Ψηλάφηση της Αγιορείτικης διάστασης του Ν. Γ. Πεντζίκη

27 Ιουνίου 2020

Tό αγιορείτικο περιβάλλον, ανθρώπινο, κτιστό, φυσικό και υπερφυσικό, δεν υπήρξε για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη παροδικός συνομιλητής, αλλά παράγοντας ζύμωσης, σταθερή συνιστώσα και διαρκές σημείο αναφοράς.

Μεγάλος αριθμός Νεοελλήνων καλλιτεχνών και ανθρώπων των γραμμάτων επισκέφθηκαν το Άγιον Όρος κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Το 1900 επισκέπτεται τον Άθω ο διηγηματογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο οποίος εξεμέτρησε τον ζην ως μοναχός Ανδρόνικος. Ακολουθούν, μεταξύ άλλων, οι Νίκος Καζαντζάκης, Άγγελος Σικελιανός, Τάκης Παπατσώνης, Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς, Στρατής Δούκας, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Πολύκλειτος Ρέγκος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιώργος Παραλής, Κώστας Ταχτσής, Γιώργος Θεοτοκάς, Νίκος Καρούζος. Ανάμεσά τους, η περίπτωση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993) κατέχει ιδιαίτερη θέση, όχι μόνο επειδή κατά την διάρκεια του βίου του επισκέφθηκε το Άγιον Όρος ενενήντα τέσσερις φορές, όπως ο ίδιος εκαυχάτο, αλλά κυρίως επειδή όλοι οι άλλοι, με εξαίρεση ίσως τον Κώστα Ταχτσή, επισκέφθηκαν τον Άθω έχοντας παγιώσει και καθιερώσει την ατομική τους δημιουργική έκφραση, ενώ ο ΝΓΠ επισκέπτεται το Άγιον Όρος για πρώτη φορά δύο χρόνια πριν πρωτοεμφανιστεί στα γράμματα με το μυθιστόρημα «Αντρέας Δημακούδης, ένας νέος μονάχος» (1935) και ένδεκα χρόνια πριν από την πρώτη δημόσια έκθεση εικαστικών του δημιουργιών (1944).

Καταλυτικοί δεσμοί

Ο ΝΓΠ επισκέπτεται για πρώτη φορά το Άγιον Όρος σε ηλικία 23 ετών, το 1933. Έχοντας σπουδάσει Οπτική Φυσιολογία, Βοτανική και Φαρμακευτική στο Παρίσι και στο Στρασβούργο, ο ΝΓΠ διαχειριζόταν τότε το φαρμακείο που είχε ιδρύσει στην Θεσσαλονίκη, το 1887, ο πατέρας του Γαβριήλ Πεντζίκης (1868-1927). Ήταν το πρώτο επιστημονικό φαρμακείο της πόλης και ίσως του ευρύτερου βαλκανικού χώρου, και το 1933  προμήθευε ήδη επί ένα τέταρτο του αιώνος και πλέον φαρμακευτικά είδη και σκευάσματα σε πολλές αγιορείτικες μονές. Οι επαγγελματικοί αυτοί δεσμοί υπήρξαν οπωσδήποτε καταλυτικοί στην διαμόρφωση της συχνότητας των επισκέψεων του ΝΓΠ στο Άγιον Όρος και της συναναστροφής του με τους Αγιορείτες μοναχούς. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να χωρίσει την αγιορείτικη συναναστροφή του ΝΓΠ σε δύο περιόδους, πριν και μετά το 1953, έτος κατά το οποίο ο ΝΓΠ αποδεσμεύτηκε από το πατρικό φαρμακείο.

Καταληκτική κορωνίδα της πρώτης περιόδου αποτελεί η εικοσαήμερη παραμονή στο Άγιον Όρος του ΝΓΠ και του φίλου ζωγράφου Γιώργου Παραλή, το καλοκαίρι του 1952. Κατά την διάρκειά της ο ΝΓΠ κρατά σημειώσεις και κάνει σχέδια, βάσει των οποίων ζωγραφίζει 17 πίνακες με αγιορειτικά θέματα που θα αποτελέσουν τον πυρήνα της δεύτερης ατομικής του έκθεσης ζωγραφικής, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. (Το «Αγιορειτικό Σημειωματάριο, 1952» του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη θα εκδοθεί προσεχώς από τις Εκδόσεις Ίνδικτος).

