«Καυχώμεθα επ’ ελπίδι, καυχώμεθα εν ταις θλίψεσι»
30 Ιουνίου 2020«Καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν», (Ρωμ. 5, 2-3). «Καυχόμαστε για την ελπίδα της συμμετοχής μας στην δόξα του Θεού, μα δεν σταματά εκεί η καύχησή μας, διότι καυχόμαστε ακόμα και στις δοκιμασίες μας»
Ο άνθρωπος χαίρεται με την ανταμοιβή και τον έπαινο στην ζωή του. Αισθάνεται ότι δικαιώνεται για τα έργα του, για τις επιτυχίες του, για την υπομονή του. Αισθάνεται ότι τόσο ο Θεός όσο και οι συνάνθρωποί του βλέπουν τις προσπάθειές του και τον επιδοκιμάζουν. Ο έπαινος γίνεται συχνά αφορμή αυτοδικαίωσης και αυτοθαυμασμού. Άλλοτε όμως ο άνθρωπος παίρνει κουράγιο από τον έπαινο των συνανθρώπων του για να συνεχίσει τις προσπάθειές του, ιδίως όταν αυτές έχουν να κάνουν με το κοινωνικό σύνολο. Στην πολιτική ο έπαινος έρχεται με την ψήφο στις εκλογές. Στην Εκκλησία με το στεφάνι της αγιότητας. Στην οικογένεια με την καλή κουβέντα και την προτροπή που ο γονέας απευθύνει στο παιδί του. Υπάρχει και ο εκ του αντιθέτου έπαινος. Η κάλυψη των αμαρτιών, των λαθών, των σφαλμάτων του άλλου, ο μη καταλογισμός τους, που δεν συνεπάγεται την αμνήστευση ή την αδιαφορία γι’ αυτά, αλλά δηλώνει την υπέρβασή της, την συγχώρεση, αλλά και τη πεποίθηση ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη την στήριξη με την μη εξουθένωσή του.
Ο έπαινος γεννά κάποτε την καύχηση, γι’ αυτό και πρέπει να δίδεται με φειδώ. Υπάρχει η υγιής καύχηση. Είναι η πίστη σε πρόσωπα τα οποία μας είναι γνωστά και χαιρόμαστε γι’ αυτά, διότι μέσα από την δική τους ευλογημένη πορεία παίρνουμε δύναμη και κουράγιο να συνεχίσουμε την δική μας ζωή. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν και γεγονότα στην ζωή μας που αποτελούν στίγματα μαρτυρίου. Μας ταλαιπωρούν. Την ίδια στιγμή όμως μας φέρνουν και κοντά στον Χριστό, κοντά στον αληθινό προορισμό μας. Γι᾽αυτό και δεν πρέπει να γκρινιάζουμε, να μεμψιμοιρούμε, να τα απορρίπτουμε στην ζωή μας. Διότι μέσα από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που κατά άνθρωπον αυτά προκαλούν, ταπεινωνόμαστε, γνωρίζουμε τα μέτρα μας, την φθαρτότητά μας, νιώθουμε ως πού φτάνουν οι δυνάμεις μας, αλλά και που είμαστε τελικά ανίσχυροι, ώστε να μην αφηνόμαστε στη καύχηση για τα όποια κατορθώματά μας.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Ρωμαίους, επισημαίνει ότι για δύο γεγονότα μπορούμε να καυχόμαστε άφοβα στην ζωή μας. Το ένα είναι ότι ελπίζουμε πως θα συμμετάσχουμε στην δόξα του Θεού, δηλαδή στην επικράτηση του θελήματος καί της βασιλείας Του στον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να χαιρόμαστε διότι θα παρέλθει το σχήμα του κόσμου τούτου, τόσο σε ό,τι αφορά στην υλική του πλευρά, όσο και σε ό,τι αφορά στην αμαρτία της ανθρώπινης