Ο προδότης των λαϊκών ονείρων. Μια προσέγγιση του έργου του Βαν ντ΄ Άικ «Είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα»

12 Απριλίου 2020

Ήταν ακριβώς η ίδια χρονιά όταν ο σπουδαίος Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς τον κάλεσε στο εργαστήριο του να συνεργαστούν. 1617. Αυτό φυσικά για τον νεαρό Βαν Ντάικ σήμαινε εξαιρετική αναγνώριση, εφόσον ο Ρούμπενς ήταν ένας ζωγράφος με τεράστια, διεθνή φήμη.

Η Αμβέρσα αναμφισβήτητα ήταν η αγαπημένη τους πόλη. Δεν το συζητούσαν καν. Ήταν το εφαλτήριο για τα μεγάλα τους ταξίδια, ή μάλλον τα καλλιτεχνικά τους προσκυνήματα σ’ ολάκερη την Ευρώπη για ν’ ανακαλύψουν τους διάσπαρτους θησαυρούς της Αναγέννησης. Όμως μες στο εργαστήριο του Ρούμπενς, ο Βαν Ντάικ θ’ αντιληφθεί γρήγορα πως του είναι αδύνατο να μιμηθεί το ύφος του μεγάλου δασκάλου. Δυσκολεύεται να τον αποζημιώσει για την απλοχεριά του να τον πάρει κοντά του, αφού η πινελιά του απλώνεται αβίαστα πάνω στον καμβά μ’ έναν ασυνήθιστα ελεύθερο τρόπο περισσότερο αδρή και γενναία, ενώ μια αισθητική επιταγή μέσα του τον οδηγεί να κατευνάσει την φωτεινότητα των χρωμάτων του, πιο θερμά, πιο θαλπερά, μ’ εντάσεις περισσότερο σκληρές από κείνες του Ρούμπενς. Υπέροχη, ξέχωρη ζωγραφική. Εύκολα κανείς αντιλαμβάνονταν πως μες απ’ το διάσημο εργαστήρι του Φλαμανδού ζωγράφου, ξεχώριζε αναντίρρητα το άστρο του Άντονι Βαν Ντάικ, και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που μόλις τρία χρόνια αργότερα οι δρόμοι τους χώρισαν για πάντα.

Όμως την χρονιά εκείνη, το 1617, ένα απ’ τα πρώτα έργα που ζωγράφισε ο νεαρός Φλαμανδός μες στο ευρύχωρο στούντιο του Ρούμπενς ήταν μια παράξενη, αν κι όχι τόσο ασυνήθιστη σύνθεση. Και είναι αλήθεια πως κανένας απ’ όσους έσκυψαν σιωπηλά έκπληκτοι να την παρατηρήσουν, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν εκείνο το ανεκλάλητο συναίσθημα που ολοένα και γιγαντώνονταν μέσα τους, αλλά ήταν μάλλον αδύνατο να το αποκωδικοποιήσουν.

«Ποιος είναι αυτός πάνω στο γαϊδουράκι; αναρωτιούνταν παραζαλισμένοι, αν και γνώριζαν πολύ καλά πως πρόκειται για τον Ιησού….

***

Παρατηρήστε τώρα κι εσείς για λίγο τούτο το έργο. Τι βλέπετε; Δεν είναι δα και τόσο ξένη τούτη η παράσταση… Σχεδόν οι πάντες μπορούν ν’ αναγνωρίσουν το περιστατικό. Ο Ιησούς εισέρχεται θριαμβευτικά στην πόλη της Ιερουσαλήμ. Δείτε όμως τι ωραία σύλληψη είχε ο νεαρός Βαν Ντάικ, όταν αποφασίζει αντί ενός πανοραμικού πλάνου, εφόσον χιλιάδες λαού επευφημούσαν τον Ναζωραίο, ίσα ίσα να μας κάνει μάρτυρες ενός τυχαίου στιγμιότυπου.

