Ιωάννης Γούλας: «ο αγιογράφος που σεβόταν και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την τέχνη του»

3 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Ιωάννης Γούλας (1944 – 2020) γεννήθηκε στις 20 Μαίου του 1944 στην Τρικοκκιά Γρεβενών. Το πρώτο από τα δύο παιδιά του Γεωργίου και της Ζωής Γούλα το γένος Λαμπρίδη. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Αύρα Καλαμπάκας. Μεγάλωσε στο χωριό μέχρι την ηλικία των 16 ετών. Χρόνια φτωχικά και δύσκολα, σημαδεμένα από την έλλειψη του πατέρα, ο οποίος φυλακίστηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, όταν ο Γιάννης ήταν 3 ετών. Με τη μικρή του αδερφή, Φρόσω, μεγάλωναν υπό τη φροντίδα της γιαγιάς και της μητέρας τους, που δούλευαν στην κατασκευή δρόμων για τα  «προς το ζην» και για να οικονομήσουν χρήματα για δικαστήρια, έτσι ώστε να καταφέρουν να ελευθερώσουν τον πατέρα. Η απελευθέρωση αυτή άργησε 18 ολόκληρα χρόνια, και έλαβε χώρα έπειτα από χάρη που του έδωσε  η Βασίλισσα Φρειδερίκη.

Παρ’ όλες τις δυσκολίες των παιδικών του χρόνων, ο μικρός Γιάννης   είχε συντροφιά του, το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός, το μοναδικό ταλέντο  στη ζωγραφική.  Η πρώτη του ανάγκη να  εκφραστεί ζωγραφικά, γεννήθηκε βλέποντας την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, στον ομώνυμο ναό του χωριού του.   Χρησιμοποιώντας σκόνη από τριμμένα κεραμίδια και κάρβουνα, έκανε την πρώτη του προσπάθεια στην αγιογραφία.  Σε ηλικία 10 ετων η νονά του του έδωσε για δώρο το Πάσχα  2 δραχμές,  ποσό μεγάλο για την εποχή εκείνη, και μ αυτές αγόρασε από τον γυρολόγο τα πρώτα του χρώματα και χαρτιά για να ζωγραφίζει. Η χαρά του, απερίγραπτη! Όταν βέβαια γύρισε στο σπίτι η γιαγιά του τον ξυλοφόρτωσε που ξόδεψε τα χρήματα λεγοντάς του: «τι νομίζεις, θα σε φτιάξουμε ζωγράφο;» Εκείνος με περίσσιο θάρρος και καμάρι αντέδρασε: «ΕΓΩ ΘΑ ΓΙΝΩ ΖΩΓΡΑΦΟΣ!».

Σε ηλικία 16 χρόνων φεύγει από το χωριό και κατεβαίνει στη Λάρισα αναζητώντας την γνώση της τέχνης που τόσο αγαπούσε. Έπιασε πρώτα δουλειά σε εστιατόριο και γράφτηκε στο νυχτερινό γυμνάσιο. Όμως το κύριο μέλημά του ήταν να σπεύσει στο εργαστήρι αγιογραφίας των Παπαμερκουρη – Γκίνη και να ζητήσει να μαθητεύσει κοντά τους.  Εκείνοι όμως του αρνήθηκαν και έτσι, μην έχοντας άλλο τρόπο, στον ελεύθερο χρόνο του στεκόταν ώρες έξω από το εργαστήρι και παρακολουθούσε τους  δύο αγιογράφους επί τω έργω, προσπαθώντας να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε.

