Η Χρωστική του κόκκου στην πολιτιστική κληρονομιά

28 Σεπτεμβρίου 2020

Ιωάννης Καραπαναγιώτης*, Δημήτριος Παπάζης** και Αθηνά Βασιλειάδου*** 

*Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης με γνωστικό αντικείμενο Χημεία Συντήρησης, διδάσκων στο Πρόγραμμα Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων, [email protected].

**Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, με γνωστικό αντικείμενο Εκκλησιαστική Ιστορία, διδάσκων στα Προγράμματα Ιερατικών Σπουδών και Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων, [email protected].

***Πτυχιούχος του Προγράμματος Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, [email protected].

1. Εισαγωγή – βιολογική πηγή του κόκκου

Η αξία της χρωστικής του κόκκου αναδεικνύεται αν αναλογιστούμε απλά ότι από την ονομασία της προέρχεται η λέξη «κόκκινος». Η χρωστική παράγεται από τα αποξηραμένα σώματα του εντόμου Kermes vermilio, Planchon που ζει στις δρύες, Quercus coccifera L. (σχήμα 1). Για τη βαφή χρησιμοποιούνται τα θηλυκά έντομα και τα αυγά.[1].

Σχήμα 1. Βιολογική πρώτη ύλη της χρωστικής του κόκκου (φωτογραφία του καθηγητή R. Karadag, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού προγράμματος INCO CT 2005 015406 MED-COLOUR-TECH)[2].

Ο κόκκος ανήκει στην οικογένεια Coccoidea (κοκκοειδή), στην οποία περιλαμβάνονται και άλλα έντομα που έχουν χρησιμοποιηθεί ως πρώτες ύλες για την παρασκευή του κόκκινου χρώματος σε αντικείμενα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το πλέον γνωστό ίσως παράδειγμα τέτοιου εντόμου είναι η κογχινίλη, που διαχωρίζεται στη μεξικανική (Dactylopius coccus Costa), την αρμενική (Porphyrophora hameli Brandt) και την πολωνική (Porphyrophora Polonica L.) κογχινίλη[3]. Στο σχήμα 2 παριστάνεται χάρτης, όπου φαίνονται οι περιοχές διάδοσης του κόκκου και της κογχινίλης. Σύμφωνα, λοιπόν, με το χάρτη ο κόκκος βρίσκεται στη λεκάνη της Μεσογείου και στις ορεινές περιοχές του σημερινού Ιράν [4].

Σκοπός του άρθρου είναι η ανάδειξη της χρωστικής του κόκκου, για την οποία ελάχιστα έχουν αναφερθεί στη σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία.[5] Ειδικότερα, μετά το παρόν εισαγωγικό κεφάλαιο 1, δηλαδή στο κεφάλαιο 2 περιγράφονται ορισμένες σημαντικές αναφορές του κόκκου ως χρωστική/βαφή, καταδεικνύοντας ως εκ τούτου τη χρήση του από αρχαιοτάτων χρόνων. Η σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή ολοκληρώνεται στο κεφάλαιο 3, στο οποίο καταγράφονται τρία ιστορικά γεγονότα, τα οποία αποτελούν ορόσημο για τη χρήση του κόκκου. Στη συνέχεια (κεφάλαιο 4) περιγράφονται επιγραμματικά συνταγές, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη βαφή μαλλιού με κόκκο. Στο κεφάλαιο 5 η προσοχή επικεντρώνεται στη χημική σύσταση του κόκκου και στη μέθοδο (υγρή χρωματογραφία), με την οποία η σύσταση αυτή μπορεί να καταγραφεί. Καταληκτικά, στο κεφάλαιο 6 του άρθρου περιγράφεται η ταυτοποίηση του κόκκου σε εικόνες της Κρητικής Σχολής, και αναδεικνύεται με τον τρόπο αυτό η αξία της κόκκινης αυτής χρωστικής στη βυζαντινή πολιτιστική κληρονομιά.

Σχήμα 2. Περιοχές εξάπλωσης του κόκκου και των τριών ειδών κογχινίλης, που έχουν χρησιμοποιηθεί ως πρώτες ύλες για την παραγωγή του κόκκινου χρώματος σε αντικείμενα της πολιτιστικής κληρονομιάς.

 

2. Αναφορές του κόκκου σε σημαντικά ιστορικά κείμενα

Ένα από τα αρχαιότερα χρώματα, που μνημονεύουν οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, είναι το κόκκινο, το οποίο προέρχεται από τον κόκκο και είχε μεγάλη οικονομική αξία. Ειδικότερα,  αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε ο κόκκος, όπως επίσης η πορφύρα και άλλα πολυτελή υλικά, για την κατασκευή των παραπετασμάτων της αυλής «καὶ ποιήσεις καταπέτασμα ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου κεκλωσμένου καί βύσσου νενησμένης· ἔργον ὑφαντὸν ποιήσεις αὐτὸ χερουβίμ»,[6] «καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου κεκλωσμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης, ἔργον ποικιλτοῦ»,[7] καθώς και της πύλης στην αυλή της σκηνής του μαρτυρίου «καὶ τῇ πύλῃ τῆς αὐλῆς κάλυμμα, εἴκοσι πηχῶν τὸ ὕψος, ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου κεκλωσμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης τῇ ποικιλίᾳ τοῦ ῥαφιδευτοῦ· στῦλοι αὐτῶν τέσσαρες, καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν τέσσαρες»[8].

Χρησιμοποιήθηκε, επιπλέον, για τη δημιουργία των ιερατικών αμφίων που φορούσε ο Ααρών, όταν λειτουργούσε στο Άγιο «καὶ ποιήσεις στολὴν ἁγίαν ᾿Ααρὼν τῷ ἀδελφῷ σου εἰς τιμὴν καὶ δόξαν.  καὶ σὺ λάλησον πᾶσι τοῖς σοφοῖς τῇ διανοίᾳ, οὓς ἐνέπλησα πνεύματος αἰσθήσεως, καὶ ποιήσουσι τὴν στολὴν τὴν ἁγίαν ᾿Ααρὼν εἰς τὸ ἅγιον, ἐν ᾗ ἱερατεύσει μοι. καὶ αὗται αἱ στολαί, ἃς ποιήσουσι· τὸ περιστήθιον καὶ τὴν ἐπωμίδα καὶ τὸν ποδήρη καὶ χιτῶνα κοσυμβωτὸν καὶ κίδαριν καὶ ζώνην· καὶ ποιήσουσι στολὰς ἁγίας ᾿Ααρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ εἰς τὸ ἱερατεύειν μοι. καὶ αὐτοὶ λήμψονται τὸ χρυσίον καὶ τὴν ὑάκινθον καὶ τὴν πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον καὶ τὴν βύσσον»[9].

Αξιόλογη είναι ακόμη, η μνεία ενός περιστατικού στην Παλαιά Διαθήκη, όπου το πρωτότοκο από τα δίδυμα παιδιά του Ιούδα, πεθερού της Θάμαρ, έδεσε στο χέρι του ένα κόκκινο νήμα βαμμένο με κόκκο, όπως μαρτυρεί η λέξη shani του εβραϊκού κειμένου, για να διακριθεί από το άλλο «Ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἔτικτεν, καὶ τῇδε ἦν δίδυμα ἐν τῇ γαστρὶ αὐτῆς. ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τίκτειν αὐτὴν ὁ εἷς προεξήνεγκεν τὴν χεῖρα· λαβοῦσα δὲ ἡ μαῖα ἔδησεν ἐπί τὴν χεῖρα αὐτοῦ κόκκινον λέγουσα Οὗτος ἐξελεύσεται πρότερος. ὡς δὲ ἐπισυνήγαγε τὴν χεῖρα, καὶ εὐθὺς ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ. ἡ δὲ εἶπεν Τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός; καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Φαρές. καί μετὰ τοῦτο ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ἐφ᾿ ᾧ ἦν ἐπὶ τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὸ κόκκινον· καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ζαρά»[10]. Σε αυτό το χωρίο αποδίδεται η δύναμη του χρώματος να αποτρέπει την επιρροή των δαιμόνων[11].

