«Προσκυνητές σ΄ένα αλλιώτικο Μεγαλοβδόμαδο»

13 Απριλίου 2020

α) Η φετινή Μεγάλη Εβδομάδα είναι αλλιώτικη από τις άλ­λες. Βρισκό­μαστε κλεισμένοι στα σπίτια και η ψυχή μας είναι περίλυπη. Μια λοιμική νόσος, ένα αόρατος ιός ταπείνωσε ολόκληρη την αλαζονική ανθρωπότητα. Κι εμείς, θα θέλαμε να βρισκόμαστε εντός των ιερών ναών, για να ακού­σουμε τους μελίρρυτους κατα­νυ­­κτι­κούς ύμνους,να προσκυνήσουμε τον Εσταυ­ρωμένο και να βιώ­σου­με από κοντά το εκούσιο Πάθος του Κυρίου μας. Ό­μως, και κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες, μπορούμε να συμπορευ­τού­με και να συ­σταυ­­ρωθούμε με τον Χριστό. Να πάρουμε θεο­φιλείς αποφά­σεις για το υπόλοιπο της ζωής μας, να λειά­νουμε το εγωι­στικό φρόνημά μας, να συμφιλιω­θούμε καταρχήν με τους οικείους μας, αφού αυτές τις μέρες βρι­σκό­μαστε πολλές ώρες μαζί τους. Να γίνουμε πιο ευ­ρύ­χωροι για τους συναν­θρώ­πους μας. Να προ­σευχη­θούμε εκτενέστερα, να ασχο­ληθούμε με τον εσωτερικό μας κόσμο περισσότερο. Να χύσουμε δάκρυα μετανοίας.Και με τον τρόπο αυτό να γευθούμε και τη χαρά της Ανάστασης.

 

β) Πρότυπό μας οι φιλακόλουθοι και απλοί μοναχοί του Άθωνα που περνούν τις περισσότερες ώρες προσευχό­μενοι, ψάλ­λοντες και αναγιγνώ­σκοντες κείμενα ιερά. «Το αθωνικό μεγα­λοβδό­μαδο», γρά­φει ο μακαριστός Γέ­­ρων Μωυσής Αγιορείτης, «είναι η­σύχιο, νηφάλιο, ατάραχο, μυ­στικό, σε ο­δηγεί σε χρήσιμη ενδοσκαφή, σε απαραίτητη αυτογνωσία σε αυ­το­πα­­ρα­τή­ρη­ση κι όχι συνεχή ετερο­παρα­τήρηση και κα­τάκριση… Οι Αγιορείτες Γέροντες σιωπηλά συμμετέχουν στ’ ΄Αχραντα πά­θη του Κυ­ρίου. Όταν μιλάς δεν ακούς. Σιωπούν για να ακούσουν. Ακούνε για να βιώσουν. Ότι το αίμα του Γολγοθά χύθηκε για τον κα­θέ­να… Να ακού­με και να πράττουμε. Να πράτ­τουμε το αγαθό, ν’ αφή­νουμε χώρο και για τον άλλο».

γ) Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τα πρόσωπα και τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος ηγείται του χορού των εορτα­ζό­ντων στο μέγιστο και παγκοσμίων διαστάσεων γε­γο­νός της θείας συγκα­τάβασης. Της πορείας του Κυρίου προς το εκούσιον πά­θος. Στο πρό­σω­πό του Ιωσήφ, γιού του Ιακώβ, βρίσκουν εφαρ­­μο­γή τα ευαγ­­γε­λικά μη­νύ­ματα της συμφιλίωσης και της συγ­χω­­ρη­τικότητας, της σω­φρο­σύνης και της καρδια­κής καθα­ρό­τητας. Μπορεί εκείνος να μην άκουσε το γλυ­κόηχο άγγελμα της αγάπης προς τους εχθρούς· μπορεί να μην γνώρισε από κο­ντά το ιλαρόν πρό­σωπο του Νυμφίου της Εκκλησίας, το οποίο εμπνέει τη διακονία, τη θυσία και την τιμιό­τη­τα· μπο­ρεί να έζησε εκατοντάδες χρόνια πριν από Αυ­τόν. Όμως, όλα αυτά δεν τον ε­μπό­­δισαν να αναδειχθεί άνθρωπος του Θεού, ευαγγε­λιστής πριν το ευ­αγ­γέλιο, σώ­φρων σε καιρούς αφροσύνης, υπά­κουος  μαθητής πριν την εμφάνιση του Δι­δα­­σκά­λου.

