Περί της εγκυκλίου του Κυπριανού κατά των Φαρμασώνων

8 Ιουλίου 2020

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΣΩΝΩΝ[1]

Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός διακόνησε εις το πηδάλιον της Εκκλησίας της Κύπρου την περίοδο της τουρκοκρατίας (1871-1878). Κατ’ αυτούς τους δύστηνους καιρούς, ο κλήρος και ο λαός τον προέκριναν για να οδηγήσει την εκκλησιαστικήν ναύν, ως εχέφρων και έμπειρος πηδαλιούχος, εις ευδίους λιμένας. Ανέβηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο την 30ην Οκτωβρίου 1810 [2] και αιφνιδίως διεκόπη η ποιμαντική του διακονία την 9ην Ιουλίου 1821[3] υπό του τούρκου κυβερνήτου Κιουτσιούκ Μεχμέτ, ο οποίος τον απηγχόνισε.

Κατά την περίοδο της αρχιερατικής του διακονίας, ανέπτυξε ποικιλόμορφη δραστηριότητα με λόγο, με έργο, με επιστολές, με εγκυκλίους [4]. Μία εκ των εγκυκλίων, την οποία έγραψε και απέστειλε σ’ όλο το νησί, θα μας απασχολήσει στην παρούσα μελέτη. Πρόκειται για την εγκύκλιο κατά των μασώνων η φαρμασώνων.

Αυτή η εγκύκλιος είναι καταχωρημένη στον κώδικα Α΄ της Αρχιεπισκοπής (μέγας κώδικας), φφ. 183-184, και φέρει ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1815. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά την 1ην Σεπτεμβρίου 1900 υπό του αρχιμανδρίτου της Αρχιεπισκοπής Φιλοθέου, στην εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου» [5]. Είδε όμως κι άλλες φορές το φως της δημοσιότητας είτε ολόκληρη, είτε αποσπάσματά της, και έγινε αντικείμενο σχολιασμού από διαφόρους.


Η εγκύκλιος, όπως προαναφέραμε, φέρει ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1815. Κατά πάσαν πιθανότητα, αυτή την ημέρα αναγνώσθηκε στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, κατά την οποία η Εκκλησία μας εορτάζει την Υπαπαντή του Χριστού. Η εορτή αυτή είναι ένα κοσμοσωτήριο γεγονός. Δηλώνει την επί γης παρουσία του Θεού, ο οποίος «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» [6]. Ήλθε σ’ εμάς, για να μας σώσει εκ της καταδυναστείας του διαβόλου, και παρέδωσε τον εαυτό του υπέρ της του κόσμου σωτηρίας. Παραδίδεται υπό της μητρός του, αγίας Θεοτόκου Μαρίας, στον γηραιό Συμεών, ο οποίος εκφωνεί το «Νυν απολύεις τον δούλόν σου Δέσποτα… ότι είδον… το σωτήριόν σου… φως…» [7]. Προσφέρει στον ναό δύο νεοσσούς περιστερών, τις δύο διαθήκες, του νόμου και της χάριτος. Και όλα αυτά αλληγορικά, συμβολικά, σωτηριολογικά [8].

Ο πρωθιεράρχης επιλέγει αυτή την ημέρα, για να δηλώσει πολλά. Δεν την στέλνει οποιαδήποτε άλλη ημέρα, όπως έπραξε με άλλες εγκυκλίους, των οποίων το περιεχόμενο αφορούσε θέματα κοινωνικής η οικονομικής φύσεως. Αυτή η εγκύκλιος απευθύνεται στους χριστιανούς και αποτελεί ένα πνευματικό αφυπνισμό του λαού και μίαν πνευματική παραγγελία, σωτηριώδους σημασίας για την πνευματική προσωπική πορεία κάθε ενός λογικού προβάτου του ποιμνίου του Χριστού.

Ο αρχιθύτης του Χριστού, ο μέγας οικονόμος των μυστηρίων του Θεού, ο ποιμενάρχης των εμπιστευθέντων εις αυτόν λογικών προβάτων των εχόντων την σφραγίδα του αρνίου, μιμούμενος τον μέγαν αρχιερέα και καλόν ποιμένα Χριστόν, μεριμνά για την σωτηρία του ποιμνίου του [9]. Προσφέρει τον εαυτό του εκουσίως, μάλλον εκουσίως προσφέρεται από την μητέρα Εκκλησία της Κύπρου στις αγκάλες του γηραιού τούτου λαού, του από αρχαιοτάτων χρόνων ευρισκομένου στην νήσο και αναμένοντος την απόλυση από τις συμφορές του βίου τούτου. Την απόλυση αυτή, η οποία ήταν και είναι το ζητούμενο, και δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ελευθερία εκ των τυραννικών δεσμών των ορατών και αοράτων εχθρών, ο λαός αναμένει από το δεσποτικό φως, τον λόγο δηλαδή και το έργο του εκλελεγμένου από τον ίδιο, αρχιεπισκόπου.

Ο αρχιεπίσκοπος, εις τόπον και τύπον Χριστού [10] ευρισκόμενος, μεριμνά για την σωτηρία των προβάτων. Και καθώς ο Χριστός έδωσε τον νόμο και, πληρώνοντας τον νόμο μας δίδει την χάρη, κατά παράλληλο και αλληγορικό τρόπο ο Κυπριανός δίδει τον νόμο ως λόγον εγγεγραμμένον και αποστελλόμενον διά εγκυκλίου, ώστε, πληρωθέντος του λόγου, να λάβουν οι πιστοί την χάρη την σώζουσα και αγιάζουσα.

