Οι δύο πορείες της ζωής μας

23 Μαΐου 2020

Με τη γέννησή μας ξεκινάμε δύο πορείες στη ζωή μας. Τη βιολογική μας πορεία στη γη και την πορεία μας προς τον ουρανό. Ξεκινάμε δυο πορείες σε παράλληλα μονοπάτια που θέλοντας και μη τις ακολουθούμε, αφού είναι πορείες προς το χρόνο. Η πρώτη πορεία έχει ορισμένο τέλος σε κάποια χρονική στιγμή που δεν την γνωρίζουμε, αλλά μόνο ο Θεός και Πλάστης μας τη γνωρίζει. Η δεύτερη είναι ατελεύτητη, οδηγεί στην αιωνιότητα.

 Για την πρώτη πορεία μας εφοδιαζόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια με τη βοήθεια των γονέων και των διδασκάλων μας, ώστε να τη διανύσουμε όσο γίνεται πιο ανώδυνα, με περισσότερη γνώση, με περισσότερα αγαθά, και να την χαρούμε με τις εναλλαγές, τις περιπέτειες και τις εμπειρίες που αυτή μας γεμίζει. Για τη δεύτερη, αυτή που είναι ατελεύτητη και θα έπρεπε να την θέσουμε σε προτεραιότητα εφοδιασμού, δυστυχώς, δεν ενδιαφερόμαστε και πολύ, να μην πω ότι δεν ενδιαφερόμαστε καθόλου. Και όμως η επιτυχής πρώτη πορεία προϋποθέτει και τη μέριμνά μας για τη δεύτερη.

Βασικός εφοδιασμός για τις πορείες μας είναι το νερό.  Χωρίς νερό ο άνθρωπος δεν ζει. Η δίψα είναι ανάγκη επιτακτική.  Έτσι, κάθε οδοιπόρος έχει πάντοτε μαζί του ένα παγούρι με νερό, γιατί ο ιδρώτας του δρόμου της ζωής μας κάνει να διψούμε. Οι πορείες μας δεν είναι ποτέ σε δρόμο ευθύ και επίπεδο. Έχουν ανηφόρες και κατηφόρες, έχουν κακοτράχαλα βουνά, έχουν ρεματιές και χαράδρες, έχουν αμμουδερές και άνυδρες ερήμους, έχουν σκαρφάλωμα σε πέτρες μέσα από αγκάθια και βάτα και τριβόλια. Σε κάθε στάση μας σηκώνουμε το παγούρι μας και πίνουμε νερό, για ένα ξεδιψάσουμε. Όμως το περιεχόμενό του σύντομα εξαντλείται και είμαστε υποχρεωμένοι, για να συνεχίσουμε την πορεία μας, να αναζητήσουμε πηγές ύδατος. Πορευόμαστε και ψάχνουμε για γάργαρο, καθαρό νερό, νερό ανεφοδιασμού μας, νερό ζωής, αφού πάλι και πάλι θα διψάσουμε και δεν θα πάψουμε να πίνουμε μέχρι να φθάσουμε στο τέλος της πορείας μας.

Για την πρώτη μας πορεία στο ταξίδι μας στη γη προσπαθούμε να έχουμε πάντοτε η να βρίσκουμε στο δρόμο μας πηγές ύδατος.  Για το δεύτερο, το αιώνιο τι κάνουμε; Γι’ αυτό αδρανούμε; Δι’ αυτό δεν μεριμνούμε; Άλλοι ναι, άλλοι όχι! Όταν όμως ζητήσουμε το νερό της αιωνιότητας, αυτό θα μας κάνει να μην ξαναδιψάσουμε ποτέ. Με αυτό η πορεία της ζωής θα γίνει πιο ευχάριστη, δεν θα νοιώθουμε μοναξιά στο ταξίδι μας και θα απολαμβάνουμε κάθε στιγμή μοναδική με το μάτι όχι της πρόσκαιρης πορείας μας, αλλά της αιώνιας. Και ποιός μπορεί να μας εφοδιάσει με αυτό νερό; Μόνον ο Χριστός μας, που μας λέει μέσα από τα Απολυτίκο της Μεσοπεντηκοστής: «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με και πινέτω».  Μόνον αυτός που μας λέει: «Ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου οὐ μή διψήσει εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν. δ΄ 14).

Τι ζητάει ο Χριστός μας από εμάς τους οδοιπόρους; Ζητάει να του πούμε μαζί με τη Σαμαρείτισσα: «Δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ» (Ἰωάν. δ΄ 15).  Θα μας πει κάποιος: Θα τον βρούμε τον Χριστό μας στην πορεία μας; Μα, βρίσκεται διαρκώς δίπλα μας. Εμείς δεν τον βλέπουμε, εμείς δεν τον αναζητούμε. Αυτός για να βρει και να σώσει τη Σαμαρείτισσα έκανε μακριά πορεία από την Ιερουσαλήμ στη Σαμάρεια. Δεν υπολόγιζε τη ζέστη, τον κόπο και τον ιδρώτα. Ας το δουν αυτό οι σύγχρονοι κυβερνήτες και άρχοντες και μεγιστάνες της γης, οι πλούσιοι με τις αστραφτερές σας λιμουζίνες, που δεν οδοιπορούν, ούτε αναζητούν τον πτωχό Ναζωραίο, αν και είναι δίπλα τους, για να μιμηθούν την απλότητα της ζωής Του! Εκείνος δεν είχε άμαξα που την σύρουν υπερήφανα άλογα, αλλά έλεγε ότι «Αἱ ἀλώπεκες φωλεούς ἔχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ την κεφαλήν κλίνῃ» (Ματθ. η΄ 20, Λουκ. θ΄ 58).