Πριν καταταχθεί στο στρατό, εργάστηκε σε ξενοδοχεία  στην Θήβα και στον Άγιο Κωνσταντίνο Λοκρίδος. Εκεί, έκανε πολλά σκίτσα και έγινε γνωστός σε όλους με το όνομα  «ο Γιαννούλης με τα σκίτσα». Υπηρέτησε τη θητεία του στην Μαλακάσα.  Τελειώνοντας το 1964 το στρατιωτικό του πήγε στην Αθήνα  σε έναν συγχωριανό του αγιογράφο, να τον διδάξει αλλά κι εκείνος του αρνήθηκε, χρησιμοποιώντας διάφορες προφάσεις. Του πρότεινε όμως, να πάει να ζητήσει την τύχη του στον μεγάλο αναγεννησιακό αγιογράφο της εποχής, τον Διονύσιο Καρούσο. Έτσι και έγινε. Πήγε στο εργαστήρι του  «παππού» Καρούσου στην οδό Κολοκοτρώνη στο κέντρο της Αθήνας και του ζήτησε να γίνει ο δάσκαλός του. Εκείνος τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά και με πατρική αγάπη του πρόσφερε όλες του τις γνώσεις και τον κράτησε κοντά του σαν παιδί του. Χαρακτηριστικά  του είπε:   «Το  εργαστήρι και σπίτι μου είναι και δικά σου». Παράλληλα ο παππούς τον στέλνει να μάθει σχέδιο στο φροντιστήριο του περίφημου Πάνου Σαραφιανού.  Δάσκαλός του επισης  και  ο Ιωάννης Καρούσος γιος του Διονύσιου Καρούσου που τον έχει και εργάζεται κοντά του από το 1968 μέχρι το 1970.

Το Αναγεννησιακό ύφος του ενός δασκάλου, και το αυστηρά Βυζαντινό του άλλου, διαμόρφωσαν τον Γιάννη ως καλλιτέχνη.  Εκείνος παντρεύει τις δύο τεχνοτροπίες, και δημιουργεί το δικό του ξεχωριστό ύφος που το χαρακτηρίζουν οι γλυκές και ήρεμες μορφές των Αγίων, τα απαλά, σχεδόν ουράνια χρώματα και οι γεμάτες κατάνυξη παραστάσεις της εκκλησιαστικής ιστορίας. Όλα του τα αγιογραφικά έργα βρίθουν λεπτομέρειας, ομορφιάς, κατάνυξης και σεβασμού προς το Θείο. Τελειοποιεί  την ζωγραφική του και δεινός πια προσωπογράφος, αποτυπώνει με απίστευτο ρεαλισμό και την παραμικρή λεπτομέρεια στα έργα του.

Παρ’ όλο που ο δάσκαλός του ο Διονύσιος Καρούσος επιθυμούσε να του κληροδοτήσει το εργαστήρι και τη συνέχιση της δουλειάς του, εκείνος προτίμησε να γυρίσει και να εργαστεί στον τόπο του. Έκλεισε την πρώτη του αγιογράφηση στα Γρεβενά. Έμελλε όμως να πληγωθεί και σ  αυτό του το ξεκίνημα. Ενώ είχε στήσει την σκαλωσιά του και ετοιμαζόταν να τοιχογραφήσει τον ναό του Προφήτη Ηλία Γρεβενών, ο τότε Δεσπότης της περιοχής έμαθε πως ο πατέρας του Γιάννη είχε φυλακιστεί. Κατέβασε τότε τη σκαλωσιά και του απαγόρευσε να αγιογραφήσει. Έτσι έχασε την πρώτη του δουλειά και την διαδοχή του δασκάλου του.

Όμως δεν πτοήθηκε. Εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα και άρχισε εκεί την αγιογραφική του καριέρα.  Στα τέλη του 1970 αγιογραφεί τον ιερό ναό Αγίου Στυλιανού στην Αγία Μονή Τρικάλων.  Την περίοδο εκείνη γνωρίζει σε μια θρησκευτική  γιορτή την Βασιλική Γάτσιου, από τον Τύρναβο της Λάρισας, την μετέπειτα σύζυγό του. Ο ιερέας όμως του ναού που αγιογραφεί, τους απαγορεύει να  παντρευτούν όσο διαρκεί η αγιογράφηση. Εκείνος υπακούει  και  τελειώνοντας το έργο του, το Γενάρη του 1972, παντρεύεται την αγαπημένη του Βασιλική. Μαζί κάνουν μια μεγάλη και όμορφη οικογένεια με τέσσερα παιδιά ,τον Γιώργο, τη Ζωή, τον Ανδρέα-Κλεόπα και τον Λάμπρο. Αγιογραφεί πολλούς Ι.Ναούς του νομού Τρικάλων και Γρεβενών.  Στην Αύρα καλαμπάκας (τον Ι.Ν. Αγιου Αθανασίου), στην Αχλαδιά Τρικάλων, στην Μεγάρχη, στο χωριό Θεοτόκος,  σε παρεκκλήσι της Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Αναπαυσά στα Μετέωρα, στην Άνοιξη και στο Καρπερό Γρεβενών.