Κοιτάξτε την σύνθεση και αφουγκραστείτε για μια στιγμή το σημείο, δηλαδή πού λαμβάνει χώρα το περιστατικό και είμαι σίγουρος πως θ’ αντιληφθείτε χρονικά ότι ο Ιησούς δεν έχει φτάσει ακόμα στη πύλη της Ιερουσαλήμ, δεν έχει συναντήσει τις χιλιάδες του λαού που θα τον ανέκραζαν ως βασιλέα. Βρίσκεται μάλλον λίγο πιο έξω απ’ την Βηθανία, απ’ όπου είχε ξεκινήσει για την ιερή πόλη των Ιουδαίων. Ο πάνδημος θρίαμβος δεν είχε ξεσπάσει ίσαμε τώρα, όμως ολοένα και κοντοζύγωνε ελάχιστα χιλιόμετρα παρακάτω, αν κι όλοι ετούτοι που βλέπετε στην σύνθεση να περιβάλλουν τον Ιησού, ήδη κάτι έχουν αρχίσει να ψελλίζουν. Δεν στριμώχνονται, αλαφραίνουν το βήμα τους και πλησιάζουν λεύτερα κοντά του και κάτι του λένε. Του ψιθυρίζουν, τον κοιτούν με δέος και κοντοστέκονται. Είναι ακριβώς τα λόγια που αργότερα θα γίνουν παλλαϊκά συνθήματα ενός όχλου που θα χάνεται μες στον σκονισμένο κουρνιαχτό: «Ωσαννά! Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!» Ωστόσο δείτε ο Βαν Ντάικ επιχειρεί εδώ να μας κάνει κι εμάς συμμέτοχους σ’ αυτό. Μας τοποθετεί σχεδόν στο ίδιο ύψος, σαν να ‘μαστε ήδη εκεί, περαστικοί, άσχετοι μ’ όλα αυτά, ίσως τραβώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά τώρα να, στεκόμαστε απορημένοι και κοιτάμε. «Τι είν’ όλα αυτά; Για πού κινούν έτσι αλαφιασμένοι τόσοι άνθρωποι;»

Η σκηνή διαδραματίζεται πάνω σε μια απαλή στροφή ενός μονοπατιού. Και το καταπληκτικότερο ήδη νιώθεις καθώς την κοιτάς πως τούτη η παρέα γοργοκυλάει απ’ ομπρός σου βιαστική, σαν χείμαρρος. Τίποτα στατικό. Ο Ιησούς δεν σε κοιτάζει. Κανένας δεν σε κοιτά εσένα. Μονάχα εσύ τους θωρείς σαστισμένος και συνεχίζεις ν’ αναρωτιέσαι. Μάλιστα τόσο πολύ περνάς για απαρατήρητος που ο μπροστινός εκείνος νεαρός, σου γυρνά φευγαλέα την πλάτη του, σκύβοντας για να απιθώσει ένα κλαδί κάτω απ’ το πέρασμα του γαϊδουριού. Και ίσα ίσα που τούτη ακριβώς τη στιγμή το φως προβάλλει ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές και λούζει τον αμίλητο και σοβαρό Ιησού και τον τούτον τον σκυμμένο νεαρό άνδρα.

Όλα αυτά είναι μια εκπληκτική επινόηση του Βαν Ντάικ. Η κίνηση, το γρήγορο πέρασμα. Αλλά το πιο συγκλονιστικό, που ξεπερνά κάπως την σκηνοθετική ικανότητα του νεαρού Φλαμανδού, είναι μια παράταιρη εικόνα που είναι σχεδόν αδύνατο να κρυφτεί. Το κορυφαίο σημείο της σύνθεσης, που κυριολεκτικά θα ‘λεγε κανείς, δεν πάει ο νους σου…
Διότι μες απ’ την καυτή ανάσα της πλέμπας, τίποτα δεν ξεχωρίζει κανένας βασιλιάς, κανένας Καίσαρας. Όλα προοιωνίζουν έναν πέρα ως πέρα γελοίο κι αποτυχημένο θρίαμβο. Μια αυταπάτη. Αφού αυτός που όλοι τον αποκαλούν Μεσσία, αντί για περήφανου αλόγου, καβαλά ηθελημένα ένα μικρό γαϊδουράκι. Ίσος μ’ όλους. Θαρρείς ούτε καν μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του δεν τους υπερβαίνει…