Τα εγκαίνια της έκθεσης αυτής προλόγισε ο ΝΓΠ με την ομιλία του «Προσεγγίσεις στο Άγιον Όρος», που αργότερα δημοσιεύτηκε στο περ. «Μορφές», και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την εσωτερική κατάθεση του συγγραφέα ζωγράφου της πρώτης περιόδου.

Αντίστοιχα, το κείμενο «Άθως, η δεύτερη πανοπλία», που πρωτοδημοσιεύτηκε στον τόμο «Χριστιανικό Συμπόσιο» τα Χριστούγεννα του 1969 και αναδημοσιεύεται εδώ, δικαιολογημένα μπορεί να θεωρηθεί ως εμβληματικό της δεύτερης περιόδου.

Ανάμεσα χρονικά στα δύο αυτά κείμενα βρίσκεται το δοκίμιο «Έρως της Εκκλησίας» (1962), που ο συγγραφέας αργότερα ενσωμάτωσε στην συλλογή κειμένων «Προς εκκλησιασμό» (1970, και Εκδόσεις Ίνδικτος, 2007). Εκεί ο ΝΓΠ με συγκλονιστική ειλικρίνεια περιγράφει το πρώτο του ταξίδι στο Άγιον Όρος και τα οφέλη που άντλησε και συναποκόμισε από την μακρόχρονη συναναστροφή του με την Εκκλησία ως κτίσμα και ως Σώμα Χριστού:

Ανθρώπινη ανάγκη είναι να μπαίνουν σ’ ένα δρόμο τα πράγματα. Φόβοι και δισταγμοί και μέχρι της στιγμής που γράφω αναστέλλουν κάθε σαφή τοποθέτηση. Ακούω μία φωνή, που προσπαθεί να με πείσει ότι τοποθετούμενος θα πάψω να υφίσταμαι, θα κονιορτοποιηθώ τελείως. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα απ’ αυτή την αίσθηση της κονιορτοποιήσεως. Πιθανόν να είναι συγγενής στον άνθρωπο. Πάντως, όταν το καλοκαίρι του 1933 πρωτοπήγα στο Άγιον Όρος, διατηρούσα εισέτι πολλές βεβαιότητες δια το συμπαγές σχήμα του εγώ. Εξαιτίας αυτού, θυμάμαι, έκλεισα αμέσως τον Συναξαριστή, που είχα πάρει να διαβάσω, χαρακτηρίζοντας τα γραφόμενα ως μωρολογίες, όταν συνάντησα την φράση πως ένας Άγιος από βρέφος έδειχνε ότι θα γινόταν ευσεβής, αποποιούμενος τον μαστό της μητέρας του και νηστεύοντας κάθε Τετάρτη και Παρασκευή.

Αλλά ήδη από το 1937 δεν εκφραζόμουν πια κατά τον ίδιον τρόπο. Διέβλεπα στην παραπάνω φράση και σε άλλες ανάλογες μία αλήθεια, που, μην ξέροντας πως να την αποδείξω, γινόμουνα πεισματάρης, νιώθοντας, παράλληλα προς το πείσμα μου και ίσως εξαιτίας αυτού, μια μεγάλη ντροπή, που δεν μπορούσα λογικά να κυριαρχώ των συζητητών, αλλά το εναντίον, διαρκώς ηττώμην. Η συνεχής ήττα αντίκρυ στους υποστηρίζοντας σαφώς και με λογική τα περί κόσμου, μόνο και μόνο για να διατηρήσω το παράλογο που μέσα μου ένιωθα να μεγαλώνει, αποτελώντας όλη μου την χαρά και την ζωή, την ώρα που, μετά από μία συναισθηματική κρίση, διατεινόμουν δίχως κανείς να με πιστεύει, πως ήμουν ένας πεθαμένος άνθρωπος, με πλησίαζε ολοένα εγγύτερα προς τους τρελούς, που βλέπουμε να καταφεύγουν, ξένοι προς τον τριγύρω κόσμο, στο πλήθος των ναών και παρεκκλησίων, που κοσμούν την ελληνική γη.