Στο θρήνο, επίσης, των θυγατέρων του Ισραήλ για το θάνατο του Σαούλ, του βασιλιά των Ισραηλιτών, γίνεται αναφορά για τον κόκκο σε σχέση με τις ευεργεσίες που έκανε σ’ αυτές «θυγατέρες Ἰσραήλ, ἐπὶ Σαοὺλ κλαύσατε τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα μετὰ κόσμου ὑμῶν, τὸν ἀναφέροντα κόσμον χρυσοῦν ἐπὶ τὰ ἐνδύματα ὑμῶν».[12] Επιπλέον, στους θρήνους του Ιερεμία, οι οποίοι αναφέρονται στην αιχμαλωσία, όπου οι πλούσιοι, που ήταν ντυμένοι με πολύτιμα υφάσματα, κυλίστηκαν στην κοπριά «Οἱ ἔσθοντες τὰς τρυφὰς ἠφανίσθησαν ἐν ταῖς ἐξόδοις, οἱ τιθηνούμενοι ἐπὶ κόκκων περιεβάλοντο κοπρίας»[13]. Από αυτά προκύπτει ότι ο κόκκος χρησιμοποιήθηκε για τη βαφή ακριβών υφασμάτων και η χρήση του περιορίστηκε στην ενδυμασία των ευκατάστατων πολιτών.

Αναφορά στον κόκκο γίνεται και στην Καινή Διαθήκη, στην οποία τεκμηριώνεται η μεγάλη οικονομική αξία του κόκκου ως χρωστική και η χρήση του ως πολυτελές υλικό. Συγκεκριμένα, σε τρία χωρία της αποκάλυψης -στην περιγραφή της όρασης της πόρνης και του Θηρίου και στην πτώση της μεγάλης πόλεως-  γίνεται λόγος για πολύτιμα υλικά, όπως ο χρυσός, τα μαργαριτάρια, οι πολύτιμοι λίθοι, η πορφύρα και άλλα υλικά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα κόκκινα υφάσματα από κόκκο. Στην περιγραφή της πόρνης και του θηρίου αναφέρονται τα ενδύματα και τα στολίδια της γυναίκας «καὶ ἡ γυνὴ ἦν περιβεβλημένη πορφυροῦν καὶ κόκκινον καὶ κεχρυσωμένη χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ μαργαρίταις, ἔχουσα ποτήριον χρυσοῦν ἐν τῇ χειρὶ αὐτῆς, γέμον βδελυγμάτων, καὶ τὰ ἀκάθαρτα τῆς πορνείας τῆς γῆς».[14] Στην πτώση της μεγάλης πόλης περιγράφεται ο θρήνος των εμπόρων, που δεν πωλούνται τα προϊόντα τους «γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου, καὶ βυσσίνου καὶ πορφύρας καὶ σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου»[15] και για την ερήμωση της πόλης «λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ἡ περιβεβλημένη βύσσινον καὶ πορφυροῦν καὶ κόκκινον καὶ κεχρυσωμένη ἐν χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ μαργαρίταις, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη ὁ τοσοῦτος πλοῦτος»[16].

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Φοίνικες ήταν εξαιρετικοί τεχνίτες στη βαφή με κόκκο, γεγονός που προκύπτει από δυο χωρία της Παλαιάς Διαθήκης: «καὶ νῦν ἀπόστειλόν μοι ἄνδρα σοφὸν καὶ εἰδότα τοῦ ποιῆσαι ἐν τῷ χρυσίῳ καὶ ἐν τῷ ἀργυρίῳ καὶ ἐν τῷ χαλκῷ καὶ ἐν τῷ σιδήρῳ καὶ ἐν τῇ πορφύρᾳ καὶ ἐν τῷ κοκκίνῳ καὶ ἐν τῇ ὑακίνθῳ καὶ ἐπιστάμενον γλύψαι γλυφὴν μετὰ τῶν σοφῶν τῶν μετ᾽ ἐμοῦ ἐν Ἰούδα καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ ὧν ἡτοίμασεν Δαυὶδ ὁ πατήρ μου»[17] και «(ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἀπὸ θυγατέρων Δάν, καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀνὴρ Τύριος) εἰδότα ποιῆσαι ἐν χρυσίῳ καὶ ἐν ἀργυρίῳ καὶ ἐν χαλκῷ καὶ ἐν σιδήρῳ ἐν λίθοις καὶ ξύλοις καὶ ὑφαίνειν ἐν τῇ πορφύρᾳ καὶ ἐν τῇ ὑακίνθῳ καὶ ἐν τῇ βύσσῳ καὶ ἐν τῷ κοκκίνῳ καὶ γλύψαι γλυφὰς καὶ διανοεῖσθαι πᾶσαν διανόησιν, ὅσα ἂν δῷς αὐτῷ, μετὰ τῶν σοφῶν σου καὶ σοφῶν Δαυὶδ κυρίου μου πατρός σου»,[18] όπου ο Σολομών κάλεσε Φοινίκους τεχνίτες να εργάζονται με τη βαφή[19].

Στην ελληνική χερσόνησο ο κόκκος ήταν σε χρήση από την εποχή του Ομήρου, γνωστός ως άλικο, και αποτελούσε σημαντικό αγαθό συναλλαγών ιδιαίτερα ανάμεσα στους Έλληνες και στους κατοίκους των Σάρδεων, της πρωτεύουσας της Λυδίας[20]. Η χρήση της χρωστικής υποδηλώνεται σε ένα χωρίο της Οδύσσειας του Ομήρου, το οποίο αναφέρεται στη μητέρα της Ναυσικάς Αρήτη, γυναίκα του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, όπου στη σκηνή αυτή έγνεθε άλικο μαλλί την ώρα που η Ναυσικά πήγαινε να μιλήσει στους γονείς της  «να τρέχει μέσα από τις κάμαρες, να βρει τους δυο γονιούς της, να τους μιλήσει τους απάντηξε στο αρχονταρίκι μέσα η μάνα με τις βάγιες κάθουνταν στο τζάκι πλάι, κρατώντας την αλακάτη, κι έγνεθε άλικο μαλλί τον κύρη πάλε στην πόρτα πρόφτασε, ως επήγαινε στους ξακουστούς ρηγάδες»[21].

Από την κλασική αρχαιότητα και μετά ο κόκκος συγκαταλέγεται στις φυτικές χρωστικές, όπως υποστηρίζουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Αρχικά, ο Θεόφραστος (372-περ.287/5π.Χ.) σε δυο σημεία του έργου του Historia Plantarum (Περί φυτών ιστορίαι) θεωρεί τη χρωστική ως είδος καρπού της βελανιδιάς: α) «ἀλλ΄ ἡ Ἡρακλεωτικὴ καρύα τὸν ἴουλον καὶ ἡ πρῖνος τὸν φοινικοῦν κόκκον ἡ δὲ δάφνη τὸ βότρυον. φέρει μὲν καὶ ἡ καρποφόρος͵ εἰ μὴ καὶ πᾶσα ἀλλά τοι γένος τι αὐτῆς͵ οὐ μὴν ἀλλὰ πλέον ἡ ἄκαρπος͵ ἣν δὴ καὶ ἄρρενά τινες καλοῦσιν. ἀλλ΄ ἡ πεύκη τὸν προαποπίπτοντα κύτταρον»[22] και β) «φέρει δὲ παρὰ τὴν βάλανον καὶ κόκκον τινὰ φοινικοῦν· ἴσχει δὲ καὶ ἰξίαν καὶ ὑφέαρ· ὥστε ἐνίοτε συμβαίνει τέτταρας ἅμα καρποὺς ἔχειν αὐτόν͵ δύο μὲν τοὺς ἑαυτοῦ δύο δ΄ ἄλλους τόν τε τῆς ἰξίας καὶ τὸν τοῦ ὑφέαρος. καὶ τὴν μὲν ἰξίαν φέρει ἐκ τῶν πρὸς βορρᾶν͵ τὸ δὲ ὑφέαρ ἐκ τῶν πρὸς μεσημβρίαν»[23].

