Εις τον Βίον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου

23 Απριλίου 2020

Από κάθε πιστό ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος θεωρούνται στύλοι της Εκκλησίας πάνω στην υπερφυή μαρτυρία των οποίων στηρίχθηκαν οι πρώτοι Χριστιανοί, αλλά και οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν έπαψαν να προστατεύουν τους ευσεβείς και κάθε επικαλούμενο το όνομά τους.

Πριν το έτος 313 μ.Χ., κατά το οποίο ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε και προστάτεψε τους Χριστιανούς, η θεία διδασκαλία του ενανθρωπήσαντος Θεού εδιώκετο· και είναι πράγμα παράδοξο, διότι όχι μόνο τότε, αλλά και σήμερα που φαίνεται ότι υπάρχει δημοκρατία, οι πραγματικά ευσεβείς μυστηριωδώς μισούνται και διώκονται.

Ποιά διδασκαλία ή ποιά φιλοσοφία υπήρξε τόσο σαφής, ώστε να εντέλλεται να αγαπάμε όχι μόνο όσους μας αγαπούν, αλλά ακόμη και τους εχθρούς; Κι αν αγαπάμε τους εχθρούς, πόσο μάλλον τους φίλους; Η διδασκαλία αυτή εφαρμοσμένη από οποιονδήποτε άνθρωπο, του δίνει την αίσθηση ότι είναι παγκόσμιος, αφού αγαπά όλους τους ανθρώπους.

Οι άγιοι Γερόντιος και Πολυχρονία, οι γονείς του αγίου Γεωργίου.

Πόσο ακίνδυνους έχει καταστήσει τους πραγματικούς Χριστιανούς αυτή η εντολή του Χριστού, εφόσον ο επ’ αληθεία τηρητής των εντολών Του, είναι υποχρεωμένος, αγαπώντας τους εχθρούς, να αγαπά τους πάντες; Κι όμως αυτοί οι τόσο ακίνδυνοι άνθρωποι του Θεού, που στην πραγματικότητα είναι ευεργέτες των λαών ως φίλοι Θεού, διώχθηκαν σαν να ήταν οι πιο επικίνδυνοι ληστές, σαν να ήταν η παρουσία τους, η καταστροφή του κόσμου. Κι αυτοί σαν άκακα αρνιά πορεύονταν στην θυσία.

Το μυστήριο αυτό το έζησε πρώτος ο Δημιουργός του κόσμου, που από άπειρη ευσπλαγχνία έγινε άνθρωπος, χωρίς να χωριστεί την θεότητά Του –τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος– ο Οποίος όχι μόνο ήταν ακίνδυνος, αλλά λόγω της δυνάμεώς Του ως Δημιουργός και απόλυτη Αγάπη, υπήρξε μόνο ευεργέτης! Ποιό αληθινά είναι το μυστήριο αυτό που εκδηλώνεται σαν άσπονδο μίσος έως μυρίων θανάτων, εναντίον εκείνων οι οποίοι έχουν μέσα τους την άφατη αγάπη για όλους τους ανθρώπους;

«Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι τα καλά υμών έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοίς Ουρανοίς». Το απρόσιτο φως που κατοικούσε στην καρδιά και στο σώμα του Θεανθρώπου Ιησού, έλαμψε παντοδύναμα και παντοκρατορικά, όχι μόνο όταν δημιούργησε τον κόσμο, αλλά πολύ περισσότερο όταν συγχώρεσε τους σταυρωτές Του. Κατά την δυσκολότερη στιγμή της γήϊνης υπάρξεώς Του, που θα έπρεπε να εφαρμόσει μόνο την δικαιοσύνη Του, Εκείνος είπε: «Πατέρα, συγχώρεσέ τους· δεν γνωρίζουν τί κάνουν». Από αυτή την διάθεσή του να πάθει εκουσίως, προέκυψε ότι έχει την θεϊκή δύναμη αγκαλιάζοντας τους σταυρωτές Του, στην ουσία, να αγκαλιάσει όλη την ανθρώπινη φύση, εφόσον συγχωρώ σημαίνει ότι βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί με όλους όσους συν-χωρώ. Και επειδή η συγχώρηση είναι καρδιακό συναίσθημα, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, είχε μέσα στην καρδιά Του –εκεί απ’ όπου πηγάζει το θεϊκό φως Του– όλους τους ανθρώπους.

Αραγε, αυτή η δυσκατόρθωτη για τους κοινούς θνητούς πράξη, αφορούσε μόνο τον παντοδύναμο Ιησού και μόνο Αυτός κατόρθωσε να αγαπήσει έως θανάτου τους εχθρούς Του; Είναι σαφές πως όχι, διότι αναφέρεται ότι «όσοι έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοίς πιστεύουσιν εις το όνομα Αυτού». Όλα τα τέκνα του Θεού, είναι υιοί φωτός και διά του Αγίου αυτού φωτός, κατορθώνουν τα ίδια έργα που εργάστηκε ο Πατέρας τους στην γή.

Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος έζησε 300 περίπου χρόνια μετά την έλευση του Χριστού στην γή. Λίγο πριν παύσουν οι διωγμοί των Χριστιανών, εβίωσε το αβυσσαλέο μίσος, που είναι αποκύημα της παραλόγου υπερηφανείας, για να φανεί για μια ακόμη φορά στην γή ότι οι άνθρωποι αν θέλουν μπορούν να επιλέγουν οι ίδιοι την επανάληψη της επιλογής του πρώτου Αδάμ, όταν υπερήφανα θέλησε να γίνει Θεός άνευ του δημιουργού Θεού, όταν αντί να δεχθεί με ευγνωμοσύνη τις ακτίνες του θεϊκού φωτός, θεώρησε ότι μπορεί να είναι ο ίδιος «φώς» πράγμα που είναι ίδιο μόνο του Δημιουργού.

Δεν ήταν όμως πρώτος ο άνθρωπος που συνέλαβε την παράλογη σκέψη ότι μπορεί να υπάρχει σαν Θεός άνευ του δημιουργού Θεού. Πιο πρίν, μέρος των νοερών Ουσιών που μετείχαν –κατά χάριν και δωρεάν– στο φως του Θεού, ακολούθησαν με την θέλησή τους την παράλογη σκέψη και ορμή να αντικαταστήσουν τον Θεό. Είδαν το κάλλος και την ομορφιά του φωτός με το οποίο ήσαν στολισμένοι από τον Θεό και αντί να θαυμάσουν τον δωρεοδότη Θεό, θαύμασαν τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί λυπημένο το Άγιο εκείνο και γλυκύτατο φώς. Και στις νοερές αυτές και λογικές δυνάμεις, που από φως έγιναν σκότος, να έχει μείνει άκρατη η επιθυμία να δοξάζονται σαν Θεοί, στην θέση του Θεού, και να δέρνουν αλύπητα όλη την οικουμένη μέχρι σήμερα, δημιουργώντας πλήθος φανταστικών θεών αλλά και φιλοσοφικών ιδεών, πίσω από τα οποία κρύβονται, προκειμένου να εκπληρώνουν –έστω και για λίγο– απατώντας τους λαούς, το άκρατο πάθος τους να λατρεύονται σαν Θεοί. Η υπερήφανη επιθυμία των φιλοδόξων ανθρώπων ταυτίζεται με την υπερήφανη διάθεση των πονηρών πνευμάτων να δοξάζονται. Η ανεκπλήρωτη αυτή επιθυμία ξεσπάει σαν μίσος και έχθρα εναντίον όσων δεν αποδίδουν σ’ αυτούς την δόξα που επιθυμούν. Πιο ισχυρό γίνεται το μίσος και η έχθρα όταν παρουσιάζεται κάποια σημαντική προσωπικότητα που τιμάται αντ’ αυτών λόγω της ηθικής της αξίας αλλά και της σημαντικότητάς της, πράγμα που συνέβη στον ίδιο τον Κύριο, όταν ακόμα και ο Πιλάτος γνώριζε ότι πάντως «διά φθόνον παρέδωκαν Αυτόν».

Αυτή ήταν η στάση και η θέση των περισσοτέρων Ρωμαίων αυτοκρατόρων, και όχι μόνο. Μεθυσμένοι από τη γήϊνη εξουσία και δόξα, απατήθηκαν, θεώρησαν τους εαυτούς τους θεούς, ξεχνώντας ότι και αυτοί ήσαν θνητοί ολιγοχρόνιοι άνθρωποι. Λάτρευαν δε σαν θεούς, όχι τον αληθινό Θεό και μόνο δημιουργό, ο οποίος προκειμένου να σώσει το ανθρώπινο γένος από αυτή τη μέγιστη επιθανάτια απάτη, έγινε και άνθρωπος, αλλά λάτρευαν τις πονηρές και ταλαιπωρημένες αυτές νοερές ουσίες και δυνάμεις, οι οποίες γκρεμισμένες μαζί με την ανθρώπινη φύση στην ταλαίπωρη αυτή γή, επιθυμούν άκρατα να λατρεύονται σαν θεοί. Από όσους όμως γνώρισαν τον αληθινό Θεό, όχι μόνο δεν λατρεύονται, αλλά και εμπαίζονται και έτσι εξηγείται –από μέρους– γιατί τόσο μίσος εναντίον των υιών του φωτός.

Οι Άγιοι μαρτυρούν την Αλήθεια με τα έργα, τα λόγια, την παρουσία, την αγάπη τους. Αναγνωρίζουν και λατρεύουν ταπεινά και ευγνωμόνως τον Δημιουργό τους, πράγμα που δεν δέχονται ούτε οι πονηροί δαίμονες, ούτε όσοι από τους ανθρώπους παραμένουν αμετανόητοι στη μοναξιά της αυτοθεώσεώς τους.

Ο Διοκλητιανός ήταν ένας από τους μεθυσμένους από την αυτοθέωσή τους αυτοκράτορες, ο οποίος λάτρευε αντί του Δημιουργού, τα πονηρά σκοτεινά κτίσματά Του, που έπαιζαν θεατρινίστικα τον ρόλο του Θεού. Ο Διοκλητιανός ήταν στην εξουσία, όταν πάνω σ’ αυτή τη γή έλαμψε μοναδικά, για να συνεχίσει πλέον να λάμπει αιώνια, ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος.

Για τους γονείς του Αγίου Γεωργίου γνωρίζουμε από τον βιογράφο του μαρτυρίου του –πού ήταν πιστός ακόλουθός του– ότι καταγόταν από γενεά Χριστιανών προγόνων και ότι και οι δύο υπήρχαν τόσο ενάρετοι ώστε σήμερα να τιμώνται ως Άγιοι. Ο μέν πατέρας του Γερόντιος μαρτύρησε ενώ ήταν στρατηλάτης στο αξίωμα, η δε μητέρα του ζώντας οσιακά, μεγάλωσε το μονάκριβο ορφανό της και πέθανε ειρηνικά πριν γνωρίσει την μελλοντική ουράνια δόξα του.

Η Καππαδοκία ήταν η πατρίδα τους και από τέτοιους γονείς ήταν τελείως φυσικό να προβάλει ο συγκεκριμένος υιός, ο Γεώργιος, που έγινε στην συνέχεια η παρηγοριά κάθε Χριστιανού, όπως ο ποιητής αναφέρει στο απολυτίκιό του: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής· ασθενούνων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε· πρέσβευε Χριστω τώ Θεώ σωθήναι τάς ψυχάς ημών».

Νέος στην ηλικία, γεννημένος μέσα στο φως της προσευχής των γονέων του, αναθρεμμένος με τις αρετές που εκείνο το φως μεταδίδει στους λάτρες του, γεμάτος από σύνεση, σωφροσύνη και σοφία, πρόσθεσε, με την αύξηση της ηλικίας του, στην σεμνότητά του, την δικαιοσύνη και σαν ιδιαίτερο τελείως δικό του χαρακτηριστικό, μια αξεπέραστη ανδρεία, που πήγαζε από την μεγάλη πίστη του προς τον Χριστό και την πρόνοιά Του, πίστη που προερχόταν από την πλούσια θεωρία του φωτός του Θεού, που κατοικούσε μέσα του.

Αυτό το φως διηύθυνε τις αισθήσεις του, τις σκέψεις του, τα λόγια του. Αυτό το φως τον δίδασκε γνώση όχι μόνο στα υπεραισθητά, αλλά και σ’ αυτά ακόμη τα γήϊνα, ώστε να ξεχωρίζει ανάμεσα στους πολλούς και πολύ σύντομα να του δοθούν αξιώματα πολιτικού και στρατιωτικού διοικητού.

