Η αίρεση του Αρείου

2 Ιουνίου 2020

Πρόλογος

Το κεφάλαιο Άρειος είναι τεράστιο. Αποτελεί θλιβερό αλλά και καίριο σταθμό στα εκκλησιαστικά πράγματα. Κατόρθωσε, όσο και αν ο όρος αυτός μπορεί να ξενίζει, να συγκεφαλαιώσει και να εκφράσει όλες σχεδόν τις αντιτριαδικές τάσεις και αιρέσεις των τριών πρώτων αιώνων ζωής της Εκκλησίας, είτε αυτές δρούσαν παρασιτικά εντός των κόλπων του Χριστιανισμού είτε προέβαλλαν ως απειλητικά αναβλαστήματα εκτός αυτού.

Ταυτόχρονα, ως μέγεθος, ο Αρειανισμός αποτέλεσε ισχυρή πρόκληση για την Εκκλησία, με θετική συνέπεια τις έντονες θεολογικές ζυμώσεις για το ορθόδοξο δόγμα, αλλά και αρνητικές επιπτώσεις, αφού ήταν τεράστιο το κόστος του για τα μέλη της Εκκλησίας. Ένας από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας ο οποίος πολέμησε την διδασκαλία του Αρείου ήταν ο Άγιος Επιφάνιος επίσκοπος Σαλαμίνος της Κύπρου. Ο Επιφάνιος χαρακτηρίζει την κακοδοξία του Αρείου ως «κονιορτόν» κατά της Εκκλησίας και ως φωτιά που απείλησε και κατέκαυσε σχεδόν ολόκληρη την ανατολή.

Ο Άρειος απέβαινε ο εκφραστής και διερμηνέας πολλών, αφού ικανοποιούσε, με όσα δίδασκε, τόσο την εμμονή εκείνων, που ήταν στερεωμένοι στον αυστηρό μονοθεϊσμό, όσο και τις πολυποίκιλες αντιλήψεις όσων εξακολουθούσαν να είναι δέσμιοι του πολύμορφου πολυθεϊσμού. Έτσι, όσο και αν αυτό μπορεί να ομοιάζει αντιφατικό, εντούτοις αποτελεί πραγματικότητα το γεγονός, ότι ο Άρειος, με όσα δίδασκε, «πέτυχε» να συζεύξει δύο ακραία θρησκευτικά φαινόμενα και κινήματα: τον άτεγκτο μονοθεϊσμό από την μία πλευρά και τον άκρατο πολυθεϊσμό από την άλλη.

Το πολυποίκιλο αυτό γεγονός της διδασκαλίας του Αρείου καθώς επίσης και της μελέτης της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας καλούμαστε και εμείς να μελετήσουμε στη παρούσα εργασία. Η επιλογή του θέματος έχει να κάνει με το γεγονός του ότι ο Άρειος αποτέλεσε την αφετηρία τόσο των υπολοίπων αιρέσεων που θα ταλανίσουν τους κόλπους της Εκκλησίας τους επόμενους αιώνες, όσο και για το γεγονός της άμεσης ενεργοποίησης του συνοδικού θεσμού με την σύγκλιση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου για την αντιμετώπιση του τεράστιου αυτού θεολογικού προβλήματος που άκουγε στο όνομα Άρειος.

Εισαγωγή 

Η λέξη αίρεση δεν κάνει την εμφάνιση της στους χρόνους του Αρείου. Μας είναι ήδη γνωστή από τους χρόνους της Κ.Δ. Ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί τη λέξη αίρεση δύο φορές στις επιστολές του. Συγκεκριμένα στην Α’ Κορινθίους όπου αναφέρει: «Δεῖ γὰρ καὶ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν»[1] και στην Προς Γαλάτας όπου γράφει: «Φανερὰ δε ἐστιν τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινα ἐστιν πορνεία, ἀκαθαρσία….αἱρέσεις»[2]. Στις περιπτώσεις αυτές η λέξη σημαίνει φιλονικεία, φατρία, σχίσμα. Ο Απόστολος δεν μας δίνει περισσότερες πληροφορίες και έτσι δεν ξέρουμε αν η αίρεση οφειλόταν σε διαστροφή ή σε απόρριψη μιας ή περισσοτέρων αληθειών της πίστης.

Στην Προς Τίτον επιστολή του όμως ο Παύλος χρησιμοποιεί τι λέξη αιρετικός, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτως και αμαρτάνει, ων αυτοκατάκριτος»[3]. Οι ερμηνευτές δέχονται ότι στο συγκεκριμένο χωρίο πρόκειται περί διεστραμμένου περί την πίστη ανθρώπου, περί αιρετικού δηλαδή με την σημερινή έννοια[4]. Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται η λέξη και στο χωρίο Β’ Πετρ. 2,1: «Εγένοντο δε και ψευδοπροφήται εν τω λαώ, ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας, και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι». Η αίρεση στο χωρίο αυτό χαρακτηρίζεται από τον Απόστολο Πέτρο ως ψευδοδιδασκαλία και ειδικότερα ως άρνηση του δεσπότη Χριστού[5].