Ενώ είχα αρχίσει να περιηγούμαι, μάλλον σαν τουρίστας, τα μνημεία, που άφησε η ορθόδοξος χριστιανική πίστη, των αειμνήστων βυζαντινών μας πατέρων, συν τω χρόνω διαφοροποιούμην. Αρχιτεκτονική, ζωγραφικός διάκοσμος των ναών, ποίηση και μουσική των εν αυτοίς τελουμένων, χωρίς την σοβαρότητα της αντικειμενικής επιστημονικής ερεύνης, που θα μπορούσε να με ξεκουράσει με τον τίτλο του βυζαντινολόγου, χωρίς την τάξη του πιστού εκ παραδόσεως, που λυτρώνεται παρακολουθώντας τακτικά την λειτουργία, ενούμενα με τον πυρήνα του παράλογου εντός μου, σιγά-σιγά άρχισαν να μου επιτρέπουν την επικοινωνία μ’ έναν άλλο κόσμο. Παρ’ όλο που ο φόβος, μήπως χαρακτηρισθώ ως εξοφλημένο από τη ζωή γραΐδιον η σωστά τρελός, από τους συνοδεύοντας την εκφορά των κεκοιμημένων, δεν μου επέτρεπε τον κόσμο αυτό τον νέον, να τον ομολογήσω σαν βεβαίωση της ενταύθα ζωής, δια της οποίας και πάλιν αυτός βεβαιούται. Πέρα όμως από κάθε φόβο, μ’ ενθουσίαζε στην Εκκλησία η καταξίωση του παράλογου. Ένιωθα με ικανοποίηση ότι, εις τους κόλπους της, ο καθένας μπορούσε να ’χει την θέση του, και μάλιστα ανεξάρτητα προς το υπ’ αυτού εκτελούμενον έργο και μόνον εκ της προαιρέσεώς του.

Πρέπει να ομολογήσω ότι, πτωχός στο πνεύμα, πολλαπλώς δια της Εκκλησίας ενισχύθην. Εκ της μελέτης των μνημείων της θρησκευτικής μας παραδόσεως, εξήγαγα συμπεράσματα περί του συμμετρικώς ασυμμέτρου, περί του ότι ορθότερον γεωμετρικώς είναι το πρακτικώς μη ακριβώς τετράγωνον, περί της εννοίας του ρυθμού σαν βασικού ερμηνευτικού στοιχείου του κόσμου και της ανθρωπίνης ζωής, περί της σημασίας της εκλογής όσον γίνεται μικρότερης μονάδος, για να είναι το σύνολο δίκαιο, περί των ορίων του προσωπικού και του ότι τούτο μπορεί ενίοτε να εκφρασθεί καλύτερα δια της αντιγραφής, ότι το ωραίο, όταν υπάρχει προς τούτο συγκίνηση, μπορεί να κομματιαστεί και να μεταφερθεί έξω από την ενότητα που το γέννησε, σε άλλη και άλλη, μέχρι που να μπορεί έως σήμερα να περιβληθεί την μυθική αλουργίδα των επών του Ομήρου και, ενδεδυμένος τα παλαιά, να παρουσιάζεται συγχρονισμένος, προς τις πιο επίκαιρες φιλοσοφικές απόψεις. Έφτασα έτσι να δικαιώσω τα λόγια της μητέρας της μητέρας μου, όταν μωρό παιδί μ’ άλλαζε εσώρουχα: «“Αλλάζει ο Χριστός κι η Παναγιά και τ’ αποφόρια τα φορεί ο εγγονός μου”».

Κοινωνός εμπειρίας

Αντίθετα από άλλους ομοτέχνους του, όπως οι Τ. Κ. Παπατσώνης και Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που ξεκινούν την καταγραφή της αθωνικής εμπειρίας τους με μακροσκελείς παρεμβολές περί αλπικών ασμάτων και Βούδα, στο «Προσεγγίσεις στο Άγιον Όρος» ο ΝΓΠ ξεκινά παραθέτοντας πληροφορίες για το πως φτάνει κανείς στην Τρυπητή και παίρνει το καραβάκι για την Δάφνη.

