Εαυτός και κοινωνικά δίκτυα: μεταμοντέρνες προσεγγίσεις μιας συνάντησης

25 Αυγούστου 2020

Περίληψη

 Ο διάλογος στο πεδίο των κοινωνικών δικτύων διαμορφώνει μια συνάντηση χρηστών, οι οποίοι αναδεικνύουν κάθε φορά τις νοηματικές προτάσεις τους. Ειδικότερα, στη μεταμοντέρνα εποχή ο παίκτης – χρήστης συμμετέχει σε ένα γλωσσικό παιχνίδι που ανάγεται, κάθε φορά, στις οικείες προβολές του εαυτού του. Οι νοηματοδοτήσεις που αυτός προτείνει άπτονται  των οικείων μετακατανοήσεων, οι οποίες σημαίνονται στην εσωτερική ζωή που οι χρήστες συνθέτουν κάθε φορά.  Η ανοικτή αντίληψη του παίκτη συστήνει και το ιδιοσύστατο της τοπικής δικτύωσης παράγοντας κάθε φορά νέα γλωσσικά σχήματα. Αυτή η γλωσσική διακύμανση αναδεικνύει  και τους επιμέρους τόπους της απροσδιοριστίας των δικτυακών περιπλανήσεων του παίκτη.

Εισαγωγή

Στο άρθρο θα εξετάσουμε την έννοια του εαυτού στο χώρο των κοινωνικών δικτύων[1], προκειμένου να αναδείξουμε την προβολή του στον μεταμοντέρνο κόσμο. Οι προδιαγραφές μιας τέτοιας προβολής άπτονται φιλοσοφικών και κοινωνικών προϋποθέσεων[2], όπως αυτές συντίθενται και επωάζονται στην μεταμοντέρνα εποχή.

Ο χώρος συνάντησης του εαυτού και του άλλου στο διαδίκτυο ορίζει και το πλαίσιο αναφοράς τους, αφού η διεύρυνση του διαλόγου διακυμαίνεται τόσο στο χώρο των γλωσσικών διεργασιών του όσο και στο πεδίο της τοπολογίας του. Αυτή η εξ αποστάσεως διακύμανση προβάλλει και τα συμβολικά όρια που κάθε φορά οριοθετούν τις έτερες επικοινωνιακές νοηματοδοτήσεις τους. Πρόκειται για τη δυναμική των ορίων της επικοινωνιακής διακύμανσης, η οποία συνθέτει κάθε φορά το χώρο του νοήματος.

Ειδικότερα, τα ερωτήματα που επιχειρούμε να θέσουμε στην ανά χείρας πραγμάτευση αναφέρονται ως εξής: Πώς ορίζεται ο εαυτός στο χώρο του επικοινωνιακού νοήματος; Πώς νοείται το πραγματικό στις διαδικτυακές κατανοήσεις; Ποια είναι τα όρια της συμβατής γλώσσας και ποια των γραπτών συμβόλων; Πώς ορίζεται η μεταγλώσσα στις δικτυακές επινοήσεις; Με ποιο τρόπο διαμορφώνονται τα γλωσσικά παιχνίδια; Πώς διασχίζεται[3], εν τέλει, ο εαυτός στην προσπάθειά του να κατανοήσει το μήνυμα του άλλου; Τα ανωτέρω ερωτήματα συνθέτουν μια σκεπτέα ορίζουσα που επιχειρεί να διαμορφώσει μια ανοικτή συζήτηση για το νόημα του εαυτού στο μεταμοντέρνο περιβάλλον της δικτυακής συνάντησης. Σε αυτό τον τόπο θα επιχειρήσουμε να διανοίξουμε μια ευρεία διαλεκτική για τις υπαρξιακές συνθήκες[4] που διαμορφώνουν τον τρόπο συνάντησης και σχέσης του εαυτού στις σύγχρονες κοινωνίες.

 1. Μεταμοντέρνοι κώδικες επικοινωνίας: η αναζήτηση του μηνύματος

Η αναζήτηση του μηνύματος κατά την διαδικτυακή συνομιλία αποτελεί μια επικοινωνιακή συνθήκη, η οποία παράγει υβριδικά γλωσσικά ιδιώματα και διαμορφώνει το κοινωνικό κεφάλαιο (social capital)[5] ως μια αναγκαία συνθήκη του κοινωνικού μετασχηματισμού[6]. Πρόκειται περισσότερο για έναν προφορικό λόγο που οικειοποιείται, όμως, γραπτά σύμβολα[7]. Σε αυτό το πλαίσιο η άνευ όρων[8] προβολή του εαυτού στο πραγματικό αναδεικνύει τη ρευστοποίησή του[9], αφού δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα όρια του πραγματικού και των προβολών που διαχέονται πάνω του.

