Μουσική και Νεοελληνικός Διαφωτισμός

31 Αυγούστου 2020

Μουσική και Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Ευγένιος Βούλγαρης, Νικόδημος Αγιορείτης, Χρύσανθος εκ Μαδύτων[1]

Η μουσική και οι διάφορες παράμετροι της απασχόλησαν αρκετούς Έλληνες συγγραφείς τής περιόδου πριν από την επανάσταση που μας είναι γνωστή ως «Νεοελληνικός Διαφωτισμός « (1770 -1820). Οι περισσότεροι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τις φιλοσοφικές/αισθητικές διαστάσεις τής τέχνης τής Μελπομένης, αν και δεν απουσιάζουν και η τεχνικότερες διατριβές για τη θεωρία τής μουσικής.  Τα θέματα που πραγματεύονται είναι η επίδραση που έχει μουσική στα ανθρώπινα ήθη, οι διάφορες εφαρμογές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων (όπως στην εργασία ή την αργία), η σχέση οργανικής και φωνητικής μουσικής, κ.ά. Για το σκοπό αυτό ανατρέχουν στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία χωρίς να αγνοούν και την πιο πρόσφατη χριστιανική παράδοση, παράλληλα όμως, κάποιοι από αυτούς, προσπαθούν να συμβαδίσουν με τη γενικότερη φιλοσοφική αναζήτηση τής εποχής τους, που εμφανίζεται στη Δυτική Ευρώπη από τις αρχές τού 18ου αιώνα, και φτάνει στο αποκορύφωμά της τη δεκαετία τού 1760. Μπορεί βέβαια τα θέματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους στοχαστές να μη συμπίπτουν πάντα με αυτά των Ελλήνων συναδέλφων τους, η διάθεση όμως για αναζήτηση και η θέρμη με την οποία υποστηρίζονται είναι οι ίδιες.

Από τη μελέτη των πηγών τής εποχής, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις βασικές σχολές σκέψης: Μια πρώτη «εκσυγχρονιστική» που είναι επηρεασμένη από τον ευρωπαϊκό κλασικισμό και διαφωτισμό, μία δεύτερη «συντηρητική» που την αντιστρατεύεται, καθώς οι εκφραστές της ανήκουν στους αντιπάλους τής κίνησης των Φώτων, και μία τρίτη που προσπαθεί να βρει μία μεσαία συμβιβαστική λύση και δεν έχει καμία (απευθείας τουλάχιστον) ιδεολογική εξάρτηση. Για λόγους παρουσιάσης, κάθε μία από τις τρεις σχολές προσεγγίζεται μέσα από τον πιο διαπρύσιο εκπρόσωπό της, αν και οι τρεις συγγραφείς ανήκουν στις τάξεις τού κλήρου. Την εκσυγχρονιστική σχολή εκπροσωπεί ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), επίσκοπος  Σλαβινίου και Χερσώνος, με το έργο του «Πραγματεία περί μουσικής» που γράφτηκε γύρω στα 1775, αλλά εκδόθηκε πολύ αργότερα (Τεργέστη 1868). Τη συντηρητική μερίδα εκπροσωπεί ο πολυγραφότατος μοναχός Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749 έως 1809) με δύο μακροσκελείς λόγους τους οποίους εντάσει στην επίσης δική του «Χρηστοηθεια των Χριστιανών», που ολοκληρώθηκε το 1799 και εκδόθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα (Βενετία 1803) με άλλες επανεκδόσεις τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Τον μεσαίο χώρο εκπροσωπεί ο λιγότερο γνωστός Χρύσανθος ο εκ Μαδύτου (1770-1843), Μητροπολίτης Προύσας, με το κορυφαίο έργο του «Θεωρητικόν Μέγα τής Μουσικής, που γράφτηκε στα μέσα τής δεκαετίας τού 1810 και εκδόθηκε λίγα χρόνια αργότερα (Τεργέστη 1832).