Εξαιτίας του υψηλού κόστους της πορφύρας, αυτή πολλές φορές αναμειγνυόταν με τον κόκκο ή με άλλες χρωστικές, προκειμένου να μειωθεί το κόστος[24]. Αυτό αναφέρεται από τον Δημόκριτο (2ο αιώνα π.Χ.) στο έργο του Physica and Μystica (Φυσικά και Μυστικά), ο οποίος κάνει λόγο για τις χρωστικές που έχουν χρησιμοποιηθεί μαζί με την πορφύρα «Εἰς δὲ τὴν κατασκευὴν τῆς πορφύρας τὰ εἰσερχόμενά εἰσιν τάδε. Φῦκος ὃ καλοῦσι ψευδοκογχύλιον, καὶ κόκκον καὶ ἄνθος θαλάσσιον, ἄγχουσαν λαδικίνην ἡ κρημνὸς, ἐρυθρόδανον τὸ ἰταλικόν, φυλλάνθιον τὸ δυτικόν, σκώληξ ὁ πορφύριος ἐκ τοῦ ἐρώου γενόμενος, ῥόδιον τὸ ἰταλικόν. Ταῦτα τὰ ἄνθη προτετίμηται παρὰ τῶν προγενεστέρων, καί εἰσι φευκτὰ οὐ τίμια. ῎Εστι δὲ ὁ τῆς Γαλατίας σκώληξ, καί τι τῆς ᾿Αχαΐας ἄνθος ὃ καλοῦσιν λακχάν, καὶ τὸ τῆς Συρίας ὃ καλοῦσιν ῥίζιον· καὶ τὸ κογχύλιον καὶ τὸ κοχλιοκογχύλιον τὸ λιβυκόν· καὶ ὁ αἰγύπτιος κόγχος ὁ τῆς παραλίου, ὃς καλεῖται πίννα· καὶ ἡ ἴσατις βοτάνη· καὶ τὸ τῆς ἀνωτέρας, καὶ τὸ τῆς Συρίας ὃ καλοῦσιν κόγχον· ταῦτά ἐστιν <οὔτε> ἀκίνητα, οὔτε τιμητὰ παρ᾿ ἡμῖν, πλὴν τῆς ἰσάτεως»[25]. Από το παραπάνω χωρίο συνάγεται ότι και ο Δημόκριτος περιλαμβάνει τον κόκκο στις φυτικές βαφές.

Ο Διοσκουρίδης (40-90 μ.Χ), επιπλέον, ονομάζει τη χρωστική κόκκος βαφική και περιγράφει ότι στη Γαλατία και στην Αρμενία υπήρχαν άριστες ποιότητες βελανιδιάς, έπονταν οι βελανιδιές της Ασιάνης και της Κιλικίας και τελευταία ήταν αυτή της Σπάνης «κόκκος βαφική· θάμνος ἐστὶ φρυγανώδης͵ ᾧ πρόσκεινται οἱονεὶ φακοί͵ οἵτινες ἐκλεγόμενοι συντίθενται. ἀρίστη δέ ἐστιν ἡ Γαλατικὴ καὶ Ἀρμενιακή͵ ἔπειτα ἡ Ἀσιανὴ καὶ Κιλίκιος͵ ἐσχάτη δὲ πασῶν ἡ Σπάνη»[26].

Ο Πλίνιος (23-79 μ.Χ.) περιγράφει την παρουσία του κόκκου στη βελανιδιά ως ένα υποσάρκωμα σαν μικρό μπουμπούκι «Grauum hoc, primoque ceu scabies fruticis, parvse aquifolise ilicis: cusculinum vocant»[27] και αναφέρει σε δυο χωρία τις καλύτερες ποικιλίες βελανιδιών, οι οποίες απαντώνται στην Αφρική, στη Γαλατία και στη Λουσιτανία: α) «Coccum Galatise rubens granum, ut dicemus in terrestribus, aut circa Erneritam Lusitanise, in inagna laude est»[28] και β) «Atque ut sileamus Galatiae, Africae, Lusitaniee granis, coccurn imperatoriis dicatum paludamentis»[29].

Στη ρωμαϊκή περίοδο, τον 2ο αιώνα μ.Χ.,  για πρώτη φορά ο Παυσανίας ο Περιηγητής κάνει λόγο για την ζωική προέλευση του κόκκου συνδέοντας τη βαφή μαλλιού με το έντομο κόκκος, όπως το ονομάζουν οι Ίωνες αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες. To έντομο αυτό ζει πάνω στα πουρνάρια «τὴν δὲ θάμνον ταύτην Ἴωνες μὲν καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν κόκκον͵ Γαλάται δὲ οἱ ὑπὲρ Φρυγίας φωνῇ τῇ ἐπιχωρίῳ σφίσιν ὀνομάζουσιν ὗς. γίνεται δὲ αὕτη μέγεθος μὲν ἡ κόκκος κατὰ τὴν ῥάμνον καλουμένην͵ φύλλα δὲ μελάντερα μὲν καὶ μαλακώτερα ἢ ἡ σχῖνος͵ τὰ μέντοι ἄλλα ἐοικότα ἔχει τῇ σχίνῳ. ὁ δὲ αὐτῆς καρπὸς ὅμοιος τῷ καρπῷ τῆς στρύχνου͵ μέγεθος δέ ἐστι κατὰ ὄροβον. γίνεται δέ τι ἐν τῷ καρπῷ τῆς κόκκου βραχὺ ζῷον· τοῦτο εἰ ἀφίκοιτο ἐς τὸν ἀέρα πεπανθέντος τοῦ καρποῦ͵ πέτεταί τε αὐτίκα καὶ ἐοικὸς κώνωπι φαίνοιτο ἄν· νῦν δὲ πρότερον͵ πρὶν ἢ τὸ ζῷον κινηθῆναι͵ συλλέγουσι τῆς κόκκου τὸν καρπόν͵ καὶ ἔστι τοῖς ἐρίοις ἡ βαφὴ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου»[30].

Έπειτα, ο Άγιος Ιερώνυμος (347-410), όταν πραγματοποίησε την αναθεώρηση των λατινικών μεταφράσεων της Αγίας Γραφής χρησιμοποιώντας τις πρότυπες γλώσσες, ελληνική και εβραϊκή, στις οποίες είχε γραφεί η Βίβλος,[31] γνωρίζοντας τη ζωική υπόσταση του κόκκου, χρησιμοποιεί τον όρο vermiculum, το οποίο σημαίνει σκουλήκι, αντί του όρου baca, που σημαίνει μούρο «Sed et mulieres doctæ, quæ neverant, dederunt fohyacinthum, purpuram, et vermiculum, ac byssum (=καὶ πᾶσα γυνὴ σοφὴ τῇ διανοίᾳ ταῖς χερσὶν νήθειν ἤνεγκαν νενησμένα, τὴν ὑάκινθον καὶ τὴν πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον καὶ τὴν βύσσον»)[32].

Λίγο αργότερα, στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, o επίσκοπος Ισπάλεως Ισίδωρος, στο έργο του De navibus, aedificiis et vestibus (Περί Ετυμολογιών) κάνει λόγο για τον κόκκο και για τα συνώνυμα του, όπως το κόκκινο και αναφέρει πως πρόκειται για μικρά σκουλήκια σε δασικά φυτά «Kokkos Graeci, nos rubrum seu vermiculum dicimus; est enim vermiculus ex silvestribus frondibus»[33].

Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κατά την εποχή του Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ), είχε επιβληθεί ένα αυστηρό μονοπώλιο πορφύρας, το οποίο διατηρήθηκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία.[34] Η μόνη χρωστική που έμοιαζε περισσότερο στην πορφύρα και αποτελούσε εναλλακτική λύση για την απόδοση του πορφυρού χρώματος στη Μεσαιωνική Δύση ήταν ο κόκκος[35]. Αυτός, βέβαια, χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο ως κόκκινη βαφή, καθώς ήταν γηγενής στις ευρωπαϊκές χώρες,[36] όπως, άλλωστε, παριστάνεται και στο σχήμα 2.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κόκκος είχε εφαρμογή στην ιατρική και η χρήση του ήταν γνωστή στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο ιατρός Γαληνός (129 μ.Χ-199 μ.Χ) έγραψε για τις θεραπευτικές ικανότητες του κόκκου. Αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε με την προσθήκη ξυδιού σε εξωτερική εφαρμογή και στις πληγές των νεύρων: «Κόκκος βαφικὸς στυπτικὴν μὲν ἔχει καὶ πικρὰν ἅμα τὴν ποιότητα͵ ξηραίνει δ΄ ἀμφοτέραις ἀδήκτως͵ καὶ διὰ τοῦτο πρός τε τὰ μεγάλα τῶν τραυμάτων ἁρμόττει καὶ πρὸς τὰς τῶν νεύρων τρώσεις. λειοῦσι δ΄ αὐτὴν ἔνιοι μὲν σὺν ὄξει τηνικαῦτα͵ σὺν ὀξυμέλιτι δ΄ ἄλλοι»[37].