Σε αυτή την απροσδιοριστία της Μεγάπολης[10] συστήνεται η τεχνοκαπιταλιστική ταυτότητα[11] ως μια μετα-κατανόηση του πραγματικού, διότι διαφορετικοί παίκτες κομίζουν ένα ασύμβατο, με τους άλλους παίκτες, λόγο ορίζοντας μια θεωρητική μεταγλώσσα[12], η οποία εντέλεται στις λεκτικές ρυθμίσεις των λόγων και των φράσεων[13]. Εκείνο που διεκδικείται, εν τέλει, είναι η διάλυση του εαυτού, αφού ο αγώνας τους, προκειμένου να αποκτήσουν το μήνυμα ή το νόημα κάθε φορά, και κατ’ αυτόν τον τρόπο την ταυτότητά τους, είναι ατελής[14].

Οι παίκτες ορίζουν, κάθε φορά, την ιδιοσύστατη κοινότητα[15] παράγοντας το κοινό αίσθημα (sensus communis) και εκφράζοντας με αυτή την συνθήκη έναν ανοικτό[16] και  ζωτικό χώρο επικοινωνίας[17]. Πρόκειται για ένα ακατέργαστο ασυνείδητο που μετουσιώνεται κάθε φορά σε μια πραγματική παράσταση διαλογικών αναζητήσεων. Η διαλογική σκηνή που διαμορφώνεται, κατά αυτόν τον τρόπο, ρυθμίζει τις έτερες συμβάσεις των παικτών και καθιστά παράλληλα μία μορφοποιημένη ορίζουσα επικοινωνιακών αναζητήσεων και συναντήσεων.

Σε αυτές τις συναντήσεις η εσωτερική ζωή διαμορφώνεται από τις γλωσσικές συμβολοποιήσεις και απομακρύνεται από τα συμβατικά σχήματα της ορθολογικής τάξης παράγοντας ιδιοσύστατες εκφράσεις μίας λειτουργιστικής δομής. Πρόκειται για εκείνες τις βουλητικές διαθέσεις που αφουγκράζονται τις α-νόητες παραστάσεις των σημαινομένων σημειώνοντας παράλληλα έναν ξεχωριστό δίαυλο συνάντησης στο πεδίο της τοπικής αμφιλογίας. Η νοηματική ακολουθία αυτών των παραστάσεων εγκύπτει στο ιδιώνυμο συντακτικό και γραμματικό κώδικα, όπως αυτός διαμορφώνεται από τις καθέκαστες περιστάσεις του διαλόγου. Η γλωσσική πρόταση της ανωτέρω αισθητηριακής εμπειρίας καθιστά διαφορετικά διαλογικά μορφότυπα[18] που εξιχνιάζουν τις δικές τους αφαιρέσεις[19].

Αντίθετα, στο πεδίο της μοντέρνας κατάστασης η ιεράρχηση των φράσεων και των λόγων δεικνύει μια τοπική ολότητα στο βαθμό που εξασφαλίζεται μια συμβατή ομιλία και επικοινωνία. Συγκεκριμένα, οι παίκτες-ομιλητές δεν επιδιώκουν μόνο την ρύθμιση μίας κοινής γλώσσας αλλά και την αυτόνομη παρουσία τους στο κοινωνικό δίκτυο, όπου και συμμετέχουν. Η αγωνία των παικτών για τη διάσωση της παρουσίας τους σε ένα αυτόνομο χώρο γλωσσικής κατανόησης νοηματοδοτεί και την αγωνιστική διάθεσή τους να παρεμβαίνουν στα επιμέρους γλωσσικά παιχνίδια, τα οποία επινοούνται από τους συμμετέχοντες παίκτες-ομιλητές.

Η ανάδειξη, από την άλλη, γλωσσικών κωδίκων, προκειμένου να συναφθεί μία επικοινωνία μεταξύ των χρηστών, καθιστά την χρησιμοποιούμενη κοινή γλώσσα, μία γλώσσα συναλλαγής στο περιβάλλον της ομάδας συζήτησης. Σε αυτόν τον χώρο δομούνται εγγενείς αλληλεπιδράσεις που αναπτύσσουν διαρκώς έναν λόγο, ο οποίος κατοπτρίζει τον εαυτό των χρηστών, αφού η ανωνυμία[20] αλλά και η υποκριτική έκφραση επιτρέπει την άνευ όρων αποκάλυψη του εαυτού τους.

 2. Διαλογικές διεργασίες: η κατανόηση της γλώσσας

Τα διαλογικά σύμβολα των παικτών διενεργούνται από μια αισθητηριακή λογική, όπως αυτή μετασχηματίζεται από τα υλικά των συμβόλων[21]. Η κατανόηση του εαυτού[22], άρα, εμπίπτει στις στοιχειώδεις διεργασίες που επιχειρούνται στις διαλογικές επινοήσεις των παικτών. Πρόκειται για την κριτική χαρτογράφηση των λεκτικών επινοήσεων που εμπλουτίζουν διαρκώς τις κείμενες ερωτηματοθεσίες των χρηστών. Η διαλεκτική αυτή συναίσθηση της γλώσσας αυτορυθμίζει τους όρους της στο πεδίο της υποκειμενικής εμπειρίας, η οποία μεριμνά για τα καθαρά νοήματα της φυσικής γλώσσας[23]. Αυτή η διαλεκτική, η οποία αναζητά διαρκώς έναν νέο χώρο αντικειμενικοποίησης, αποκτά ένα ήθος που μετατοπίζει διαρκώς τον χαρακτήρα του διαλόγου σε νέες κριτικές διακυμάνσεις.

