Εκκλησία και Θεία Ευχαριστία στην εποχή του Covid—19

22 Σεπτεμβρίου 2020

Πριν λίγους μήνες το ελληνικό κράτος με τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε τη σφράγιση των ιερών ναών, την αναστολή τέλεσης όλων των ιερών ακολουθιών και την απαγόρευση της θ. Ευχαριστίας και κοινωνίας των πιστών. Ως προς την ορθότητα αυτής της εκκλησιαστικής πράξεως και το θεολογικό περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, η οποία στηρίζεται σε μία παραμορφωμένη εκκλησιολογία, θα ήταν σωστό να αφήσουμε να μιλήσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Ο αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής ερμηνεύοντας τη θ. Ευχαριστία προτάσσει την έννοια της Εκκλησίας και εξηγεί το περιεχόμενό της, πριν προχωρήσει στην επισήμανση και ανάλυση των συμβόλων της. Σκοπός του είναι να θέσει το ερμηνευτικό πλαίσιο αντίληψης και κατανοήσης της θ. Ευχαριστίας και κατ’ επέκταση όλων των μυστηρίων και ακολουθιών. Έτσι προτάσσει ο αγ. Μάξιμος τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις ερμηνείας και επισημαίνει την αναφορικότητα των μυστηρίων σε αυτήν την ίδια τη φύση της Εκκλησίας.
Βασική προϋπόθεση, λοιπόν, για την κατανόηση της θ. Ευχαριστίας είναι, κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ότι η Εκκλησία αποτελεί τον τύπο και την εικόνα του Θεού —και όχι του Τριαδικού Θεού. Αυτό σημαίνει ο,τι είναι ο Θεός κατ’ ουσίαν, σύμφωνα με τον Μάξιμο, είναι η Εκκλησία κατ’ ενέργειαν· και όπως ο Θεός είναι μία ουσία, έτσι και ολόκληρος ο κόσμος δημιουργείται και περικρατείται από τη θεία δημιουργική πρόνοια, μέσω της οποίας συνδέεται το ένα δημιούργημα με το άλλο και όλα μαζί με τον ίδιο τον Θεό. Και τούτη η ενότητα ολόκληρης της δημιουργίας πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας, διότι μόνον μέσω αυτής και δια της θ. Ευχαριστίας καταλύεται κάθε φυσική διαφοροποίηση και κάθε φυλετική, εθνική, προσωπική η επαγγελματική διαφορά των ανθρώπων, καθιστώντας τα πάντα Χριστός. Έτσι η θ. Ευχαριστία δεν αποτελεί μία απλή τελετή, η οποία εκφράζει το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών ανθρώπων, αλλά σε αυτήν εμφαίνεται η μία Εκκλησία και πραγματώνεται κατ’ ενέργειαν η θεοποίηση ολοκλήρου της κτίσεως.

Βεβαίως η ενότητα αυτή δεν γίνεται αντιληπτή από τους ακατήχητους. Αναφέρεται στους κατηχουμένους και στους πιστούς. Επειδή όμως οι κατηχούμενοι, παρόλο που κατανοούν την ενότητα της μίας δημιουργίας και της κτιστής πραγματικότητας με τον έναν Θεό, αλλά αδυνατούν να μετέχουν σε αυτήν, μετέχουν μόνον στο τυπικό μέρος των αναγνωσμάτων και των ιερών ψαλμών και αποκλείονται από τις ιερουργίες και θεωρίες των τελείων, δηλαδή από τη θ. Λειτουργία των πιστών. Η διάκριση αυτή γίνεται εξ αιτίας της αδυναμίας τους να γίνουν «ενοειδείς», να φθάσουν δηλαδή στην καθαρότητα εκείνη που θα τους επιτρέψει να υπερβούν την υλική και κοσμική πραγματικότητα και διερχόμενοι από τις φάσεις της θείας αποκαλύψεως, όπως αυτές δηλώνονται με την ανάγνωση των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, αρχικώς, και της Καινής Διαθήκης, στη συνέχεια, να μετέχουν της παρουσίας του ενός Τριαδικού Θεού.