Είναι φανερό, στα χαρακτηριστικά αποσπάσματα που αναφέραμε παραπάνω, ότι η συνειδητή παραποίηση των αληθειών της πίστης από κάποιο μέλος της Εκκλησίας , άσχετα από τη λέξη με την οποία αποδίδεται, αποτελεί βεβήλωση της αληθινής πίστης, απόρριψη της αυθεντικότητας της εκκλησιαστικής παράδοσης και έμμεση βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, συνεπάγεται δε την εκκοπή του από την Εκκλησία και την απώλεια της εν Χριστώ σωτηρίας[6].

Τι προηγείται όμως μέχρι να φτάσουμε στο χρόνο δράσης του Αρείου; Η κατά τόπους εκκλησίες γνώρισαν και άλλες αιρετικές δοξασίες που έπλητταν την παράδοση που είχε διαμορφωθεί κατά τους αποστολικούς και μεταποστολικούς χρόνους; Κατά την περίοδο αυτή που χρονικά θα μπορούσαμε να την τοποθετήσουμε κυρίως στον 2ο με 3ο αιώνα, έκαναν την εμφάνιση τους διάφορα αιρετικά σχήματα που έπλητταν την συναϊδιότητα και τη φυσική θεότητα των τριών προσώπων της αγίας Τριάδας. Παρουσιάστηκαν σαφείς τάσεις τόσο της αντιγνωστικής γραμματείας να προβάλη την υπεροχή του Πατρός έναντι του Υιού ή την υποταγή του Υιού στον Πατέρα ( subordianismus ), όσο και της αιρετικής άρνησης της φυσικής θεότητας του Υιού και Λόγου του Θεού (δυναμικός μοναρχιασνισμός ή υιοθετισμός) ή της υποστατικής διάκρισης του στην αγία Τριάδα (τροπικός μοναρχιανισμός η σαβελλιανισμός)[7].

Η Εκκλησία με την εφαρμογή του κριτηρίου της εμπειρικής βιώσεως του περιεχομένου της αποστολικής παράδοσης διέκρινε χωρίς δυσχέρειες την ετεροδοξία και ενεργοποιούσε υπό εξαιρετικά επαχθείς συνθήκες ολόκληρο το εκκλησιαστικό σώμα για την εξουδετέρωση της αιρετικής απειλής. Η επιτυχία της Εκκλησίας των κατακομβών εναντίον όλων των τάσεων αλλοιώσεως η νόθευσης της αποστολικής παράδοσης ( γνωστικισμός, μοντανισμός, μανιχαϊσμός, μοναρχιανισμός κ.α) επιβεβαιώθηκε όχι μόνο από τη νηφαλιότητα καταγραφής της πίστης της στα σύντομα βαπτιστήρια σύμβολα[8].

Saint Nicholas of Myra Slaps the Heretic Arius // 2016 // Giovanni Gasparro // © Archivio dell’Arte / Luciano Pedicini

Η ανωτέρω διαπίστωση μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα αν γίνει συγκριτική αξιολόγηση προς τις διαστάσεις της αίρεσης του Αρειανισμού κατά τον 4ο αιώνα. Ανάλογες προς τις αιρετικές αντιλήψεις του Αρείου είχαν διατυπωθεί ήδη κατά τον 3ο αιώνα από τους επισκόπους των δύο σημαντικότερων τοπικών εκκλησιών της ανατολής, δηλαδή των επισκόπων Αλεξανδρείας Διονυσίου[9] και Αντιοχείας Παύλου του Σαμοσατέα, αλλά δεν είχαν βρει μεγάλη απήχηση στο σώμα της Εκκλησίας και αντιμετωπίσθηκαν χωρίς σοβαρές δυσκολίες.

Σε αντίθεση με τις πιο πάνω διδασκαλίες, η αιρετική διδασκαλία του πρεσβυτέρου της εκκλησίας της Αλεξανδρείας Αρείου προκάλεσε μακροχρόνιες έριδες, παρά το γεγονός ότι αρκούσε για την εξουδετέρωση της η προσθήκη της λέξης ομοούσιος[10] σε ένα παλαιότερο βαπτιστήριο σύμβολο της τοπικής εκκλησίας Καισαρείας της Παλαιστίνης. Πράγματι ο Αρειανισμός, παρά τον κοινότυπο χαρακτήρα του πυρήνα και της θεμελίωσης της διδασκαλίας του, απασχόλησε την Εκκλησία κατά τον 4ο αιώνα, ανέδειξε δε τις μεγάλες πατερικές μορφές (Μ. Αθανάσιο, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο τον Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Επιφάνιο Κωνσταντίας κ.α.), χωρίς να έχει στις τάξεις του σημαντικούς θεολόγους εκτός από τον Ευνόμιο στην ύστερη περίοδο των αρειανικών ερίδων.