Τι σχέση έχει λοιπόν αυτός με τα ήθη των βασιλέων;

***

Ο θρίαμβος στη Ρώμη ήταν μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Κατά κυριολεξία ήταν μια εντυπωσιακή παρέλαση, η οποία ξεκινούσε από το Πεδίον του Άρεως και κατέληγε στο Καπιτώλιο. Δεν είχε όμως περιοδικό χαρακτήρα, αλλά ήταν κάτι έκτακτο, μετά από μια μεγάλη ή αποφασιστικής σημασίας νίκη, δηλαδή την κατάκτηση και την λεηλασία κάποιας πλούσιας περιοχής ή χώρας που αντιστέκονταν πεισματικά εδώ και πολλά χρόνια.

Έβγαινε ο λαός ξαναμμένος στους κεντρικούς δρόμους, έπαιρνε από νωρίς θέση και ζητωκραύγαζε κατενθουσιασμένος, δοξάζοντας τον μεγάλο τροπαιούχο. Κραυγές, ιαχές, μια οχλοβοή που σηκώνονταν στα ουράνια, ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Και σαν κινούσε η μεγαλειώδης πομπή, το ‘χαν έθιμο οι Ρωμαίοι πρώτοι να ΄ναι οι συγκλητικοί, κι έπειτα τα λάφυρα του πολέμου, οι θησαυροί, εκατομμύρια λίβρες από ασημένιες ράβδους, σακιά γεμάτα από αργυρά και χρυσά νομίσματα, ποσότητες απ’ ατόφιο χρυσάφι, σκεύη μαλαματένια μ’ ένθετα πανάκριβα και σπάνια πετράδια, αγάλματα, περίτεχνοι θρόνοι, βουνά από ολόχρυσα περιδέραια, δαχτυλίδια και κάθε είδους στολίδι που θα μπορούσε να φανταστεί άνθρωπος. Μετά ακολουθούσαν τα ζώα που θα θυσιάζονταν προς τιμήν του Δία, και λίγο πιο πίσω οι σκυμμένοι αιχμάλωτοι. Ίσως και χιλιάδες σιδηροδέσμια κορμιά που σέρνονταν νικημένοι ανάμεσα απ’ την σκληρή αποδοκιμασία του ρωμαϊκού λαού. Κι ακριβώς πίσω απ’ αυτούς, πάνω σ’ ένα άρμα που το έσερναν τέσσερα ολόλευκα και περήφανα άλογα, ο νικητής, ο στρατηγός της μάχης, ο τροπαιούχος. Φορούσε πορφυρή τήβεννο, και ήταν στεφανωμένος με δάφνη, ενώ ένας δούλος πλάι του κρατούσε πάνω απ’ το κεφάλι του ένα χρυσό στεφάνι, σύμβολο της ισχύος, της αθανασίας και της λάμψης.

Το τρίτο τμήμα της πομπής το αποτελούσαν οι στρατιώτες, οι οποίοι περήφανα παρήλαυναν και τραγουδούσαν ύμνους προς τον στρατηγό τους, συμπαρασέρνοντας τα πλήθη σ’ αλαλαγμούς. Κι όλα αυτά κατέληγαν μπροστά στον Δία, στις θυσίες των ζώων και μερικών εκ των αιχμαλώτων.