Γι’ αυτό, θέλοντας να προετοιμάσει τον αναγνώστη της επιστολής για τα σημαντικά που έχει να του πεί, τα οποία χρήζουν της προσοχής του, διότι αφορούν την σχέση του με τον Θεό, επιλέγει ως ημέρα αποστολής της μία δεσποτική εορτή και όχι την τυχούσα, αλλά αυτήν η οποία εμπεριέχει μέσα της συμβολισμό ανάλογο προς την φύση του περιεχομένου που θα διαπραγματευθεί.

Πατρικώς λοιπόν και ποιμαντικώς αποστέλλεται η εγκύκλιος. Το γεγονός ότι αποτελεί απόσταγμα πατρικής ευαισθησίας, φαίνεται ήδη από την αρχή, στην προσφώνηση, όπου κατονομάζει τους παραλήπτές της «τέκνα εν Κυρίω αγαπητά και περιπόθητα». Πατρικώς δε εύχεται και ευλογεί όλα τα πρόβατα του ποιμνίου της πολιτείας της Σκάλας και Λάρνακας. Ότι δε παρακινείται στην συγγραφή της από ποιμαντική φροντίδα, μέριμνα και πρόνοια γι’ αυτά, εύκολα γίνεται αντιληπτό από το ότι η εγκύκλιος εγράφη «εις παιδείαν εκείνων και ασφάλειαν των λοιπών».

Εις παιδείαν εκείνων, των «διαταραττόντων το παν και σχιζόντων και διαλυμαινομένων τον απλούν λαόν». Η παιδεία εκείνων που διαταράττουν και χωρίζουν και λυμαίνουν είναι η απειλή του αφορισμού ως πνευματικού μέσου παιδείας, ως του τελευταίου μέσου παιδαγωγίας εις Χριστόν [11], προς σωφρονισμό και επαναφορά στην τάξη της ενότητας, της ειρήνης και της αγάπης, όπου βρίσκεται ο Θεός και γνωρίζεται και λαμβάνεται και κοινωνείται. Εις δε τους άλλους, τους λοιπούς, ήτοι τον «απλούν λαόν», τον άκακον και απονήρευτον, παρέχει ασφάλεια και προστασία, μη τυχόν και κάποιος από αυτούς χωριστεί από τον Θεό. Λειτουργεί ως μία ασφαλιστική δικλείδα, η οποία επιδιώκει να τους προστατεύσει από τις παγίδες του διαβόλου.

Επομένως, και στους μεν και στους δε απευθυνόμενος ο Κυπριανός, σκοπόν έχει ένα, την σωτηρία. Προς μεν τους απειθείς, μεταχειριζόμενος παιδείαν και χειραγωγίαν, προς δε τους ευπειθείς και απλούς, ασφάλειαν και προστασίαν. Γι’ αυτό και μετά τις προσφωνήσεις συνεχίζει τον λόγο του με τα ίδια τα λόγια του Χριστού και μάλιστα το «προσέχετε». Θέλει να τους κάνει προσεκτικούς σε καινοφανείς και ξενόφερτες καταστάσεις, και παραθέτει δύο καινοδιαθηκικά αποσπάσματα για να επιστήσει την προσοχή τους, ώστε να μην χωριστούν από την ποίμνη του Χριστού. Αφού δε προετοιμάσει τους αναγνώστες της εγκυκλίου του με τον λόγο του Θεού, εισέρχεται αμέσως στο θέμα.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:
1. Η παρούσα εργασία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον τόμο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Αρχείον Κειμένων, εκδ. ιεράς μονής Μαχαιρά, Κύπρος 2009, σσ. 533-555. Αναδημοσιεύτηκε στο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Επιστημονικός Τόμος, εκδ. ιεράς μονής Μαχαιρά, Κύπρος 2012, σσ. 535-560, εκ του οποίου παρατίθεται αυτούσια στην συνέχεια.
2. ΝΕΟΚΛΗ ΚΥΡΙΑΖΗ, «Χρονικά σημειώματα», Κυπριακά Χρονικά (στο εξής ΚΧ), Β΄ (1924) 228. Του αυτού, «Χρονογραφικόν σημείωμα», ΚΧ, Η΄ (1931) 84.
3. Του αυτού, ο.π., ΚΧ, Β΄ (1924) 228. Του αυτού, ο.π., ΚΧ, Η΄ (1931) 85.
4. Βλ. στο Β΄ μέρος του μνημονευθέντος στην υποσημ. 1 τόμου Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Αρχείον Κειμένων, όπου εκτίθεται το αρχειακό υλικό.
5. ΑΡΧΙΜ. ΦΙΛΟΘΕΟΥ, Ο αφορισμός του εθνομάρτυρος αρχιεπισκόπου Κυπριανού κατά των μασσόνων, Εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου», έκτακτον Παράρτημα του φ. 708, 1 Σεπτεμβρίου 1900. Το κείμενο της εγκυκλίου βλ. και στον τόμο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Αρχείον Κειμένων, ο.π., σσ. 228-232.
6. Ιω. α΄ 14.
7. Λουκ. β΄ 29-32.
8. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ιστορία της ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευματικότητας, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 4. 5. 22.
9. Πρβλ. Εβρ. ζ΄ 26 – η΄ 2.
10. Πρβλ. Ιω. ι΄ 11-15.
11. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΠΟΥΜΗ, Κανονικόν Δίκαιον, Αθήνα 2008, σσ. 204. 245-247.