Το υψηλό και το ωραίο. Ο κλειστός και ο ανοιχτός χώρος στην αρχιτεκτονική

7 Ιουλίου 2020

Με την αίσθηση της όρασης διακρίνουμε τον κλειστό χώρο και τον ανοιχτό χώρο. Καταρχήν, δεχόμαστε τον κλειστό χώρο ως πεπερασμένο, τον ανοιχτόν ως απεριόριστο. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κλειστός χώρος ικανοποιεί περισσότερο κάποιο συναίσθημα προστασίας και ασφάλειας και γαλήνης για το ανθρώπινο ον, ενώ ο ανοιχτός ικανοποιεί περισσότερο κάποιο συναίσθημα ελευθερίας και ανάσας μέσα σε έναν κόσμο απέραντο. Τα δύο αυτά διαμετρικά αντίθετα συναισθήματα, όχι μόνο δεν είναι ασυμβίβαστα, αλλά η συνύπαρξη τους είναι και αναγκαία. Αυτό καταφαίνεται αν σκεφτούμε ότι, από τη στιγμή που ο κλειστός χώρος θα μας έδινε την εντύπωση πως μας αφαιρεί την ελευθερία των κινήσεών μας, Θα το νιώθαμε σαν φυλακή, όπως από τη στιγμή που ο ανοιχτός χώρος θα μας έδινε την εντύπωση πως δεν τερματίζεται πουθενά, θα το νιώθαμε σαν το χάος τής ύπαρξης.

Το αίσθημα λοιπόν τού κλειστού χώρου, για να είναι ευάρεστο, προϋποθέτει και την αντίληψη πως είμαστε ελεύθεροι να μετακινηθούμε επ΄ άπειρο, παρόλο ότι η αγκαλιά που μας περιέχει είναι πεπερασμένη. Ενώ πάλι, το αίσθημα τού ανοιχτού χώρου, για να είναι αρεστό, προϋποθέτει και την αντίληψη πως είναι και αυτός πεπερασμένος, παρόλο που είναι άπειρος. Περίεργες λοιπόν αντιθέσεις περατού και απεριόριστου θρέφουν το αίσθημα του χώρου, με τη διαφορά ότι στον κλειστό χώρο κυριαρχεί το πεπερασμένο των ορίων του που μας συγκεντρώνει, ενώ στον ανοιχτό χώρο κυριαρχεί το απέραντο, το απρόσιτο των ορίων του που κατακλύζει την ψυχή. Θέλουμε όμως να βλέπουμε του ουρανού το κέλυφος από πάνω μας, όσο και αν συγχρόνως δεχόμαστε πως δεν μπορούμε να το φτάσουμε ποτέ.

Πώς όμως κατορθώνει η τέχνη του αρχιτέκτονα να άρει τις αντιθέσεις αυτές άπειρου και πεπερασμένου μέσα στον κλειστό και πώς μέσα στον ανοιχτό χώρο;

Στον κλειστό χώρο είναι αναντίρρητο ότι νοιώθουμε καταρχήν ελεύθεροι να υπερβούμε τα όρια του μόνο και μόνο γιατί έχει θύρες και παράθυρα. Όπως μπήκαμε, μπορούμε και να βγούμε. Αλλά η σκέψη αυτή δεν μας ωφελεί αισθητικώς. Η τέχνη, για να μας παρέχει το αίσθημα της ελευθερίας μέσα στον κλειστό χώρο, οφείλει, είτε να μας δημιουργήσει την εντύπωση πως το περίβλημά του δεν υπάρχει (οι καθρέφτες στην εποχή του ροκοκό τείνουν σε αυτό, καθώς και νεότερα μέσα φωτισμού), είτε να μας απασχολήσει με την αρμονική τάξη τού περιβάλλοντος τόσο, ώστε την κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις που δεν την επιτελούμε «έργω» με το σώμα να την επιτελούμε «δυνάμει» με το μάτι και δι΄  αυτού με το πνεύμα. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε κάθε αίθουσα αρχιτεκτονικώς πετυχημένη, που έχει καλές αναλογίες και ευχάριστο διάκοσμο.