Τίποτα λοιπόν απ’ όλα τα παραπάνω δεν είχε τούτη η πομπή του Ιησού. Κι ας είχε την αίσθηση ή το άρωμα ενός πραγματικού θριάμβου. Διότι οι πάντες πρόσμεναν τον μεγάλο νικητή του θανάτου, αυτόν που ανέστησε τον Λάζαρο, κρατώντας βάγια στα χέρια τους, έτοιμοι ν’ απιθώσουν ακόμα και τα ρούχα τους στο πέρασμά του. Αλλά που ήταν τα λάφυρα; Που ήταν στ’ αλήθεια ο Λάζαρος; Γιατί δεν τον έφερε μαζί του να τον επιδείξει ως ζωντανή απόδειξη του θαύματος του; Που είναι οι συγκλητικοί, δηλαδή σαν να λέμε, οι άρχοντες του λαού, οι νομικοί, οι Φαρισαίοι, οι διανοούμενοι της εποχής; Γιατί αυτοί δεν προπορεύονται, γιατί δεν στρέφονται προς τον λαό για να δείχνουν τον Μεσσία που πλησιάζει επιτέλους στην ιερή τους πόλη; Που είναι οι αιχμάλωτοι; Τι σόι βασιλέας είν’ αυτός δίχως υποτελείς, δίχως αιχμαλώτους σιδηροδέσμιους; Και το κυριότερο: που είναι το άρμα του; Η δόξα του; Ποιος ο λόγος που δεν φορεί δάφνινο στεφάνι και δεν έχει δούλο να του κρατεί ένα αντίστοιχο μαλαματένιο πάνω απ’ το κεφάλι του;

Και σαν κοιτάξεις λιγάκι ακόμα την φτωχική ετούτη παράτα, μήτε στρατό βλέπεις, μήτε τίποτα. Παρά μονάχα κάποιους αστοιχείωτους, ανίδεους ψαράδες που τον ακολουθούν, με γουρλωμένα τα μάτια, δίχως να πολυκαταλαβαίνουν τι περίπου συμβαίνει…

***

Ρίξτε ένα ακόμα βλέφαρο πάνω στον πίνακα. Τούτος ο «βασιλιάς» καβαλά ένα γαϊδουράκι. Μήτε πορφυρή τήβεννο, μήτε τίποτα. Ξυπόλυτος. Καθόλου υπεροπτικός, ή έστω ζαλισμένος από την μεγαλειώδη του νίκη. Εδώ μάλιστα εικονίζεται κάπως σοβαρός, ή μάλλον αγχωμένος, στοχαστικός. Ίσως επειδή ήταν ο μόνος που αναθυμούνταν εκείνα τα λόγια του Ζαχαρία του προφήτη: «Χαίρε λοιπόν πολύ, κόρη Ιερουσαλήμ! Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται δίκαιος και λυτρωτής, πράος και καθήμενος επί υποζυγίου…» Ποιος άλλος εκείνη την ώρα έφερνε στο νου του τούτα τα λόγια;

Κανείς.

Όλοι εκείνοι που τον σπρώχνουν προς την πρωτεύουσά τους, τον ατενίζουν ως τον μεγάλο πολιτικό άνδρα που θα τους εξασφαλίσει εθνική υπερηφάνεια. Που θα κατατροπώσει τους Ρωμαίους κατακτητές, και θ’ αποκαταστήσει την δόξα του Ισραήλ δια παντός. «Εμείς θα τραβούμε μπροστά, θα πολεμούμε, κι αυτός πίσω θ’ ανασταίνει τους νεκρούς της μάχης, και θα τους ξαναστέλνει στην πρώτη γραμμή του πυρός!» Είναι ο Μεσσίας που περιμέναμε, σου λένε. Είναι ο ηγέτης που ΄χε προφητευτεί εδώ και αιώνες. Και ο ηγέτης οφείλει να εντυπωσιάζει τα πλήθη. Δουλειά του είναι να ψυχολογεί τις μάζες και να κρίνει μεθοδικά τις συνθήκες για το επόμενο βήμα του. Εξάλλου ο Μακιαβέλλι στον «Ηγεμόνα» του, ξεκαθαρίζει πως: «… είναι αναγκαίο ένας ηγεμόνας που επιθυμεί να διατηρήσει την εξουσία του, να μάθει να μπορεί να μην είναι καλός, και να χρησιμοποιεί αυτή τη γνώση ή όχι ανάλογα με τις ανάγκες.»

