαζόταν εξ αρχής για το σώμα, εφόσον όπως αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, η ψυχή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα υλικό εκμαγείο, μια λεπτότατη υλική υφή που απομένει μετά τον θάνατο για να μπορέσουμε να έχουμε απ’ τον Θεό την αναδημιουργία του ίδιου ανθρώπου κατά την ανάσταση των νεκρών στις εσχατιές του χρόνου. Νοιάζεται για το σώμα, διότι όντως ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικός, και ο σκοπός της καθόδου Του στον κόσμο δεν είχε κάποιον άλλον, ας πούμε φιλοσοφικό σκοπό, πέρα από το να καταστεί άφθαρτο τούτο το όλον του ανθρώπου και τελικά να θεωθεί, όπως αξίζει στον καθένα από μας.

Άρα λοιπόν, μήπως στον συγκεκριμένο πίνακα ο Ρέμπραντ επιχειρεί κατά κάποιον τρόπο να παραστήσει μια προτύπωση όσων πρόκειται να συμβούν; Κοιτάξτε για άλλη μια φορά τον πίνακα. Δείτε λίγο πιο προσεκτικά την σύνθεση, μελετήστε με το βλέμμα σας ένα προς ένα τα στοιχεία της, και ειλικρινά αναρωτηθείτε: Γιατί άραγε ο νεαρός Ολλανδός ζωγράφος μετακινήθηκε κάπως από τις λεπτομερείς περιγραφές του ευαγγελιστή Ιωάννη και σκηνοθέτησε αλλιώς το θέμα του; Δηλαδή, τι τον παρακίνησε να μεταφέρει τον Ιησού εντός του τάφου, κι όχι έξω απ’ όπου η περικοπή του ευαγγελίου μας πληροφορεί πως διέταξε τον νεκρό Λάζαρο να εμφανιστεί; Γιατί μέσα; Γιατί μες στο έρεβος του τάφου, σαν να λέμε μες στο πνιγηρό ζόφο του Άδη, όπου εμφανίζεται άξαφνα ως τροπαιούχος (όχι, δείτε τον! Δείτε και τα κρεμασμένα όπλα πάνω στο τοίχο… τι δουλειά έχουν τούτα τα πολεμικά τρόπαια εκεί;) ως καλλίνικος, νικητής της ζωής, σαν να φωνάζει τώρα, αντί του: «Λάζαρε δεύρο έξω» εκείνο τ’ άλλο:« Ἄρατε πύλας!» Και μαζί του, ν’ ανασταίνει διαμιάς ολόκληρο το γένος των ανθρώπων…

Μήπως αυτή η εικόνα φωτίζει τελικά μιαν άλλη, τόσο κοντινή χρονικά, μα και οικεία για μας, αφού όλη ετούτη η στάση του, η θριαμβευτική του κίνηση, τ’ άνοιγμα των μνημουριών και η αναπήδηση των νεκρών εμπρός του, το δέος, το ανασκίρτημα και η δοξολογία των παρευρισκόμενων, αναφέρονται μυστικά, ή μάλλον συνθηματικά, στην πανηγυρική  αναπαράσταση της εις Άδου Κάθοδο;

Άραγε εκείνη η ηχηρή διαταγή για την ανάκληση του Λάζαρου που αντήχησε σ’ ολάκερη την Βηθανία και σκόρπισε ρίγη και τρόμο, μην ήταν η τελευταία προειδοποίηση στ’ απόρθητο καστρί του θανάτου, πριν την τελική κι οριστική επίθεση;