Από τους τρεις εκπροσώπους, μόνο ο Χρύσανθος είναι ο κατεξοχήν μουσικός, αφού θεωρείται ο πατέρας τού επίσημου συστήματος γραφής τής εκκλησιαστικής μουσικής, και, πριν γίνει επίσκοπος, δίδασκε στο Πατριαρχική Μουσική Σχολή τής Κωνσταντινούπολης. Παρόλα αυτά, τόσο ο Ευγένιος όσο και ο Νικόδημος έχουν περάσει στην ιστορία ως οιονεί «μουσικοί», καθώς υπήρξαν υμνογράφοι και θιασώτες τής εκκλησιαστικής μουσικής. Από την άλλη, η γενικότερη παιδεία και γλωσσομάθεια τού Χρύσανθου τού επέτρεψαν να προσεγγίζει τη μουσική και με «φιλοσοφικόν νουν», όπως σημειώνει στον πρόλογο τού Θεωρητικού του. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αν και οι τρεις δεν είναι σύγχρονοι, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να μελετηθούν κατά αντιπαράσταση, αφού δεν εκφράζουν μόνο τη γενιά τους αλλά και θέσεις που διατρέχουν όλο τον ελληνικό 18ο αιώνα. Τούτο μπορεί να γίνει αντιληπτό από το γεγονός ότι, τόσο ο Ευγένιος όσο και ο Χρύσανθος, χρησιμοποιούν συχνά τις ίδιες πηγές (αρχαιοελληνικές και Ευρωπαϊκές), τις οποίες όμως ερμηνεύουν διαφορετικά. Τέλος, η αντιπαράθεση δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να βρει και κοινά σημεία μεταξύ των διαλεγομένων συγγραφέων (μιας και οι τρεις είναι κληρικοί), οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στην ιδιαίτερη σημασία που αποδίδουν στη θρησκευτική μουσική.

Η «Πραγματεία» τού Ευγένιου Βούλγαρη γράφτηκε «κατ΄ αίτησιν τινός, ίνα προταχθή βιβλίον μουσικού» γι΄  αυτό και είναι ένα δοξαστικόν στην «χάριν», την «δύναμιν», την «χρήσιν» και την «ωφέλειαν» τής μουσικής, «φαινόμενα, τα οποία, επειδή τα γνωρίζουν πάντες κοινώς, φαίνεται περιττόν να ζητή τινάς», αν και τελικά τους αφιερώνει ολόκληρη την μελέτη του!

Μπορεί η εναρκτήρια αυτή η φράση να βρίσκει σύμφωνους όλους τους αναγνώστες της σήμερον, στους «πάντες» όμως τής εποχής τού Ευγένιου δεν φαίνεται ότι ανήκε και ο Νικόδημος. Τούτο μπορεί να γίνει αντιληπτό ήδη από τον τίτλο των δύο κεφαλαίων τής «Χρηστοήθειάς» του, τα οποία εξηγούν γιατί «οι Χριστιανοί..δεν πρέπει να παίζουν όργανα ούτε να χορεύουν και να τραγουδούν» (Λόγος Β΄), και γιατί «οι Χριστιανοί δεν πρέπει να παίζουν παιγνίδια και να χορεύουν και να τραγουδούν εις τους γάμους των» (Λόγος Γ΄). Πού μπορεί λοιπόν να οφείλεται η διάσταση των απόψεων μεταξύ των δύο ιερωμένων;

Από τη βιογραφία τού Ευγένιου γνωρίζουμε ότι, ενώ μέχρι τα 45 του χρόνια ο Κερκυραίος κληρικός είχε συνδέσει το όνομα του με κέντρα καλλιέργειες και διδασκαλίας τής παραδοσιακής Ορθοδοξίας, όπως η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον όρος (όπου διετέλεσε διευθυντής) και η Μεγάλη τού Γένους Σχολή στο Φανάρι (όπου δίδαξε). Από το 1761 και μετά εγκαταλείπει τον ελληνικό χώρο για να αποδυθεί στη σπουδή τής θύραθεν σοφίας σε μεγάλα πανεπιστήμια τής Ευρώπης όπως η Λειψία και το Βερολίνο. Αν και δεν γνωρίζουμε πολλά για τις συνθήκες των σπουδών του, πρέπει να θεωρείται πολύ πιθανό ότι ο Ευγένιος θα συνάντησε τον μεγάλο φιλόσοφο και μαθηματικό Johann Georg Sulzer, πού από το 1747 δίδασκε την  Αισθητική τής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο τού Βερολίνου.