  Οι καθ’ έκαστες αυτορυθμίσεις των μικροσυμβάντων νομιμοποιούν εκείνες τις φράσεις που οργανώνουν και ρυθμίζουν το καθεστώς μεταξύ των παικτών. Σε αυτό το πεδίο κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η φαντασία των παικτών[24], οι οποίοι πειραματίζονται διασπείροντας πολλαπλά γλωσσικά παιχνίδια[25] κατά την επικοινωνία που συνθέτουν κάθε φορά[26]. Αυτά τα γλωσσικά παιχνίδια δεν υπάγονται σε μία ενοποιητική μορφή αλλά σε μία διαφορά (différent), όπως αυτή διατρέχει την ισχύουσα αλήθεια[27]. Η ομιλία παράγει πολλαπλές μορφές και σχήματα του τυχαίου εκφράζοντας μια ανοικτή αντίληψη όσον αφορά στην συνείδηση του παίκτη[28].

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και οι αντιφατικότητες του διαδικτύου εκκινούν από μια μηδενιστική απαρχή προκαλώντας κυνικές συγκρούσεις[29]. Για παράδειγμα, μία αρχή ή ένα σημείο θα μπορούσε να προκαλέσει ένταση σε ένα δίκτυο αλλά όχι σε ένα άλλο. Τα σημεία αποδίδουν αθέατες διεργασίες μίας έκφρασης παράγοντας τον λόγο της γλώσσας στον κείμενο διάλογο. Αυτή η γλώσσα θα δομήσει εκείνες τις εννοιολογικές πρακτικές, οι οποίες θα διαυγάσουν τη διαλεκτική της επικοινωνίας σε διαφορετικές γλωσσικές ταυτότητες χρήσης κάθε φορά.

Ο χρήστης – υποκείμενο, από την άλλη, ταξινομείται σε μια απειριστική παραπομπή δομώντας τις πληροφορίες στις διακείμενες περιπλανήσεις του[30]. Οι πληροφορίες είναι, τελικά, αυτές που διαμορφώνουν την περιπλάνηση του χρήστη και ορίζουν το ταξίδι του ως μια διαρκή αναχώρηση. Είναι ο ίδιος εαυτός[31] που υπάρχει στην terra incognita αναχωρώντας διαρκώς στον λαβύρινθο[32] της κίνησής του. Πρόκειται για την πολλαπλότητα του δυνητικού που απειρίζεται στις πολλαπλές παραπομπές του κειμενοσύμπαντος.

Συζήτηση

Η ανωτέρω πραγμάτευση καθιστά ανοικτή[33] την αναζήτηση των δια-λόγων, όπως αυτοί διαμορφώνονται διαρκώς. Η αναφορά των κοινωνικών δικτύων στον ανωτέρω διάλογο των χρηστών εμπεριέχει μια σειρά από γλωσσικές κατανοήσεις που εδράζονται στα σημαινόμενα των κειμένων τους. Η σημειωτική της κατανόησης αυτών των κειμένων προβάλλει  μία ανοικτή διακύμανση των γλωσσικών παιχνιδιών, όπως αυτή εδράζεται στις τοπικές δικτυώσεις των επιμέρους κοινοτήτων.

Ο χώρος της διάδρασης των χρηστών σχηματίζει  μια σειρά από νοηματικές νησίδες που συνθέτουν κάθε φορά τον χώρο κατανόησης του εαυτού[34]. Η έτερη κατανόηση των γλωσσικών συμβόλων, δηλαδή, διαμορφώνει μια ανοικτή προσπέλαση της θεωρητικής μεταγλώσσας  και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εαυτός κατανοεί τη συνάντησή του με τον άλλο χρήστη εντοπίζοντας τα σημαινόμενα αυτού του διαλόγου.  Πρόκειται για μια ανοικτή συνάντηση που κεφαλαιοποιεί κάθε φορά τις καθ’ έκαστες δράσεις των δια-λόγων.