Η απήχηση της μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από τη σημασία του αμφισβητούμενου στοιχείου της πίστης και οπωσδήποτε όχι από τη συστηματική θεμελίωση της αιρετικής διδασκαλίας. Άλλωστε, ο εισηγητής και οι κύριοι εκπρόσωποι του αρειανισμού μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα έγραφαν μόνο σύντομες επιλογές για το θέμα και απέφευγαν τη συγγραφή συστηματικών εκθέσεων της διδασκαλίας τους, παρά το γεγονός ότι οι πατέρες της Εκκλησίας πλούτισαν με τα έργα τους τη θεολογική παράδοση. Βεβαίως αξιοποιούσαν προγενέστερους θεολόγους όπως τον Ωριγένη, τον Λουκιανό τον Σαμοσατέα κ.α., αλλά δεν ανέλαβαν αντιρρητικό αγώνα για την αντιμετώπιση των μεγάλων πατερικών μορφών της Εκκλησίας[11].

Στα επόμενα κεφάλαια που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση του βίου και της διδασκαλίας του Αρείου[12]. Αρχικά θα παραθέσουμε στοιχεία που συνθέτουν τον βίο του, θα παρουσιάσουμε το συγγραφικό του έργο και τι μας διασώζεται από αυτό σήμερα, ενώ τέλος θα αναπτύξουμε τα θεολογικά του επιχειρήματα που συνέθεσαν τη διδασκαλία του, τις πηγές που αυτά απορρέουν καθώς επίσης και την ορθόδοξη αντιμετώπιση τους από τους πατέρες.

 

Παραπομπές:

[1] Α’ Κορ. 11,19.

[2] Γαλ. 5, 19 – 20.

[3] Τιτ, 3, 10 – 11.

[4] Ο καθηγητής Γεώργιος Α. Γαλίτης αναφέρει: «Δια τον Παύλον η αίρεσις είναι η κατε’ εξοχήν αμαρτία. Ουδεμία άλλη αμαρτία οδηγεί εις την διακοπήν της κοινωνίας του αμαρτανοντός μετά της εκκλησίας. Ο μετά τας επανειλημμένας νουθεσίας επιμένων εις την αίρεσιν δεν έχει πλέον την δικαιολογίαν της αγνοίας. Ούτως η πλάνη δεν είναι πλέον συγγνωστή και ακούσια, αλλά εκούσια και ασύγγνωστος. Ο πλανώμενος κινείται πλέον εντός της περιοχής της αμαρτίας», Γ. Α. Γαλίτη, Η προς Τίτον επιστολή του αποστόλου Παύλου, Θεσσαλονίκη 1985, σ.σ. 361 – 362.

[5] Βλ. Π. Βασιλειάδη, «Αιρέσεις ή Θεολογικές τάσεις στον αρχέγονο Χριστιανισμό», ΔΒΜ (Δεκέμβριος 1977 – Ιούνιος 1978), σ.σ. 101 – 118.

[6] Κατά τον J.W.C. Wand: «Η αίρεση είναι κακή – εσφαλμένη θεολογία. Δεν είναι όμως αναγκαστικά και κακή θρησκεία. Θρησκεία και θεολογία δεν ταυτίζονται. Θρησκεία είναι η πίστη μας στον Θεό και η προσπάθεια μας να βιώσουμε  αυτή την πίστη μας. Θεολογία είναι η προσπάθεια να δώσουμε μια λογική ερμηνεία της πίστης μας», στο The Four Great Heresis, London 1967, σ. 13.

[7] Για τις αιρέσεις του Δυναμικού και του Τροπικού Μοναρχιανισμού βλ. Ανδρ. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Α’, Μέρος Δεύτερον: Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.χ., εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Εν Αθήναις 1978, σ.σ. 411 – 430.

[8] Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α’. Απ’ αρχής μέχρι την Εικονομαχία, Εν Αθήναις 2002, σ.σ. 376 – 377.

[9] Στ. Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τ. Α, Αθήνα 2000, σ. 443 – 455.

[10] Αναλυτικά για τον όρο ομοούσιος βλ. Νικ. Γ. Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική, τ. Β’. Η Θεολογία του ομοουσίου, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2009, όπου και πλούσια βιβλιογραφία.

[11] Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορίας, τ. Α’, σ. 377.

[12] Αναλυτικά περί της διδασκαλίας του Αρείου βλ. Ηλ. Δ. Μουτσούλα, Η Αρειανική έρις και ο Άρειος. Μέρος Α’, Ο Άρειος, τ. Α’, Αθήνα 1977.