Εκείνον τον βλέπουμε να πεζοπορεί σαν τον πιο φτωχό άνθρωπο, να βαδίζει δεκάδες χιλιόμετρα, να διασχίζει πεδιάδες και βουνά, για να έλθει στη Συχέμ της Σαμαρείας, να δώσει νερό στη διψασμένη Σαμαρείτισσα. Για μία ψυχή σηκώθηκε ο Κύριος μαζί με τους μαθητές του από τα Ιεροσόλυμα και ήρθε στη Σαμάρεια; Ναι, για μια ψυχή οδοιπόρησε τόση απόσταση, η οποία, όμως,  είναι πολύ μικρή εμπρός στην άλλη, εκείνη την ιλιγγιώδη απόστασι που διήνυσε όταν από τον ουρανό ήρθε στη γη να γίνει άνθρωπος, όταν «ἔκλινεν οὐρανους και κατέβη» (Β΄ Βασ. 22, 10, Ψαλμ. 17, 10). Ενανθρώπησε ο Χριστός μας και έπαθε και σταυρώθηκε, για να σώσει έστω και μία ψυχή αμαρτωλή. Δηλαδή, και αν ακόμη κάτω εδώ στη γη υπήρχε μία μόνο ψυχή διψασμένη, αμαρτωλή, γι᾿ αυτήν και μόνο θα υπέφερε προθύμως τα πάντα, όπως τους εμπτυσμούς, τη μαστίγωση, το αγκάθινο στεφάνι, την κόκκινη χλαμύδα και προ πάντων το σταυρικό θάνατο, για να την ξεδιψάσει, να την  ξεστρατίσει από το μονοπάτι της αμαρτίας, να την σώσει από τα χέρια του σατανά και να της χαρίσει τη σωτηρία, στην αιώνια απόλαυση.

Το νερό που χρειαζόμαστε για τη δεύτερη πορεία μας, δεν είναι υλικό. Είναι άϋλο. Και μας το δίνει δωρεάν ο Χριστός μας, από την πηγή της ευσπλαχνίας Του, της φιλανθρωπίας Του. Όταν εμείς το αναζητήσουμε, τότε Εκείνος διανύει πρόθυμα και χαρούμενα χιλιάδες χιλιάδων χιλιόμετρα, για να έλθει να μας ξεδιψάσει. Ας του το ζητήσουμε, όπως η Αγία Φωτεινή, η Σαμαρείτισσα, λέγοντες: «Δός μοι τοῦτο το ὕδωρ, Κύριε»!  Και τότε θα συνεχίσουμε επιτυχώς τόσο την πρόσκαιρη πορεία μας, όσο και την πορεία μας προς την αιωνιότητα με τη βεβαιότητα ότι δεν οδοιπορούμε μόνοι μας, αλλά μαζί με Εκείνον που μας είπε: «Χωρίς εμού  ου δύνασθε ποιείν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε΄ 5).

Και όχι μόνο εμείς θα ξεδιψάμε, αλλά από το νερό αυτό της Χάριτός Του θα ξεδιψάσουμε και άλλες ψυχές, που δεν γνωρίζουν την ύπαρξή Του. Θα γίνουμε Απόστολοι, όπως η Αγία Φωτεινή. Θα γίνουμε κήρυκες, ο καθένας στον κύκλο μας, μέσα στο σπίτι μας, στη γειτονιά μας, στην εργασία μας, στα σχολεία μας, στην πατρίδα μας, σε άλλα μέρη μακρινά, εκεί που περιμένουν αναρίθμητες ψυχές περιφρονημένες από τον κόσμο, κουρασμένες από την πορεία μέσα στις θλίψεις και στα βάσανα της ζωής. Αν τις πλησιάσουμε και αν τις ανακουφίσουμε λέγοντάς τους, ότι ο Χριστός είναι η πηγή του ζώντος ύδατος, και ότι αν κάποιος πιει από το δικό Του το νερό, δεν θα ξαναδιψάσει ποτέ, τότε στην πορεία μας προς την αιωνιότητα θα είμαστε ευλογημένοι, χαρούμενοι, χωρίς να νοιώθουμε κόπωση και θα έχουμε την ηθική ικανοποίηση ότι μαζί μας συμπορεύονται και  άλλες ψυχές ξεδιψασμένες από το «Ὕδωρ τό ζῶν» (Ἰωάν. δ΄ 11).