Η επινόηση της γλωσσικής σύμβασης, από την άλλη, κατοπτρίζει μια εσωτερική ζωή που συμβολοποιεί τις ιδιοσύστατες εκφράσεις μίας τοπικής δικτυακής  δομής. Σε αυτές τις οικείες δομές αντικατοπτρίζονται τα γλωσσικά παιχνίδια που σημαίνουν-εκφράζουν την αλήθεια του παίκτη στο όποιο πεδίο αντιφατικότητας. Εκείνο που διακυβεύεται είναι η διαλεκτική διαύγαση  της επικοινωνίας στις διακείμενες περιπλανήσεις του χρήστη αλλά και οι νησίδες αταξίας αυτής της επικοινωνίας. Τελικά, η αφαίρεση και το ιδιοσύστατο της ανοικτής συνθήκης διαλόγου καθιστά τη συνάντηση μια άτυπη εκκρεμότητα που διανοίγει διαρκώς νέους τρόπους προσέγγισης του εαυτού.

 Βιβλιογραφία

 Α. Ελληνική

 Ανδρουτσόπουλος Γ., “Η θαυμαστή καινούργια εγγραμματοσύνη: Αναδύεται ένα νέο γένος γραπτού λόγου με νέες λειτουργίες και συμβάσεις ”, Καθημερινή, 14-10-2001.

Δεληγιώργη Αλ., Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007.

Κούρτη Ε., Η επικοινωνία στο διαδίκτυο, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.

Νεγροπόντης Ν., Ψηφιακός κόσμος, μτφρ. Κατσίκας Α., εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995.

Σακαλάκη Μ., Επικοινωνία, Συνεργασία, Πληροφορία. Όψεις της έρευνας και διακυβεύματα για τις κοινωνίες της γνώσης, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2008.

Σκαρπέλος Γ., Terra Virtualis. Η κατασκευή του κυβερνοχώρου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999.

Χτούρης Σ., Μεταβιομηχανική κοινωνία και η πληροφορίας. Παγκόσμια δίκτυα. Ο ρόλος τους στη Νέα Κοινωνική Διαφοροποίηση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.

Bruner J., Πράξεις νοήματος, μτφρ. Ρόκου Η., Καλομοίρης Β., εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1990.

Dreyfus H., Το διαδίκτυο, μτφρ. Μπουρλάκης Π., εκδόσεις Κριτική Επιστημονική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2001.

Kincsei A., “Η τεχνολογία και η κοινωνία στην εποχή της πληροφορίας”, Μελέτες στην κοινωνία της πληροφορίας. Από τη θεωρία στην πράξη, (ed. Pinter R.), Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 59-.83.

Levy P., Δυνητική πραγματικότητα. Η φιλοσοφία του πολιτισμού και του κυβερνοχώρου, μτφρ. Καραχάλιος Μ., εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1999.

Lyons J., Γλωσσολογική σημασιολογία, μτφρ. Ανδρουλάκης Γ., επιμέλεια Καρανάσιος Γ., εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1996.

Ong W., Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη, μτφρ. Χατζηκυριάκου Κ., επιμέλεια Παραδέλλης Θ., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.

Β. Ξενόγλωσση

Barron A., “Lyotard and the Problem of Justice”, (ed. Benjamin A.), Judging Lyotard,Warwick Studies, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 1992, σσ. 26-42.

Breslow H., “Civil Society, Political Economy, and the Internet”, Virtual Culture. Identity & Communication in Cybersociety, (ed.Jones St.), εκδόσεις Sage Publications, Λονδίνο 1997, σσ. 236-257.

Braidotti R., Nomadic Subjects: Embodiment and Sexual Difference in Con­temporary Feminist Theory, Columbia University Press, Κολούμπια 1994.

Bowles S., Gintis H., “Social capital and community governance”, Economic Journal, 112(2002), σσ. 419-436.

Brundidge J., “Toward a Theory of Citizen Interface with Political Discussion and News in the Contemporary Public Sphere”,  International Journal of Communication, 4(2010), σσ. 1056-1078.

Burnett R., “A Torn Page, Ghost on the Computer Screen, Words, Images, Labyrinths: Exploring the Frontiers of Cyberspace”, Connected Engagements with Media, (ed. G. Marcus), vol. 3, Σικάγο 1996, pp. 67-98.

Burt R., ‘The network structure of social capital’, Research in Organizational Behavior, 22(2000), σσ. 345-423.

Cooper S., “Plenitude and Alienation; The subject of Virtual Reality”, Virtual politics: identity and community in cyberspace, (ed. Holmes D.), εκδόσεις Sage Publications, Λονδίνο 1997, σσ. 93-106.

Chwe M., “Communication and Coordination in Social Networks”, The Review of Economic Studies, 67(2000), σσ. 1-16.

Durlauf St., “On the Empirics of  Social Capital”, Economic  Journal, 112(2002), σσ. 459-479.

Fuchs Ch., “Information and Communication Technologies and Society. A Contribution to the Critique of the Political Economy of the Internet”,  European Journal of Communication, 24(2009), σσ. 69-87.

Hamidia Y., Hamidib Y., Mehrbabak Sh., “Localization versus Globalization of Social Networks”, Procedia Computer Science, 3(2011), σσ. 191-196.