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι τον 19ο αιώνα ο κόκκος χρησιμοποιήθηκε για τη βαφή των τούρκικων φεσιών, όπως επίσης, στην ελληνική εθνική ενδυμασία[38].

3. Σημαντικά ιστορικά γεγονότα σε σχέση με τη χρήση του κόκκου

Σύμφωνα με τα παραπάνω ο κόκκος έχει περιληφθεί σε πολλές πηγές και προφανώς έχει χρησιμοποιηθεί από αρχαιοτάτων χρόνων. Επιβάλλεται, ωστόσο, να επισημανθεί ότι τρία ιστορικά συμβάντα, τα οποία σχεδόν συμπίπτουν χρονικά, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη χρήση της κόκκινης ζωικής χρωστικής και χρήζουν, συνεπώς, ιδιαίτερης προσοχής.

Τα δύο πρώτα γεγονότα σχετίζονται με την αντικατάσταση της πορφύρας από τον κόκκο. Όπως είναι ευρέως γνωστό, η βασιλική χρωστική της πορφύρας κατείχε περίοπτη θέση στη βυζαντινή τέχνη. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτελούσε την εποχή εκείνη το σημαντικότερο κέντρο επεξεργασίας και παρασκευής της πορφύρας, η χρήση της τελευταίας περιορίστηκε σημαντικά. Αργότερα, σχεδόν εξαλείφθηκε, με το διάταγμα (1464 μ.Χ.) του Πάπα Παύλου ΙΙ, με το οποίο επιβλήθηκε η αντικατάσταση της πορφύρας από τον κόκκο. Αυτό έγινε προκειμένου να αξιοποιηθούν τα κοιτάσματα στυπτηρίας, που ήταν διαθέσιμα σε περιοχές οι οποίες βρίσκονταν υπό την εποπτεία του Βατικανού, καθώς η σταθεροποίηση του κόκκου σε κάποιο υπόστρωμα απαιτεί τη χρήση προστύμματος, όπως είναι η στυπτηρία.[39] Η κόκκινη χρωστική κόκκου αποτέλεσε σύμβολο πλούτου και εξουσίας, χρησιμοποιήθηκε για την εκκλησιαστική ένδυση (ράσα) των καρδιναλίων και αντικατέστησε πλήρως την πορφύρα[40]. Ως εκ τούτου δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους συμβάντα, που έλαβαν χώρα στα μέσα του 15ου αιώνα δηλαδή αφενός η άλωση της Πόλης και αφετέρου το σχετικό διάταγμα του Πάπα, είχαν ως αποτέλεσμα τη σαφή αναβάθμιση της αξίας και του ρόλου του κόκκου.

Το τρίτο γεγονός, το οποίο αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του κόκκου και ουσιαστικά σηματοδότησε το δραστικό περιορισμό χρήσης του, είναι η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, που επιτεύχθηκε μόλις εικοσιοκτώ έτη μετά το διάταγμα του Πάπα Παύλου ΙΙ, δηλαδή το 1492 μ.Χ. Μετά την ανακάλυψη της Αμερικής ο κόκκος ουσιαστικά αντικαταστάθηκε-εκτοπίστηκε από τη μεξικανική κογχινίλη (Dactylopius coccus Costa), που αποτέλεσε, πλέον, την κύρια ζωική, κόκκινη χρωστική, που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι (Schweppe and Roosen-Runge, 1997). Η πρώτη καταγεγραμμένη, οργανωμένη εισαγωγή κογχινίλης από την Αμερική προς την Ευρώπη πραγματοποιήθηκε το 1518,[41] γεγονός που σημαίνει ότι περίπου από τα μέσα του 16ου αιώνα η χρήση του κόκκου στην τέχνη περιορίστηκε σημαντικά  για την ακρίβεια σχεδόν εξαλείφθηκε.

4. Συνταγές βαφής με κόκκο

Όπως κάθε φυσική οργανική χρωστική, κατά συνέπεια και ο κόκκος μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως βαφή για το χρωματισμό υφασμάτων, είτε ως λάκκα, δηλαδή υπό τη μορφή σκόνης για την εφαρμογή του σε ζωγραφικά έργα. Σε κάθε περίπτωση για τη σταθεροποίηση της χρωστικής απαιτείται η χρήση κάποιου άλατος, που λειτουργεί ως φορέας της χρωστικής, μέσω της συμπλοκοποίησης των οργανικών μορίων της χρωστικής.

Συνταγές βαφής και προετοιμασίας λάκκας κόκκου υπάρχουν διάχυτες σε διάφορες πηγές και εγχειρίδια[42]. Στο πλαίσιο του προγράμματος INCO CT 2005 015406 MED-COLOUR-TECH καταγράφηκαν πολλές συνταγές, οι οποίες κωδικοποιήθηκαν με σύγχρονους χημικούς όρους. Στον Πίνακα 1 συνοψίζονται επιγραμματικά οι συνθήκες (ποσότητες υλικών, θερμοκρασία και χρόνος) πρόστυψης και βαφής για την επεξεργασία μαλλιού με κόκκο. Περιλαμβάνονται τέσσερα υλικά πρόστυψης, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον διαδεδομένης στυπτηρίας [K2SO4•Al2(SO4)3•24H2O]. Όπως φαίνεται στον πίνακα, το τελικό χρωματικό αποτέλεσμα του μαλλιού ποικίλει και καθορίζεται από το είδος του υλικού πρόστυψης.

Πίνακας 1. Κωδικοποιημένες συνταγές επεξεργασίας και βαφής μαλλιού με κόκκο.

 

5. Χημική σύσταση και ανάλυση του κόκκου

Ο κόκκος περιέχει δύο χρωμοφόρα συστατικά, το κερμεσικό και το φλαβοκερμεσικό οξύ, οι δομές των οποίων εμφανίζονται στο σχήμα 3. Το πρώτο περιέχεται σε μεγαλύτερες ποσότητες απ’ ό,τι το φλαβοκερμεσικό οξύ[43].

Είναι αξιοσημείωτο ότι τα δύο χρωμοφόρα συστατικά του κόκκου περιέχονται και σε άλλες κόκκινες χρωστικές ζωικής προέλευσης, όπως είναι η κογχινίλη, ενώ ειδικά το φλαβοκερμεσικό οξύ περιέχεται, επιπλέον, στη χρωστική της λάκκας (Kerria lacca, Kerr). Σε αυτές όμως τις χρωστικές, πλην του κερμεσικού και του φλαβοκερμεσικού οξέως, περιέχονται και άλλες χρωμοφόρες ενώσεις,  που αποτελούν δείκτες διαφοροποίησης από τον κόκκο. Επομένως, η κογχινίλη περιέχει επιπλέον των ενώσεων του σχήματος 3 και καρμινικό οξύ που αποτελεί μάλιστα την κύρια χρωμοφόρα ένωση της χρωστικής αυτής με σχετική περιεκτικότητα >60%[44]. Στη χρωστική της λάκκας, η σχετική περιεκτικότητα κερμεσικού και φλαβοκερμεσικού οξέως (γνωστό και ως λακκαϊκό οξύ Δ) περιορίζεται αθροιστικά σε ποσοστό μικρότερο του 10%, καθώς η χρωστική περιέχει τα λακκαϊκά οξέα Α, Β και Γ σε μεγάλες ποσότητες[45].

