Ιβάν Τουργκένιεφ (1818-1883)

21 Σεπτεμβρίου 2020
Turgeniev

Ο Ιβάν Τουργκένιεφ σε ελαιογραφία του Ιλιά Ρέπιν, 1876. (πηγή: wikipedia)

Συμπληρώνονται φέτος 130 χρόνια από τον θάνατο του Ρώσσου συγγραφέα Ιβάν Σεργκέγιεβιτς Τουργκένιεφ (Тургенев, Иван Сергеевич). Έτσι το παρόν σημείωμα είναι αφιερωμένο στην μνήμη του.

Ο Ιβάν Τουργκένιεφ γεννήθηκε στο Οριόλ στις 28 Οκτωβρίου 1818 και πέθανε κοντά στο Παρίσι στις 3 Σεπτεμβρίου 1883.

Είναι βέβαιο ότι η οικονομική του άνεση τον βοήθησε να σπουδάσει στήν Αγ. Πετρούπολη και στο Βερολίνο, να ταξιδέψει στο εξωτερικό και να ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι, και ασφαλώς να δημοσιεύσει χωρίς προβλήματα όλα τα έργα του. Επίσης είναι προφανές ότι έζησε μία ζωή αρκετά διαφορετική από την αυτήν που έζησε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, με τόν οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Αλλά ο Τουργκένιεφ βρέθηκε σε ρήξη και με τον άλλον γίγαντα της Ρωσσικής Λογοτεχνίας, τον Λέοντα Τολστόι.

Μεταξύ των έργων του Τουργκένιεφ ξεχωρίζουν, κατά την γνώμη μου, «Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου» (1850), «Τα σημειώματα ενός κυνηγού» (1852), «Πατέρες και παιδιά» (1862), ο «Ρούντιν» (1856), ο «Καπνός» (1867) και ο«Χερσότοπος» (1877).

Στα περισσότερα εξ αυτών ο Τουργκένιεφ ασχολείται με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της Ρωσσίας, αν και παρακολουθούσε τις εξελίξεις σ’ αυτήν εκ του μακρόθεν, καθώς και με ζητήματα των ανθρωπίνων σχέσεων. Γενικώς θεωρείται ότι ενώ η νεολαία ανταποκρινόταν θετικά στις προσεγγίσεις του Τουργκένιεφ, η ρωσσική Intelligentsia διέκειτο, πολλές φορές, προς αυτές αρνητικά.

Τα περισσότερα έργα του Τουργκένιεφ έχουν μεταφραστεί στήν ελληνική. Αλλά στο επετειακό σημείωμά μου προτίμησα να αναφερθώ σε δύο αφηγήματα του Τουργκένιεφ τα οποία είναι δύσκολο, νομίζω, να βρει πλέον ο αναγνώστης.

Το πρώτο εξ αυτών είχε μεταφρασθεί υπό την επιγραφή «Προ της λαιμητόμου» και είχε εκδοθεί σε μετάφραση Σπ. Φραγκόπουλου από την «Φιλολογική κυψέλη» στην Αθήνα. Καταγράφει μία δημόσια εκτέλεση ενός καταδίκου, ενώ στο τέλος του αφηγήματος ο Τουργκένιεφ διερωτάται: «Με ποίον δικαίωμα παρέχονται θεάματα τοιαύτα;». «Διατί να διατηρούνται βάρβαρα μεσαιωνικά έθιμα;» (σ. 58). Και τέλος: «Που είναι ο περίφημος εκείνος «ηθικός σκοπός» των θανατικών εκτελέσεων, τον οποίον τόσες φορές διέψευσαν τα γεγονότα;» (σ. 59).

Το δεύτερο αφήγημα επιγράφεται «Σενίλια» (= γεροντικά) και είχε εκδοθεί σε μετάφραση Ελ. Κυριακίδου το 1954 στήν Αθήνα. Εδώ ο αναγνώστης θα δει μία διαφορετική γραφή του Τουργκένιεφ, ο οποίος εκφράζει την αγάπη του για την Ρωσσία (σσ. 17-20), ισχυρίζεται ότι «η αγάπη είναι πιο δυνατή και από τον θάνατο» (σ. 26), μιλάει για την «αηδία που προξενεί η αυταρέσκεια» (σ. 49), ενώ καταθέτει την άποψη ότι «ένα τέτοιο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που μοιάζει μ’ όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα είναι το πρόσωπο του Χριστού» (σ. 59).

Ανεξαρτήτως των πολιτικών τοποθετήσεων του που πολλές φορές δεν είναι σαφείς, της ρήξεώς του με τους μεγάλους της Ρωσσικής Λογοτεχνίας, του κοσμοπολιτισμού του που δεν συνδυάζεται πάντοτε με την ορθή γνώση των ρωσσικών πραγμάτων, ακόμη και του ασταθούς χαρακτήρα του, ο Ιβάν Τουργκένιεφ κατατάσσεται αναμφιβόλως μεταξύ των σπουδαίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.