Lynn R., Learning to Like Facebook? Effects of Cultural and Educational Capital on the Use of Social Network Sites in a Population of University Students,University of Missouri,Washington 2009.

Lyotard J., Just Gaming, εκδόσεις University Press, Μάντσεστερ 1985.

Lyotard J., L’inhumain. Causeries sur le temps, εκδόσεις Galilee, Παρίσι 1988.

Mische A., White H., “Between conversation and situation: public switching dynamics across network domains”, Social Research, 65(1998), σσ. 295-342.

Moati M., La vie cachée d’ Internet. Réseaux, tribus, accros, εκδόσεις Imago, Παρίσι 2002.

Norris P., “The Bridging and Bonding Role of Online Communities”, Society online: the Internet in context, (eds. Howard Ph., JonesSt.), εκδόσεις Sage, Thousand Oaks 2004, σσ. 1101-1114.

Parks M., “Social Networks Sites as Virtual Communities”, A Networked Self. Identity, Community, and Culture on Social Network Sites, (ed. Papacharissi Z.), εκδόσεις Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2011, σσ. 62–84.

Putnam R., Bowling Alone, εκδόσεις Simon and Schuster, Νέα Υόρκη 2000.

Rheingold H., The Virtual Community: Homesteanding on the Electronic Frontier, εκδόσεις Minerva, Λονδίνο 1993.

Rifkin J., The Age of Access, εκδόσεις Penguin Books, Λονδίνο 2000.

Saskia S., “Digital networks and Power”, Spaces of culture : city, nation, world, (eds. Lash Sc., Featherstone M.), εκδόσεις Sage, Λονδίνο 1999, σσ. 49-63.

Wittel A., ‘Toward a network sociality’, Theory, Culture and Society, 18(2001), σσ.  51-76.

Wong S., Altman E., Rojas-Mora J., “Internet access: Where law, economy, culture and technology meet”, Computer Networks, 55(2011), σσ. 470-479.

Worrell J., Wasko M., Johnston A., “Social network analysis in accounting information systems research”, International Journal of Accounting Information Systems, xxx(2011), σσ. 62-84.

Παραπομπές: 

[1]. Ο όρος αναφέρεται στα ηλεκτρονικά δίκτυα, όπως αυτά διαμορφώνονται και διευρύνονται διαρκώς στις ψηφιακές επικοινωνίες. Βλ. σχ. A. Kincsei, “Η τεχνολογία και η κοινωνία στην εποχή της πληροφορίας”, Μελέτες στην κοινωνία της πληροφορίας. Από τη θεωρία στην πράξη, (ed. R. Pinter), Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 80 κ.ε. Βλ. και R. Lynn, Learning to Like Facebook? Effects of Cultural and Educational Capital on the Use of Social Network Sites in a Population of University Students, University of Missouri, Washington 2009, σ. 13. Βλ. και Y. Hamidia, Y. Hamidib, Sh. Mehrbabak, “Localization versus Globalization of Social Networks”, Procedia Computer Science, 3(2011), σ. 192:“A social network is a social structure of groups that are generally formed by one or more individual or organization”. Βλ. και J. Worrell, M. Wasko, A. Johnston, “Social network analysis in accounting information systems research”, International Journal of Accounting Information Systems, xxx (2011), σσ. 2 κ.ε.

[2]. A. Mische and H. White, “Between conversation and situation: public switching dynamics across network domains”, Social Research, 65(1998), σ. 717:“Early structuralisms in linguistics, as well as in sociology and anthropology focused on the conjecture that sets of roles fitted together to yield coherent, if not cohesive, structure. But little of such coherent structure is actually to be found in the modern civilisation that is the actual (if unacknowledged) subject and context of social science”.

[3]. Η διάσχιση στην ανά χείρας πραγμάτευση ορίζεται με οντολογικούς όρους. Αναφερόμαστε, δηλ., στον ιδεατό, ο οποίος απομακρύνεται από τον αληθινό εαυτό, προκειμένου να προβάλλει μια φαντασιακή εικόνα της ύπαρξής του. Αυτή η προβολή   νοηματοδοτεί πολλές φορές την υπόστασή του σε ένα κοινωνικό περιβάλλον.

[4]. Με την ανωτέρω έκφραση εννοούμε την μορφή της υπαρξιακής διερώτησης, όπως αυτή  λαμβάνει χώρα στις  μεταμοντέρνες ρευστοποιήσεις του εαυτού.

[5]. Το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί έναν χώρο, όπου οι χρήστες μοιράζονται αξίες και νόρμες. Πρόκειται για μια άτυπη εμπιστοσύνη στις κοινές πεποιθήσεις μιας συνεργαζόμενης ομάδας του κυβερνοχώρου. Για τους επιμέρους ορισμούς και τη χρήση του όρου βλ.   St. Durlauf, “On the Empirics of  Social Capital”, Economic  Journal, 112(2002), σσ. 460 κ.ε. Βλ. και S. Bowles, H. Gintis, “Social capital and community governance”, Economic Journal, 112(2002), σ. 1. Βλ. και R. Putnam, Bowling Alone, εκδόσεις Simon and Schuster, Νέα Υόρκη 2000, σ. 19.