αυτοθέωσης, που γεννά πολιτισμό, δύναμη, εξουσία, αλλά είναι περατή και δεν μπορεί να βλάψει αυτόν που αγαπά τον Θεό και τον πλησίον, αν χρειαστεί και περισσότερο από τον εαυτό του. Ελπίζουμε ότι θα μετάσχουμε στην δόξα του Θεού, δηλαδή στην ανακαίνιση του κόσμου, στην ανάσταση των νεκρών, στην ζωή του μέλλοντος αιώνος, στην αγιότητα και την χαρά να κοινωνούμε με τον Χριστό για πάντα, χωρίς όρια, χωρίς λύπες, χωρίς θάνατο. Κι αυτή η ελπίδα νικά την περατότητα και την φθορά μας. Μας συνοδεύει μέχρι το τέλος και μας ανοίγει την οδό της αιωνιότητας. Είναι η ελπίδα που όσοι μηδενίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη μπροστά στον θάνατο δεν έχουν και υποφέρουν. Μπορεί να υποκαθιστούν με την φιληδονία, τους επαίνους του κόσμου, την αυτάρκεια αυτής της ζωής ή την επίτευξη όποιων στόχων θέτουν για να είναι ευτυχισμένοι, αλλά στο τέλος τους περιμένει η απόλυτη μοναξιά και το σκοτάδι του να μην πιστεύουν στην συνέχεια και την ανάσταση. Κι αυτή η απουσία ελπίδας εξηγεί τα μεγαθήρια με τα οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να αποδείξει την παντοδυναμία του, είτε είναι κτήρια, είτε μηχανές, είτε εφευρέσεις, είτε επιστήμες, είτε μεγάλα λόγια, αλλά δεν μπορεί να νικήσει την λύπη διότι όλα έχουν ένα τέλος.
Το δεύτερο γεγονός είναι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες μας. Αυτές μας φέρνουν πιο κοντά στον Θεό, διότι νιώθουμε ότι χωρίς Εκείνον τίποτα δεν μπορούμε να πετύχουμε, ενώ εμπιστευόμενοι το θέλημά Του και όχι το δικό μας βρίσκουμε ανάπαυση στην ζωή μας. Για να εμπιστευθείς καλείσαι να αγαπήσεις Αυτόν που γνωρίζεις ότι σε αγαπά. Ακόμη κι αν η αγάπη συνοδεύεται από οδύνες, εντούτοις γεννά την σωτηρία της ταπείνωσης, της υπομονής, της ελπίδας. Κι εδώ είναι ένας άλλος πολιτισμός. Όχι του εγώ, αλλά του ερωτευμένου που αφήνεται στο «Σοι, Κύριε»!
Ελπίδα δεν είναι μόνο η προσδοκία. Ελπίδα γεννιέται όταν ο άνθρωπος αισθάνεται ότι οι δυνάμεις του δεν επαρκούν. Ότι όχι μόνο δεν είναι παντοδύναμος, αλλά υπάρχει Κάποιος που τον αγαπά, που προνοεί γι’ αυτόν και που ακόμα και στα δύσκολα δεν θα τον εγκαταλείψει. Θα δώσει σημάδια ευλογίας και ζωής. Η πίστη μας, χωρίς να μας διαγράφει από την ζωή του κόσμου και του χρόνου, μας ανανοηματοδοτεί στην πορεία της ελπίδας. Δεν χρειαζόμαστε επαίνους. Δεν καυχιόμαστε για ό,τι πετύχουμε, αλλά γι’ Αυτόν που μας αγαπά. Και την ίδια στιγμή, αφήνουμε να ανατραπεί το ζητούμενο περί ευτυχίας: δεν είναι η ικανοποίηση του θελήματός μας που μας σώζει, αλλά του θελήματος του Θεού: της αγάπης, της υπομονής, της θυσίας. Θέλει άσκηση και βοήθεια αυτός ο δρόμος. Θέλει γνώση που μόνο η ζωή της Εκκλησίας μπορεί να παράσχει. Διότι στην Εκκλησία ο Χριστός. Και όπου ο Χριστός, εκεί και η ελπίδα!