Στον ανοιχτό χώρο πάλι είναι αναντίρρητο ότι νοιώθουμε καταρχήν να μας περιβάλλει και αυτός σαν αγκαλιά, ακόμα γιατί, παρά την απεραντοσύνη του, τα όρια του μας είναι ορατά στο κέλυφος της ουράνιας σφαίρας. Όπως όμως στη φύση το μάτι μας πέφτει και στα πιο κοντινά αντικείμενα, τα βουνά, τα δέντρα τα ποτάμια, και με ένα λόγο το τοπίο, που κλείνει τα όρια τού ανοιχτού χώρου, όμοια και η αρχιτεκτονική, στα πολεοδομικά της συγκροτήματα, χαράζει τα όρια του με κτίρια. Άλλοτε τοποθετεί τα κτίρια σε συνεχή παράταξη και άλλοτε με διακοπές. με τα συνεχή κτίρια δημιουργεί «κλειστά» συγκροτήματα, πλατείες που είναι σαν αίθουσες χωρίς οροφή, όπως η πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία ή του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Μετά, είναι κτίρια που τοποθετεί με διακοπές αφήνοντας κενά μεταξύ τους και δημιουργεί τα ανοιχτά συγκροτήματα, όπως το συγκρότημα της Ακρόπολης. Τότε όμως τα κτίρια, ή συνεχίζονται με κατευθυντήριες γραμμές που οδηγούν από το ένα στο άλλο, ή συγκλίνουν μεταξύ τους και αποκλίνουν, έτσι που να διαγράφονται, είτε άξονες, είτε κύκλοι που να συνδέουν τους όγκους και να χαράζουν τα όρια του χώρου. Οπωσδήποτε, και στις δύο περιπτώσεις η αρχιτεκτονική αποκαθιστά στο περιβάλλον μία ενότητα που ασκεί επιρροή επάνω μας γιατί είναι και καθεαυτή ενδιαφέρουσα∙ έχει τάξη και αρμονία. Φυσικά η απλούστερη και μεγαλοπρεπέστερη μορφή που καθιστά τον ανοιχτό χώρο πεπερασμένο είναι η μορφή τής ουρανίας σφαίρας. Εκεί το μάτι μας χαίρεται περιφερόμενο και μπορεί να αναπαύεται αφού και μ΄ ένα μόνο κυκλογυρισμό του, πιάνει όλη την εικόνα τής ενότητας του κόσμου, όσο και αν ο χώρος που το περιέχει είναι άπειρος.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η τέχνη αίρει την αντίθεση άπειρου και πεπερασμένου και θρέφει το αίσθημα του χώρου, με την αρμονική τάξη του περιβάλλοντός, και αυτό μας αρκεί γιατί βαθύτερα βρίσκεται η έμφυτη πίστη μας πως ο κόσμος είναι ένας και άπειρος και πως όλα χωράνε κάπου γιατί βασιλεύει τάξη και αρμονία. Αν θέλαμε λοιπόν, να εγκρίνουμε και να γενικεύσουμε τον ορισμό του αισθήματος του χώρου ακόμα θα λέγαμε ότι είναι: η εντύπωση που μας φέρνει μία άνεση στην ψυχή ωσάν να νιώθουμε έξαφνα πως βρισκόμαστε και εμείς ελεύθεροι μέσα στην αγκαλιά του αρμονικού αυτού κόσμου, που είναι και ένας και άπειρος∙ ο κόσμος μάς υποδέχεται σε ένα χώρο ιδεατό, όπου η φαντασία μας αρχίζει να λειτουργεί. Βγαίνουμε τότε – όπως λέμε – έξω τόπου και χρόνου, έξω δηλαδή από τον πραγματικό χώρο και χρόνο , και μεταβαίνουμε εκεί όπου κινείται η ζωή ιδεατών. Την αισθητική αυτή «απόσταση» χαρίζει η τέχνη.

Το αίσθημα όμως του χώρου υποβάλλεται κατά εποχές με διαφορετική διάθεση από την τέχνη. άλλοτε τονίζεται το πεπερασμένο των ορίων του όπως στην αρχιτεκτονική τού Ωραίου, και άλλοτε το άπειρο που περιέχεται στα όρια του, όπως στην αρχιτεκτονική του Υψηλού. Παρουσιάζονται μάλιστα και περίεργες φαινομενικές αντιφάσεις όταν η κλασική εποχή δημιουργεί «ανοιχτά» πολεοδομικά συγκροτήματα, ενώ η ελληνιστική και η παλαιοχριστιανική δημιουργεί « κλειστά» καθώς στο αίθριο του ναού, κλπ. Συνταρακτική γίνεται όμως η αντίφαση όταν η χριστιανική αρχιτεκτονική θέλει να υποβάλλει την εντύπωση τού Απείρου που κυριαρχεί μέσα στον κλειστό χώρο του ναού, ενώ ταυτόχρονα βυθίζει την ψυχή του αναχωρητή μέσα στο στενάχωρο κελί του μοναστηριού για να τη λυτρώσει, εκτοξεύοντάς την προς χώρους άλλων ορίων και άλλων ποιοτήτων. Είναι και αυτός ένας τρόπος υποβολής του Υψηλού, γιατί τα άκρα συναντώνται όπως το απειροελάχιστο με το απειρομέγιστο.

Επιλογή-επιμέλεια: Ηλίας Ν. Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητος Πολιτισμού