Το 1974 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Καρδίτσα για να αναλάβει την αγιογράφηση του τρούλου και εικόνων του Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής Σοφάδων  και μέρος του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Σοφάδων.

Τη 10ετία του ΄80  αγιογραφεί στους Ι.Ν.Αγίου Νικολάου Φαρσάλων και Αγίου Κωνσταντίνου & Ελένης στα Γεφύρια Καρδίτσας και σε πολλούς ακόμα ναούς του νομού κάνει τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Λαμβάνει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις με ζωγραφικά έργα, προσωπογραφίες και εικόνες.

Τη 10ετία του ΄90 αναλαμβάνει και αγιογράφεί τον  Ι.Ν.Αγίας Μαρίνας Μαυροματίου δημιουργώντας ένα υπέροχο έργο. Καθαρίζει και  συντηρεί του τρούλου της Ι.Μ. Κορώνης και αγιογραφεί εικόνες στη Μονή. Στη συνέχεια αγιογράφει τους Ι. Ναούς Τιμοθέου & Μαύρας  και  Αγίου Χαραλάμπους στον Βαρνάβα Αττικής,  τα  τέμπλα των Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου, των Αγίων Αποστόλων Κόκκινης Εκκλησιάς και του  Αγίου Νικολάου Καρδίτσας. Το 1995 ο Μητροπολίτης Φθιώτιδας Δαμασκηνός, του επιτρέπει ευχαρίστως να αγιογραφεί σε ναούς και Μονές της Μητρόπολης Φθιώτιδας.

Έως το 2000 αγιογραφεί  τον Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου Οίτης Φθιώτιδας και τον Ι. Ν. Ιωάννου του Προδρόμου Σκάρφειας όπου εκεί κάνει και ένα μεγάλο μέρος συντήρησης  παλαιών εικόνων με θαυμαστό αποτέλεσμα. Στο διάστημα αυτό επίσης βοηθάει τον δάσκαλό του Ι. Καρούσο στην αγιογράφηση του Ι. Ν. Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών. Στέλνει στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως φορητές εικόνες και την προσωπογραφία του Οικουμενικού Πατριάρχη, Βαρθολομαίου. Πολλές εικόνες και ζωγραφικά έργα πηγαίνουν σε  συλλογές   Ελλήνων του εξωτερικού και ανά την Ελλάδα.  Φιλοτεχνεί τα πορτρέτα του Βασιλιά Κωνσταντίνου  και της συζύγου του Άννας – Μαρίας που βρίσκονται στην Αγγλία. Αρκετές εικόνες του βρίσκονται σε  Ορθόδοξους ναούς  στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γενεύη, τις Βρυξέλλες , τη Νορβηγία.  Φιλοτεχνεί τα  πορτρέτα των Μητροπολιτών Φθιώτιδος  Δαμασκηνού και Νικολάου και των Μητροπολιτών της αίθουσας του θρόνου της Ι. Μητρόπολης Φθιώτιδος,. Επίσης του Μητροπολίτη Θεουπόλεως κ. Παντελεήμονος, του Κρήνης & Καλαμαριάς Προκοπίου,  του Γέροντος Αιμιλιανού της Ι.Μ. Σιμωνόπετρας Αγίου Όρους, του Βαρθολομαίου, Ηγουμένου της Ι.Μ. Νέου Εσφιγμένου Αγίου Όρους, του Τρίκκης & Σταγών Σεραφείμ, του Ιερωνύμου Μητρόπολης Μουάνζας.

Το 2000 ξεκινά το μεγαλύτερο έργο της μέχρι τότε καριέρας του. Την αγιογράφηση (τοιχογραφία) του Ι.Ν. Αγίου Κωνσταντίνου & Ελένης στον Άγιο Κωνσταντίνο Λοκρίδος Φθιώτιδας. Έργο που διήρκησε 13 ολόκληρα χρόνια. Μια εξερετικής καλλιτεχνικής αξίας αγιογράφηση, που γεμίζει κατάνυξη τον πιστό που θα έρθει στον ναό να προσευχηθεί. Η δεινότητα της έκφρασης, η απόδοση της πνευματικότητας, η απαλότητα των χρωμάτων  και η Αγιότητα των προσώπων είναι θαυμαστή. Χαρακτηριστικά είχε αναφέρει, πως την εικόνα της πλατυτέρας την οραματίστηκε ακούγοντας τους Χαιρετισμούς. Πολλές παραστάσεις είναι πρωτότυπες, δικης του έμπνευσης. Σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση αυτού του έργου είχε η σύζυγός του Βασιλική, που ήταν η μοναδική βοηθός του.