Δεν ξεπερνούσε τα 22 χρόνια της ζωής του κι ενώ τον περίμεναν μεγαλύτερα αξιώματα, μια που εκτός των αρετών του, της φυσικής ομορφιάς και σωματικής δυνάμεώς του είχε κληρονομήσει και γήϊνα πλούτη από τους γονείς του, ξαφνικά τα μοίρασε όλα στους φτωχούς και πήρε την μεγάλη απόφαση –σάν μυθικός ήρωας που όμως ήταν κατά πάντα συνάνθρωπός μας– γυμνός από τα γήϊνα –πράξη αυτοθυσίας που ο κάθε εχέφρων αντιλαμβάνεται το μέγεθός της– να περπατήσει τον δρόμο που πρώτος περπάτησε ο Θεός στην γή για μάς· κι αυτό δεν έγινε καθόλου άκαιρα.

Ο Διοκλητιανός –διά του Μαξιμιανού του γαμβρού του– είχε πετύχει μεγάλες νίκες κατά των Περσών. Ο Μαξιμιανός είχε τότε την έδρα του στην Νικομήδεια, κι αφού κατ’ αρχάς είχε πολλάκις νικηθεί από τους Πέρσες, που κατέστρεφαν την περιοχή του, την Παλαιστίνη, την Αρμενία και την Καππαδοκία, κάλεσε τον Διοκλητιανό, που με την σημαντικότερη στρατειά του κατέφθασε από την Ρώμη με την γυναίκα του Αλεξάνδρα –η οποία ήθελε να δεί την κόρη της που είχε παντρευτεί τον Μαξιμιανό– έχοντας μαζί τους, τους πιο στενούς συγγενείς τους, Μαγνέντιο, Θεόγνι και Δαδιανό, οι οποίοι ήσαν τοπάρχες της Λιβύης, της Αιγύπτου και της Συρίας, ενίσχυσε τον Μαξιμιανό με την στρατεία του, ο οποίος τελικά πέτυχε ολοκληρωτικές νίκες κατά των Περσών και γύρισε πίσω στην Νικομήδεια, όπου συναθροίστηκαν όλοι οι συγγενείς, βασιλείς και ηγεμόνες.

Μετά από αυτή την επιτυχία, θέλησαν, με μεγάλες πανηγύρεις, να κάνουν θυσίες στους θεούς και μάλιστα στον Απόλλωνα, που λατρευόταν ιδιαίτερα σ’ εκείνα τα μέρη. Τότε θυμήθηκαν ότι υπήρχαν κάτω από την εξουσία τους άνθρωποι, οι Χριστιανοί, που δεν λάτρευαν τους θεούς τους. Αυτό τους πίκρανε αφάνταστα και αποφάσισαν ότι όλοι αυτοί ή έπρεπε να λατρεύουν τους θεούς τους ή να πεθάνουν. Οι θεοί τους είναι φανερό ότι δεν ενδιαφέρονταν για την εντολή της αγάπης, αλλά μόνο για την δόξα τους.

Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι οι ηγεμόνες, με πρόεδρο και πρώτο τον αυτοκράτορα και αποφάσισαν να στείλουν παντού αυτοκρατορικά διατάγματα, που έλεγαν περίπου τα εξής: «Ο Διοκλητιανός, ο μέγιστος αεισέβαστος αιώνιος βασιλιάς, στους στρατηγούς και ηγεμόνες και προϊσταμένους που ηγεμονεύουν στις χώρες και επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, χαίρετε! Επειδή ακούσαμε ότι μία ασεβέστατη προς τους θεούς θρησκεία, η λεγομένη των Χριστιανών, με την παρουσία της σαλεύει την ειρήνη στην κραταιά αυτοκρατορία μας και σέβεται κάποιον Ιησού, που κατακρίθηκε από τους Ιουδαίους σε σταυρικό θάνατο, βλασφημούν δε και ειρωνεύονται τον μέγα θεό Απόλλωνα, τον Ερμή και τον Διόνυσο, τον Ηρακλή και τον Δία, οι οποίοι χαρίζουν ειρήνη στην αυτοκρατορία, γι’ αυτό διατάζουμε να συλλαμβάνονται και να τιμωρούνται αυστηρότατα, άνδρες και γυναίκες, ώστε να αρνούνται την θρησκεία τους. Αν με τις απειλές και τις τιμωρίες αλλάξουν άποψη, να τους δίνονται σοβαρές δωρεές, σε διαφορετική όμως περίπτωση –μετά από πολλά βάσανα και τιμωρίες– να αποκεφαλίζονται με ξίφος. Εάν δεν εφαρμόσετε με ακρίβεια τα προστασσόμενα, θα υποστείτε τις ίδιες τιμωρίες. Σπουδάστε να εκτελέσετε τις διαταγές μας!».

Τα διατάγματα στάληκαν σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη. Ετοιμάστηκαν βασανιστήρια όργανα και δόθηκε η ευκαιρία σ’ όσους έτρεφαν έχθρα και μίσος κατά των Χριστιανών να εκπληρώσουν την επιθυμία τους αυτή, προδίδοντας τους πιστούς στους άρχοντες. Και άλλοι μέν από τους πιστούς προετοιμασμένοι με την πίστη και την αρετή, αγωνίζονταν περνώντας από φρικαλέα βασανιστήρια και νικούσαν, «μάρτυρες γενόμενοι της αληθείας» και σαν άλλα νοητά αστέρια και ήλιοι λάμπουν μέχρι σήμερα στο στερέωμα της Εκκλησίας. Αλλοι όμως δυστυχώς δεν άντεχαν μέχρι το τέλος και έχαναν τον στέφανο του μαρτυρίου.

Ανάμεσα στον πόνο και στον θόρυβο των ημερών, περιερχόταν ο εικοσιδυάχρονος Γεώργιος παρακολουθώντας τα δρώμενα. Ήταν ήδη τιμημένος με το αξίωμα του Κόμη και του είχε υποσχεθεί ο Διοκλητιανός και το αξίωμα του Στρατηλάτη. Σεμνός, ανδρείος και δυνατός στο σώμα και στην ψυχή, αναλογιζόταν προσευχόμενος την παρουσία του Θεού στην γή, πώς τον πρόδωσε ο μαθητής Του, τον συνέλαβαν, πώς τον οδήγησαν οι συνάνθρωποί του στο πραιτώριο, πώς τον ενέπαιζαν, πώς τον κοροΐδευαν, πώς τον ράπιζαν και τον οδήγησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες μπροστά στον Πιλάτο να απολογηθεί, πώς υπέμεινε την συκοφαντική επίθεση των Ιουδαίων αρχιερέων που σούβλιζε την καρδιά μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής· «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» είχε πεί ο Κύριος που προγνώριζε ότι θα συμβούν όλα αυτά.

Όμως μετά το διασυρμό, το μαστίγωμα και τις τόσες άλλες δυσκολίες, την ώρα της Σταυρώσεώς Του όταν παρέδωσε το Πνεύμά Του, σαλεύθηκε η γή, ο ήλιος έχασε το φως του, οι δίκαιοι νεκροί αναστήθηκαν και μετά από τρεις μέρες νικήθηκε μέχρι τέλους ο θάνατος. Ο Ιησούς ο Θεός αναστήθηκε, το μαρτυρούσε η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε πλούσια στην καθαρή του καρδιά. Θεουργικός έρωτας πρόσθετε πάνω στην ανδρεία του ψυχή την δύναμη που χρειαζόταν να ομολογήση και εκείνος για τον σαρκωθέντα Ιησού, να μιμηθεί το πάθος Του, να βρεθεί κοντά στον αγαπημένο, που πρώτος έπαθε γι’ αυτόν, για όλους τους ανθρώπους. Η Χάρις του Θεού τον παρότρυνε «μή φοβηθήτε από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, δεν μπορούν όμως να σκοτώσουν την ψυχή» και όποιος «μέσα στην δική μου Χάρη με ομολογήσει αληθινό Θεό και άνθρωπο μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κι εγώ μέσα στην ίδια ύπαρξή του, μπροστά στον Ουράνιο Πατέρα μου».

Παρουσία φωτός αρρήτου, έρωτας γλυκύτατος, έπαψαν οι αισθήσεις οι γήϊνες, η πρόσκληση ήταν βεβαία. Ο Ιησούς σαν φίλος και αγαπητός, καλούσε τον Γεώργιο κοντά Του· πώς θα μπορούσε να αρνηθεί τέτοια πρόσκληση; Δάκρυα χαράς, αίσθηση μεγάλης ταπεινώσεως, πρόσκληση σ’ αυτόν τον θνητό Γεώργιο από τον ουράνιο Φίλο στο αξίωμα της αθανασίας, στο χάρισμα της υιοθεσίας, συγκληρονόμος Χριστού.

Πήρε αμέσως την απόφαση, χάρισε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς, ελευθέρωσε τους δούλους του. Ο πιο πιστός απ’ αυτούς, που ήταν και Χριστιανός, πληροφορήθηκε τί έμελλε να κάνει ο κύριός του και δεν τον εγκατέλειψε, έμεινε κοντά του. Από αυτόν γνωρίζουμε το μαρτύριό του.

Η υπερηφάνεια –ο θεός του Διοκλητιανού– μεγάλωνε, η σύγχυση και η ταραχή στον λαό επίσης. Η απόφαση να μή μείνει κανένας Χριστιανός στην γή, έκανε τον Διοκλητιανό να καλέσει μεγάλο ανοικτό συνέδριο με πολλούς ηγεμόνες, διοικητές και στρατηλάτες –παρουσία και του λαού– και να ανακοινώσει αλαζονικά ότι θα γίνουν μεγάλες θυσίες στους θεούς, ότι θα αφανιστεί από την γή κάθε Χριστιανός. Εκεί βρισκόταν και ο Γεώργιος, γιατί σε λίγο θα έπρεπε να λάβει το αξίωμα του στρατηλάτη.

Μπροστά στα πρόθυρα των βασιλικών ανακτόρων πολλά βασανιστήρια όργανα και μηχανήματα εκτέθηκαν και δημιουργούσαν κατάπληξη στο να τα βλέπει κανείς. Ο Γεώργιος κοντοστάθηκε, τα κοίταξε: «Αυτά ήταν λοιπόν τα φόβητρα· πανάγαθε Χριστέ Ιησού μου, βοήθησέ με» ψιθύρισε και πάλι με πίστη ατένισε στον Γολγοθά, στον εσταυρωμένο Ιησού. Δεν ήταν άπειρη η ψυχή του από μάχες και θανάτους, αφού ήταν αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού, εδώ όμως ανοιγόταν στάδιο αγώνα κατά του θανάτου, με θεωρούς βασιλείς και ηγεμόνες, την αφρόκρεμα της πόλης, τους συστρατιώτες του, τους γνωστούς, τους φίλους, με θεωρούς τους ουράνιους αγγέλους, τους Αγίους, αυτούς τους ίδιους τους γονείς του, που προσεύχονταν γι’ αυτόν στον ουράνιο Κύριο· θα ήταν επίσης και η παρουσία του ίδιου του Κυρίου και της πανάχραντης Μητέρας Του.

Στο στάδιο είχε να αγωνιστεί με δύο εχθρούς. Τα παμπόνηρα πνεύματα της πονηρίας που λυσσαλέα επιζητούσαν τιμές θεών ή τέλος πάντων να καταστρέψουν την ψυχή του χωρίζοντάς την από τον Χριστό, και με τον αξιολύπητο εκείνο και δυστυχή αυτοκράτορα και τους ηγεμόνες, που ήταν αιχμάλωτοι των δαιμόνων. Όντως ψυχές για λύπηση!

Η πολιτική του αυτοκράτορα είχε πετύχει. Οι Χριστιανοί ήταν ήδη ταλαιπωρημένοι. Εκείνος διασκέδαζε με εορτές και λατρείες των θεών του, την στιγμή που αυτοί έκλαιγαν τους νεκρούς τους και ανέμεναν με πόνο την αυριανή σύλληψή τους, χωρίς να έχουν κανένα ακόμα μεγάλο παράδειγμα ανδρείας και ομολογίας, όπως άκουγαν πως συνέβαινε σε άλλες περιοχές ή λίγο πιο πριν με άλλους μεγάλους μάρτυρες. Η παρουσία των μεγάλων μαρτύρων ήταν υπέρτατο στήριγμα σ’ αυτούς, γιατί εκτός από το κουράγιο που έπαιρναν από την πίστη και την ανδρεία τους, ο Θεός συνόδευε την μαρτυρία τους με πολύ θαυμαστά γεγονότα, που τους μέν βασιλείς εξέπλητταν, στους Χριστιανούς επιβεβαίωναν την πίστη τους και τους ενθάρρυναν.

Πολλοί ειδωλολάτρες που ήταν καλόψυχοι πίστευαν στον Χριστό και η φήμη των γεγονότων έφτανε μέχρι τις πιο απομακρυσμένες πόλεις, ακόμη και στην Ρώμη, έτσι ώστε εκεί που οι αυτοκράτορες νόμιζαν ότι ο Χριστιανισμός θα χαθεί, χιλιάδες και μυριάδες πιστοί ξεφύτρωναν, από την έμπρακτη ομολογία των μαρτύρων και τα θαυμαστά γεγονότα της παρουσίας του Θεού στην μαρτυρία τους.