[6]. R. Braidotti, Nomadic Subjects: Embodiment and Sexual Difference in Con­temporary Feminist Theory, Columbia University Press, Columbia 1994, σ. 5:“in-depth transformations of the system of economic production also alter traditional social structures”. Βλ. και A. Wittel, “Toward a network sociality”, Theory, Culture and Society, 18(2001),  σ. 52:“the rise of network sociality is not only a far broader and more visible phenomenon than it was a few generations ago, it is also new in terms of its formalization and institutionalization, and in terms of a commodification of social relationships”. Βλ. και, J. Rifkin, The Age of Access, Penguin Books, Λονδίνο 2000, σ. 97: “Ίn the cyberspace economy, the commodification of goods and services becomes secondary to the commodification of human relationships”.

[7]. Γ. Ανδρουτσόπουλος, “Η θαυμαστή καινούργια εγγραμματοσύνη: Αναδύεται ένα νέο γένος γραπτού λόγου με νέες λειτουργίες και συμβάσεις”, Καθημερινή, 14-10-2001.

[8]. Πρόκειται για την μεταμοντέρνα κατάσταση, όπου η ασυμβατότητα των εκφερομένων λόγων διαμορφώνει μια διαφορά στο πλαίσιο της αταξίας και της απροσδιοριστίας του ισχύοντα λόγου.

[9]. H. Dreyfus, Το διαδίκτυο, μτφρ. Π. Μπουρλάκης, εκδόσεις Κριτική Επιστημονική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2001, σ. 151:“Η ζωή συνίσταται στο να καταπολεμούμε την πλήξη, όντας παρατηρητές οποιουδήποτε ενδιαφέροντος πράγματος στο σύμπαν, και επικοινωνώντας με όλους όσοι έχουν τις ίδιες τάσεις. Αυτού του είδους η ζωή δημιουργεί ό,τι θα αποκαλούσαμε σήμερα μετανωτερικό «εγώ»-ένα «εγώ» που δεν έχει ορισμένο περιεχόμενο ή συνέχεια, αλλά είναι ανοιχτό σε όλες τις δυνατότητες και στο να αναλαμβάνει διαρκώς νέους ρόλους”.

[10]. Το άδειο όνομα θα αποτελέσει την απόλυτη συμβολοποίηση ή νοηματοδότηση ενός τρόπου που δεν ορίζεται με βάση τη μορφή, διότι δεν υπάρχει πια το μέσα και το έξω στη χώρα της Μεγάπολης. Βλ. και J. Lyotard, L’inhumain. Causeries sur le temps, εκδόσεις Galilee, Παρίσι 1988, σσ. 203 κ.ε.

[11]. Πρόκειται για την υπερηυξημένη τεχνοεπιστήμη (ratio computans), στην οποία κυριαρχεί μια ακραία μορφή της αγοραίας οικονομίας και στην οποία ο άνθρωπος συχνά μετατρέπεται σε ένα λογιστικό ανθρωποειδές.  Βλ. σχ. Σ. Χτούρης, Μεταβιομηχανική κοινωνία και η πληροφορίας. Παγκόσμια δίκτυα. Ο ρόλος τους στη Νέα Κοινωνική Διαφοροποίηση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σσ. 63 κ.ε. Βλ. και R.  Burt, ‘The network structure of social capital’, Research in Organizational Behavior, 22(2000),  σ. 6. Βλ. και H. Breslow, “Civil Society, Political Economy, and the Internet”, Virtual Culture. Identity & Communication in Cybersociety, (ed. St. Jones), εκδόσεις Sage Publications, Λονδίνο 1997, σ. 242. Βλ. και Αλ. Δεληγιώργη, Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007, σ. 407. Βλ. και P. Levy, Δυνητική πραγματικότητα. Η φιλοσοφία του πολιτισμού και του κυβερνοχώρου, μτφρ. Μ. Καραχάλιος, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1999, σσ. 166-167. Βλ. και S. Saskia, “Digital networks and Power”, Spaces of culture : city, nation, world, (eds. Sc. Lash, M. Featherstone), εκδόσεις Sage, Λονδίνο 1999, σ. 53. Βλ. και Ch. Fuchs, “Information and Communication Technologies and Society. A Contribution to the Critique of the Political Economy of the Internet”,  European Journal of Communication, 24(2009), σσ. 83 κ.ε. Για την εικονική κοινότητα στις μοντέρνες κοινωνικές δομές  βλ. J. Brundidge, “Toward a Theory of Citizen Interface with Political Discussion and News in the Contemporary Public Sphere”,  International Journal of Communication, 4(2010), σ. 1061.