Η διάχυτη αίσθηση που συναποκομίζει ο αναγνώστης του πεντζίκειου έργου, ότι ο συγγραφέας τον αρπάζει από το χέρι και βιάζεται να τον καταστήσει κοινωνό μιας εμπειρίας που συχνά είναι υπέρ λόγον, στα κείμενα σχετικά με το Άγιον Όρος καθίσταται απτή σχεδόν και ανάγλυφη. Ο ΝΓΠ ακολουθεί την φράση του Αββά Ισαάκ του Σύρου: «Διότι γέγονα μωρός, ουχ υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων δια την των αδελφών ωφέλειαν», και συχνά μετέρχεται τρόπους σαλότητας για να μιλήσει για τον Άθω· η ομιλία «Προσεγγίσεις στο Άγιον Όρος» τελειώνει με την ακόλουθη διήγηση:

Κατά την διαμονή μου σ ένα μοναστήρι, συνήθιζα να πηγαίνω και να κάθουμαι στον μικρό ναό του κοιμητηρίου, μέσα στους μπαχτσέδες. Τελειώνοντας θα σας διηγηθώ κάτι που είδα εκεί ένα πρωί.

Από την μικρή πόρτα του περιβόλου, απ όπου βγάνουν ραμμένους στο ράσο τους τους μοναχούς για να τους θάψουν, είδα να ρχεται ένας μισότυφλος ηλικιωμένος καλόγερος. Προχώρησε ίσαμε την άκρη του κήπου όπου ήταν μια τριανταφυλλιά ξηρή σχεδόν, δίχως άνθη. Φτάνοντας εκεί άφηκε ανάμεσα στ άνανθα κλαδιά και φύλλα ένα άνθος που κράταγε και είπε: «“Πάρε να χεις και συ, να μη σε καταφρονέσουν”». Άκουσα κι ο νους μου πήγε στον μόχθο του ανθρώπου να ομορφύνει την ζωή».

Κείμενο εμβληματικό της δεύτερης περιόδου συναναστροφής του ΝΓΠ με το Άγιον Όρος, το δοκίμο «Άθως, η δεύτερη πανοπλία» εγκαινιάζει μια περίοδο που ο ΝΓΠ αποκτά στενή πνευματική συναναστροφή με Αγιορείτες γέροντες και πατέρες, και οι επισκέψεις στον Άθω είναι πυκνές. Το δοκίμιο εντάσσεται στην αρχή της ενασχόλησης του συγγραφέα με τον «Συναξαριστή» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Η ενασχόληση αυτή ξεκίνησε έπειτα από μια εμπειρία νέκρωσης εν τω κόσμω που είχε ο συγγραφέας το 1967, οδήγησε στην σύνταξη περιλήψεων του κειμένου του Αγίου Νικοδήμου και αποτέλεσε αφετηρία του συνόλου της μεταγενέστερης εικαστικής και συγγραφικής του δημιουργίας. Απόσταγμα αυτής της καθημερινής συναναστροφής του ΝΓΠ με τον «Συναξαριστή» μπορεί να θεωρηθούν τα δύο ποιήματα «Απριλίου Τρεις» και «Σκάφος Μέγα», που δημοσιεύτηκαν το 1980. Το πρώτο αναφέρεται στο μαρτύριο του Αγίου νεομάρτυρος Παύλου του Ρώσου του Απελευθέρου. Το δεύτερο αναφέρεται στο μαρτύριο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων των Ρωμαίων, πυρί τελειωθέντων, στην μνήμη των οποίων ο Άγιος Νικόδημος συνέθεσε το δίστιχο: «Πυρ πεντέπεντε, πεντέπεντε γεννάδας (ήτοι είκοσι) | Και πεντεπέντε και πέντε φλέγει (ήτοι είκοσιν)».  Τρία χρόνια μετά την δημοσίευση των δύο αυτών ποιημάτων, σε συνέντευξη που έδωσε στο περ. «Η λέξη», ο ΝΓΠ ερωτάται: «Αφού ο κύριος άξονας της δουλειάς σας είναι η ζωή των μοναχών, σκεφτήκατε ποτέ στα σοβαρά να τα παρατήσετε όλα και να πάτε να γίνετε κι εσείς μοναχός;» και απαντά: «Ναι, το σκέφτηκα, αλλά σύντομα άλλαξα γνώμη. Κάποτε μάλιστα μου έκαναν και πρόταση να γίνω μοναχός και να μείνω στην Θεσσαλονίκη, εξακολουθώντας τον κανονικό ρυθμό της ζωής μου. Αυτό θα ήταν μια τιμή που θα μου γινόταν και για την οποία θα αισθανόμουν υπερήφανος. Αλλά εγώ δεν θέλω να είμαι υπερήφανος. Θα είχα ένα ατού να λέω ότι είμαι καλόγερος και θα έγραφα αλλιώς, όπως γράφουν οι σημερινοί καλόγεροι που δεν έχουν κοινωνική θέση».