Στο συνέδριο οι πάντες συναινούσαν με τις απόψεις του βασιλιά, λέγοντες: «Εμείς μέγιστε και αήττητε βασιλιά, αναγνωρίζοντας πόσο μας προστατεύεις και μας προνοείς, αποδεχόμαστε με χαρά να τιμήσουμε τους θεούς μας μαζί σου. Συμφωνούμε επίσης να καταστρέφεται με βάσανα όποιος ονομάζει τον εαυτό του Χριστιανό». Έτσι έλεγαν γιατί απολάμβαναν της τιμής, της δόξας και της ευπορίας, που ο Διοκλητιανός τους χάριζε.

Ο Γεώργιος, μέχρι στιγμής, δεν είχε πεί τίποτα. Έκρινε όμως ότι ήταν η καταλληλότερη στιγμή να δώσει την μάχη του. Κατ’ άνθρωπον φαινόταν τελείως μόνος· μέσα του όμως ο θεουργικός έρωτας μαρτυρούσε ότι ο Κύριος ήταν μαζί του. Είχε εξάλλου εμπειρία μεγάλη στην ζωή του από την προστασία που του παρείχε ο Κύριος, όταν σ’ όλες τις μάχες αυτός έβγαινε νικητής και σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές, με θαυμαστό τρόπο τον έσωζε ο Κύριος.

Ζήτησε τον λόγο από τον βασιλιά, προχώρησε με παρρησία στο βήμα. Όλων τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Τί θα έλεγε ο νεαρός αυτός κόμης με το ανδρείο και ευγενικό παράστημα μπροστά στον φοβερό αυτοκράτορα, που με ένα νεύμα του και μόνο μπορούσε να του αφαιρέσει την ζωή, μπροστά σ’ όλους αυτούς που ήταν έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον του αντιμιλούσε, μπροστά στους τόσους ηγεμόνες και στρατηλάτες που τον έτρεμαν, μπροστά στα φοβισμένα μάτια του κόσμου;

«Μεγαλειότατε, δεν θα σας κουράσω! Παρακολουθώ τον πόλεμο κατά των Χριστιανών· τον θεωρώ τελείως ανίερο. Η ειρήνη και η δικαιοσύνη ανάμεσα στον λαό, πρέπει να εκπορεύεται από σας που είστε οι κυβερνήτές του. Εσείς όμως εναντίον δικαίων και αγίων ανθρώπων κηρύξατε πόλεμο, γιατί πιστεύουν σ’ Αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό και την γή, χωρίς να έχουν πράξει κανένα κακό, αφού οι εντολές Του είναι μόνο αρετές, μόνο αγάπη. Μεγαλειότατε, δεν ανέχομαι να μή λατρεύεται ο Χριστός ο Υιός του Θεού, να πορεύεστε μέσα στο σκοτάδι, να λατρεύετε αναίσθητα είδωλα και δαίμονες για θεούς. Ακούστέ με! Αφήστε το σκοτάδι! Ελάτε στο θεϊκό φως που είναι η επίγνωση Ιησού του Θεού, για να αξιωθείτε αιώνια δόξα! Η δόξα που έχετε τώρα, είναι πρόσκαιρη και ματαία· σαν χορτάρι θα μαραθεί κι είναι για μένα καλύτερο να με παραδώσετε σε μύριους θανάτους παρά να ακούω τις βλασφημίες σας».

Ο βασιλιάς ταράχθηκε, κοκκίνισε, θύμωσε, δεν μπορούσε να μιλήσει. Έκανε νεύμα στον ηγεμόνα Μαγνέντιο να μιλήσει, κι’ αυτός είπε:

– Ποιό είναι το όνομά σου, ποιός είσαι που με τόσο θράσος ανέβηκες σ’ αυτό το φοβερό βήμα για να μιλήσεις έτσι μπροστά σ’ όλους μας;

– Το πιο τίμιο όνομα που μου προκαλεί χαρά και δόξα είναι το Χριστιανός. Το από την γέννησή μου Γεώργιος, όπως ο Θεός μου θέλησε.

– Και για ποιά αιτία παρουσιάστηκες σήμερα εδώ στο μέγα τούτο κριτήριο;

– Η αλήθεια με παρότρυνε.

– Και τί είναι αλήθεια;

– Η αλήθεια είναι Χριστός ο Θεός που εσείς καταδιώκετε. Αυτός όμως είναι Θεός αληθινός και οι βασιλείς της γής από Αυτόν έχουν την εξουσία, ενώ τα σεβάσματά σας αξίζουν μόνο εμπαιγμό, γιατί είναι μύθοι και εφεύρεση διαβολική, που στέλνουν στην καταστροφή αυτούς που ασχολούνται με την λατρεία τους.

Μετά από αυτή την απάντηση, σύγχυση και θόρυβος μεγάλος έγινε στο πλήθος και ο αυτοκράτορας πρόσταξε τους φύλακες να κρατήσουν την τάξη. Επικράτησε σιγή. Ο Μαγνέντιος δεν περίμενε τέτοιο θάρρος. Ο Διοκλητιανός παρακολουθούσε την νεότητά του, την συμμετρία των μελών του, την ωραιότητα του προσώπου του, το γεμάτο ανδρεία νεανικό παράστημά του, την παρρησία του που δεν έκρυβε κανένα φόβο και σάστισε θαυμάζοντας. Μετά όμως με υποκριτική ηρεμία είπε:

– Γεώργιε, εγώ γνωρίζω για σένα ότι είσαι ευγενής, από πλούσια οικογένεια, με συνετή σκέψη και ανδρεία κοσμημένος, με πολλά επίσης αξιώματα που σου χαρίστηκαν από την βασιλεία μου, τα οποία πιστεύω ότι τα έλαβες από την πρόνοια των μεγάλων θεών. Μην είσαι αγνώμων και αχάριστος προς τους ευεργέτες. Προτιμώ να σου μιλώ πατρικά και να σου παρουσιάσω πόσες ακόμα τιμές και δόξες θα πάρεις, αν αφήσεις την ανώφελη αυτή πίστη και θυσιάσεις στους θεούς, παρά να σου εκθέσω πόσα βασανιστήρια και ποιά οξύτατα βάσανα σε περιμένουν, που προκαλούν φρίκη μόνο στο άκουσμά τους.

– Οι τιμές σου βασιλιά και οι ατιμίες δεν με ενδιαφέρουν. Θα εξαφανιστούν κι αυτές ως φθαρτές, αφού κι εσύ φθαρτός είσαι, κι εσύ που αυτή την στιγμή φαίνεται ότι υποτάσσεις τα πάντα, μετά από λίγο δεν θα υπάρχεις κι ούτε ίχνος από την τωρινή ευτυχία σου δεν θα φαίνεται στην ζωή αυτή. Γι’ αυτό καλύτερα να πιστέψεις στον αληθινό και αιώνιο Θεό μου, για να σου χαρίσει την επουράνια βασιλεία Του. Και μην πιστεύεις ότι θα με πείσεις να θυσιάσω στους δαίμονες, ούτε να αφήσω το φως για χάρη του σκοταδιού, γιατί η σύνεση διδάσκει από τον θάνατο προς την ζωή να επιστρέφουμε.

Κι ο βασιλιάς είπε:

– Κι έτσι απλά καταστρέφεις την νεότητά σου και αφήνεις την γλυκιά ζωή και προτιμάς την απώλειά σου και τον θάνατο;

– Δεν είναι βασιλιά ο θάνατος αυτός εδώ απώλεια, αλλά χαρά, γλυκύτητα, και αγαλλίαση. Μ’ αυτά που εσύ νομίζεις θλιβερά, εμείς θα απολαύσουμε την αιώνια ζωή και μακαριότητα κι όσα δεν μπορείς να φανταστείς αγαθά, που μας ετοίμασε ο Θεός.

Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και κοιτώντας τον θυμωμένος, φώναξε:

– Εγώ θέλοντας να σε σώσω και να σου δώσω πολλά αγαθά, ανέχθηκα την αναίδειά σου. Εσύ όμως δεν υπολογίζεις όσα σου πρόσφερα και ονειροπολείς, από τα βάσανα που θα σου δώσω, ότι θα κερδίσεις αιώνια αγαθά. Πάρε λοιπόν αυτά που θέλεις και να δούμε ποιά είναι η ελπίδα σου.

Και αμέσως διέταξε τους πιο ισχυρούς φρουρούς να τον κτυπήσουν με μαστίγια, από βοδινά νεύρα κατασκευασμένα. Ο Γεώργιος πολλή ώρα υπέμεινε, χωρίς να στενάξει και ο βασιλιάς διέταξε να τον κρεμάσουν από ένα ξύλο και να τον κτυπήσουν με δόρυ στην κοιλιά, για να χυθούν έξω τα σπλάγχνα του. Όμως το σιδερένιο δόρυ, κατά το κτύπημα, στράβωσε σαν να ήταν μολυβένιο κι ο μάρτυς είπε:

– Σ’ ευχαριστώ Χριστέ μου, γιατί το σπαθί του υπηρέτη του διαβόλου απέστρεψες από μένα και την υπερηφάνειά του κατέστρεψες.

Μετά από τόσα κτυπήματα που με ανδρεία και πραότητα υπέμεινε ο Γεώργιος, μετά από την θαυμαστή διάσωσή του από τον θάνατο, αντί να ταπεινωθεί η αλαζονεία του υπερήφανου, θύμωσε πιο πολύ και με μανία διέταξε να τον ξέουν με νύχια σιδερένια. Κατόπιν τον έστειλε στην φυλακή, τα πόδια του τα έβαλαν στο τιμωρητικό ξύλο και πάνω στο στήθός του έβαλαν με σχοινιά μια τεράστια πέτρα, προκειμένου να συντριφθεί το σώμα του. Την ώρα που οι ισχυροί άνδρες έβαζαν στο στήθός του τον ογκόλιθο, εκείνος ευχαριστούσε τον Θεό και επέζησε, παρόλο που ο βασιλιάς νόμιζε ότι θα είχε πεθάνει.

Μόνο καρδιά, ψυχή και σώμα γεμάτα από Άγιο Πνεύμα μπορούσαν να αντέξουν σ’ αυτές τις φρικαλεότητες. Ο Γεώργιος έχοντας μέσα στην καρδιά του τον θεουργικό έρωτα του Ιησού, αναπολούσε τα ουράνια αγαθά, την συναυλία με τους Αγίους, βίωνε πολύ έντονα την αγάπη του Χριστού για την οποία περνούσε μέσα απ’ αυτές τις θλίψεις, ένιωθε την παρουσία του Ιησού να ελαφρύνει τον σταυρό του. Αγαπημένε Γεώργιε έλεγε· «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι».

Την επομένη, έμαθε ο Διοκλητιανός από τους φρουρούς, ότι ο Γεώργιος παρ’ ελπίδα ζεί. Αυτό του προξένησε έκπληξη, αλλά αιχμάλωτος από τα πάθη του, δεν μπορούσε να εννοήσει ότι υπερφυσική ήταν πάντως η σωτηρία του. Προστάζει με μανία να κατασκευαστεί ένας μεγάλος τροχός, με τον άξονά του να ανεβοκατεβαίνει πάνω σε δύο στύλους και ανάμεσα στους στύλους κάτω από τον τροχό, να τοποθετηθεί δοκάρι ξύλινο, πάνω στο οποίο θα έπρεπε να φυτευθούν καρφιά οξύτατα, διάφορα σπαθιά και μαχαίρια, ώστε όταν ο τροχός θα γύριζε κατεβαίνοντας σιγά-σιγά, να κατέκοβε το σώμα του Γεωργίου έως θανάτου.

Όταν τον έφεραν στον τόπο που ήταν ο τροχός και είδε με τί διαβολική τέχνη ήταν κατασκευασμένος, θυμήθηκε και πάλι τον εσταυρωμένο ανάμεσα στους δύο ληστές Ιησού, έδωσε κουράγιο στον εαυτό του και ψιθύρισε: «Εσύ, που αν και αθάνατος γεύτηκες για την σωτηρία μας θάνατο, δώσε μου αυτή την ώρα να φυλάξω την πίστη και την ομολογία μου. Φύλαξε την ψυχή μου από τις τέχνες του εχθρού», και παραδόθηκε όλος στην φλόγα της προσευχής και του θείου πόθου να πάθει γι’ Αυτόν που για μας έπαθε.