[12]. Αυτή η γλώσσα δεν κατανοείται από άλλους παίκτες, διότι αποτελεί μια έτερη διαπραγμάτευση εντός των ορίων που καταγράφονται στην ιδιοσύστατη δια-κοινωνία.

[13]. Η ανάπτυξη νέων-καινοτόμων γλωσσολογικών δομών δημιουργεί εκείνα τα επίπεδα γλώσσας που διευκολύνουν τις συνομιλίες των χρηστών.

[14]. Η παραγωγή δικτύων κοινωνικών σχέσεων εμφανίζει μια χαώδης κατάσταση, όπου δεν υπάρχει μια βλέψη προς ρύθμιση της καταστάσεως αλλά μια παρέκκλιση από αυτόνομα πεδία θέσεως. Το χάος εμπεριέχει ένα ίδιον καθεστώς, το οποίο απεργάζεται τους μη ενοποιητικούς λόγους καθιστώντας την ισχύουσα αλήθεια στην εμπειρία του μη Είναι.

[15]. Για την έννοια της κοινότητας στο δίκτυο βλ. M. Suk-Young Chwe, “Communication and Coordination in Social Networks”, The Review of Economic Studies, 67(2000), σ. 1:“A communication network helps coordination in exactly two ways: by informing each stage about earlier stages, and by creating common knowledge within each stage”. Βλ. και  M. Parks, “Social Networks Sites as Virtual Communities”, A Networked Self. Identity, Community, and Culture on Social Network Sites, ed. Z. Papacharissi, εκδόσεις Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2011, σ. 106. Βλ. και A. Wittel, “Toward a Network Sociality”, ό. αν., σ. 51.

[16]. S. Wong, E. Altman, J. Rojas-Mora, “Internet access: Where law, economy, culture and technology meet”, Computer Networks, 55(2011), σ. 476.

[17]. Πρόκειται για τη φυλή του διαδικτύου. Για την δημιουργία αυτών των φυλών βλ. M. Moati, La vie cachée d’ Internet. seaux, tribus, accros, εκδόσεις Imago, Παρίσι 2002.

[18]. Η γλωσσολογική πρωτοτυπία εκφράζει μια ευρηματικότητα που μορφοποιεί τους κώδικες επικοινωνίας μεταξύ των χρηστών.

[19]. Ε. Κούρτη, Η επικοινωνία στο διαδίκτυο, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 108:“Η δυνατότητα αναφοράς στην πραγματικότητα με πολλαπλούς τρόπους και ενσωμάτωσης στο ίδιο σύστημα γραπτών, προφορικών και οπτικοακουστικών στοιχείων, ανάλογα με τις δυνατότητες του προγράμματος, αποτελούν ένα νέο καθεστώς γλώσσας που απαιτεί την υπέρβαση της γραμμικότητας και μια νέα εγγραμματοσύνη”.

[20]. Για την ανωνυμία και το ρόλο των ανώνυμων χρηστών βλ. P. Norris, “The Bridging and Bonding Role of Online Communities”, Society online: the Internet in context, (eds. Ph. Howard, St. Jones), εκδόσεις Sage, Thousand Oaks 2004, σ. 33.

[21]. W. Ong, Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη, μτφρ. Κ. Χατζηκυριάκου, επιμέλεια Θ. Παραδέλλης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 104:“Αυτό που βλέπει ο αναγνώστης πάνω σ’ αυτή τη σελίδα δεν είναι πραγματικές λέξεις, αλλά κωδικοποιημένα σύμβολα με τα οποία ένας κατάλληλα ενημερωμένος άνθρωπος μπορεί να φέρει στη συνείδησή του πραγματικές λέξεις, σε πραγματικό ή νοερό ήχο”.

[22]. Ν. Νεγροπόντης, Ψηφιακός κόσμος, μτφρ. Α. Κατσίκας, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σ. 172.

[23]. Για τη λεκτική υποκειμενικότητα του εαυτού βλ. J. Lyons, Γλωσσολογική σημασιολογία, μτφρ. Γ. Ανδρουλάκης, επιμέλεια Γ. Καρανάσιος, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1996, σ. 368.

[24]. J. Lyotard, Just Gaming, εκδόσεις University Press, Μάντσεστερ 1985, σ. 83. Βλ. και Αλ. Δεληγιώργη, Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας, ό. αν., σ. 461:“Αυτό για το οποίο καλούνται να συμφωνήσουν οι παίκτες ενός μεμονωμένου γλωσσικού παιχνιδιού δεν είναι μια κανονιστική ιδέα βασισμένη σε μια a priori συνθετική κρίση που καθοδηγεί τις κινήσεις τους, αλλά η ικανότητα της φαντασίας τους να πειραματίζονται με τους ισχύοντες κανόνες των γλωσσικών παιχνιδιών με την πρόθεση να δημιουργήσουν νέες αποτελεσματικές λύσεις, αλλάζοντας το παιχνίδι που ορίζουν”. Η φαντασία συμβολοποιεί την επιθυμία των παικτών να επινοούν λεκτικές φόρμες, οι οποίες σηματοδοτούν μια διαλογική μορφή συνάντησης.

