Πώς διαδόθηκε ο Χριστιανισμός τα πρώτα χρόνια: Οι απόστολοι Ιάκωβος ο Αδελφόθεος και Βαρνάβας
27 Ιουλίου 2020Εκτός από τους δώδεκα υπήρξαν και άλλα πρόσωπα στην αρχέγονη Εκκλησία που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ιεραποστολικό και ποιμαντικό έργο της. Τα σπουδαιότερα εξ αυτών ήταν τα εξής:
α. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος.
Ο Ιάκωβος ονομάστηκε «αδελφόθεος» εξ αιτίας της συγγένείας του με τον Χριστό, επειδή ήταν τέκνο του Ιωσήφ του μνήστορος από προηγούμενη γυναίκα του. Έγινε μαθητής του Ιησού μετά την ανάστασή του και πολύ νωρίς κατέλαβε πρωτεύουσα, ηγετική θέση ανάμεσα στους αποστόλους, όχι μόνο εξ αιτίας της συγγένειάς του με τον Ιησού, αλλά και εξ’ αιτίας της αγιότητός του και της ασκητικής του διαγωγής. Ο απόστόλος Παύλος στην Α΄ Κορ.15,7 αναφέρει, ότι ο Ιησούς μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε και στον Ιάκωβο κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι και αυτός κλήθηκε να γίνει μαθητής και απόστολός του, όπως και ο απόστολος Παύλος, με ιδιαίτερη κλήση. Η άποψη αυτή ενισχύεται, αν λάβουμε υπ’ όψη μας, ότι ο ίδιος ο Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του (1,19) χαρακτηρίζει τον Ιάκωβο «απόστολο», ενώ λίγο πιο κάτω, (2,9), τον ονομάζει «στύλο της Εκκλησίας» μαζί με τους δύο άλλους αποστόλους, Πέτρο και Ιωάννη. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει, ότι ο Ιάκωβος δέχθηκε από τον ίδιο τον Χριστό την χειροτονία του, όταν εμφανίστηκε σ’ αυτόν μετά την ανάστασή του. Ο Λουκάς στις Πράξεις μας πληροφορεί, ότι όταν ο Πέτρος αποφυλακίστηκε με θαυμαστό τρόπο και ήρθε στο σπίτι της μητέρας του Μάρκου, ζήτησε από τους πιστούς να απαγγείλουν «ταύτα Ιακώβω και τοις αδελφοίς», (12,17), να ενημερώσουν δηλαδή τον Ιάκωβο σχετικά με τη θαυμαστή απελευθέρωσή του. Και αυτό πάλι δείχνει την εξαιρετική θέση του Ιακώβου στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας δίνει την μαρτυρία, ότι ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος «επίσκοπος Ιεροσολύμων». Στην Αποστολική Σύνοδο ήταν επικεφαλής της Συνόδου και η δική του γνώμη επηρέασε αποφασιστικά την τελική απόφασή της. Αργότερα, όταν ο Παύλος έφθασε με τους συνοδούς του στα Ιεροσόλυμα, μετά την τρίτη περιοδεία του, παρουσιάστηκε στον Ιάκωβο και στους πρεσβυτέρους, για να τους διηγηθεί τη δράση του για την διάδοση του Ευαγγελίου. Έγραψε Καθολική Επιστολή, την οποία απευθύνει στις δώδεκα φυλές, που βρίσκονται στη διασπορά, δηλαδή προς τους ανά τα Έθνη εξ’ Ιουδαίων Χριστιανούς, γύρω στο 55-60 μ.Χ. Σύμφωνα με πληροφορίες ιστορικών της εποχής εκείνης, (Ιώσιππος και Ηγήσιπος), ονομαζόταν απ’ όλους «δίκαιος», δηλαδή άνθρωπος αφοσιωμένος στο Θεό. Λέγεται επίσης, ότι τα γόνατά του είχαν βγάλει «τύλους», δηλαδή ρόζους, εξ’ αιτίας της πολύωρης προσευχής. Ο Ιάκωβος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο. Η αγία ζωή του, που ενέπνεε τους Χριστιανούς, προκάλεσε το μίσος των φανατικών Φαρισαίων, οι οποίοι τον συνέλαβαν, τον ανέβασαν στο πτερύγιο του Ναού και τον πίεζαν να βλασφημήσει τον Χριστό. Επειδή όμως εκείνος δεν υποχωρούσε, τον έσπρωξαν και τον έριξαν από εκεί κάτω. Την ώρα δε εκείνη ο απόστολος επανέλαβε τα λόγια του Κυρίου: «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με την Παράδοση, έγραψε Θεία Λειτουργία, η οποία φέρει το όνομά του και η οποία πιθανότατα βρισκόταν σε χρήσει κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους.
β. Ο απόστολος Βαρνάβας.
Ο Βαρνάβας ανήκε στους μαθητές του Κυρίου από τον κύκλο των 70. Ήταν Λευΐτης, Κύπριος στην καταγωγή, και όπως σημειώνει γι’ αυτόν ο Λουκάς, ήταν άνθρωπος αγαθός, πλήρης Χάριτος αγίου Πνεύματος και πίστεως. Έπαιξε σπουδαίο ρόλο στο ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, διότι έλαβε μέρος σε διάφορες αποστολές. Έτσι μετά τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Αντιόχεια από ορισμένους Κύπριους και Κυρηναίους, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων απέστειλε τον Βαρνάβα στήν Αντιόχεια το 42 μ.Χ. προκειμένου να στηρίξει τους πιστούς και να οργανώσει τη νεοσύστατη εκκλησιαστική κοινότητα. Αργότερα απεστάλη από την Εκκλησία της Αντιόχειας μαζί με τον Παύλο στην Ιερου-σαλήμ, προκειμένου να μεταφέρουν την οικονομική συνδρομή των πιστών της Εκκλησίας αυτής προς τους πιστούς των Ιεροσολύμων. Την άνοιξη του 45 μ.Χ. απεστάλη, κατόπιν εκλογής και εντολής του αγίου Πνεύματος, με τον Παύλο σε ιεραποστολική περιοδεία στην Κύπρο και τη Μικρά Ασία, για την οποία ήδη έγινε λόγος στην πρώτη περιοδεία του Παύλου. Το 49 μ.Χ. απεστάλη και πάλι με τον Παύλο και μερικούς ακόμη από την Εκκλησία της Αντιοχείας στην Ιερουσαλήμ, προκειμένου να λάβουν μέρος στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο προς επίλυση του ζητήματος της περιτομής. Μετά την Αποστολική Σύνοδο οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος αποχωρίσθηκαν μεταξύ τους λόγω επελθούσης διαφωνίας με αφορμή τον Μάρκο, έτσι ώστε ο μεν Παύλος να πορευθεί προς την Μικρά Ασία, ο δε Βαρνάβας προς την Κύπρο. Για την περαιτέρω δράση του Βαρνάβα δεν έχουμε άλλες πληροφορίες από τις Πράξεις. Από την Παράδοση πληροφορούμαστε, ότι ο απόστολος εκήρυξε επί πλέον στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και ότι είχε μαρτυρικό θάνατο στην Κύπρο γύρω στο 57 μ. Χ. Η μνήμη του εορτάζεται στις 11 Ιουνίου.