Οι δήμιοι σαν θηρία τον άρπαξαν αμέσως στο νεύμα του τυράννου, άρχισαν να δένουν και να καρφώνουν τα χέρια και τα πόδια του στον τροχό, να σφίγγουν πάνω σ’ αυτόν με σιδερένια δεσίματα το σώμα του και να περιστρέφουν και κατεβάζουν σιγά-σιγά τον τροχό. Έτριζε ο τροχός και τα κοφτερά ξίφη άρχισαν να τεμαχίζουν σιγά-σιγά το σώμα του. Οι σάρκες διαλύονταν, τα οστά συντρίβονταν, ποτάμια το αίμα και οι παρόντες έστρεφαν αλλού το πρόσωπό τους, επειδή δεν μπορούσαν να βλέπουν το θέαμα. Ο Γεώργιος ούτε κάν βογγούσε. Η παρουσία της Χάριτος, μετέβαλλε τους πόνους σε χαρά και ο θάνατος, που φυσιολογικά θα έπρεπε να είχε ήδη έρθει, δεν έφθανε, γιατί εκεί ήταν Εκείνος που είπε· «Εγώ ειμί η Ζωή· ο πιστεύων εις εμέ, κάν αποθάνει ζήσεται». Αλλά ο Διοκλητιανός νόμιζε και πάλι ότι ο Γεώργιος πέθανε και με κομπασμό είπε στους παρισταμένους: «Βλέπετε όλοι σας, ότι δεν υπάρχει άλλος θεός, εκτός από τον Απόλλωνα, τον Ποσειδώνα και τους άλλους θεούς. Πού είναι τώρα ο Θεός του Γεωργίου; Γιατί δεν φάνηκε να τον σώσει από τα βάσανα που του κάναμε;». Διέταξε λοιπόν να παραμείνει στον τροχό ο Γεώργιος έτσι πεθαμένος, προς εξουδένωση του Χριστού και φόβητρο του κόσμου κι αυτός πήγε στα βασίλεια.

Κατά τις μία η ώρα το μεσημέρι, σκοτείνιασε ο ήλιος από βαριά σύννεφα, αστραπές και βροντές έσειαν τον αέρα και φωνή ακούστηκε που έλεγε: «Μείνε ανδρείος Γεώργιε! Να είσαι αδίστακτος στην πίστη σου και πολλοί εξαιτίας σου θα πιστέψουν σε μένα».

Οι στρατιώτες της φρουράς φοβήθηκαν και τόβαλαν στα πόδια. Αγγελος όμως Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά στον Γεώργιο, τον έλυσε, τον αποκατέστησε τελείως υγιή και του είπε: «Να χαίρεσαι εν Κυρίω πραγματικά Γεώργιε. Είσαι αληθινά ευτυχής, γιατί έδωσες τον εαυτό σου σε θάνατο για Εκείνον που για σένα πρώτος λογίστηκε στους νεκρούς. Πάρε δύναμη από την δύναμή Του, νίκησε κατά κράτος την ασέβεια και με στεφάνι δόξας ουρανίου φωτός, θα κατακοσμηθείς από τον βασιλιά της δόξης Χριστό».

Ήταν τόσο μεγάλη και ένδοξη η παρουσία του ουράνιου συμπαραστάτη που γέμισε την ψυχή του με ουράνια χαρά και ευφροσύνη. Τον θείο έρωτα που μυστικά ζούσε μέσα στην ψυχή του, όχι μόνο επιβεβαίωσε η ουράνια αυτή παρουσία, αλλά πολλαπλασίασε απείρως κατά την πίστη και τους αγώνες του. Αυτές οι παρουσίες, καθώς και κάθε παράκληση της θείας Χάριτος δεν ξεχνιούνται ποτέ, ώστε να μπορεί ο αγωνιστής της ευσεβείας να τις φέρνει στην μνήμη του και να ενδυναμώνει την ψυχή του με την πίστη, τις ώρες που ο Κύριος επιθυμεί να δοθεί από αυτούς που τον αγαπούν και η δική τους προσωπική κατάθεση στην προθυμία της αγάπης και της θυσίας.

Με άνεση, μόνος και πάλι, ξεκίνησε για το επόμενο αγώνισμα. Η ψυχή του ήταν ήδη στον ουρανό, η αγάπη για τους συνανθρώπους του μεγάλη και ο πόθος να δώσει και πάλι την παρουσία του Χριστού στους συνανθρώπους του, τον έκαναν να φύγει αμέσως για τα βασίλεια, όπου έμαθε ότι ο αυτοκράτορας θυσίαζε στον ναό του Απόλλωνα, περικυκλωμένος από το συνωστισμένο πλήθος.

Φλεγόμενος από τον πόθο να μαρτυρήσει για την αλήθεια, έσπρωχνε δεξιά και αριστερά το πλήθος για να φθάσει γρήγορα μπροστά στον βωμό που ήταν ο αυτοκράτορας. Έκπληξη και ταραχή, όχι λίγη, προκάλεσε η παρουσία του. Η τελετή σταμάτησε, ανησυχία με απορία δημιουργήθηκε και ο Γεώργιος σαν να παράβλεπε τον αυτοκράτορα, είπε προς το πλήθος: «Γιατί φίλοι θυσιάζετε τις ψυχές σας στους δαίμονες; Μέχρι πότε θα βρίσκεστε στο σκοτάδι της αθεΐας, εκουσίως θα κλείνετε τα μάτια της ψυχής σας και δεν θέλετε να κοιτάζετε στο φως τον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό; Ελάτε κοντά Του, νικήστε τον θάνατο, ατενίστε στο άχρονο φώς, γίνετε παιδιά του φωτός και της ημέρας. Δαίμονες σκοτεινοί είναι τα σεβάσματά σας και στην αιώνια φωτιά θα σας στείλουν. Θεός αληθινός είναι ο Χριστός, ο Θεός μου, ο οποίος θα συνδοξάσει και θα χαρίσει αιώνια ζωή, σ’ αυτούς που τον πιστεύουν». Στην συνέχεια στράφηκε προς τον βασιλιά και του είπε: «Πρόσεξέ με καλά βασιλιά και ταυτόχρονα πίστεψε στον Θεό μου, που με έσωσε από το μηχάνημά σου που κατασκεύασες για να με θανατώσεις».

Η δόξα του προσώπου του Γεωργίου που έλαμπε από το θεϊκό φώς, η επίγνωση του φρικτού μαρτυρίου που ο ίδιος ο βασιλιάς παρακολούθησε, δεν τον άφηναν να πιστέψει ότι αυτός είναι ο Γεώργιος. «Ποιός είσαι άνθρωπε»; είπε σαν ναρκωμένος. «Ποιός είσαι που τόλμησες να προκαλέσεις τόση ταραχή την ώρα της θυσίας»; Και ο Γεώργιος είπε: «Εγώ είμαι ο Γεώργιος που σας έχω ήδη μιλήσει για την αληθινή πίστη, αλλά κι αυτή την στιγμή, βεβαιώνω την δύναμη του αληθινού Θεού μου με την ζωντανή παρουσία μου. Ο Θεός μου, σώζει αυτούς που τον πιστεύουν, όχι μόνο από τα χέρια των ανόμων αλλά και από αυτό τον ίδιο τον θάνατο και από κάθε θάνατο».

Ο βασιλιάς τον πρόσεχε καλύτερα και έλεγε: «Μήπως είναι το φάντα¬σμά του και μας κοροϊδεύει»; Κι ο Μαγνέντιος έλεγε: «Όχι κάποιος άλλος θα είναι που του μοιάζει». Πώς μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Γεώργιος μετά από τέτοιο φρικιαστικό θάνατο ήταν ζωντανός και υγιής μπροστά τους σε διάστημα λίγων ωρών, και ενώ αυτοί θυσίαζαν για να γιορτάσουν την νίκη τους; Ο Γεώργιος διέκοψε και πάλι την απορία τους και είπε: «Εγώ είμαι ο Γεώργιος, ο δούλος και φίλος του Χριστού μου. Μην αμφιβάλλετε μεταξύ σας για μένα· καλύτερα πιστέψτε χωρίς ενδοιασμούς, γιατί είναι παντοδύναμος και τους νεκρούς ακόμη ζωοποιεί και τους χαρίζει την ανάσταση».

Οι ηγεμόνες έμειναν εμβρόντητοι. Οι στρατηλάτες τους όμως Ανατόλιος και Πρωτολέων που είχαν παρακολουθήσει τα γενόμενα με πολύ πλήθος κόσμου, έλεγαν μεταξύ τους ότι αυτός είναι ο Γεώργιος και ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός. Αυτή η ομολογία τους ήταν αρκετή για να διατάξει ο βασιλιάς να αποκεφαλιστούν, με όσους πίστεψαν, έξω από την πόλη, πράγμα που έγινε.

Όμως και η γυναίκα του βασιλιά, η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, που είχε παρακολουθήσει τα γεγονότα, είπε προς τον βασιλιά: «Κι εγώ πιστεύω τον Χριστό σαν Θεό, όπως ο Γεώργιος μας είπε». Κι ο Μαγνέντιος της είπε: «Γιατί καταφρο¬νείς τους θεούς για χάρη ενός σταυρωμένου ανθρώπου»; Βέβαια ήταν γνωστό σ’ αυτούς και οι ίδιοι το εφάρμοζαν, να σκοτώνουν δηλαδή, μεταξύ των άλλων, τους κακούργους με σταυρικό θάνατο. Η Αλεξάνδρα του είπε: «Ανώτερα πράγματα μας έδειξε ο Γεώργιος για τον Εσταυρωμένο· οι θεοί σας είναι άξιοι κάθε καταφρονήσεως».

Πολλές συγχρόνως συγκλητικές γυναίκες πίστεψαν, βλέποντας την πνευματική δόξα του Γεωργίου και το θάρρος της βασίλισσάς τους. Τότε ο βασιλιάς διέταξε αμέσως να ρίξουν τον Γεώργιο μέσα σε λάκκο με σβησμένο ασβέστη, ώστε αφού μείνει τρεις μέρες εκεί, να μή βρεθούν ούτε τα οστά του.

Έγινε όπως διέταξε, και οι φύλακες φρουρούσαν τον λάκκο. Πέρασαν τρεις μέρες και ο βασιλιάς διατάζει να πετάξουν ότι απέμεινε από τα οστά του για να μην τα προσκυνούν οι Χριστιανοί. Πλήθος όμως κόσμου περικύκλωσε τον λάκκο περιμένοντας με αγωνία να δούν τί απέγινε ο Γεώργιος. Τον είχαν δεί τόσες φορές να νικάει τον θάνατο, που μέσα τους πίστευαν ότι πάλι ζωντανό θα τον δούν. Κι έτσι έγινε! Ο Γεώργιος ήταν τελείως υγιής και δοξασμένος, που προκάλεσε τα πλήθη σε ζητοκραυγές, σαν να παρακολουθούσαν πλέον έναν τιτάνιο αγώνα μεταξύ ζωής και θανάτου, Χριστού και δαιμόνων, του Γεωργίου και του βασιλιά ως εκπροσώπων τους.

Η φήμη διαδόθηκε γρήγορα. Η βασίλισσα, γεμάτη από θεϊκό έρωτα, κατέφθασε στον τόπο και κήρυττε άφοβα τον Χριστό σαν αληθινό Θεό. Και από τον λαό, όλο και περισσότεροι πίστευαν.

Ο βασιλιάς ζήτησε να του φέρουν τον Άγιο και του είπε: «Είμαι σε απορία, ποιός επιτέλους σε κρατάει ζωντανό;». «Γνωρίζω –είπε ο Γεώργιος– ότι αν σας πώ την αλήθεια δεν θα πιστέψετε. Η Θεία Γραφή λέει για σας ότι η σοφία σε κακότεχνη ψυχή δεν εισέρχεται. Γι’ αυτούς όμως που είναι γύρω από σας και πιστεύουν, θα πώ ότι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, με φυλάει από κάθε βάσανο, όπως φυλάει και κάθε πιστό. Να λοιπόν, σας το ξαναλέω!».

Απορούσε ο βασιλιάς με ποιό φρικτό θάνατο, θα μπορούσε να νικήσει επιτέλους τον «αθάνατο» αυτό νεαρό, που τον είχε ρεζιλέψει τόσες φορές. Ξεπήδησε τότε ένας μάγος που λεγόταν Αθανάσιος και είπε στον βασιλιά, προκειμένου να αποσπάσει την εύνοιά του: «Διάταξε βασιλιά, να τον ποτίσω ένα δηλητηριώδες ποτό που μόλις το πιεί, θα κοπούν τα σπλάγχα του και με φρικτούς πόνους θα πεθάνει μπροστά μας». «Κάνε γρήγορα –τού λέγει ο βασιλιάς– διότι με έχει ταλαιπωρήσει με τα περίεργα που κάνει. Και για να βεβαιωθούμε για την ενέργεια του δηλητηρίου που λές, να βγεί από την φυλακή ένας κακούργος και να πιεί αμέσως από αυτό, για να βεβαιωθούμε μήπως κι εσύ κάνεις κάτι υπέρ του Γεωργίου». Πότισαν τον κακούργο και σχεδόν αμέσως έπεσε σπαράζοντας στην γή, άφριζε και έβγαζε αίμα από το στόμα, μέχρι που πέθανε ελεεινά μέσα σε αφόρητους πόνους.