Οπτικός και απτικός

Η γόνιμη εικαστική δημιουργία του ΝΓΠ και οι λεπτομερείς περιγραφές ανθρώπων, τόπων και πραγμάτων συνεργούν, ώστε να τον αντιλαμβανόμαστε και να τον προσλαμβάνουμε ως συγγραφέα κατ᾽ εξοχήν οπτικό, που υπηρετεί την όραση, αίσθηση στην οποία οι Βυζαντινοί έδιναν το πρωτείο. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ανάγνωση του έργου του μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι ο ΝΓΠ στον βαθμό που είναι οπτικός είναι και απτικός. Στην μελέτη του για τα γλυπτά του ντανταϊστή καλλιτέχνη Χανς Αρπ, ο συγγραφέας μιλά για την στέρηση της όρασης με τον παιγνιώδη τρόπο της τυφλόμυγας και την αποκλειστική πρόσληψη δια της αφής, ενώ στο κείμενο «Ημερομηνίες» (1970) διαβάζουμε:

«Η συσχέτιση, στην συνείδηση του κυρίου Εμμανουήλ, των όρχεων προς τους βολβούς των ματιών και του γεννητικού σπέρματος προς τα δάκρυα, γονιμοποιά ενός άλλου κόσμου αδήλου και ασαφούς, μας οδήγησε στις παραπάνω αναφορές. Τα άδηλα αισθητοποιούνται δια μιας συγχύσεως της συνήθους φυσιολογίας και τάξεως των αισθήσεων. Στα κείμενα των Νηπτικών Πατέρων της Ορθοδοξίας γίνονται σαφείς υπαινιγμοί επ’ αυτού. Αναφέρεται ότι το στάδιο της εκστάσεως και ταυτίσεως με τον αγαπώμενο Θεό εκδηλούται συν τοις άλλοις με το γεγονός ότι το άτομο, παραδείγματος χάριν, ακούει τότε με τις χούφτες των χεριών. Τουλάχιστον ο έχων το γενικό πρόσταγμα της ομάδος καλλιτεχνών, που φιλοτέχνησε το θαυμάσιο ψηφιδωτό της κόγχης του ιερού, του επ’ ονόματι του εκ Θεσσαλονίκης Οσίου Δαυίδ ναϋδρίου της άλλοτε Μονής Λατόμου, με τον Ιησού Χριστό Έφηβο μεταξύ των συμβόλων των τεσσάρων ευαγγελιστών, σύμφωνα με όσα εν εκστάσει ευρισκόμενος είπε ο Προφήτης Ιεζεκιήλ, οπωσδήποτε θα έπρεπε να ήξερε για την αναφερομένη από τους Αγίους Νηπτικούς σύγχυση μεταξύ αφής και ακοής και γι’ αυτό τον απεικόνισε τόσο παράξενα, με τις παλάμες των δυό χεριών στην θέση από τ’ αυτιά, τον Προφήτη της εν τω κόσμω ελεύσεως του Σωτήρος Χριστού.

Γράφοντας για τον «Συναξαριστή» του Αγίου Νικοδήμου στο «Προς εκκλησιασμό», ο ΝΓΠ μιλά για το «χέρι ενός Αγίου Μάρτυρος, πεταμένο στα σκυλιά ως άνευ σημασίας πράγμα και τελείως περιττό και άχρηστο, που περισυλλέγοντάς το μια εκ γενετής τυφλή ανέβλεψε» και για τους Οσίους Ιερείς, Ιεράρχες, «που αρνήθηκαν τα εν τω βίω για να μεταμορφωθούν στα γράμματα του Ευαγγελίου της πίστεως». Θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλο το έργο του ΝΓΠ δεν είναι παρά καταγραφή μιας άσκησης απέκδυσης της ατομικότητας, ώστε να μπορέσει ο καλλιτέχνης συγγραφέας να μεταμορφωθεί σε δάχτυλο (ανατομικό άκρο και ποιητικό μέτρο) του εκκλησιάσματος που ψηλαφεί ευλαβικά τον ανάγλυφο περίτεχνο διάκοσμο των αγιορείτικων λειψανοθηκών. Και ας μην λησμονούμε ότι με την ψηλάφηση του Θωμά που κλείνει την Διακαινήσιμο Εβδομάδα πιστοποιήθηκε η ζείδωρος Ανασταση του Κυρίου, η οποία -όπως και η σωτηριώδης Γέννησή Του- υπήρξε ύπεράνω πάντων των βροτείων οφθαλμών.