Επομένως, τόσο οι αβάπτιστοι όσο και οι κατηχούμενοι αποκλείονται από τη θ. Λειτουργία των πιστών, διότι στερούνται της εν ύδατι και πνεύματι αναγεννήσεως, στερούνται της σωματικής καθάρσεως και της εν πνεύματι ανακαινίσεως του «κατ’ εικόνα Θεού», ώστε να καταστούν ικανοί να τραφούν με «τροφήν ξένην», όπως χαρακτηριστικά εξηγεί ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και ενώ οι μη χριστιανοί αλλά και οι κατηχούμενοι αποκλείονται από τη θ. Λειτουργία, διότι στερούνται των προϋποθέσεων της θ. Κοινωνίας, τις οποίες εξασφαλίζει το μυστήριο του βαπτίσματος, αποτελεί αντίφαση και πνευματική «σχιζοφρένεια» για τους πιστούς και πολύ περισσότερο για τους ιερείς η τους επισκόπους, η απαγόρευση μετοχής στη θ. Ευχαριστία και στη θ. Λειτουργία, διότι με αυτόν τον τρόπο επιστρέφουν στην προβαπτισματική κατάσταση των κατηχουμένων.

Ο τρόπος επιστροφής των πιστών χριστιανών στην προβαπτισματική κατάσταση περιγράφεται από τον απ. Παύλο στην Προς Γαλάτας επιστολή. Εκεί επισημαίνει τη μεταστροφή των πιστών χριστιανών από το ευαγγέλιο του Ιησού σε ένα άλλο ευαγγέλιο, το οποίο στηριζόμενο στον ιουδαϊκό νόμο παραποιεί το δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού ευαγγέλιο. Αυτός ο τρόπος επιστροφής των χριστιανών από την πνευματική κατάσταση των πιστών στον ηθικό τρόπο ζωής του μωσαϊκού νόμου δεν είναι άλλος από την επιστροφή των σημερινών χριστιανών από την ελευθερία της πίστεως και την απελευθέρωση από τη συμβατικότητα της ζωής, στην προβαπτισματική κατάσταση των κατηχουμένων, η οποία χαρακτηρίζεται από έναν ηθικό, κοινωνικό τρόπο συμπεριφοράς. Οι σημερινοί χριστιανοί και ακόμη χειτότερο οι ιερείς και οι επίσκοποι, που εμπιστεύονται το «νόμο» των ανθρώπων (τους «ειδικούς» επιστήμονες) και απορρίπτουν την εμπειρία της Εκκλησίας και την πίστη στον αληθινό Λόγο του Θεού, με το να φοβούνται εντός της μυστηριακής ζωής και κοινωνίας τη μετάδοση λοιμωδών ασθενειών, επιστρέφουν ως σύγχρονοι Γαλάτες στην προτέρα κατάσταση του νόμου των ανθρώπων.

Η οπισθοδρόμηση αυτή είναι το αποτέλεσμα της παραποιημένης εκκλησιολογίας, η οποία βασίζεται στα νεότερα φιλοσοφικά ρεύματα της Δύσεως και ερμηνεύει την Εκκλησία ως κοινωνία ανθρώπων.

Αντιθέτως, για την εκκλησιολογία των Πατέρων, η οποία ερμηνεύει την εκκλησιαστική σύναξη ως μυστηριακή κοινωνία των μελών του Σώματος του Χριστού με αυτήν την ίδια την κεφαλή, τον Χριστό, η παρουσία του πιστού εντός του ναού σημαίνει την υπέρβαση των βιοτικών μεριμνών, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται μόνον η διαβίωση αλλά και η σωματική υγεία, και δηλώνει σαφώς τη συνειδητή μετοχή στην παρουσία του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ. Αντιθέτως, για την εκκλησιολογία των Πατέρων, η οποία ερμηνεύει την εκκλησιαστική σύναξη ως μυστηριακή κοινωνία των μελών του Σώματος του Χριστού με αυτήν την ίδια την κεφαλή, τον Χριστό, η παρουσία του πιστού εντός του ναού σημαίνει την υπέρβαση των βιοτικών μεριμνών, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται μόνον η διαβίωση αλλά και η σωματική υγεία, και δηλώνει σαφώς τη συνειδητή μετοχή στην παρουσία του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ.

Δεν αποτελεί μία ενθύμιση, αλλά ο άρτος και ο οίνος «μεταποιείται εις σώμα και αίμα Θεού», που σημαίνει ότι αυτός ο ίδιος ο άρτος είναι το σώμα του Χριστού και αυτός ο ίδιος ο οίνος είναι το αίμα του, τα οποία παρέλαβε ο Λόγος του Θεού από την αγία Παρθένο και τα οποία ενώθηκαν αληθώς με τη θεότητα.

Ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, προκειμένου να εμβαθύνει περισσότερο και εξηγήσει τη μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, δίνει το παράδειγμα της φυσικής μεταβολής αυτών των στοιχείων σε σώμα και αίμα από τον εσθίοντα και πίνοντα αυτά. Όπως δηλαδή ο ανθρώπινος οργανισμός μεταβάλλει τις τροφές και τα διάφορα ύγρα κατά τη βρώση και την πόση σε σώμα και αίμα, έτσι και ο άρτος, ο οίνος και το ύδωρ δια της επικλίσεως και εποιφητήσεως του Αγίου Πνεύματος μεταποιούνται σε σώμα και αίμα Χριστού.

Η μεταβολή αυτή διαφέρει ασφαλώς από τη «μετουσίωση» (Transsubstantiation), η οποία υποστηρίζεται από τους ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, σύμφωνα με τους οποίους τα υλικά στοιχεία του άρτου και του οίνου αλλάζουν και μεταβάλλονται κατ’ ουσίαν σε σώμα και αίμα Χριστού, ενώ τα εξωτερικά χαρακτηριστικά παραμένουν ως έχουν. Η εξήγηση αυτή απορρίπτεται από την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία, η οποία αναφέρεται στη μεταβολή, που σημαίνει την μεταβολή των ιδιοτήτων του άρτου και του οίνου σε αυτές, που φυσικώς έχει η θεότητα και μετείχε καθ’ υπόστασιν η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Όταν, δηλαδή, ο πιστός κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων, δι’ αυτών κοινωνεί των μεταβληθέντων ιδιοτήτων του άρτου και του οίνου στις ιδιότητες της θεότητος, ενώ η ουσία αυτών των στοιχείων —σε αντίθεση με τη δυτική θεολογία— παραμένει η ίδια.

Η μεταβολή αυτή γίνεται ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο που μεταβάλλεται το φθαρτό και εμπαθές σώμα σε άφθαρτο και απαθές, χωρίς το ίδιο να μετουσιώνεται από κτιστό, που είναι κατά φύση, σε άκτιστο. Έτσι ο κοινωνών του άρτου και του οίνου κοινωνεί των ιδιοτήτων της θεότητος, οι οποίες περιχωρούνται («κατά συνανάκρασιν») στα υλικά στοιχεία, όπως συνέβαινε και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, οι οποία μετείχε των θείων ιδιοτήτων —με βάση την αντίδοση των ιδιωμάτων— χωρίς η ίδια να μεταβάλλεται στην ουσία της θεότητος.

Σε αυτήν, λοιπόν, την παρουσία του Ιησού Χριστού, εδώ και τώρα, ο πιστός θα πρέπει να προσέρχεται στη θεία μετάληψη «μετά παντός φόβου και συνειδήσεως καθαράς και αδιστάκτου πίστεως», διότι δεν κοινωνεί άρτο και οίνο, αλλά κοινωνεί των ιδιοτήτων της θεότητος. Ειδάλλως, στους «εν απιστία αναξίως» μετέχοντας, γίνεται κόλαση, πράγμα που φαίνεται σαφώς στην περίπτωση του Ιούδα, στον οποίον εισήλθε ο Σατανάς, μόλις κοινώνησε του εμβαπτισμένου άρτου από τον ίδιο τον Χριστό.

Η διαφορετική επίδραση της θ. Κοινωνίας δεν σημαίνει φυσικά, ότι στη δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία ο άνθρωπος κοινωνεί αναξίως των αχράντων μυστηρίων, δεν λαμβάνει τις σωτηριώδεις ενέργειες του σώματος και του αίματος του Χριστού. Ο κολασμός του ανθρώπου κατά τη θεία μετάληψη οφείλεται σε αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος «εμπαίζει» —τρόπον τινά— τον Θεό, διότι κοινωνεί της σωτηριώδους ενεργείας του σώματος του Κυρίου χωρίς να πιστεύει και να αποδέχεται, ότι αυτός τούτος ο άρτος και αυτός τούτος ο οίνος είναι πράγματι το σώμα και το αίμα του Χριστού. Το διαφορετικό, επομένως, αποτέλεσμα της θ. Κοινωνίας οφείλεται στον διαφορετικό τρόπο προσέλευσης στο μυστήριο. Εάν προσέρχεται ο πιστός με δισταγμό και αμφιβολίες, τότε, ακόμη και στην περίπτωση που ακολουθεί τους τύπους και τα ηθικά σχήματα της προετοιμασίας του καλού χριστιανού, ευρισκόμενος κατ’ ουσίαν στην προβαπτισματική κατάσταση των κατηχουμένων, αδυνατεί να κοινωνήσει των θείων ιδιοτήτων, αδυνατεί να γίνει «ενοειδής», και ως νέος Ιούδας δίνει τη δυνατότητα κατά την κοινωνία να εισέλθει ο Σατανάς μέσα του.

