Ο Άη Νούφρης της Μαριγώς

4 Απριλίου 2020

Ήτανε λέει σκυφτή στο χωραφάκι της, λίγο έξω από το χωριό, εκεί κάτι σα να σκαλαμάτρευε στον απάνω λώρο, όταν, από το πουθενά, ξεπετάχτηκε ένα γεροντάκι ψηλό κι αδύνατο, σκελετωμένο από την ασιτία. Φορούσε ελάχιστα ρούχα και τα γυμνά πόδια του ήταν ματωμένα. Η χτενισμένη γενειάδα του ανέμιζε στο βοριά κι αφού τη χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο, έπειτα της χαμογέλασε.

Εκείνη απόρησε, μα τι να κάνει μέσα στο ρυάκι;

Σίγουρα θα αρρωστήσει από το παγωμένο νερό. Μα το γεροντάκι δεν έχασε χρόνο, αμέσως της ζήτησε να του χτίσει ένα δωματιάκι, να δυο πέτρες, τη μια πάνω στην άλλη, γιατί εκεί ήτανε, λέει, το σπίτι του.

Σα να της έδειξε με τα μάτια τη θέση, που ήθελε να γίνει το καλυβάκι του. Εκείνη κάτι ψέλλισε, για την ανείπωτη φτώχεια της, όμως ο γεράκος την έκοψε.

  • Παιδί μου δε ψάχνω μεγαλεία, να ένα μικρό πέτρινο δωμάτιο, ίσα να χωράει το κορμί μου.

Η γυναίκα μόλις είχε ντυθεί μέσα στα μαύρα, αφού το στεφάνι της δεν είχε ριζικό. Στον άντρα της δεν έμελλαν κενές σελίδες για να γράψει στο βιβλίο της ζωής του. Παντρεύτηκαν την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και λίγο πριν γεννήσει την κορούλα τους, εκείνος έφυγε, μετανάστης για την Αμερική.Όμως αντί για ευκαιρίες και χρήμα με τη σέσουλα, έπεσε πάνω σε μια ληστεία! Μέσα στις κραυγές, στα τουφέκια, τα τόξα και τα βέλη των ντόπιων, έχασε το μικρό κομπόδεμα, μα και το σπουδαιότερο, του άρπαξαν τα γαμπριάτικα αναμνηστικά που έσφιγγε, σα γούρια, μέσα στιςστεγνές και ροζιασμένεςπαλάμες των χεριών του.

Έτσι στεγνός, από λεφτά κι ελπίδα, πήρε το πρώτο υπερωκεάνειο και απένταρος γύρισε βιαστικά στην Αθήνα. Την πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά στο νταμάρι της Πεντέλης ένα φουρνέλο έσκασε νωρίτερα κοντά του και μαζί με τις πέτρες έκαμε και κείνον χίλια κομμάτια.

Η γυναίκα με μια κορούλα στην αγκαλιά ντύθηκε αναπάντεχαστα μαύρα, υφάσματα θλίψης που όμως γίναν αχώριστα με το ταλαίπωρο κορμί για το υπόλοιπο του χρόνου της. Αυτή λοιπόν, η Μαριγώ, είχε δειτο παράξενο όνειρο.

Ξύπνησε αλαφιασμένη, ακριβώς όπως ξυπνούν και σήμερα όλοι εκείνοι που βλέπουν ένα τόσο αληθινό όνειρο.

Έτρεξε στο χωράφι και την άλλη μέρα ξεκίνησε το χτίσιμο του Αή-Νούφρη (Άγιος Ονούφριος). Πάλεψε με νύχια και δόντια κι είχε τη βοήθεια του πατέρα της, έτσι ολοκλήρωσε ένα μικρό ξωκκλήσι, που έτσι ολόλευκο μοιάζει με την πιο περίεργη σκάλα, από εκεί σίγουρα ανεβοκατεβαίνουνΑγγέλοι και φέρνουν τα χρώματα και τα αρώματα του ουρανού στην ταλαίπωρη γη μας.

Η γυναίκα ήταν η Μαριγώ Κουμούτσου κι έζησε μέσα στη δίνη δύο Παγκόσμιων πολέμων. Γνώρισε περαστικούς κατακτητές, πάλεψε κόντρα σε επιτήδειους ντόπιους και ξένους ευκαιριακούς ληστές.

Όμως εκείνη δε λύγισε, ούτε παραμέλησε την μικρή ορφανή από πατέρα κορούλα της.

Η Σοφία της έγινε δασκάλα τελειώνοντας το Αρσάκειο κι έπειτα ήρθε η επιστροφή στο νησί και να που στα ξαφνικά, όπως του πρέπει, ένας μεγάλος έρωτας ξεφύτρωσε στα ατέλειωτα ταλαίπωρα αδιέξοδα της εποχής.

Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής της Καρπάθου, AlessandroCavallaro, γνώρισε και παθιάστηκε με τη μοναχοκόρη της Μαριγώς, τη δασκάλα Σοφία.