Εν Κυρίω

Το τελευταίο προσκύνημα του ΝΓΠ στο Άγιον Όρος ήταν το 1992, την Κυριακή των Μυροφόρων, εορτή που τιμούσε ιδιαίτερα και δεν έπαυε να τονίζει ότι στις γυναίκες πρωτοεμφανίστηκε ο αναστάς Κύριος. Ο ΝΓΠ ήταν τότε 84 ετών και το βήμα του δεν ήταν πλέον σταθερό. Στους δύο μοναχούς, που τον κρατούσαν από το χέρι και τον βοηθούσαν στο καλντερίμι, είπε: «Τώρα με πάτε δύο, την άλλη φορά θα με πηγαίνετε τέσσερις». Αγαπημένο λογοπαίγνιο του συγγραφέα ήταν ότι όλοι οι μεταστάντες Αγιορείτες πατέρες αναπαύονται στην νήσο Κω (εν Κω).

Tόν Ιανουάριο 1993 ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ανεπαύθη κι αυτός εν Κυρίω και ετάφη στο κοιμητήριο του Ιερού Κοινοβίου του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, μετόχι της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, στην Ορμύλια.  Στον επικήδειο που εξεφώνησε τότε ο νυν καθηγούμενος της Ιεράς Μονής, αρχιμανδρίτης Ελισσαίος, ανέφερε μεταξύ άλλων:

Κάποτε, ύστερα από πολλή προσευχή αισθάνθηκε το χερι της μακαρίτισσας της μητέρας του να τον χαϊδεύει στην καρδιά, και η καρδιά του να σκιρτά και να χορεύει, παρόμοιο αίσθημα με αυτό που περιγράφει ο Άγιος Νικόδημος, ο φίλος του ο Αγιορείτης, για το άλμα καρδίας στην νοερά προσευχή.

Την τελευταία φορά μας έκανε δημοσία εξομολόγηση στο Συνοδικό της Μονής μας – ήτο η Κυριακή των Μυροφόρων και σχεδόν όλη νύκτα έμεινε στην αγρυπνία. Μας ζήτησε μάλιστα το βιβλίο να παρακολουθεί από μέσα, αλλά σε μια στιγμή το έκλεισε. Ήταν η ώρα των πολυελέων και ήλθε μαζί μας στο αναλόγιο – χοροβατών, και ενώ εμείς ψάλλαμε, έψαλλε κι αυτός, αλλά αυτός έβλεπε και μέσα από τα γράμματα. Το μυστήριο της αφής της Αγίας Μαγδαληνής, που θησαυρίζεται στην Σιμωνόπετρα, αυτός το είχε από πολύ παλιά διδαχθεί.

30 Απριλίου 2008

Μνήμη της Αγίας Νεομάρτυρος Αργυρής.

ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ

(1908-1993)

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Σπούδασε στο Παρίσι Οπτική Φυσιολογία, Βοτανική και Φαρμακευτική, και διατηρούσε για πολλά χρόνια ένα πασίγνωστο φαρμακείο, όπου πραγματοποιήθηκαν πολλές λογοτεχνικές «συνάξεις». Αποτελεί μία ξεχωριστή μορφή των ελληνικών γραμμάτων, καθώς τα γραπτά που μας άφησε χαρακτηρίζονται από μία ιδιαίτερη προσέγγιση, όπως άλλωστε και οι πίνακές του. Στο κείμενο που ακολουθεί, ο Ν. Γ. Πεντζίκης αυτοβιογραφείται…

Γεννήθηκα στα 1908. Πήγα σχολείο μονάχα στην ΣΤ’ Δημοτικού, διδαχθείς κατ’ οίκον. Οι οικοδιδάσκαλοί μου μου εμφύτευσαν την αγάπη στην γεωγραφία και το δημοτικό τραγούδι.

Δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μια Παγκόσμια Γεωγραφία. Εν συνεχεία άρχισα να γράφω εκφραζόμενος προσωπικά πάνω στο σχήμα «Η Λαφίνα» και του «Κίτσου η μάνα». Θαύμαζα τον Καρκαβίτσα για το ότι μνημόνευε και εκμεταλλευόταν πάρα πολλές παραδόσεις μας.

Φοιτητής στο Παρίσι, η νορβηγική και γενικότερα η σκανδιναβική συμβολιστική λογοτεχνία μ’ επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Τότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα».

Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Κλωντέλ. Από το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους Βυζαντινούς χρονογράφους.

Από τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα.

Μιας εξαρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Τα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Αυτό, άλλωστε, μ’ έκανε ολοένα και φανατικότερο υπηρέτη και μιμητή των βυζαντινών συγγραφέων.

Από το 1967 καθημερινά εργάζομαι πάνω στον συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Έκανα μια μικρή, μεσαία και μεγάλη περίληψη του Συναξαριστή.

Από τότε μέχρι σήμερα, ο,τι κι αν επιχειρώ να γράψω, βασίζεται στην αριθμητική και ψηφαριθμητική επεξεργασία του συναξαρίου της ημέρας.

Τα βιβλία μου που κυκλοφόρησαν (και πρέπει να σημειωθεί ότι εκδότης σπάνια δεχόταν να μου εκδώσει βιβλίο και πολύ περισσότερο διευθυντής περιοδικού να δημοσιεύσει κείμενό μου) είναι:

Ο Ανδρέας Δημακούδης (1935), το πρώτο μου μυθιστόρημα. Στον Ανδρέα Δημακούδη δίνεται μία εικόνα της ερωτικής απαλλοτριώσεως του εγώ. Στον «Πεθαμένο και Ανάσταση» (1944), το απαλλοτριωμένο νεκρό εγώ ανασταίνεται χάρις σε στοιχεία επαφής με τον τόπο.

Αρχινώ ταυτόχρονα τότε να καταγίνομαι με την ζωγραφική. Με τον Στρατή Δούκα, τον Παπαλουκά και τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, διδασκόμενος.

Στην ποιητική συλλογή «Εικόνες» (1944) το νόημα αποδίδεται με τη φράση: «Η αγάπη πρέπει να μας μάθει και τα κόπρανα ν’ αγαπάμε του άλλου». Η «Πραγματογνωσία» (1950) περιγράφει τα γεγονότα ενός γάμου μιας πεντάμορφης νεαράς κόρης μ’ έναν σαραβαλιασμένο, με το ’να πόδι ξύλινο, ναυτικό. Η «Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής» (1953/1963) είναι μια προσπάθεια μνημικής ταύτισης ζώντων και νεκρών. Το «Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης» (1952/1966) γράφτηκε όταν είχα πια παντρευτεί.

Από το 1969 και μετά, χάρις στην προβολή που μου έκανε στο Γερμανικό Ινστιτούτο Γκαίτε ο κ. Σαββίδης, άρχισαν να βγαίνουν συχνά τα βιβλία μου. Συλλογή διηγημάτων αποτελεί η «Συνοδεία» (1970), η «Μητέρα Θεσσαλονίκη» (1970), είναι κείμενα σε πεζό, με κέντρο την αγάπη μου για την πόλη όπου γεννήθηκα και ζω.

Το «Προς εκκλησιασμό» (1970) είναι μια σειρά ομιλιών, χαρακτηριστική της προσπάθειάς μου για ένταξη στην εκκλησία. Σε ανάλογο επίπεδο, όχι όμως θεωρητικό, κινούνται οι «Σημειώσεις εκατό ημερών» (1973) και τα «Ομιλήματα» (1972).

Στο Αρχείον (1974), που είναι ένα βιβλίο έμμεσου έρωτος, η έννοια του χρόνου καταλύεται και οριστικά θεμελιώνεται η εσωτερική μου μυθολογία. Μια εικόνα μυθολογικής αντιλήψεως είναι, τέλος, το βιβλίο μου «Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία» (1983).