Ωστόσο υπάρχει η πιθανότητα δικαιολογούμενος κάποιος να αντιτάξει και να υποστηρίξει, ότι η αμφιβολία σε πολλούς χριστιανούς δεν αφορά στη θ. Κοινωνία, αλλά στον συγχρωτισμό των ανθρώπων κατά τη συνάθροισή τους εντός του ναού. Την απάντηση σε αυτήν την αντίδραση παρέχει ο αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος παραλληλίζει την Εκκλησία με τον έναν Θεό, διότι αυτή είναι κατ’ ενέργειαν, ο,τι είναι ο Θεός κατ’ ουσίαν. Η Εκκλησία, δηλαδή, είναι μία, διότι κατά τη σύναξη, η οποία δεν είναι μία απλή συνάθροιση, αλλά μυστηριακή κοινωνία Θεού και ανθρώπων, ενώνονται όλοι οι πιστοί εντός αυτής στον έναν «καινό» άνθρωπο εν Χριστώ. Η ενότητα αυτή δεν πραγματώνεται κατά τον ίδιο τρόπο με αυτούς που κοινωνούν του σώματος και του αίματος του Χριστού και τοιουτοτρόπως μετέχουν των θείων ιδιοτήτων, αλλά κοινωνούν κατ’ ενέργειαν, όπως ο πνευματικός κόσμος των αγγέλων. Την απάντηση σε αυτήν την αντίδραση παρέχει ο αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της ομιλίας, παραλληλίζει την Εκκλησία με τον έναν Θεό, διότι αυτή είναι κατ’ ενέργειαν, ο,τι είναι ο Θεός κατ’ ουσίαν. Η Εκκλησία, δηλαδή, είναι μία, διότι κατά τη σύναξη, η οποία δεν είναι μία απλή συνάθροιση, αλλά μυστηριακή κοινωνία Θεού και ανθρώπων, ενώνονται όλοι οι πιστοί εντός αυτής στον έναν «καινό» άνθρωπο εν Χριστώ. Η ενότητα αυτή δεν πραγματώνεται κατά τον ίδιο τρόπο με αυτούς που κοινωνούν του σώματος και του αίματος του Χριστού και τοιουτοτρόπως μετέχουν των θείων ιδιοτήτων, αλλά κοινωνούν κατ’ ενέργειαν, όπως ο πνευματικός κόσμος των αγγέλων.

Στη μυστηριάκη, επομένως, ζωή της Εκκλησίας δεν υπάρχει φθορά, ασθένεια η θάνατος. Αυτά χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους που διαστρέφουν την αλήθεια και αρνούνται τη θεότητα, εγκλωβιζόμενοι εγωιστικώς στον εαυτό τους, στη δύναμη και στην εξουσία του κτιστού όντος. Ο θάνατος αναφέρεται στους μη χριστιανούς και αβάπτιστους, οι οποίοι αδύναμοι να φθάσουν στην ενοειδία με τον Θεό, παραμένουν άγευστοι του εκκλησιαστικού γεγονότος της καινής εν Χριστώ ζωής, και έτσι αποφεύγουν τον «συνωστισμό» της Εκκλησίας, εφ’ όσον αυτή όπως και οι υπόλοιπες κοινωνικές συναθροίσεις και εκδηλώσεις αποτελεί μία απλή «συνάθροιση» ατόμων. Έτσι εμπράκτως αρνούνται την κατ’ ενέργειαν μυστηριακή κοινωνία, που καθιστά την Εκκλησία σώμα Χριστού, και ως εκ τούτου αρνούνται τον ίδιο τον Χριστό.