Ο Sulzer ήταν ένας Γερμανός πιετιστής που διακήρυττε ότι «από τις τέχνες, καμμία δεν εξέφραζε καλύτερα το φυσικό συναίσθημα απ΄ ότι η μουσική, διότι καμία δεν επενεργούσε πιο αποτελεσματικά στις εσωτερικές πτυχές τής ψυχής μας». Ο ίδιος φιλόσοφος ήταν γνωστός για την ιδιαίτερη θέση που έδινε στην ελληνική τέχνη για τα ιδεώδη τής ευγενούς απλότητας, τού συγκρατημένου ύφους και τής ηθικής ακεραιότητας. Στην αυλή τού ηγεμόνα Φρειδερίκου Β΄ όπου φιλοξενήθηκε στο Βερολίνο, ο Ευγένιος θα ήρθε σε επαφή και με μεγάλους μουσικούς που υπηρετούσαν τότε τον ηγεμόνα, όπως ο o C. P. E. Bach και ο Heinrich Graun.

O Ευγένιος συνέγραψε την «Πραγματεία» του στη Ρωσία, στην αυλή τής αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β, όπου κατέληξε μετά από την δεκάχρονη περίπου διαμονή του στην Ευρώπη. Παρόλο που η Ρωσία ήταν τότε η μεγαλύτερη Ορθόδοξη χώρα τού κόσμου, η κουλτούρα της είχε ήδη επηρεαστεί βαθιά από το Δυτικό μοντέλο που είχε εισαγάγει από το τέλος τού 17 ου αιώνα ο Μέγας Πέτρος. Ανάμεσα στα δυτικά πολιτισμικά πρότυπα που είχαν αρχίσει να καλλιεργούνται στη Ρωσία, ξεχωριστή θέση είχε η μουσική, την οποίαν προωθούσε η αυλή και οι οίκοι των ευγενών, που ήσαν τα κύρια κέντρα παραγωγής πολιτισμού και όπου δίνονταν συναυλίες και μελοδραματικές παραστάσεις. Γι΄ αυτό και ο Ευγένιος στην πρώτη ήδη παράγραφο τής «Πραγματείας» του αποφαίνεται ότι  «αν είναι τις ακίνητος εις τα θέλγητρα και εις τους γλυκασμούς τής Ευτέρπης (δηλ. τής μουσικής)… βέβαια ο τοιούτος πρέπει να είναι κωφός, ή αν δεν είναι βεβλαμμένος τας ακοάς, ανάγκη να συναριθμηθή με τα αλογώτερα και νωθρότερα κτήνη». Ενόψει τού αντιμουσικού πνεύματος τού Νικόδημου που είδαμε νωρίτερα, θα πρέπει να θεωρηθεί μεγάλη ειρωνεία τής τύχης το γεγονός ότι ο Αγιορείτης συγγραφέας, λίγο πριν από το θάνατό του, ησθένησε βαρέως και εκουφάθη πάρα πολύ», κατά τον σύγχρονό του βιογράφο ιερομόναχο Ευθύμιο!

Μπορεί ο Ευγένιος να συνέγραψε τη διατριβή του πολύ νωρίτερα από τον Νικόδημο (στα 1775 – η «Χρηστοήθεια» εκδίδεται το 1803), όμως οι δύο μελέτες βγαίνουν στο προσκήνιο σχεδόν την ίδια στιγμή, αφού η πρώτη φορά που γίνεται δημοσίως γνωστή η ύπαρξη τής «Πραγματείας» είναι μεταξύ 1801 και 1804, όταν ο Κερκυραίος ιεράρχης, κατά παράκληση ενός Ρώσου βιογράφου, συντάσσει έναν αυτόγραφο κατάλογο των έργων του, όπου εντάσσει και το περί μουσικής σύγραμμά του. Όπως και αν έχει το πράγμα, οι δύο λόγοι τού αγιορείτη μοναχού είναι μία απόπειρα όχι απλώς υποτίμησης αλλά ευθείας καταδίκης τής μουσικής, με μόνη εξαίρεση τους εκκλησιαστικούς ύμνους. Ένας βιογράφος και αγιογράφος τού Νικόδημου περιγράφει με θρησκευτική έξαρση τη «Χρηστοήθεια» ως «ένα ανηλεές μαστίγωμα τής ποικίλης διαφθοράς, των προλήψεων, δεισιδαιμονιών, κακών συνηθειών, μαγειών και παντός δαιμονιώδους επινοήματος». Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι οι περί μουσικής Λόγοι τοποθετούνται στο άνοιγμα τής «Χρηστοήθειας» μετά από τον εισαγωγικό Λόγο περί τού ότι «οι Χριστιανοί πρέπει να αποστρέφονται τας κακάς συνηθείας…»

[1] Συζητώντας για την Ελληνική μουσική, εκδ. ΕΝ ΠΛΩ, Αθήνα 2004, σσ 147-150.