Μα το κορίτσι ήταν για μια ιδιαίτερη Ελληνίδα αρχαιοελληνικής ομορφιάς!Ψηλή και επιβλητική, γεννημένη κοσμοπολίτισσα. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όταν μελετούν και αναφέρουν τις Καρπαθιές κυρίες ένα από τα πρώτα ονόματα είναι το δικό της.

Ο Ιταλός ζήτησε το κορίτσι από τη μάνα της και εκείνη δυσκολεύτηκε μέχρι να αποφασίσει και να πει εκείνο το ρημάδι το ναι!

Το ερωτευμένο ζευγάρι παντρεύτηκε στις 9 Μαΐου 1940, λίγο πριν το σκάσιμο του πολέμου έφυγαν από την Κάρπαθο. Όλα τους χρόνια έζησαν μαζί στην Πίζα της Ιταλίας και μαζί έφεραν στον κόσμο δυο σπουδαίους γιους.

Ο πρωτογιός τους σήμερα είναι ο παγκοσμίου φήμης διευθυντής ορχήσταςAngeloCavallaro. Ο άλλος γιός ήταν εκείνος ο άγνωστος μεγαλόσωμος άντρας, που ξεκίνησε να μας περιγράφει την ιστορία με το παράξενο όνειρο και το χτίσιμο της εκκλησούλας του ΑηΝούφρη. Αυτός είναι ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρου και της Σοφίας Καβαλάρο, ο ConstantinoCavallaro.

Άνθρωπος σεμνός, ολοκληρωμένος, δίχως να διεκδικεί προσοχή, ούτε ψάχνει τα κούφια χειροκροτήματα. Σπουδαίος δικηγόρος ο Constantino μα δεν περιφρονεί την καταγωγή του, αντίθετα, μιλά για το παρελθόν, τα μοιραία πρόσωπα που έπλασαν το χαρακτήρα του και ταυτόχρονα διακρίνονται τα υγρά του μάτια. Αντιδήμαρχος στην Πίζα, πρώην διευθυντής του εκεί διεθνούς αεροδρομίου, αλλά το μυαλό και η καρδιά καβαλούν βουνά και σκίζουν θάλασσες, αφήνουν πίσω χρόνια και άκυρους ανθρώπους και προσγειώνονται στο μακρινό νησί, σε μια κουκίδα του Αιγαίου. Στην Κάρπαθο του!

Οι διηγήσεις και τα μαθήματα της Μαριγώς, της γιαγιάς που κουβαλούσε στην πλάτη πέτρες, τσιμέντα και σίδερα, για να χτίσει το μικρό εκκλησάκι, της καπάτσας γυναίκας που έκαμε ακόμη και τη φωτογράφο για να αναθρέψει τη μοναχοκόρη της και μάνα του Constantino, έμειναν σφραγίδα βαθιά μέσα στη ψυχή του.

Το διαβατήριο του διαφορετικό και η ξένη γλώσσα του μοιάζει με τραγούδι, αλλά και τη σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτά;

  • Γεννιέσαι ή μήπως γίνεσαι Έλληνας;

Μια πλαστική ταυτότητα άραγεείναι αρκετή για να αποδείξει πως μια ψυχή μυρίζει Αιγαίο;

Ήταν η ανατροφή των δυο αγοριών, ακόμη και ο πατέρας τους, ο Ιταλός Allesandro, ο Αλέξανδρος από το Σαν Νικόλα της Καλαβρία, έλεγε πως μέσα του έτρεχε αίμα Ελληνικό, και στο τελευταίο αντίο, όταν μάθηκε το θλιβερό νέο στο νησί, το Νοέμβρη 1971, στο νησί χτύπησαν πένθιμα οι καμπάνες.

Η βαθιά αληθινή πίστη της γιαγιάς Μαριγώς, πρώτα στην ίδια της ζωή, έπειτα στον Θεό, ο σεβασμός στα πατρογονικά και ο σκληρός αγώνας επιβίωσης πάνω στον άγριο βράχο, μετουσιώθηκε στις ψυχές των απογόνων σε γαλανόλευκες αποχρώσεις που εξακολουθούν να αναπνέουν.

Όσο για την κόρη της, μπορεί να έφυγε κι αυτή από τη γειτονιά μας, παραμένει όμως ολοζώντανο και το δικό της χνάρι.

Η βιογράφος της Σοφίας Κουμούτσου-Καβαλάρο, η δημοσιογράφος Φωτεινή Χαλκιά-Καζαμία, ακόμη και σήμερα όταν μιλά για κείνη την αληθινή κυρία, σα να φωτίζεται. Ξαναφέρνει στην επιφάνεια της μνήμης τα τέσσερα χρόνια της καθημερινής επικοινωνίας τους, δεν θέλει να σβήσει τίποτε, όλα στέκουν εδώ, γύρω μας.Η επιβλητική κορμοστασία της Σοφίας, το ζεστό χαμόγελο, η ζωντάνια και το συναίσθημα της και λίγο πιο πίσω στέκει πάντα η Μαριγώ. Η μάνα

Τελικά τα όνειρα δεν είναι παρά αφορμές πίστης ή ίσως μηνύματα, από κείνα που μπορούν να σε κάνουν λίγο καλύτερο άνθρωπο…