Η άρνηση αυτή είναι πολύ πιο σημαντική από την αίρεση, διότι δεν είναι μία απλή διαφοροποίηση από τη διδασκαλία της Εκκλησίας, δεν αποτελεί μία διαφορετική ερμηνεία του δόγματος, όπως συμβαίνει με τους αιρετικούς. Η άρνηση της θεότητος του Ιησού, η οποία στηρίζεται στην αμφιβολία και άρνηση της θεϊκής του δύναμης και η οποία εκφράζεται με την απόδοση των θαυμάτων στις φυσικές δυνάμεις των κτιστών όντων, όπως στην περίπτωση των Φαρισαίων, η με την απόδοση της φθοράς και του θανάτου στο ανακαινισμένο σώμα της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει σήμερα στην εποχή του κορονοϊού, σημαίνει βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος και ως εκ τούτου είναι πολύ σοβαρότερη από την αίρεση. Διότι ο Φαρισαίος η ο κατά το όνομα μόνον χριστιανός δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει το μυστήριο, όπως κάνει ο αιρετικός, αλλά αρνείται αυτό το ίδιο το μυστήριο, δεν αλλοιώνει την πίστη στην προσπάθειά του να την κατανοήσει, αλλά την αναιρεί αντιστρέφοντας την αλήθεια και αποδίδοντας στα έργα της θεότητος ιδιότητες και συνθήκες της κτιστής φύσεως. Αυτή του η πράξη είναι έργο δαιμονικό και εκφράζει την απόλυτη πνευματική του διαστροφή και υπαρξιακή του αλλοίωση προς το μη ον και την ανυπαρξία.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το πλαίσιο, μέσα στο οποίο διατυπώθηκε ο λόγος του Ιησού για το ασυγχώρητο της βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος, φαίνεται σαφώς ότι η βλασφημία σημαίνει όχι μόνον την αμφισβήτηση της θείας δυνάμεως του Χριστού, αλλά και την αντιστροφή της αλήθειας.

Και τούτο, διότι στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος, δια του οποίου ο Χριστός τότε εξέβαλλε τα δαιμόνια και σήμερα ανακαινίζει δια του μυστηριακού σώματος τον κόσμο, οι βλάσφημοι αναγνωρίζουν τις δαιμονικές δυνάμεις και βλέπουν τη φθορά και τον θάνατο, αποκρύπτοντας την παρουσία του Θεού στα «σημεία» της θείας αποκαλύψεως.

Έτσι, τόσο τότε, κατά την εποχή του Χριστού, όσο και σήμερα, κατά την εποχή της αποκεκαλυμμένης αλήθειας και αγιοπνευματικής ζωής, η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος θα πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται στην προοπτική της αντιστροφής της αλήθειας, βάσει της οποίας η άρνηση του Θεού πραγματοποιείται με την αντικατάστασή του και τη θεοποίηση των κτιστών όντων.

Σε αυτήν την προοπτική, η οποιαδήποτε εκδήλωση αμφιβολίας και ως εκ τούτου άρνησης της σωτηριώδους θείας ενεργείας, είτε διστάζοντας να κοινωνήσουμε των θείων μυστηρίων και να συμμετέχουμε στις ακολουθίες της Εκκλησίας, είτε προβληματιζόμενοι και φοβούμενοι να αποφεύγουμε τον εκκλησιασμό και την προσκύνηση των ι. εικόνων και λειψάνων η να χρησιμοποιούμε την ιατρική μάσκα εντός της Εκκλησίας, σημαίνει τη βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, η οποία κατά τον λόγο του Κυρίου, είναι ασυγχώρητη.

Αυτό θα πρέπει να προβληματίζει τον σημερινό χριστιανό και όλως ιδιαιτέρως τους κληρικούς και επισκόπους, οι οποίοι, οι μεν πρώτοι με τη βάπτισή τους στο όνομα της Αγίας Τριάδος, οι δε δεύτεροι με τη χειροτονία τους ως διάκονοι και υπόλογοι της παρακαταθήκης που έλαβαν, όχι μόνον πρέπει να μην βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα επιστρέφοντας «ανοήτως», κατά τον Παύλο, στην προβαπτισματική τους κατάσταση, αλλά και να προστατεύουν το πλήρωμα της Εκκλησίας από μία τέτοια ολέθρια για τη ζωή τους πράξη.

Εισήγηση στο 18ο Ιερατικό Συνεδριο της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ-10-9-2020