δ) Ο Ιωσήφ αποτελεί «τύπο», προ­τύ­πω­ση και προεικόνιση του Χριστού στην Πα­λαιά Διαθήκη. «Και ην Ιωσήφ καλός τω εί­δει και ωραίος τη όψει σφό­δρα»(Γέν.39,6),. Σκεπτόμενος τον Ιωσήφ, ο νους του χριστιανού α­νά­­γεται στον ερά­σμιο Νυμφίο της Εκκλη­σίας, ο οποίος είναι «τω κάλλει ωραί­ος παρά πά­­­ντας αν­θρώ­πους», που προ­σκα­λεί σε εστίαση πνευματική κάθε διψα­σμένη και πει­να­­­σμένη ψυχή. Και πρά­­γματι, η Μεγάλη Εβδομάδα απο­τελεί συ­μπόσιο πνευ­­μα­τικό, στο οποίο έχουν κλη­θεί να μετάσχουν όλοι οι άν­θρωποι. Χορταίνουν όμως α­πό τα πνευ­­­­­ματικά εδέσμα­τα, όσοι έ­χουν «ένδυ­μα γάμου», δάκρυα με­τα­­νοίας και φό­βο Θε­ού.  ΄Οπως ο Χριστός, «αμαρτίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευ­ρέ­θη δόλος εν τω στο­ματι αυτού» (Α΄Πέτρ. 2,22), έτσι κι ο Ιωσήφ ο Πά­γκαλος, στά­θη­κε τίμιος με τον εαυτό του με το Θεό των πατέρων του αλλά και τους οικείους του. Κι ενώ οι πειρασμοί της φι­λη­δο­νίας και της εκδίκησης στην περίπτωσή του ήταν ιδιαίτερα απει­λητικοί, εκείνος κοσμού­μενος με σωφρο­σύνη ούτε την τιμή του κυρίου του προσέβαλε ούτε τα αδέλ­φια του που τον πού­λη­σαν σκλάβο εκδι­κή­θηκε. Και μπορεί η αιγύπτια σύζυ­γος του αρχι­μάγει­ρα του Φαραώ Πετεφρή να είδε τον Ιωσήφ ως σκεύος ηδονής, εκείνος όμως δεν ενέδωσε στο πάθος. Με αμετάτρεπτη γνώ­μη «έφυγε την α­μαρ­τίαν, και γυμνός ουκ ησχύ­νε­το, ως ο πρω­τόπλαστος προ της παρακοής».

ε) Η τιμιότητα όμως πληρώθηκε ακριβά, αφού οδηγήθηκε στη φυλακή. Αλλά κι εκεί η χάρη του Θεού δεν τον εγκατέ­λει­ψε. Αντίθετα, επειδή όντας στη φυλακή εξήγησε τα όνειρα του Φαραώ και προέβλεψε τη σιτοδεία, την έλλειψη δηλαδή των δη­μη­τριακών, «τον εβγάνουν από την φυλακήν και εις τον βασι­λέα παρ­ρησιάζεται και κύριος πάσης γης Αιγύπτου γίνεται», όπως αναφέρει ο Όσιος Νικόδημος. Ο Ιωσήφ παρά τις αντίξοες ε­ξω­τε­ρι­κές συνθή­κες  ακο­λού­θησε πιστά το θέλημα του Θεού, αλλά και τη φωνή της αγνής του συ­νεί­δησης. Διότι, ενώ τα α­δέλφια του τον πούλησαν, κινούμενα από φθό­νο εξαιτίας της α­­γάπης του πα­τέρα τους προς αυτόν, εκείνος όχι μόνο τα δέχ­θηκε και τα στήριξε στην αδυ­να­μία τους, ως «΄Αρχων γης Αιγύπτου και σιτοδότης», αλλά θεώρησε και την πώ­λησή του στους Ισμαηλίτες ως θέ­λη­μα Θεού!

στ) Είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν ήρθαν τα αδέλφια του και τον συνάντησαν για πρώτη φορά στην Αίγυπτο και να ζητήσουν σιτηρά, κι εκείνος τα αναγνώρισε, θο­ρυ­βήθηκαν. Αυτός όμως τα καθησύχαζε λέγοντας: Μη λυ­πάστε, ήταν πρόνοια του Θεού η πώλησή μου στους Αιγυ­πτίους. Βρέ­θηκα εδώ, πριν από σας, για να σας προστατεύσω στον καιρό του λιμού και της σιτοδείας. Κι όταν μετά το θάνατο του πα­τέρα τους Ιακώβ, εκείνα φοβή­θηκαν την τιμωρία, τα κά­λε­σε και τους είπε: Εσείς με φθο­νή­σατε και με πουλήσατε, αλ­λά εγώ δεν θα σας κάνω κανένα κα­κό. «Του γαρ Θεού ειμί εγώ».Τον Πάγκαλο Ιωσήφ ακολου­θούν στο πνευματικό χορό οι φρόνιμες παρθέ­νες, που κρατάνε λαμπάδες ολόφωτες γε­μίζο­ντάς τες με λάδι, τις θείες α­ρετές. ΄Ε­πο­νται οι πιστές μα­θή­τριες, η πόρνη γυναίκα, και ο ευγνώμων ληστής. Ανα­ρω­τιέ­ται ο ευλαβής προσκυνητής της Μεγάλης Εβδομάδας, τί να πρω­το­θαυ­μάσει από τη ιερή αυτή χορεία, την φιλόθεη ξυνωρίδα; Την επαγρύπνηση και εγρήγορση των πέντε φρονίμων παρθένων; Τα δάκρυα και τους στεναγμούς της πόρνης; Του ληστή τη με­τά­νοια; Την παρρησία και των θάρρος των μαθητριών; Όλα μπο­ρούν να εμπνεύ­σουν. ΄Ολα κρύβουν τη φύτρα της εν Πνεύ­μα­τι ζωής.