Στο σχήμα 4 φαίνεται η ανάλυση της χρωστικής του κόκκου με χρήση υγρής χρωματογραφίας υψηλής απόδοσης (High Performance Liquid Chromatography, HPLC) συνδεδεμένης με ανιχνευτή συστοιχίας διόδων (Diode Array Detector, DAD) και ανιχνευτή μαζών (Mass Spectrometry, MS). Περιλαμβάνονται δε τα φάσματα των ανιχνευτών DAD και MS, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η ταυτοποίηση του κερμεσικού και φλαβοκερμεσικού οξέως όπως περιγράφεται αναλυτικά στη λεζάντα του σχήματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δύο συστατικά του κόκκου (σχήμα 3) δεν είναι εμπορικά διαθέσιμα σε καθαρή μορφή, δηλαδή ως πρότυπα. Η παρασκευή τους σε καθαρή μορφή μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω χημικής σύνθεσης[46] είτε με απομόνωσή τους από τη φυσική τους πρώτη ύλη, δηλαδή το έντομο του κόκκου[47].

Η μέθοδος της υγρής χρωματογραφίας χρησιμοποιείται ευρέως για την ανάλυση και ταυτοποίηση του κόκκου, αλλά και γενικότερα των φυσικών οργανικών χρωστικών σε μικροδείγματα που αποσπώνται από αντικείμενα της πολιτιστικής κληρονομιάς[48]. Οι τεχνικές μοριακής φασματοσκοπίας (π.χ. Raman, FTIR) μπορούν να προσδώσουν κάποια προκαταρκτικά αποτελέσματα αναφορικά με τη φύση των οργανικών χρωστικών, που περιέχονται σε ένα δείγμα. Σε ελάχιστες μάλιστα περιπτώσεις (π.χ. ινδικό) μπορούν να οδηγήσουν και σε ταυτοποίηση της οργανικής χρωστικής. Συνήθως, όμως, η εφαρμογή της υγρής χρωματογραφίας είναι αναγκαία, καθώς αυτή διαθέτει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: (α) είναι διαχωριστική μέθοδος, που σημαίνει ότι τα προς ανίχνευση συστατικά καταρχήν διαχωρίζονται στη χρωματογραφική στήλη και στη συνέχεια οδηγούνται στον ανιχνευτή για ταυτοποίηση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό πλεονέκτημα για την περίπτωση των φυσικών οργανικών χρωστικών που είναι μίγματα πολλών χρωμοφόρων συστατικών. Ο κόκκος περιέχει μόνο δύο (σχήμα 3), αλλά σε άλλες χρωστικές, όπως είναι για παράδειγμα το ριζάρι, περιλαμβάνονται δεκάδες συστατικά. Ο διαχωρισμός των συστατικών που επιτυγχάνεται με τη μέθοδο HPLC διευκολύνει πολύ την ανίχνευση και ταυτοποίησή τους. (β) Με τη μέθοδο HPLC επιτυγχάνονται εξαιρετικά όρια ανίχνευσης (limit of detection, LOD) των οργανικών χρωστικών[49]. Αυτό διαφαίνεται από τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα του Πίνακα 2, στον οποίο παρουσιάζονται τα όρια ανίχνευσης που μετρήθηκαν από την ερευνητική μας ομάδα για συστατικά κάποιων σημαντικών φυσικών οργανικών χρωστικών με τη μέθοδο HPLC-DAD[50]. Τα εξαιρετικά όρια ανίχνευσης υποδηλώνουν ότι για μια επιτυχή χημική ανάλυση, αρκεί η εξαγωγή μικρότατων δειγμάτων, πράγμα που είναι εξαιρετικά σημαντικό στις αρχαιομετρικές μελέτες, στις οποίες η οποιαδήποτε επέμβαση στα αντικείμενα πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης και της δειγματοληψίας, πρέπει να είναι η ελάχιστη δυνατή. Ταυτόχρονα, διασφαλίζεται η ανίχνευση χρωστικών, ακόμη και στην περίπτωση που αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί σε ίχνη.

Σχήμα 4. Ανάλυση κόκκου με HPLC-DAD-MS. Χρωματογράφημα HPLC-DAD (275nm) και φάσματα απορρόφησης (DAD) και μαζών (MS) των ενώσεων 1 και 2, που ανιχνεύθηκαν στο χρωματογράφημα. Τα φάσματα απορρόφησης των ενώσεων 1 και 2 ταυτίζονται με αυτά που έχουν καταγραφεί για το κερμεσικό και φλαβοκερμεσικό οξύ, αντίστοιχα[51]. Πριν από την εισαγωγή τους στο τετραπολικό φασματόμετρο μαζών, οι ενώσεις ιονίστηκαν μέσω αρνητικού ηλεκτροψεκασμού (Electrospray Ionization, ESΙ). Στα φάσματα μαζών, τα κύρια ιόντα, που καταγράφονται, αντιστοιχούν στα αρνητικά μοριακά ιόντα του κερμεσικού και φλαβοκερμεσικού οξέως αντίστοιχα. Κατά συνέπεια από τα φάσματα των δύο ανιχνευτών, DAD και MS, προκύπτει το ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι ενώσεις 1 και 2 είναι το κερμεσικό και φλαβοκερμεσικό οξύ, αντίστοιχα.

Πίνακας 2. Αφορά τα όρια ανίχνευσης ενώσεων,  που αποτελούν συστατικά κάποιων σημαντικών φυσικών οργανικών χρωστικών, οι οποίες έχουν χρησιμοποιηθεί σε αντικείμενα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν με τη μέθοδο της υγρής χρωματογραφίας υψηλής απόδοσης συνδεδεμένης με ανιχνευτή συστοιχίας διόδων (HPLC-DAD), στα μήκη κύματος που υποδηλώνονται ανά περίπτωση. Η ποσότητα του δείγματος που εισέρχονταν στη χρωματογραφική διάταξη ήταν 20μL. Αυτό σημαίνει ότι για παράδειγμα το όριο ανίχνευσης της αλιζαρίνης σε μονάδες μάζας είναι: 0,011 μg mL-1 x 20 μL = 0,22 ng, που βέβαια είναι μια εξαιρετικά μικρή ποσότητα. Ανάλογα μπορούν να υπολογιστούν τα όρια ανίχνευσης (σε μονάδες μάζας) των άλλων ενώσεων που περιλαμβάνονται στον πίνακα.

Τα παραπάνω συγκριτικά πλεονεκτήματα της υγρής χρωματογραφίας για την ταυτοποίηση των οργανικών χρωστικών έναντι άλλων τεχνικών, μας οδήγησαν στην απόφαση να την επιλέξουμε για την ανάλυση μικροδειγμάτων που αποσπάστηκαν από εικόνες της Κρητικής Σχολής, όπως περιγράφεται στο επόμενο κεφάλαιο.

6. Η χρήση του κόκκου στην Κρητική Σχολή αγιογραφίας

Στο πλαίσιο ενός ευρύτατου προγράμματος πραγματοποιήθηκε μελέτη των υλικών εικόνων της Κρητικής Σχολής της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη. Στο σχήμα 5 παρουσιάζονται ως παραδείγματα δύο έργα που συμπεριλήφθηκαν στη σχετική μελέτη. Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στην ταυτοποίηση των χρωστικών (ανόργανων και οργανικών), που χρησιμοποιήθηκαν από τους Κρητικούς ζωγράφους[52]. Επιπλέον, όμως, πραγματοποιήθηκαν και προκαταρκτικές μελέτες με σκοπό την αποκάλυψη των συνδετικών μέσων που υπάρχουν σε κάποια από τα έργα της Κρητικής Σχολής του Μουσείου[53]. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, η συζήτηση στη συνέχεια επικεντρώνεται στα αποτελέσματα, που αφορούν τις φυσικές οργανικές χρωστικές με έμφαση στη χρήση του κόκκου από τους Κρητικούς ζωγράφους.

Σχήμα 5. Παραδείγματα εικόνων του Μουσείου Μπενάκη που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. (α) H Παναγία η Βρεφοκρατούσα, αγνώστου ζωγράφου, 2ο μισό 15ου αι., 48,4 x 37,3 x 2,1 cm (#3049). (β) Παναγία ένθρονη Βρεφοκρατούσα με Αγγέλους, Αγίους και σκηνές δωδεκαόρτου, Α. Ρίτζος, 2ο μισό 15ου αι., 87 x 65 x 3 cm (#3051).

Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, για την ταυτοποίηση των οργανικών χρωστικών εφαρμόστηκε η μέθοδος της υγρής χρωματογραφίας. Μικροδείγματα αποσπάστηκαν από περιοχές των ζωγραφικών έργων, όπου υπήρχαν κόκκινα φωτίσματα, με σαφείς ενδείξεις ύπαρξης οργανικών χρωστικών. Τα δείγματα επεξεργάστηκαν με σκοπό την εκχύλιση και απομόνωση των οργανικών χρωστικών σύμφωνα με το ακόλουθο πλάνο[54]:

α) Το δείγμα προστίθεται σε μεθανολικό διάλυμα υδροχλωρικού οξέως (Η2Ο:MeOH:HCl σε αναλογία 1:1:2) και θερμαίνεται στους 100οC για 10 λεπτά.

γ) Κατόπιν, πραγματοποιείται εξάτμιση, η οποία υποβοηθείται με ήπια ροή αζώτου σε θερμοκρασία 50-60οC. Με την εξάτμιση απομακρύνεται το HCl και οι υπόλοιποι διαλύτες, ενώ καθιζάνει η χρωστική.

γ) Ακολουθεί επαναδιάλυση του ιζήματος σε διμεθυλο-σουλφοξείδιο (DMSO).

δ) Τέλος, πραγματοποιείται φυγοκέντρηση, ώστε τα αδιάλυτα συστατικά να υποστούν καθίζηση. Λαμβάνεται το υπερκείμενο διαυγές διάλυμα, το οποίο οδηγείται στη χρωματογραφική διάταξη για ανάλυση.

Στο σχήμα 6 συνοψίζονται τα συνολικά αποτελέσματα των κόκκινων οργανικών χρωστικών, που βρέθηκαν στις Κρητικές εικόνες του Μουσείου Μπενάκη. Προκειμένου να τονιστεί η συχνότητα χρήσης της κάθε χρωστικής, τα αποτελέσματα παρουσιάζονται υπό η μορφή ραβδογραμμάτων όπου στον κάθετο άξονα απεικονίζεται ο αριθμός εικόνων που αναβρέθηκε η εκάστοτε χρωστική, η οποία φαίνεται στον οριζόντιο άξονα. Από τα αποτελέσματα του σχήματος προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι χρωστικές ζωικής προέλευσης (κογχινίλη και κόκκος) χρησιμοποιήθηκαν στα κόκκινα φωτίσματα των Κρητικών εικόνων πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι κόκκινες χρωστικές φυτικής προέλευσης (ριζάρι και κοκκινόξυλο). Η προτίμηση των ζωικών χρωστικών σχετίζεται με το επιδιωκόμενο αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς η κογχινίλη και ο κόκκος προσδίδουν μια ιδιαίτερα λαμπρή κόκκινη απόχρωση, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση των ποιοτικά-χρωματικά υποδεέστερων φυτικών χρωστικών, όπως είναι το ριζάρι και πολύ περισσότερο το κοκκινόξυλο[55]. Βέβαια, οι ζωικές χρωστικές ήταν σαφώς πιο ακριβές συγκριτικά με τις φυτικές και ως εκ τούτου οι τελευταίες αποτελούσαν οικονομική λύση. Με βάση, όμως, τα αποτελέσματα του σχήματος 6, το κόστος των υλικών φαίνεται ότι συνήθως δεν αποτελούσε περιοριστικό όρο για τους Κρητικούς ζωγράφους.

Σχήμα 6. Διαγραμματική απεικόνιση αποτελεσμάτων ταυτοποίησης κόκκινων οργανικών χρωστικών σε εικόνες της Κρητικής Σχολής.

Στον Πίνακα 3 παρουσιάζονται αναλυτικά τα αποτελέσματα ταυτοποίησης των κόκκινων χρωστικών ζωικής προέλευσης, που βρέθηκαν στις εικόνες της Κρητικής Σχολής. Το ενδιαφέρον, δηλαδή, πλέον, επικεντρώνεται αποκλειστικά στον κόκκο και στην κογχινίλη. Τα αντικείμενα αναφέρονται στον πίνακα κατά χρονολογική σειρά. Πρέπει να τονιστεί ότι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπου αναβρέθηκαν επιγραφές, η χρονολόγηση των εικόνων έγινε με βάση τα καλλιτεχνικά τους στοιχεία, μέθοδος που προφανώς περιλαμβάνει κάποιο βαθμό αβεβαιότητας.

Από τα αποτελέσματα προκύπτει ένα σημαντικό στοιχείο όσον αφορά τη χρονική περίοδο χρήσης των δύο ζωικών χρωστικών. Ειδικότερα, τα χημικά-χρωματογραφικά αποτελέσματα του Πίνακα 3 δείχνουν ότι ο κόκκος χρησιμοποιήθηκε σε εικόνες που χρονολογούνται μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα. Η κογχινίλη βρέθηκε κατά κύριο λόγο σε μεταγενέστερα έργα, με εξαίρεση την εικόνα 2976 η οποία, μολονότι με βάση τα καλλιτεχνικά της στοιχεία χρονολογείται από τους υπευθύνους του Μουσείου Μπενάκη στο 2ο μισό 15ου αιώνα βρέθηκε να περιέχει κογχινίλη. Λόγω της ιδιαιτερότητάς του το αποτέλεσμα για την εικόνα 2976 επιβεβαιώθηκε με δύο σχετικές χημικές αναλύσεις. Σχολιάζεται δε αργότερα, καθώς στη συνέχεια το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στα αποτελέσματα των υπολοίπων εικόνων.

Η διάκριση χρήσης των δύο χρωστικών σύμφωνα με τη χρονολογία δημιουργίας του εκάστοτε έργου δεν είναι τυχαία, αλλά οφείλεται  στην ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, γεγονός που είχε ως συνέπεια το δραστικό περιορισμό χρήσης του κόκκου. Όπως περιγράφηκε στο κεφάλαιο 3, λίγο μετά την ανακάλυψη της Αμερικής (τέλη 15ου αιώνα) η μεξικανική κογχινίλη (Dactylopius coccus Costa) κατέκλυσε την ευρωπαϊκή αγορά και εκτόπισε τον κόκκο, ο οποίος μέχρι τότε αποτελούσε την κύρια ζωική, κόκκινη χρωστική που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι[56]. Αυτό υποδηλώνει ότι κατά πάσα πιθανότητα η κογχινίλη που βρέθηκε στις μεταγενέστερες εικόνες (μέσα του 16ου αιώνα και έκτοτε) προέρχεται από το έντομο Dactylopius coccus Costa, δηλαδή πρόκειται για μεξικανική κογχινίλη. Το αποτέλεσμα, όμως, αυτό δυστυχώς δεν υπάρχει δυνατότητα να επιβεβαιωθεί από τα χημικά-χρωματογραφικά αποτελέσματα, για λόγους που περιγράφονται στη συνέχεια.

Πίνακας 3. Παρουσιάζονται τα αποτελέσματα αναφορικά μόνο με τις κόκκινες χρωστικές ζωικής προέλευσης, που ταυτοποιήθηκαν σε δείγματα εικόνων της Κρητικής Σχολής.