Χάρηκε ο Διοκλητιανός και είπε στον Γεώργιο: «Έφθασε ο καιρός του θανάτου σου άθλιε. Τώρα θα ελεγχθούν οι προηγούμενες μαγείες σου». Διατάζει τον Αθανάσιο να δώσει στον Γεώργιο το φάρμακο. Όλοι κοίταζαν με φόβο και λύπη προς τον μάρτυρα. Αυτός όμως άρπαξε κυριολεκτικά το δηλητήριο, το σταύρωσε με πίστη και θάρρος και είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, εσύ που είπες σ’ αυτούς που Σε πιστεύουν, ότι κι αν ακόμα πιούν κάτι θανατηφόρο δεν θα τους βλάψει, δείξε και τώρα την δύναμή σου». Ήπιε όλο το δηλητήριο όπως κάποιος πολύ διψασμένος πίνει νερό και ενώ περίμεναν όλοι να πάθει ότι και ο κακούργος, ο Γεώργιος είπε: «Μάταια κουράζεσαι βασιλιά! Μάθε ότι ούτε δηλητήρια, ούτε φωτιά και θηρία, ούτε τροχοί και μαστίγια, ούτε οποιοδήποτε άλλο μαρτύριο επινοήσεις, θα με χωρίσει από τον Χριστό μου».

Ο Αθανάσιος και πολύ πλήθος κόσμου, βλέποντας τον κακούργο νεκρό και τον Γεώργιο υγιέστατο να μιλάει με τέτοια αφοβία στον βασιλιά, είπαν: «Αλήθεια, τί άλλο είναι αυτό, παρά παρουσία της θεότητος του Χριστού που έσωσε τον Γεώργιο. Ας ξεχάσουμε τις πλάνες των ειδώλων. Ο Θεός του Γεωργίου είναι αληθινός και ζωντανός ανάμεσά μας».

Ο θυμός του βασιλιά ξεπέρασε κάθε όριο. Διατάζει πάραυτα τον θάνατο του Αθανασίου και όσων τόλμησαν να πούν ότι ο Χριστός είναι Θεός και γυρνώντας μανιασμένος λέει στον Γεώργιο: «Εγώ θα διαλύσω τα σοφίσματα και τις μαγείες σου». Διέταξε τότε να φέρουν σιδερένια παπού¬τσια γεμάτα καρφιά, τα έκαψαν ισχυρά στην φωτιά, τα φόρεσαν με μανία στα πόδια του Γεωργίου, κρατώντας τα με λαβίδες και τον έστειλε να κλειστεί στην φυλακή.

Έβλεπε κανείς την προθυμία του μάρτυρα, διέκρινε τον θεϊκό του ζήλο, αλλά αδυνατούσε προς στιγμή να περπατήσει από τους πόνους. Τότε με ρόπαλα τον κτυπούσαν να περπατήσει· δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια του. «Τρέχε Γεώργιε» είπε και ταυτόχρονα ψέλλισε: «Κύριε, Κύριε σώσέ με στην θλίψη μου. Εσύ είσαι η καταφυγή μου, για το όνομά σου πάσχω. Γνωρίζεις την προθυμία της ψυχής μου και του σώματός μου την αδυναμία. Μή με εγκαταλείπεις, να μην πούν οι άθεοι αυτοί, πού είναι ο Θεός του Γεωργίου; Να μην πεί ο διάβολος ότι έγινε ισχυρότερος από Σένα». Και πάλι απάντηση με φωνή δόθηκε από τον Θεό στην ψυχή του: «Θάρρος Γεώργιε, μαζί σου είμαι». Ακουσε την φωνή αυτή και ταυτόχρονα πήρε πνευματική δύναμη, ώστε να περπατήσει μέχρι την φυλακή με τα φοβερά αυτά υποδήματα.

Και πάλι το πρωΐ στο δικαστικό βήμα ο βασιλιάς του είπε: «Με πολύ θράσος υπομένεις τα βάσανα· μέχρι πότε θα αντέξεις;». Και ο Γεώργιος του είπε: «Εγώ βέβαια, δέχομαι αντιλήψεις της χάριτος του Θεού μου και κάνω υπομονή με την δύναμή του, έτσι που τα βασανιστήριά σου να τα θεωρώ παιχνίδια μικρών παιδιών. Εσύ όμως είσαι πνευματικά τυφλός και παιχνίδι στα χέρια των δαιμόνων· ποιά είναι η ελπίδα σου να λατρεύεις αναίσθητα και κωφά ξόανα για θεούς; Καλύτερα να ντρέπεσαι να ονομάζεις θεούς αυτούς που έζησαν με πορνείες και φόνους και τώρα βρίσκονται στην άσβεστη φωτιά, που περιμένει κι όσους τους σέβονται».

Πάλι ντροπή, έκπληξη και θυμός ακολούθησαν τα λόγια του μάρτυρος και διαταγές να τον μαστιγώνουν με νεύρα βοδιών και νύχια σιδερένια να ξεσχίζουν τις σάρκες του. Αλλά αυτός ήταν έμπλεως θείας Χάριτος και φαινόταν σαν να έπασχε κάποιος άλλος.

Ο Μαγνέντιος υποκρινόμενος φιλανθρωπία, ζήτησε να κατεβάσουν τον Γεώργιο από το ξύλο του μαρτυρίου, το οποίο αφού έγινε, του είπε: «Εάν θέλεις, σύμφωνα με την διδασκαλία σου να γίνουμε Χριστιανοί, δείξέ μας ένα θαύμα. Βλέπεις εκείνους τους τάφους; Ανάστησε έναν από τους νεκρούς και θα πιστέψουμε στον Θεό σου».

Ο Γεώργιος του είπε: «Στον Θεό μου, που δημιούργησε τα πάντα «εκ του μή όντος», είναι εύκολο να αναστήσει και τον νεκρό, αλλά το σκοτάδι της ασεβείας σας σκεπάζει και είστε μεθυσμένοι από την απάτη του εχθρού. Κι αυτό το θαύμα θα γίνει, και πάλι άπιστοι θα μείνετε. Αλλ’ εγώ για τον κόσμο που είναι γύρω μας, θα παρακαλέσω την φιλανθρωπία του Θεού, να κάνει αυτό το θαύμα μπροστά στα μάτια σας». Γονάτισε κι από το βάθος της καρδιάς προσευχήθηκε: «Χριστέ Βασιλεύ, που για την σωτηρία των ανθρώπων ανέχθηκες Σταυρό και υπέμεινες επονείδιστο θάνατο· Εσύ που θέλεις όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειάς Σου· Εσύ που με τους Αγίους Αποστόλους Σου εμεγάλυνες την παρουσία Σου με τα θαύματα που εργάστηκες δι’ αυτών, για την επιστροφή των πεπλανημένων λαών· Αυτός και τώρα άκουσε την προσευχή μου και ανάστησε έναν από αυτούς τους νεκρούς, για την δόξα του προσκυνητού Σου Ονόματος και του συνανάρχου Σου Πατρός και του Αγίου Πνεύματος».

Τελείωσε την προσευχή του και ισχυρός σεισμός έγινε· σωρός από χώματα μετακινήθηκε και εμφανίστηκε κάποιος από αυτούς που είχαν πεθάνει από παλιά. Το πλήθος έμεινε άναυδο! Ο νεκρός, ζωντανός πλέον, διέσχισε το πλήθος και έπεσε στα πόδια του Μάρτυρος λέγοντας: «Σε παρακαλώ, δούλε του Υψίστου Θεού, δώσε μου την εν Χριστώ σφραγίδα (δηλ. το Βάπτισμα)». Κι ο Γεώργιος του είπε: «Εάν πιστεύεις στον Θεό που σου ξανάδωσε την ζωή, θα σωθείς». Κι αυτός: «Πιστεύω –είπε– στον Χριστό, τον μεγάλο Θεό· Αυτόν που μόλις με την προσευχή σου από τους νεκρούς με ανέστησε». Αλλ’ ο βασιλιάς και οι γύρω από αυτόν, γεμάτοι έκπληξη, γρήγορα ρωτούσαν: «Πές μας το όνομά σου· με ποιό τρόπο έζησες και πότε;». Κι αυτός: «Το όνομά μου είναι Τωβίδ, ιερέας δε των ψεύτικων θεών ήμουν και πέθανα πριν την παρουσία του Χριστού και παραπέμφθηκα στους τόπους της αιώνιας κολάσεως με τους ομοίως υποδουλωμένους στην πλάνη μου». Κι ο Γεώργιος: «Σε σένα μιλώ, που επανήλθες παράδοξα από τον θάνατο στην ζωή. Πήγαινε σε έναν ποταμό, κατάδυσε τον εαυτό σου τρεις φορές μέσα στα νερά, στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, καθαρίσου στο θείο αυτό λουτρό και πήγαινε χαρούμενος στον παράδεισο με όποιον τρόπο γνωρίζει ο Κύριος». Ήταν φυσικό, μετά από αυτό το γεγονός, να πιστέψουν πλήθος κόσμου και στρατιωτών στον Κύριο Ιησού Χριστό, θαυμάζοντας την δύναμή Του.

Ο σκληροτράχηλος όμως και αλαζόνας Διοκλητιανός, βλέποντας τί έγινε, γεμάτος από ακάθεκτη μανία είπε: «Μα τους Θεούς, ο Γεώργιος είναι μάγος και παρουσίασε σε σχήμα ανθρώπου κάποιο πνεύμα για να εξαπατήσει τους αφελείς». Κοιτώντας αυτόν και τους περί αυτόν, λυπημένος ο Γεώργιος είπε: «Αλλοίμονο στην αφροσύνη και την ανοησία σας· με τόση πείρα γευθήκατε και είδατε την δύναμη του Θεού μου και ακόμα τολμάτε να βλαστημάτε; Φαντασία θεωρείτε αυτό το τεράστιο γεγονός της δυνάμεώς Του; Ας μην απατάσθε· οι πονηρές φαντασίες δεν αντέχουν ούτε την επίκληση του ονόματος του Χριστού!».

Ο βασιλιάς έστειλε σιδηροδέσμιο τον Γεώργιο πάλι στην φυλακή κι αυτός γεμάτος ντροπή πήγε στο παλάτι.

Το υπερφυές όμως γεγονός της αναστάσεως του νεκρού, διαφημίστηκε σε κάθε πόλη και χώρα, ώστε σαν ποτάμια ο κόσμος έτρεχε στην φυλακή, έδιναν χρήματα και δώρα στους δεσμοφύλακες για να δούν τον Γεώργιο και ν’ ακούσουν την διδασκαλία του. Ταυτόχρονα πολλοί άρρωστοι γίνονταν υγιείς –όπως την εποχή των Αποστόλων– πράγμα που χαροποιούσε το πλήθος και πίστευαν· και η πίστη στον Χριστό εξαπλωνόταν.

Την εποχή εκείνη οι αγρότες χρησιμοποιούσαν τα βόδια για το όργωμα και τις μεταφορές. Ένας αγρότης με το όνομα Γλυκέριος, έφθασε πονεμένος στην φυλακή, διότι ψόφησε το βόδι του και παρακαλούσε τον Γεώργιο λέγοντας: «Κύριε το βόδι αυτό, μου ήταν τόσο χρήσιμο· ζούσα απ’ αυτό και πριν από λίγο ξεψύχησε». «Εάν πιστεύεις στον Θεό μου, θα αναστηθεί το ζώο σου» του είπε ο Γεώργιος και βεβαιώνοντας ο Γλυκέριος ότι πιστεύει, ο Γεώργιος του είπε: «Πήγαινε και θα το βρείς υγιές». Πράγματι, έτσι συνέβη! Όμως, ενώ ο Γλυκέριος έγινε απόστολος του γεγονότος, αμέσως τον συνέλαβαν οι στρατιώτες και τον παρέστησαν στον βασιλιά, ο οποίος διέταξε να τον κατακόψουν μεληδόν.

Ο Γλυκέριος δάκρυσε και αμέσως ζήτησε με προσευχή την δύναμη του Χριστού, επικαλούμενος τις προσευχές του Γεώργιου κι άκουσε φωνή που του έλεγε: «Έλα, Γλυκέριε, κοντά μου με χαρά· μου είσαι αγαπητός και χρήσιμος». Μ’ αυτόν τον τρόπο μαρτύρησε.

Τα θαυμαστά γεγονότα συνέχιζαν να συμβαίνουν στην φυλακή συνεχώς, ώστε να πληθαίνουν οι πιστοί. Ο Διοκλητιανός, που πίστευε ότι με τον διωγμό θα εξαφανίσει τους πιστούς και την Εκκλησία, βλέποντας αντίθετα αποτελέσματα με την επιρροή του Γεωργίου, έπεσε σε μελαγχολία και γεμάτος μανία διέταξε να πυρωθεί ένα χάλκινο κρεβάτι και να απλώσουν δέσμιο τον Γεώργιο πάνω σ’ αυτό. Κι ενώ ήδη άρχισαν να δαπανώνται οι σάρκες του, ο Γεώργιος έχοντας την πείρα της απερίγραπτης προστασίας του Κυρίου, ζητούσε με προσευχή την ανίκητη του Χριστού συμμαχία, που κατά το πλήθος των θλίψεών του έσπευσε και γέμισε την καρδιά του με παρηγοριά, την φωτιά την έκανε δροσιά, τις αλυσίδες τις έσπασε και τον Γεώργιο τον παρέστησε τελείως υγιή.