ζ) Ακολουθούν τον Χριστό στο εκούσιο πάθος και συμπληρώνουν τη μεγάλη χορεία, οι φοβισμένοι, ταραγμένοι και σκεπτικοί μαθητές, που παρότι μυσταγω­γού­νται στο μυ­στήριο του σταυρού από τον ίδιο τον Κύ­ριο, τα γεγονότα τους υπερ­­βαί­νουν και σκανδαλίζονται. Ο Ιούδας προδίδει το Δι­δά­σκα­λο και χάνεται μέσα στην εωσφορική μοναξιά και το πάθος της φι­λαρ­γυ­ρίας. Ο Πέτρος αρνείται τον Κύριο, άλλοι μαθητές ραθυμούν, ενώ άλλοι σκορπίζονται «ως πρόβατα μη έχοντα ποι­μένα». Χρει­άσθη­καν τα δάκρυα της μετάνοιας, οι λαμπη­δόνες της θείας αγάπης και η ανα­στά­σιμη εμπειρία, για να απο­κα­τα­στήσουν οι μαθητές ως απόστολοι πλέον πλήρη κοι­­νω­νία με τον Ζωοδότη Χριστό.

 η) Υπάρχουν κι άλλοι, που δεν θεωρούν απλώς «μακρό­θεν» τα γε­νό­μενα, αλλά  καταδικάζουν ως κακούργο τον ευερ­γέτη, ως παράνομο το νομο­θέτη, «ως κα­τά­κριτον τον πάντων βασιλέα». Και δεν είναι μόνο οι Γραμμα­τείς και Φα­ρι­σαίοι, είναι οι αρνητές του Χριστού αλλά και οι θρη­σκό­λη­πτοι όλων των αιώνων. Αυτοί κατακρίνουν και δικάζουν όλους τους άλλους, αλλά οι ίδιοι δεν κουνούν το δάκτυλό τους να μπουν στη βα­σι­λεία Του. Λόγω της σκληροκαρδίας και της οίησης αδυ­να­τούν να αγα­πή­σουν το Θεό και το συνάνθρωπο και μένουν έξω «του νυμφώνος του Σωτήρος Χρι­στού». Αυτοί συμβολίζονται με την άκαρπη συκή, που είχε μόνο φύλα και βαθειά σκιά κι όχι καρπούς. Οι άγιοι Πατέρες ερμηνεύοντας, αναφέρουν ότι, ο Χριστός στη άκαρπη συκή βρή­κε μόνο τη σκιά του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και γι’ αυτό κατέκρινε την πνευματική ένδεια της φαρι­σαϊ­κής Συνα­γω­γής. Και επειδή υπήρχε η εντύπωση στους ανθρώπους της ε­πο­χής του, ότι πά­ντοτε ο Κύριος ευεργε­τούσε και θεράπευε, βρήκε την ευκαιρία να δεί­­ξει,  όχι σε άνθρωπο αλ­λά στο άψυχο δένδρο, τις επι­πτώσεις της υποκρισίας και της πνευματικής ακαρπίας. Οι υπο­κριτές και οι επιφανειακά θρη­σκευό­μενοι άνθρωποι αυτοτι­μω­ρούνται, αφού ο Πανάγαθος Θε­ός αφαιρεί από αυτούς τα δώρα της θεϊκής αγάπης, σεβόμενος α­πό­λυτα την ελευθερία τους.

Γι’ αυτό, ας είμαστε χριστιανοί με επίγνωση και φόβο Θεού, αληθινοί προσκυνητές και όχι για τα «πασχαλινά έθιμα». Χριστιανοί που δεν θα μοιάζουν την άκαρπη συκιά, αλλά θα εμπνέονται από τον Ιωσήφ τον Πά­γκα­λο, και κυρίως από το πρό­σωπο του εράσμιου Νυμφίου της Εκκλη­σίας, του Κυρίου ημών Χρι­στού, ώ πρέπει, πάσα δόξα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύ­μα­τι. Αμήν.