Όπως αναφέρθηκε στο εισαγωγικό κεφάλαιο 1 υπάρχουν τουλάχιστον τρία είδη κογχινίλης, η χρήση των οποίων έχει αναφερθεί σε αντικείμενα της πολιτιστικής κληρονομιάς: η μεξικανική (Dactylopius coccus Costa), η αρμενική (Porphyrophora hameli Brandt) και η πολωνική (Porphyrophora Polonica L.) κογχινίλη. Η πρώτη εισήχθη από το Νέο Κόσμο, ενώ η αρμενική και η πολωνική κογχινίλη  ήταν γνωστές στην ευρωπαϊκή ήπειρο από αρχαιοτάτων χρόνων, αλλά η χρήση τους ήταν αρκετά περιορισμένη συγκριτικά με την ευρεία απήχηση που γνώρισε η μεξικανική κογχινίλη, όταν ανακαλύφθηκε από τους Ισπανούς και διαδόθηκε στην Ευρώπη. Η χημική διάκριση των τριών εντόμων κογχινίλης είναι δυνατό να επιτευχθεί, εφόσον στο χρωματογράφημα ανιχνεύονται δευτερεύοντα συστατικά, τα οποία σημειωτέον περιέχονται σε πολύ μικρές ποσότητες[57]. Η δυσκολία έγκειται κυρίως στη διάκριση της μεξικανικής από την αρμενική κογχινίλη, καθώς αυτές έχουν εξαιρετικά παρόμοιες χημικές συστάσεις. Η ταυτοποίηση της πολωνικής κογχινίλης είναι σχετικά πιο εύκολη, καθώς η χημική-ποσοτική της σύσταση, είναι αρκετά διαφορετική από τις αντίστοιχες συστάσεις των άλλων δύο ειδών κογχινίλης. Η διάκριση της μεξικανικής από την αρμενική κογχινίλη είναι ορισμένες φορές εφικτή (συνήθως στην περίπτωση των υφασμάτων), όταν τα δείγματα περιέχουν οργανικές χρωστικές σε μεγάλες ποσότητες. Έτσι, στην περίπτωση που τα δείγματα περιέχουν κογχινίλη είναι εφικτή η ανίχνευση των δευτερευόντων συστατικών μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί η διάκριση των εντόμων. Όπως, όμως γίνεται συνήθως στην περίπτωση των ζωγραφικών έργων, τα δείγματα των Κρητικών εικόνων που μελετήθηκαν ήταν εξαιρετικά μικρά και επιπλέον οι χρωστικές περιέχονταν σε πολύ μικρές ποσότητες. Ως εκ τούτου, με βάση τα χρωματογραφικά αποτελέσματα μπορεί να αποκλειστεί η χρήση της πολωνικής κογχινίλης από τους ζωγράφους των εικόνων που μελετήθηκαν, αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποιο από τα άλλα δύο είδη κογχινίλης (μεξικανική ή αρμενική) χρησιμοποιήθηκε σε κάθε αντικείμενο του Πίνακα 3.

Η αδυναμία προσδιορισμού της βιολογικής πηγής της κογχινίλης ισχύει και για την περίπτωση της εικόνας 2976. Η χρονολόγηση της εικόνας (στο 2ο μισό 15ου αιώνα) δεν αποκλείει την περίπτωση χρήσης της κογχινίλης. Οπωσδήποτε δεν μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί μεξικανική κογχινίλη. Επιπλέον, με βάση τα χημικά αποτελέσματα μπορεί να αποκλειστεί η χρήση πολωνικής κογχινίλης. Κατά συνέπεια οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη εικόνα χρησιμοποιήθηκε αρμενική κογχινίλη. Πάντως, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ειδικά για την εικόνα 2976 θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη η χρονολόγησή της με μία φυσικοχημική μέθοδο, μέσω της οποίας θα τεκμηριώνονταν η εκτίμηση ότι αυτή φιλοτεχνήθηκε πριν τα μέσα του 16ου αιώνα.

Βιβλιογραφία

Παλαιότερες ιστορικές πηγές

Γαληνός ο Ιατρός: Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus, libri xi, Kuhn, C.G. Knobloch 1965

Θεόφραστος: Θεόφραστος, Historia plantarum, vol.2, Harvard University Press, 1916

Ισίδωρος: Ισίδωρος επίσκοπος Ισπάλεως, De navibus, aedificiis et vestibus, vol. 19

ΚΔ: Ιωάννης Θ. Κολιτσάρας, Καινή Διαθήκη – Τα τέσσερα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων, Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή», Αθήνα, 1987

Όμηρος: Όμηρος, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. Ζ60, capvd Io. Hervagivm, Basileae

ΠΔ: Ιωάννης Θ. Κολιτσάρας, Παλαιά Διαθήκη – Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Septuaginta), Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή», Αθήνα, 1987

Παυσανίας ο Περιηγητής: Παυσανίας, Graeciae description, τ. 3, Teubner, Berlin 1967

Πλίνιος ο Πρεσβύτερος: Πλίνιος, Naturalis Historia, Schneider Otto, G. Olms 1967

Ψευδο-Διοσκουρίδης: Διοσκουρίδης, De material medica, libri quinque, vol 3, Wellmann, M. Teubner, Berlin 1907

Νεότερες δημοσιευμένες πηγές και βοηθήματα

Ξενόγλωσσα:

Ball: Ph. Ball, Bright earth: art and the invention of color, The University of Chicago Press, Chicago 2001

Bingham and Tyman: Bingham, S.J., Tyman, J.H.P. The synthesis of kermesic acid by acetylation-aided tautomerism of 6-chloro-2,5,8-trihydroxynaphtho-1,4-quinone. Tetrahedron 64 (2008) 3471-3476

Botterweck et al.: G.J. Botterweek, H. Ringgren, H.-J. Fabry, Theological Dictionary of the Old Testament, v. 15, Wm. B. Eerdamans Publishing Co., Michigan 2006

Brunello: F. Brunello, The art of dyeing in the history of mankind, Neri Pozza, Vicenza 1973

Cardon: D. Cardon, Natural Dyes-Sources, Tradition, Technology and Science, Archetype Publications, London 2007

Ciesla: W. Ciesla, Forest Entomology-A Global Perspective, William M. Ciesla, Oxford-UK 2011

Collins: M.A. Collins, Unmaskin Catholicism: What Hides Behind Τhe Modern Public Image, USA, second edition 2004

Degano et al.: Degano, I., Biesaga, M., Colombini, M.P., Trojanowicz, M. Historical and archaeological textiles: An insight on degradation products of wool and silk yarns. Journal of Chromatography A 1218 (2011) 5837– 5847

Degano et al.: Degano, I., Ribechini, E., Modugno, F., Colombini, M.P. Analytical methods for the characterization of organic dyes in artworks and in historical textiles. Applied Spectroscopy Reviews 44 (2009) 363–410

Forcellini: E. Forcellini, Totius Latinitatis Lexicon, Jacobus Bailey A.M., London

Freeman and Peters: H.S. Freeman, A.T. Peters, Colorants for non-textile applications, Elsevier Science, Netherlands, 2000

Frick: C.C. Frick, Dressing Renaissance Florence: families, fortunes, and fine clothing, John Hopkins Paperbacks edition, 2005

Hofenk de Graaff:  J.H. Hofenk de Graaff, The colourful past-Origins, chemistry and identification of natural dyestuffs, Archetype Publication, Switzerland 2004

Jenkins: D. Jenkins, The Cambridge history of western textile, τ.1, Cambridge University Press, Cambridge 2003

Karapanagiotis et al.: Karapanagiotis, I., Lakka, A., Valianou, L., Chryssoulakis, Y. High-performance liquid chromatographic determination of colouring matters in historical garments from the holy mountain of Athos. Microchimica Acta 160 (2008) 477-483

Karapanagiotis et al.: Karapanagiotis, I., Minopoulou, E., Valianou, L., Daniilia Sr., Chryssoulakis, Y. Investigation of the colourants used in icons of the Cretan School of iconography. Analytica Chimica Acta 647 (2009) 231-242

Mikropoulou et al.: Mikropoulou, E., Tsatsaroni, E., Varella E.A. Revival of traditional European dyeing techniques yellow and red colorants. Journal of Cultural Heritage 10 (2009) 447-457

Netherton and Owen-Crocker: R. Netherton, G.R. Owen-Crocker, Medieval clothing and textiles, t. 3, Boydell & Brewer, United Kingdom 2007

Resh and Carde: V. Resh, R.T. Carde, Encyclopedia of Insects, second edition, Elsevier, Oxford-UK 2009

Schweppe and Roosen-Runge: Schweppe, H., Roosen-Runge, H.. Carmine-cochineal carmine and kermes carmine. In: Artists’ Pigments. A Handbook of Their History and Characteristics, National Gallery of Art, Oxford University Press, Oxford (1997), 255-283

Ure: A. Ure, A dictionary of arts, manufactures and mines: containing a clear exposition of three principles and practice, Little Brown and CO., Boston 1853

Valianou et al.: Valianou, L., Karapanagiotis, I., Chryssoulakis, Y. Comparison of extraction methods for the analysis of natural dyes in historical textiles by high-performance liquid chromatography. Analytical and Bioanalytical Chemistry 395 (2009) 2175-2189

Valianou et al.: Valianou, L., Wei, S., Mubarak, M.S., Farmakalidis, H., Rosenberg, E., Stassinopoulos, S., Karapanagiotis, I. Identification of organic materials in icons of the Cretan School of iconography. Journal of Archaeological Science 38 (2011) 246-254