[25]. Τα άπειρα γλωσσικά παιχνίδια διαπνέονται από την συμφωνία των παικτών να ομονοήσουν και να συμφωνήσουν περί του προς διευθέτηση ζητήματος και των αρχών αυτού. Αυτές οι αρχές είναι δεσμευτικές ως προς την διεξαγωγή του παιχνιδιού, αφού τα λεκτικά μικροσυμβάντα αναφύονται διαρκώς από τους παίκτες. Βλ. και H. Rheingold, The Virtual Community: Homesteanding on the Electronic Frontier, εκδόσεις Minerva, Λονδίνο 1993. Βλ. και A. Barron, “Lyotard and the Problem of Justice”, (ed. A. Benjamin), Judging Lyotard, εκδόσεις Warwick Studies, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 1992.

[26]. Για τα είδη επικοινωνίας βλ. Μ. Σακαλάκη, Επικοινωνία, Συνεργασία, Πληροφορία. Όψεις της έρευνας και διακυβεύματα για τις κοινωνίες της γνώσης, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2008, σσ. 126 κ.ε.

[27]. Αυτές οι γλωσσικές παρεκκλίσεις διαμορφώνουν μορφώματα μιας παραλογικής συνθήκης ορίζοντας την απροσδιοριστία ως μία ατοπία πολλαπλών νεοπραγματιστικών σχημάτων. Σε αυτό το πεδίο η τυχαία πρόταση εμπερικλείει μια περιστασιακή εγκυρότητα κατά τη διάρκεια του γλωσσικού παιχνιδιού.

[28]. Η συνείδηση του παίκτη είναι αυτοαναφορική, αφού υποστασιάζεται στη βάση μίας οντικής επάρκειας.

[29]. Αλ. Δεληγιώργη, Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας, ό. αν., σ. 416:“Η ιστορία αυτή δεν διαδραματίζεται στην αρχαία πόλη, στο μεσαιωνικό άστυ, στη μεταμοντέρνα μητρόπολη, αλλά στο μεταμοντέρνο διαδίκτυο όπου επικρατεί μια ατμόσφαιρα αποπνικτικής αντιφατικότητας. Η ανάγκη για σύγκρουση υποστηρίζεται και τροφοδοτείται από την ανάγκη για συμφιλίωση, ενώ η κριτική συμβιβάζεται με καταστάσεις που τις έχουν σφραγίσει η συγκατάβαση, η ενσωμάτωση, η αφομοίωση. Το σκηνικό που φιλοδοξεί να είναι μηδενιστικό, καταφέρνει, πάντως να είναι σαφώς κυνικό”.

[30]. S. Cooper, “Plenitude and Alienation; The subject of Virtual Reality”, Virtual politics: identity and community in cyberspace, (ed. D. Holmes), εκδόσεις Sage Publications, Λονδίνο 1997, σσ. 99-100:“The virtual subject becomes a prosthetic subject, its body no longer locatable in time and space as everything merges into a field of external sensations”.

[31]. Για την εννοιολόγηση του εαυτού βλ. J. Bruner, Πράξεις νοήματος, μτφρ. Η. Ρόκου, Β. Καλομοίρης, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1990, σ. 149 κ.ε.

[32]. Γ. Σκαρπέλος, Terra Virtualis. Η κατασκευή του κυβερνοχώρου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 111:“Η πορεία μας, η ατομική και η ομαδική διαδρομή, οι συναντήσεις στα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου, οι απόμακρες φωνές που έρχονται και σβήνουν, όλα αυτά «μαρτυρούν»-όσο μπορούν να μαρτυρήσουν κάτι όλα αυτά-ότι ο λαβύρινθος είναι πεπερασμένος…”. Βλ. και R. Burnett, “A Torn Page, Ghost on the Computer Screen, Words, Images, Labyrinths: Exploring the Frontiers of Cyberspace”, Connected Engagements with Media, (ed. G. Marcus), vol. 3, Σικάγο 1996, σ. 67.

[33]. Με τον όρο ανοικτή εκφράζεται μια αυτοδιαμόρφωση των συνθηκών και όρων της συνάντησης προσπορίζοντας ένα προσωπικό πλαίσιο δυναμικής που διαμορφώνει διαρκώς νέες περιοχές διαλεκτικής τόσο στις γλωσσικές εκφορές όσο και στις νοηματοδοτήσεις τους.

[34]. Δεν πρόκειται, βεβαίως, για μια a priori γνωμάτευση της συνάντησης αλλά για μια συνεχή ροή πληροφοριών που συντείνει σε έναν ανοικτό διάλογο αναφοράς του εαυτού και του άλλου διαμορφώνοντας κάθε φορά και ένα νέο πεδίο συνάντησης.