Τέτοια απερίγραπτα σε μεγαλοσύνη γεγονότα, διαβάζουμε στους βίους των Αγίων Αποστόλων, όπως του Ιωάννη του Θεολόγου, του Πέτρου και του Παύλου κ.ά.. Θαυμάζει όμως κανείς την πόρωση και τον σκοτισμό του ηγεμόνα. Και μπορούμε να θυμηθούμε την παραβολή του πλούσιου και του πτωχού Λαζάρου στο Ευαγγέλιο, όταν ο πλούσιος μέσα από τις τιμωρίες παρακαλούσε να στείλει ο Θεός τον Λάζαρο στους ζωντανούς συγγενείς του, ο Πατριάρχης Αβραάμ του είπε: «Έχουν τον Μωυσή και τους Προφήτες· αν δεν ακούσουν σ’ αυτούς, ούτε και νεκρό αν δούν αναστημένο θα πιστέψουν».

Ο Διοκλητιανός θεώρησε μαγεία το γεγονός και ο Μαξιμιανός ζήτησε να ποτίσουν τον Γεώργιο, λιωμένο σε μεγάλη θερμοκρασία μολύβι «γιά να δούμε –είπε– αν μπορεί να νικήσει την εσωτερική φλόγα, όπως νίκησε την έξω». Όμως και πάλι τίποτε δεν συνέβη στον Γεώργιο και η απορία με τον θυμό, κατέκαιγαν τους ηγεμόνες.

Του έδεσαν μια πέτρα στον λαιμό, τον κρέμασαν ανάποδα σε ξύλο, άναψαν φωτιά και τον κάπνιζαν μέχρι το βράδυ που τον έκλεισαν πάλι στην φυλακή.

Την επομένη, τον έρριξαν σε ένα φοβερό χαλκούργημα, όπου κυριολεκτικά κατακόπηκε το σώμα του από το πλήθος των σπαθιών και μαχαιριών που υπήρχαν εκεί. Σ’ αυτή την φρικτή κατάσταση έθεσαν σε λεκάνη πλέον το σώμα του Αγίου και τον έκλεισαν πάλι στην φυλακή. Την νύκτα όμως αυτός ο ίδιος ο σαρκωθείς Χριστός, μέσα σε φως ουράνιας δόξας, στάθηκε δίπλα του και του είπε: «Έχε θάρρος Γεώργιε! Δεν έφθασε ο καιρός της μεταστάσεώς σου. Πρέπει να ανταγωνιστείς ακόμη τους βασιλείς της γής, μέχρι να καταβάλεις την ασέβειά τους. Και πολλά πλήθη πιστών θα μου προσφέρεις· και μετά θα σε πάρω κοντά μου· θα σε ενδύσω με την στολή της αφθαρσίας και θα κατακοσμήσω το κεφάλι σου με ολόφωτο δοξασμένο στεφάνι της δικής μου βασιλείας».

Η παράδοξη αυτή παρουσία του Κυρίου, του χάρισε αυτομάτως πλήρη υγεία, του έδωσε ευεξία και χαρά υπερβάλλουσα, είδε φανερά μπροστά του μέσα στο γλυκύτατο φως σαν αστραπή, τον Κύριο και άκουσε τα γεμάτα γλυκύτητα λόγια Του, έγινε κοινωνός της δόξας που του υποσχέθηκε, πρόσπεσε στα πόδια Του ευχαριστώντας με δάκρυα την τόση πολλή πατρική προστασία Του. Ο Κύριος όμως γεμάτος αγάπη τον ανασήκωσε, τον ευλόγησε με το δεξί Του χέρι και του είπε: «Έχε ανδρεία Γεώργιε· νίκησε μέχρι τέλους την μανία των βασιλέων». Αυτά είπε και εξαφανίστηκε. Ο μάρτυς όμως μέσα στην φυλακή, ήταν όλος μέσα στο φως και στην χαρά και η αγαλλίαση που του άφησε η παρουσία του Κυρίου ήταν ανέκφραστη.

Έμαθε και πάλι ο βασιλιάς ότι ο Γεώργιος στην φυλακή είναι τελείως υγιής και χαρούμενος και έμεινε άναυδος γεμάτος ταραχή και σύγχυση. Αισθανόταν ότι τα γεγονότα ήταν η συμφορά του και δεν γνώριζε με ποιό τρόπο ή τιμωρία θα μπορούσε επιτέλους να τον εξοντώσει, εφόσον τα συμβάντα ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα. Αγωνία, φόβος και θυμός τον κατέλαβαν. Ένιωθε την παρουσία του Μάρτυρα να γίνεται δήμιος της ζωής του. Βρίζοντας, έδωσε διαταγή να τον φέρουν και πάλι μπροστά του.

Η διαταγή εκτελέστηκε και ο Γεώργιος οδηγείται δέσμιος μπροστά στον αυτοκράτορα, αλλά για όποιον πρόσεχε την ψυχική του κατάσταση καταλάβαινε ότι υπήρχε κάτι ακατανόητο σε σχέση με τα γεγονότα. Πήγαινε πάλι σε κριτήριο, σε ύβρεις, σε τιμωρίες και θάνατο, αλλά όμως καμμιά ταραχή ή ανησυχία διακρινόταν στα μάτια του. Χαμογελούσε σαν να γνώριζε τί θα συμβεί. Φαινόταν να πηγαίνει σε γιορτή και χαρά παρά σε κριτήριο που θα έβγαζε σίγουρα απόφαση θανάτου. Και ακολούθησε ο εξής διάλογος:

Ο βασιλιάς: «Μέχρι πότε θα υπερηφανεύεσαι για τις ραδιουργίες σου και δεν αλλάζεις γνώμη»;

Και ο Άγιος: «Έως ότου υπάρχει η κατ’ εικόνα Θεού ψυχή στο σώμα μου, δεν θα σταματήσω να ελέγχω την ασέβειά σου. Μην αναβάλλεις, κάνε γρήγορα, γιατί δεν θα έχεις μικρό αγώνα. Αγωνίζεσαι με μένα που αγαπώ τον Θεό και ο αγώνας αυτός είναι κατά του κεφαλιού σου και των κατάπτυστων θεών σου».

Αυτά τα λόγια, προκάλεσαν έκρηξη θυμού στον τύραννο και απάντησε: «Λοιπόν είναι ανάγκη να βγάλω την ψυχή σου από το σώμα σου γρήγορα, για να απαλλαγώ μεμιάς από τον αγώνα εναντίον σου και να έχω επιτέλους και γαλήνια ζωή»; Και η διαταγή ήταν να διχοτομηθεί με πριόνι.

Οι δήμιοι με λύσσα έφεραν σανίδες και με δύναμη τον πίεσαν για να του κόψουν το κεφάλι, αλλά ο ηγεμόνας Δαδιανός σηκώθηκε από την καθέδρα και είπε: «Παρακαλώ αθάνατε και μέγιστε βασιλεύ, δεν πρέπει να πεθάνει τόσο σύντομα ο δυσσεβής αυτός εδώ. Καλύτερα να τον λύσουν και να τον πετάξουν σε καζάνι με λιωμένο μολύβι· να συνεχίζει όμως από κάτω να καίει η φλόγα μέχρι να λιώσουν κι αυτά τα κόκκαλά του». Δέχθηκε ο βασιλιάς το αίτημά του και αφού τον έλυσαν, ετοίμασαν την τιμωρία.

Όταν το μολύβι έβραζε σαν υγρό, τον έδεσαν οι δήμιοι με χειροπέδες και προσπαθούσαν να τον πετάξουν στο καζάνι με το μολύβι. Εμποδίζονταν όμως από την δυνατή φλόγα. Ο Μάρτυρας μόλις τους είδε να απορούν και να δυσκολεύονται είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Εσύ που δημιούργησες τον σύμπαντα κόσμο και φύλαξες ακατάφλεκτους στο καμίνι τους οσίους Παίδες, κι έμένα αν και ανάξιο φύλαξέ με αβλαβή».

Οι χειροπέδες έπεσαν, έκανε τον σταυρό του και πήδησε μόνος μέσα στο καζάνι με θάρρος, όπως πέφτει κανείς σε νερό κατά την ώρα του καύσωνα. Για την πίστη του αυτή, άνεση παρά τιμωρία έγινε γι’ αυτόν το μαρτύριο, γιατί ο Κύριος έδειχνε ποιά είναι η πραγματική δύναμη του Σταυρού Του στα μέλη αυτού του μεγάλου αθλητή της ευσέβειας. Ο Γεώργιος δοξολογούσε μέσα στις φλόγες τον Κύριο. Όσοι όμως ήταν κοντά στην φωτιά, έπαθαν σοβαρά εγκαύματα από το μολύβι που τινάχθηκε. Και πάλι έκσταση και φόβος στους γύρω, ενώ ταυτόχρονα δυνατή βροχή έσβηνε την φωτιά και έκανε τους πάντες να φύγουν.

Μόνος έμεινε και πάλι ελεύθερος γυρνώντας στους δρόμους και στις πλατείες της πόλεως. Περισσότερο με την παρουσία του και λιγότερο με τα λόγια του, έπειθε τους πάντες –παρόλους τους διωγμούς– να γίνονται Χριστιανοί. Τα θαύματα που γίνονταν ανάμεσα στο πλήθος που τον προσήγγιζε ήσαν πολλά και εκπληρωνόταν σ’ αυτόν το ρητό της Σοφίας: «Η Σοφία στις διεξόδους των δρόμων υμνείται και στις πλατείες ο σοφός με παρρησία συμπεριφέρεται».

Έτσι, το μαρτύριο του Διοκλητιανού συνεχιζόταν και διέταξε και πάλι να τον συλλάβουν. Αυτός ο «αθάνατος» και «αήττητος», όπως του άρεσε να τον αποκαλούν, πολεμούσε να θανατώσει κάποιον που πέρασε τόσες πολλές φορές μέσα από τον θάνατο, χωρίς να πάθει τίποτε και ταυτόχρονα το ότι πολεμάει με κάποια ξένη υπερφυσική δύναμη που συμμαχούσε με τον Γεώργιο, τον είχε καταβάλει τελείως. Οι καθημερινές υποθέσεις της δημόσιας διοίκησης ήταν πολλές και η θλίψη ότι νικιέται συνεχώς από ένα νεαρό τελείως άοπλο, αυτός ο «αήττητος», σούβλιζαν εσωτερικά την ύπαρξή του.

Όταν ο Γεώργιος βρέθηκε και πάλι δεμένος μπροστά του, το βλέμμα του Διοκλητιανού ήταν τελείως ανήσυχο, ταραγμένο και σκοτεινό, αβυσσαλέο από οργή, που δεν μπορούσε να κορέσει το μίσος που κατοικούσε στην ψυχή του. «Όπως φαίνεται –τού είπε– επειδή ασχολούμαι πολύ με τις δημόσιες υποθέσεις, εσύ νόμισες, ότι επιμελούμενος άλλα πράγματα, δεν έχω την δυνατότητα να σε εξαφανίσω από την γή. Περιέρχεσαι λοιπόν και μας διασύρεις και πείθεις τους αφελείς να αφήσουν την πίστη των αθανάτων θεών και να πιστέψουν σ’ έναν Σταυρωμένο· εγώ όμως θα περιποιηθώ αμέσως την αυθάδειά σου». Διέταξε να τον ρίξουν κάτω, να τοποθετήσουν κάρβουνα στο κεφάλι του, μετά να τον κρεμάσουν σε ξύλο και να ξένουν με σιδερένια νύχια το σώμα του. Και ενώ ήδη φαίνονταν τα σπλάγχνα και τα κόκκαλα του σώματός του, διέταξε με δαδιά αναμμένα να κάψουν το σώμα του. Κι ενώ τα βασανιστήρια κρατούσαν για πολλή ώρα, ο νους του Μάρτυρα βρισκόταν με προσευχή μέσα στην καρδιά του και το Πνεύμα το Άγιο τον ανακούφιζε, ώστε ούτε αναστεναγμός δεν ακουγόταν. Σε κάποια στιγμή θεωρήθηκε και πάλι από όλους νεκρός. Δόθηκε διαταγή να βάλουν ότι απέμεινε σε ένα κοφίνι και να τον πετάξουν στο βουνό που λεγόταν «Ήλικας», ώστε να μή βρούν τίποτε από το λείψανό του οι Χριστιανοί.