Τι πάει να πει καλό ή κακό όταν χειρίζεσαι την εξουσία; Το ξέρει αυτό ο λαός. Βαθιά μέσα του το ξέρει πολύ καλά. Δίνει μάλιστα απλόχερα στον ηγέτη του την άδεια να πράξει ό,τι είναι χρήσιμο ανάλογα με την περίσταση. Κι αν αυτό σημαίνει αίμα, ας είναι αίμα. Αν σημαίνει σφαγή και τιμωρία, ας είναι σφαγή και τιμωρία.

Το όραμα ενός λαού συμπίπτει μ’ ακρίβεια μ’ οτιδήποτε φωλιάζει ιδιοτελώς μες τον καθένα. Το πανάκριβο συμφέρον, που ενίοτε από εθνικό μπορεί να είναι παράλληλα και φανατισμένα ατομικό. Κι έτσι ο Ιησούς που έρχεται πάνω στο γαϊδουράκι, συγκεντρώνει επάνω του μια γενική και αιώνια απαίτηση από κάθε κοινωνία, η οποία διαχρονικά επεκτείνεται από τον κοσμικό ηγέτη, ίσως κι ακόμα παραπέρα: Στον κοσμικό Θεό. Τον απόλυτο ηγέτη. Τον αρχηγό της θρησκείας που εκφράζει ακόμα και την πιο μύχια ανάγκη της ατομικότητάς μας. Τον Θεό της δικαίωσης. Αυτός δηλαδή που θα απολυμάνει την πρωτεύουσά μας (την όποια πρωτεύουσά μας) από τους ξένους, τους ετερόδοξους, αυτούς που δεν ταιριάζουν με την ιδεολογική μας ταυτότητα.

Ο Ιησούς, αν και προς στιγμήν οι πάντες παραβλέπουν ότι αντί για άρμα, προτιμά την τρυφερή ράχη ενός ταπεινού γαϊδουριού, οφείλει να είναι δυνατός, άτεγκτος, κεραυνοβόλος. Να κάνει σύντομα την δημόσια διακήρυξή του. Να τυφλώσει με μια απότομη κίνησή του τους εχθρούς του έθνους, εντελώς αντίστροφα, έτσι όπως έδωσε φως στα μάτια του εκ γενετής τυφλού. Κι όμως, αυτός παραμένει πράος, ολομόναχος κι απέριττος. Σιωπηλός. Εισέρχεται στην μεγάλη πολιτεία σχεδόν θλιμμένος. Κοιτά ολόγυρά του τα πλήθη, χιλιάδες λαού να τον επευφημούν, να ουρλιάζουν, να κουνάν τα φοινικόφυλλα πέρα – δώθε.

«Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλεύς του Ισραήλ»

Τους κοιτά και σκίζεται η καρδιά του. Διότι ξέρει πως εκείνος λαχταρά άλλον θρόνο από κείνον που του προσφέρουν. Αυτός ζητάει μια θέση στην καρδιά τους. Εκείνοι απαιτούν πίσω του έναν ωκεανό ταπεινωμένων αιχμαλώτων, ενώ αυτός λοξοκοιτά στα νώτα του κι αντικρίζει έναν μελλοντικό στρατό μαρτύρων και ολόφωτων προσώπων.

Τους κοιτάζει, τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν απ’ τις ιαχές τους, απ’ την λατρεία τους, και πονάει για άλλη μια φορά. Διότι ήδη γνωρίζει πως, αναμφισβήτητα είναι ο προδότης των λαϊκών τους οραμάτων.

Λίγες μέρες αργότερα, οι πάντες θα το καταλάβουν αυτό…