Wouters: Wouters, J. High performance liquid chromatography of anthraquinones: analysis of plant and insect extracts and dyed textiles. Studies in Conservation 30 (1985) 119-128

Wouters and Verhecken: Wouters, J., Verhecken, A. The coccid insect dyes: HPLC and computerized diode-array analysis of dyed yarns. Studies in Conservation 34 (1989) 189-200

Ελληνόγλωσσα:

Βαλιάνου: Λεμονιά Βαλιάνου, Ανάπτυξη μεθοδολογίας, ταυτοποίησης, χαρακτηρισμού και διερεύνησης δεικτών προέλευσης φυσικών οργανικών χρωστικών των έργων πολιτιστικής κληρονομιάς, με χρήση υγρής χρωματογραφίας, (διδακτορική διατριβή η οποία υποβλήθηκε στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ), Αθήνα 2009

Βασιλειάδου: Αθηνά Βασιλειάδου, Ιστορική αναδρομή και ανάλυση του κόκκου και άλλων χρωστικών με υγρή χρωματογραφία (πτυχιακή εργασία η οποία υποβλήθηκε στο Πρόγραμμα Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων, Α.Ε.Α.Θ.), Θεσσαλονίκη 2012

Μικροπούλου: Ελένη Μικροπούλου, Κωδικοποίηση, συνθετική αναπαραγωγή, Φυσικοχημική μελέτη και αξιολόγηση των δυνατοτήτων αναβιώσεως χρωστικών και μεθόδων βαφής που χρησιμοποιήθηκαν στην υφαντουργία του 19ου και πρώιμου 20ού αιώνα,  (διδακτορική διατριβή η οποία υποβλήθηκε στο Τμήμα Χημείας του ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 2008

Φετυχάνης: Βασίλειος Φετυχάνης, Πρακτικός διδάσκαλος του βαφέος, Εκδ. Ν.Γ. Πάσσαρη και Α.Γ. Καναριώτου, Αθήναι 1862

Διαδικτυακές πηγές

Γενικά για την ελληνική φορεσιά, (3/1/2012), στο <http://www.andronianoi. gr/pdfs/foresia.pdf >

ΚΕΒΕΠ (Κυπριακή Ένωση Βιβλιοθηκονόμων Επιστημονων Πληροφόρησης, Άγιος Ιερώνυμος (21/11/2008),  στο <http://kebep.blogspot.gr/2008/11/blog-post_21.html>

Στάμου: Πάνος Ν. Στάμου, Σύλλογος Λεβαδέων “Ο Λάμπρος Κατσώνης’’, Ριζάρι, κιννάβαρι μαλλί προβάτων. Προϊόντα Βοιωτίας-Λιβαδείας στο τέλος του 18ου αιώνα (3/1/2012), στο <http://www.labroskatsonis.gr/ SYNERGASIES/proionta Viotias.htm>


[1] Hofenk de Graaff, 54.

[2] Το ερευνητικό πρόγραμμα INCO CT 2005 015406 MED-COLOUR-TECH (2006-2009) χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και είχε ως σκοπό τη μελέτη των φυσικών οργανικών χρωστικών σε αντικείμενα (υφάσματα, εικόνες και τοιχογραφίες) της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ν.Α. Μεσογείου. Στο πρόγραμμα μετείχαν οκτώ ιδρύματα από τις παρακάτω χώρες: Ελλάδα, Γερμανία, Αυστρία, Τουρκία, Ιορδανία και Μαρόκο. Τα συνολικά αποτελέσματα του προγράμματος, καθώς επίσης και φωτογραφίες φυτικών και ζωικών οργανισμών από τους οποίους προέρχονται οι σημαντικότερες οργανικές χρωστικές (π.χ. σχήμα 1), περιλαμβάνονται σε ένα CD-ROM το οποίο είναι διαθέσιμο προς κάθε ενδιαφερόμενο, κατόπιν επικοινωνίας με το συντονιστή του προγράμματος, Ι. Καραπαναγιώτη.

[3] Hofenk de Graaff, 53.

[4] Freeman and Peters, 389, 425· Ciesla, 103· Jenkins, 27· Frick, 102· Resh and Carde, 225.

[5] Βαλιάνου, 11-12· Βασιλειάδου,  58-73· Μικροπούλου, 69-79.

[6] Εξ. 26:31.

[7] Εξ. 26:36.

[8] Εξ. 27:16.

[9] Εξ. 28:2-5.

[10] Γεν. 38:28-30.

[11] Botterweck et al., 341.

[12] Β΄ Βασ. 1:24.

[13] Θρ. Ιερ. 4:5.

[14] Απ. 17:4.

[15] Απ. 18:12.

[16] Απ. 18:16.

[17] Β΄ Παρ. 2:6.

[18] Β΄ Παρ. 2:13.

[19] Botterweck et al., 340.

[20] Freeman and Peters, 389· Brunello, 99.

[21] Ομήρου Οδύσσεια, Ζ63.

[22] Θεόφραστος, Historia Plantarum 3.7.3.8-14.

[23] Θεόφραστος, Historia Plantarum 3.16.1.9-15· πρβλ. Μικροπούλου, 70.

[24] Hofenk de Graaff, 266.

[25] Απόσπασμα από το έργο του: Physica and Μystica (Φυσικά και Μυστικά), στο http://translate.google.gr/translate?hl=en&sl=el&u=http· πρβλ. Berthelot-Ruelle, <2> § 42, οι οποίοι εκδίδουν το κείμενο από τον cod. Venet. Marc. 299, fol. 66v.

 

[26] Διοσκουρίδης, De materia medica (Περί ύλης ιατρικής) 4.48.1.1-4· πρβλ. Μικροπούλου, 70.

[27] Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Naturalis Historica, xvi.12.

[28] Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Naturalis Historica, ix.65.

[29] Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Naturalis Historica, xxii.3.

[30] Παυσανίας ο Περιηγητής, Graeciae description, 10.36.1.5-2.8· πρβλ. Μικροπούλου, 70, η οποία χαρακτηρίζει τα συμπεράσματά του Παυσανία ως ελαφρώς αυθαίρετα.

[31] ΚΕΒΕΠ στο http://kebep.blogspot.gr/2008/11/blog-post_21.html.

[32] Εξ. 35:25 (Λατινική μετάφραση του Αγίου Ιερωνύμου και απόδοσή της στην ελληνική),  στο <http://kebep.blogspot.gr/2008/11/blog-post_21.html>.

[33] Ισίδωρος επίσκοπος Ισπάλεως, Περί Ετυμολογιών, ΧΙΧ 28, 1∙ πρβλ. Totius Latinitatis Lexicon, Forcellini,  1156∙ πρβλ. Μικροπούλου, 71.

[34] Netherton and Owen-Crocker, 57.

[35] Netherton and Owen-Crocker, 57∙ Ure, 725.

[36] Frick, 102∙ Netherton and Owen-Crocker, 57∙ Ball, 60∙ Ure, 725.

[37] Γαληνός ο Ιατρός,  12.32.8- 12.32.13.

[38] Freeman and Peters, 389∙ πρβλ. Στάμου στο <http://www.labroskatsonis.gr/SYNERGASIES/proiontaViotias.htm>∙ Γενικά για την ελληνική φορεσιά στο <http://www.andronianoi.gr/pdfs/foresia.pdf >∙ Φετιχάνης, 28.

[39] Cardon, 576.

[40] Brunello, 124∙ Collins, 55∙ Hofenk de Graaff, 54-55.

[41] Schweppe and Roosen-Runge (1997).

[42] Μικροπούλου 69-79∙ Mikropoulou et al. (2009).

[43] Hofenk de Graaff, 54.

[44] Wouters and Verhecken (1989).

[45] Hofenk de Graaff, 53.

[46] Bingham and Tyman (2008).

[47] Valianou et al. (2011).

[48] Degano et al. (2009).

[49] Degano et al. (2011).

[50] Karapanagiotis et al. (2008).

[51] Hofenk de Graaff, 38-39.

[52] Karapanagiotis et al. (2009)∙ Valianou et al. (2011).

[53] Valianou et al. (2011).

[54] Wouters (1985)∙ Valianou et al. (2009).

[55] Hofenk de Graaff, 147.

[56] Schweppe and Roosen-Runge (1997).

[57] Wouters and Verhecken (1989).