Φωτό: Ραφαήλ Γεωργιάδης

Αυτό έγινε· και καθώς οι στρατιώτες γυρνούσαν από το όρος, έγινε σεισμός και βροχή. Πλύθηκαν και θεραπεύθηκαν οι πληγές του Μάρτυρα κι ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Να είσαι ανδρείος Γεώργιε, Εγώ είμαι μαζί σου». Σαν από ύπνο ξύπνησε υγιέστατος και με όλα τα μέλη του σώματός του άρτια· ευχαρίστησε θερμά τον Χριστό και με θάρρος και σπουδή κατέβηκε στην πόλη κι έφθασε στα ανάκτορα. Οι στρατιώτες που τον είχαν μεταφέρει, τον γνώρισαν. Έκθαμβοι διηγούνταν ο ένας στον άλλο τα γεγονότα και πίστευαν όλο και περισσότεροι. Ο Διοκλητιανός, για να σταματήσει τα γεγονότα, διέταξε αμέσως να θανατωθούν έξω στο βουνό, όσοι κατ’ εκείνη την ώρα πίστεψαν, πράγμα που έγινε και αναδείχθηκαν μάρτυρες.

Ο Γεώργιος και πάλι συλλαμβάνεται. Ο Μαγνέντιος είπε στον βασιλιά: «Είναι πολύ πείσμονες οι Χριστιανοί. Προσπάθησε καλύτερα, με ηπιότητα, κολακείες και δώρα να τον πάρεις με το μέρος σου». Ο Γεώργιος μυστικά προσευχόταν. Ο βασιλιάς άλλαξε τακτική: «Μα τον βασιλιά ήλιο του είπε και όλους τους θεούς, εάν πεισθείς σε μένα και θυσιάσεις στους θεούς, θα σε δοξάσω υπέρμετρα σ’ όλη την γή, θα σε κάνω συμβασιλέα, γιατί σ’ έχω εκτιμήσει βαθύτατα και δεν θέλω να χαθείς».

«Εάν είχα σκοπό να υποχωρήσω σ’ αυτές τις μάταιες υποσχέσεις σου, δεν θα έδινα τον εαυτό μου σε μύριους θανάτους. Τώρα μετά από τόσα βάσανα και τιμωρίες που έπαθα μπροστά σ’ όλη την Σύγκλητο, νομίζεις ανόητα ότι θ’ αφήσω την πίστη μου; Και γιατί έχω υποστεί τέτοια ατιμία, αν είχα σκοπό να πεισθώ στις κολακείες σου;».

«Επειδή τώρα σου συμπεριφέρομαι σαν πατέρας, όπως βλέπεις, ας είσαι χαριστικός προς εμένα, σαν στον πατέρα σου, και ξέχασέ τα όλα. Ορκίζομαι στους θεούς ότι με μεγάλα αξιώματα, δόξα και πλούτη θα σε τιμήσω· μόνο θυσίασε στους θεούς».

«Επειδή βασιλεύ, βλέπω την τόσο καλή σου για μένα διάθεση, θα κάνω κι εγώ ότι επιθυμείς. Θα ήταν αγνωμοσύνη να αθετήσω τέτοια φιλία· ας πάμε γρήγορα στους θεούς».

Ο βασιλιάς τινάχθηκε αγαλλόμενος, αγκάλιασε τον Γεώργιο και με πασίχαρη φωνή είπε δυνατά: «Ας ευφρανθούν οι θεοί· αγαλλιάσθε άνθρωποι· δέξου Απόλλων αυτόν που σε παρόργισε τόσο πολύ, τώρα δε μετανόησε γνήσια και επιστρέφει σε σένα». Αυτά είπε και έδωσε διαταγές να μαζευτεί στο ιερό όλη η Σύγκλητος, τα πιο τιμημένα στρατεύματα και οι κήρυκες να γυρίζουν στους δρόμους φωνάζοντας σ’ όλη την πόλη ότι: «Ο του Γαλιλαίου πρώην πιστός Γεώργιος, πηγαίνει στον μεγάλο Απόλλωνα να θυσιάσει».

Οι Χριστιανοί γεύθηκαν απερίγραπτη θλίψη και πένθος, οι ειδωλολάτρες γέμισαν από χαρά. Βγήκαν παράφορα στους δρόμους και φώναζαν: «Ο Απόλλων νίκησε! Βασίλευε στους αιώνες αυτοκράτωρ Διοκλητιανέ! Ζήτω η αυτοκρατορία των Ρωμαίων! Μεγάλοι οι θεοί του βασιλιά!».

Μπήκαν μέσα στον ναό του Απόλλωνα. Έγινε σχεδόν νεκρική σιγή και ο Γεώργιος προχώρησε μόνος μπροστά, απέναντι από το άγαλμα του Απόλλωνα. Τα πλήθη παρατηρούσαν με κομμένη την αναπνοή και ο Γεώργιος είπε στο άγαλμα κοιτώντας σταθερά προς αυτό: «Εσύ είσαι Θεός και εσένα πρέπει να σέβονται οι άνθρωποι»; Και αμέσως το δαιμόνιο που κρυβόταν πίσω από το άγαλμα, καιγόμενο από το Άγιο Πνεύμα είπε: «Δεν είμαι εγώ Θεός και κανένας δικός μου. Ένας είναι ο αληθινός Θεός και Υιός Του είναι ο Χριστός, διά του οποίου έγιναν τα πάντα. Εμείς είμαστε πριν άγγελοί του και τώρα σαν αποστάτες γίναμε δαίμονες και κοροϊδεύουμε τους ανθρώπους να μας λατρεύουν σαν θεούς». Τα πλήθη έμειναν έκθαμβα και ο Μάρτυρας είπε: «Και εφόσον δεν είστε θεοί, γιατί σφετερίζεστε τιμή που δεν σας ανήκει και κοροϊδεύετε τους ανθρώπους να σας θεωρούν θεούς; Και πώς τολμάτε τώρα να μένετε εδώ, εφόσον μπροστά σας στέκομαι εγώ που έχω ονομαστεί δούλος Θεού και μέσα μου κατοικεί ο Χριστός, ο των όλων Θεός»;

Ταραχή μεγάλη και φοβισμένες δαιμονικές φωνές ακούστηκαν και σαν καπνός έφευγαν από τον ναό. Μετά ο Γεώργιος σταύρωσε τα αγάλματα, που έπεσαν πάραυτα και συντρίφθηκαν. Ο βασιλιάς έμεινε εμβρόντητος. Οι ιερείς όμως των ειδώλων άρπαξαν σαν λύκοι τον Μάρτυρα: «Σκότωσέ τον βασιλιά, σκότωσε τον μάγο· καθόλου μην τον λυπάσαι γιατί με τις μαγείες του εξαπάτησε τόσο κόσμο και τώρα σύντριψε και τους θεούς». Και ο βασιλιάς από την ντροπή και τα γεγονότα, αλλά και από τις φωνές των ιερέων, έγινε έξαλλος: «Βρωμερό κεφάλι και από κάθε ραδιουργία γεμάτο –είπε– δεν συμφώνησες να θυσιάσεις στον μεγάλο θεό Απόλλωνα»; Και ο Άγιος είπε: «Τέτοιους θεούς, που με ένα λόγο συντρίβονται στο έδαφος, δεν ντρέπεσαι να τους ονομάζεις θεούς; Δεν καταλαβαίνεις ότι θυσίασα τους θεούς σου στον επουράνιο Θεό μου; Γιατί δεν πείθεσαι τουλάχιστον στον θεό σας, που μαρτύρησε ότι είναι δαίμονες, αποστάτες που σας εξαπατούν, για να γίνεις φίλος Θεού; Τί παραλογισμός, τί τύφλωση, τί παράνοια είναι αυτή, ώστε να μην μπορείτε να δεχθείτε την αληθινή θεογνωσία; Αν σου έχουν μείνει ακόμα τίποτε ξόανα, δείξέ μου πόσα και πού είναι και μην έχεις φροντίδα· θα το φροντίσω εγώ».

Πολλοί από την Σύγκλητο άλλαξαν γνώμη. Η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, έλεγχε τον σύζυγό της πλέον φανερά. Ο βασιλιάς κατέπεσε ψυχικά, πήρε τον Μαξιμιανό και τον Μαγνέντιο, βγήκαν έξω και τους είπε: «Τί θα κάνουμε φίλοι μου; Νά, όλοι, ακόμα και η βασίλισσα πιστεύουν αυτόν τον μάγο κι εγώ δεν ξέρω με ποιά τιμωρία –μά τους θεούς– να τον εξοντώσω». Ο Μαγνέντιος, πιο έξυπνος από τον Μαξιμιανό, είπε: «Εάν συνεχίσουμε με τιμωρίες, θα είναι ανώφελο για μας και θα γεμίσουμε λύπη. Έχω πειστεί ότι οποιαδήποτε τιμωρία με βάσανα θα προκαλέσει τον κόσμο να πιστέψουν όλοι στον Σταυρωμένο. Καλύτερα να οδηγηθεί αμέσως σε θάνατο». Ο Μαξιμιανός είπε: «Πιο αμείλικτο, αυστηρό και φοβερό άνδρα στην ζωή μου δεν γνώρισα. Κοίταξε, απάτησε ακόμα και την βασίλισσα με τις μαγείες του, συντάραξε την βασιλεία σου, άλλαξε την γνώμη της Συγκλήτου, βάσανα και τιμωρίες εξωτερικές δεν τον αγγίζουν· φόβος τον νου του δεν ταράζει, ο θάνατος δεν συγκλονίζει την ψυχή του, τα αγαθά και οι δόξες δεν τον κολακεύουν. Εάν μου ακούς, με ξίφος κόψε το κεφάλι του, ταυτόχρονα και την αναίδειά του».

Συμφώνησαν οι σύμβουλοι στα λεχθέντα και ο Διοκλητιανός είπε να φέρουν τον Μάρτυρα. «Ιδού, γεμάτε από κάθε κακία, πανάθλιε, με την ολέθρια αναισθησία σου, έχασες τις υπεσχημένες από μένα δωρεές· με τις μαγείες σου ξεπέρασες όλες τις τιμωρίες και όχι μόνο τράβηξες πλήθος κόσμου από την εξουσία μου, αλλά κι αυτήν την βασίλισσα πλάνεψες και κατέστρεψες τους θεούς μας. Ποιών λοιπόν αμοιβών είσαι άξιος; Θα σε ανταμείψουμε με θάνατο για όσα τόλμησες να κάνεις εναντίον μας. Κανένας άλλος δεν μας ταλαιπώρησε τόσο επί της γής». Και διέταξε: «Ο Γεώργιος, ο μύστης του Γαλιλαίου, που αθέτησε τους θεούς και απάτησε με δόλο την βασίλισσα, να αποτμηθεί το κεφάλι μαζί με αυτήν».

Αμέσως οι στρατιώτες τους έβγαλαν έξω από την πόλη. Αυτοί πρόθυμα ακολουθούσαν και προσεύχονταν σ’ όλο τον δρόμο. Η βασίλισσα πρόσεχε στον ουρανό και τα χείλη της διαρκώς κινούνταν φανερά σε προσευχή. Και ο Κύριος την άκουσε, δέχθηκε την αγάπη, τον πόθο της, την καταφρόνηση των γηίνων, την αποκοπή διά ξίφους της κεφαλής της και ενώ κάπου κάθησε για λίγο, ο Χριστός πήρε κοντά του –πρίν την αποτομή της κεφαλής– την μακαρία ψυχή της.

Φωτό Ραφαήλ Γεωργιάδης

Όταν έφθασε και ο Γεώργιος στον τόπο της αποτομής, ζήτησε λίγο χρόνο και με στεναγμό από την καρδιά του, προσευχήθηκε: «Εσύ, Κύριε ο Θεός μου, που υπάρχεις προ των αιώνων και στον οποίο εγώ από την νεότητά μου κατέφυγα και μου έδωσες την δύναμη να αγωνιστώ μέχρι τέλους στο μαρτύριο μου, άκουσέ με παρακαλώ και δέξαι με ειρήνη την ψυχή μου· σώσε με από τα πνεύματα της πονηρίας που κατοικούν στον αέρα και συναρίθμησέ με σ’ αυτούς που αγαπούν το όνομά σου. Συγχώρεσε τους διώκτες για όσα κακά διέπραξαν σε βάρος μας και φώτισε τους οφθαλμούς της καρδιάς τους, ώστε να γνωρίσουν την αλήθειά σου και να καταξιωθούν της επουράνιας ζωής και της αιώνιας βασιλείας σου, δοξάζοντας την αγαθότητα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εις τους αιώνας, αμήν».

Έτσι προσευχήθηκε και προτείνοντας με ευχαρίστηση τον αυχένα, έκοψαν την αγία του κεφαλή, ημέρα Παρασκευή και ώρα εβδόμη, την 23η του Απριλίου μηνός. Το άγιο Λείψανό του από την Νικομήδεια ανεκομίσθη στην Διόσπολη της Παλαιστίνης, στην πατρίδα της μητέρας του.

Η έντονη παρουσία του Θεού στην ζωή του Αγίου Γεωργίου, προβληματίζει τον σύγχρονο άνθρωπο σχετικά με τα υπερφυσικά θαυμάσια που συνόδευαν το μαρτύριό του και ιδιαίτερα γιατί σήμερα δεν βλέπει κανείς τόσο έντονα υπερφυσικά γεγονότα.