Το 2012 -΄13 φιλοτεχνεί και κάνει δωρεά τις εικόνες του τέμπλου του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου στη Μουάνζα της Τανζανίας. Στη συνέχεια αγιογραφεί ναΐσκο του Αγίου Γρηγορίου Μετεώρων, τον Ι.Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Ξηρολίμνης Κοζάνης και την Πλατυτέρα στον Ι.Ν. Προφήτη Ηλία Σερρών. Φιλοτεχνεί το πορτρέτο του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Τιμοθέου και των προκατόχων του της αίθουσας του θρόνου. Επίσης στέλνει προσωπογραφία του Ιωάννη Καποδίστρια σε μουσείο της Ρωσίας. Επισκέπτεται πολύ συχνά το Άγιο Όρος και προσφέρει έργα του.

Το 2018-΄19 αγιογραφεί καθίσματα του Αγίου Όρους στην Καψάλα στον Ι.Ν. Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου κατ’ εντολή του Ιερομόναχου Γέροντος Ευθυμίου. Η χαρά του και η ευγνωμοσύνη του στον Χριστό και την Παναγία  για την μεγάλη αυτή τιμή ήταν απερίγραπτη, παρ όλο που πολλές φορητές εικόνες του, κοσμούν αρκετές Μονές του Αγίου Όρους.  Αγιογραφεί για ένα χρόνο περίπου στο Όρος.

Όμως την χαρά και το έργο του ανέκοψε η επάρατη νόσος που τον ανάγκασε να σταματήσει την αγιογράφηση. Η θλίψη του τεράστια αφού δεν μπορούσε να συνεχίσει. Εκοιμήθη στις 16 Ιουνίου 2020, μετά από μακρά και επίπονη δοκιμασία, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένειά του, σε όσους τον αγαπούσαν και στην αγιογραφική τέχνη.

Ο Ιωάννης Γούλας ήταν άνθρωπος απλός, ταπεινός, ευγνώμων, ευαίσθητος, συναισθηματικός, με έμπρακτη αγάπη και δοτικότητα στον πλησίον του, βαθιά πιστός, ευγενής και ντροπαλός καλλιτέχνης.  Η καρδιά του, σαν μικρού παιδιού, άφηνε την αγκαλιά του ανοιχτή να χωρέσει όλους τους ανθρώπους, ακόμα και αυτούς που, αντικειμενικά, του έκαναν κακό. Με τον εαυτό του, όμως, ήταν πάντα πολύ αυστηρός,  σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Πολλές φορές έσβηνε και ξεκινούσε από την αρχή εργα του, που ήταν σχεδόν τελειωμένα. Πάντα πριν ξεκινήσει την κάθε του αγιογραφία έκανε την προσευχή του με μεγάλη ευλάβεια. Ήταν τόσο αφοσιωμένος στο έργο του κατά την διάρκεια της αγιογράφησης, δεν μπορούσε τίποτα να αποσπάσει την προσοχή του. Μπορούσες να συνομιλήσει κανείς μαζί του μόνο στα διαλείμματα του.

Πολλοί μαθήτευσαν δίπλα του, χωρίς κανένα απολύτως οικονομικό όφελος για εκείνον, αφού  η αρχή του ήταν το:

«δωρεάν ελάβετε δωρεάν δότε».

 Μοναδικός καλλιτέχνης, που σεβόταν και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την τέχνη του. Με πίστη, προσευχή, σκληρή δουλειά και κόπο κατάφερε να αφήσει ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό έργο.  Στερώντας από τον εαυτό του, πολυτέλειες και υλικά αγαθά, κατάφερε με την Βασιλική του, να παντρέψει τα παιδιά του και να χαρεί νύφες, γαμπρό και πολλά εγγόνια. Έχαιρε της αγάπης και της εκτίμησης, απλών και επιφανών ανθρώπων, ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης.

Αντί μνημοσύνου στον αγαπημένο μου δάσκαλο.

Αιωνία η μνήμη.