Όποιος μελετά συνεχώς το Ευαγγέλιο προσευχόμενος και γνωρίζει αληθινά εν Αγίω Πνεύματι την ζωή του Χριστού στην γή, εμβαθύνοντας στον βίο του Αγίου Γεωργίου, θα θυμηθεί τα λόγια του Κυρίου που είπε ότι «όποιος πιστεύει σ’ εμένα, θα κάνει ακόμη μεγαλύτερα θαύματα από μένα». Πραγματικά, πόσες φορές ο Κύριος έδειξε την θαυμάσια δύναμή Του! Κατ’ αρχάς αυτό το ίδιο το σύμπαν, όλη η κτίση και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι σαν δημιουργία ένα θαύμα. Στην συνέχεια όταν ο Κύριος περπατούσε ανάμεσά μας, εκτός από άλλα θαύματα, ανάστησε την κόρη του Ιαείρου, τον γιό της χήρας στην Ναΐν, τον τετραήμερο Λάζαρο. Αναστήθηκε στο τέλος και ο Ίδιος, αφού προηγουμένως είχε πεί: «Εγώ τίθημι την ψυχήν μου ίνα πάλιν λάβω αυτήν. Ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού· εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν» (Ιω. 10, 17-18).

Ποιός άνθρωπος μπορεί να μιλήσει με τέτοια εξουσία εναντίον του θα¬νά¬του; Μόνον ο Χριστός μπορούσε να πεί ως πραγματικός Θεός ότι, «έχω εξουσία και να πεθάνω και να αναστηθώ», δείχνοντας έμπρακτα σε μας ότι με την θυσία της αγάπης και της δικαιοσύνης ως Θεός –παρόλο που ήταν και άνθρωπος– χάρισε ουσιαστικά την νίκη κατά της κακίας, κατά του ιδίου του θανάτου.

Στην ζωή του Χριστού, κατά την εναγώνια προσευχή του στο Όρος των Ελαιών, έγινε ο ιδρώτας Του σαν θρόμβοι αίματος. «Πατέρα –έλεγε– εάν είναι δυνατόν να παρέλθη από μένα το ποτήριο αυτό (τού ατιμωτικού θανάτου)· πλην όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις Εσύ». Στην τέλεια αυτή αυταπάρνηση καλεί και κάθε πιστό, διότι όλοι πρέπει να αγωνιζό¬μαστε για την τελειότητα.

«Και ώφθη Αγγελος Κυρίου ενισχύων Αυτόν». Και στον μιμητή της ζωής Του, τον Άγιο Γεώργιο, βλέπουμε να εμφανίζεται Αγγελος, να του χαρίζει την υγεία, να τον ενισχύει. Στο Βάπτισμα, στην Μεταμόρφωση, την Κυριακή των Βαΐων πριν την Σταύρωση, ακούστηκε η φωνή του Θεού Πατέρα· αλλά και στον Άγιο Γεώργιο την ώρα που κινδύνευε, μέσα στους αφόρητους πόνους, η φωνή του ίδιου του Κυρίου, του έδινε κουράγιο. Και πολλάκις όπως συνέβαινε στους Αγίους Αποστόλους, ο ίδιος ο Ιησούς παρουσιαζόταν και συνομιλούσε μαζί τους· αυτό συνέβη και στον Άγιο Γεώργιο. Υπήρξε πραγματικά «σκεύος εκλογής» του ίδιου του Κυρίου για να δοξαστεί το όνομα και η αλήθεια του Χριστού στην γή.

Η τόσο ευγενική διδασκαλία του Χριστιανισμού ήταν δύσκολο να εννοηθεί από έναν κόσμο αγροίκο, που ζούσε μέσα στους κινδύνους και τους συνεχείς πολέμους, από έναν κόσμο χωρίς καμμιά παιδεία και που ταυτόχρονα είχε θεοποιήσει την ηδονή των παθών, τον πόλεμο, την ίδια την κτίση.

Μέσα από την ειδωλολατρία, που στην πραγματικότητα λατρευόταν ο διάβολος, είχε αναπτυχθεί πάρα πολύ η μαντεία και η μαγεία. Οι ιερείς των ειδώλων ενεργούσαν με την ενέργεια του σατανά διάφορα φανταστικά γεγονότα, που όμως δεν ήταν συνειθισμένα, γι’ αυτό καθηλωνόταν γενικότερα ο κόσμος. Προκειμένου ένας τέτοιος κόσμος να δεχθεί μια τόσο υψηλή διδασκαλία, ο πανάγαθος Θεός συγκατέβαινε και γι’ αυτό επιτελούσε τόσο μεγάλα θαυμάσια, ώστε να γίνεται κατανοητή η απάτη, να φαίνεται η πραγματική δύναμή Του έναντι της φανταστικής του εχθρού, να διδάσκεται έμπρακτα η ανεξικακία και η αγάπη.

Η διδασκαλία του Χριστού, διαχρονικά, είναι πάρα πολύ υψηλή. Θέτει αξίες και ηθικές αρχές δυσθεώρητες για τους πολλούς και ο πανάγαθος Θεός προκειμένου να βοηθήσει την ανθρωπότητα, ενίσχυσε ψυχές ευγενικές και καθαρές σαν του Αγίου Γεωργίου, ώστε με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος να φθάσουν σε μεγάλη τελειότητα και να εφαρμόσουν τις εντολές του ευαγγελίου. Επειδή όμως το ύψος αυτό της αγάπης προς τους εχθρούς και όλο τον κόσμο, από την πονηρία των ανθρώπων θεωρείται ανοησία –αν και στην πραγματικότητα συμβαίνει τελείως το αντίθετο διότι είναι σοφία που πάνω σ’ αυτήν έγκειται η τελειότητα της ανθρωπίνης φύσεως– γι’ αυτό και ο Κύριος, επειδή δύσκολα άγγιζε τον κόσμο μόνο η διδασκαλία Του, ενεργούσε τα τεράστια θαύματα, ώστε να συγκινείται το πλήθος, να πιστέψουν και να αλλάξουν τελείως τα ήθη.

Η υπερηφάνεια και η σαρκική ζωή, είναι μέχρι σήμερα θεότητες και ο κόσμος ευκολώτερα υποτάσσει την ανώτερη ψυχή στα κατώτερα ένστικτα. Παλαιότερα που είχε επικρατήσει η ανοησία ώστε τα ένστικτα να τα θεοποιήσει κιόλας, δεν τολμούσε κανείς να φύγει από το κατεστημένο. Αυτό ήταν και συνεχίζει να είναι το έργο των δαιμόνων στην γή μέσα από ψεύτικες φιλοσοφίες αλλά και ανατολίτικες δοξασίες, που δυστυχώς και σήμερα μετά από 2000 χρόνια απατούν πολλούς ανθρώπους. Τότε έπρεπε να χυθεί αίμα πολύ, από αγνές και πιστές στον Θεό υπάρξεις, για να τοποθετηθούν νέες αρχές, πράγμα που κράτησε πάνω από 300 χρόνια και στοίχισε σε μυριάδες ανθρώπων τον πρόσκαιρο θάνατο. Σήμερα όμως όλοι αυτοί τιμώνται σαν Άγιοι από την Εκκλησία, διότι πρωτοστάτησαν και πέτυχαν τον αληθινό στόχο και σκοπό της ανθρωπίνης φύσεως που είναι η θέωση και ταυτόχρονα αγίασαν με την μαρτυρία τους την κτίση, έλαβαν δύναμη κατά των δαιμόνων και προώθησαν στις καρδιές των ανθρώπων το φως του Χριστού.

Σήμερα, η νοησιαρχία συνδεδεμένη με την υπερηφάνεια δεν μπορεί να εξαλείψει τον σπόρο της Αλήθειας που υπάρχει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Ιδιαίτερα, δεν μπορεί, όπου η Εκκλησία καλλιεργεί αυτόν τον σπόρο και οι αξίες όσο και να μην εφαρμόζονται, αναγνωρίζονται. Στην εποχή μας, το μαρτύριο σπάνια είναι σωματικό, αλλά ο πραγματικός Χριστιανός, προσπαθώντας να τηρήσει τις εντολές του Χριστού, θα κοπιάζει και θα γίνει μάρτυρας συνειδήσεως, προκειμένου τα συναισθήματα της καρδιάς του, οι σκέψεις του, ο νους του, η θέλησή του κι όλη η ύπαρξή του να Χριστοποιηθεί.

Στην προσπάθεια αυτή, μαζί με την προσευχή και την ανάγνωση, χρειάζεται συμπαράσταση πνευματικών Πατέρων που εβίωσαν αυτή την πραγματικότητα απλανώς.

Σήμερα αυτοί σπανίζουν και μυστηριωδώς όσοι εμφανίζονται πάντως διώκονται. Όμως το έργο του Θεού στην γή δεν σταματάει κι όσοι ειλικρινά ποθούν τον Θεό, και ανθρώπους θα βρούν και πολύ περισσότερο Εκείνον τον Ίδιο.

Οι Άγιοι όμως Μάρτυρες της εποχής εκείνης δεν εφάρμοζαν διαφορετική διδασκαλία από αυτήν των συγχρόνων αγίων Πατέρων. Προκειμένου να υπομείνουν τις θλίψεις του μαρτυρίου, βίωναν αυτά που οι Άγιοι της Εκκλησίας μας μέχρι σήμερα διδάσκουν. Ο Γέροντας Πορφύριος σε μια διδασκαλία του λέει: «Η τέλεια υπακοή στον Θεό, έστω κι αν ορισμένα πράγματα φαίνονται δύσκολα και παράλογα, η τέλεια εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού, αυτή είναι η αγία ταπείνωση. Αυτή μεταμορφώνει τον άνθρωπο, τον καθιστά θεάνθρωπο». Τί άλλο βίωσε ο Άγιος Γεώργιος; Μπροστά στα πιο δύσκολα και παράλογα μαρτύρια και τις θλίψεις, είχε μάθει να αφήνει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, σαν στον ίδιο τον πατέρα του. Αυτό δείχνει ότι γνώριζε να προσεύχεται αδιάλειπτα, όπως ο άγιος Απόστολος Παύλος λέει: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» και ταυτόχρονα προσευχόμενος έβρισκε την χάρη του Θεού που τον ενίσχυε σ’ όλες τις θλίψεις και τις ανάγκες του και η καρδιά του ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη και ευχαριστία προς τον Θεό, σύμφωνα με το «εν παντί ευχαριστείτε». Ο Άγιος Σιλουανός να τί λέει σε μια διδασκαλία του: «Ο Κύριος νουθετεί με το έλεός Του τον άνθρωπο, για να δέχεται με ευγνωμοσύνη τις θλίψεις. Ποτέ, σ’ όλη μου την ζωή, ούτε μια φορά δεν γόγγυσα για τις θλίψεις, αλλά τα δεχόμουν όλα σαν φάρμακο από τα χέρια του Θεού. Γι’ αυτό και ο Κύριος μου έδωσε να υπομένω ελαφρά τον αγαθό ζυγό Του». Ο ίδιος λέει ότι πολλές θλίψεις μας περικυκλώνουν και φαίνονται αφόρητες στους ανθρώπους γιατί δεν αφήνουν οι άνθρωποι την γνώμη τους και την θέλησή τους ενώπιον του Θεού, ώστε ό,τι συμβαίνει να το αποδέχονται σαν φάρμακο από την Θεία Πρόνοιά Του.

Να γιατί χρειάζεται η συμπαράσταση πνευματικού ανθρώπου στον αγωνιζόμενο. Όταν η ψυχή βάλλεται από κάθε είδους θλίψεις, ο ίδιος ο πάσχων έχει την αίσθηση –πού δεν είναι αλήθεια– ότι εγκαταλείφθηκε από τον Θεό. Δύο πράγματα μπορούν να τον επαναφέρουν: Κατ’ αρχάς η πίστη προς τον Θεό, αλλά η παρουσία, η συμβουλή και η παρηγορία του λόγου ενός πνευματικού Γέροντα ή εάν ο αγωνιζόμενος είναι έμπειρος ανακαλεί την ειρήνη και εν προσευχή μετανοίας –κατά την οποία ο αγωνιζόμενος πρέπει να θεωρεί ότι πάσχει για το πλήθος των αμαρτιών του– προσεύχεται με πόνο και βάθος ταπεινώσεως, που προκαλεί η αποδοχή ότι ο ίδιος είναι αίτιος της θλίψεως, έστω κι αν δεν φαίνεται ότι φταίει στην συγκεκριμένη περίπτωση, σίγουρα όμως ξέρει ότι σε άλλα φταίει και με άλλους τρόπους μας παιδεύει η Χάρις του Θεού. Συνήθως στους αρχαρίους πνευματικά, είναι πιο έντονη η ανάγκη παρουσίας του Γέροντα, ενώ στους εμπειροτέρους πιο λίγο, αλλά σ’ όλους τους ανθρώπους η πνευματική αναφορά, είναι απόλυτα αναγκαία.