Σημεία του νεοελληνικού πνευματικού βίου
29 Σεπτεμβρίου 2020«Που εισι τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε, α έδειξας τη ψυχή ημών εν τη αληθεία σου; Μνήσθητι του ονειδισμού και του μόχθου των δούλων σου» ( Ψαλμ. πη´ 50-51).
Τα παρόντα και τα μελλούμενα, τα διαδραματιζόμενα και τα προσδοκώμενα, οι εμπειρίες και τα βιώματα των λαών της γης, μου δίνουν την αφορμή να διατυπώσω, ως πρ-βληματισμό και συμμετοχή στην ζωή του κόσμου, κάποιες σκέψεις με σεβασμό και συναντίληψη προς όλα τα πρόσωπα που ε-χουν επιφορτισθεί με την βαρειά ευθύνη της κεντρικής πολιτικής διοικήσεως, της Πολιτείας, και της φροντίδας του βίου των Τοπικών Εκκλησιών, πρόσωπα που καλούνται να καλλιεργήσουν μια «πρωτοχριστιανική προσδοκία» για τα θέματα του βίου σε έναν κόσμο που συνειδητά, ασυνείδητα, απεγνωσμένα, εναγώνια, υπομονετικά, καρτερικά, εν μέσω καύματος και γη ερήμω και ανύδρω, εν μέσω θλίψεων και πειρασμών, εν μέσω δοκιμασίας και ζάλης, αγωνίζεται να διακρατήσει την ελπίδα και αναζητά την αλήθεια.
Είχα πολύ μεγάλο λογισμό εάν δημοσιεύσω τις παρούσες σκέψεις και τις μοιρασθώ μαζί σας. Μου έδωσε δύναμη ένα θεολογικό σχόλιο του μεγάλου διδασκάλου Ιωσήφ Βρυέννιου που γράφει: « Εστί κακή ομόνοια, και καλή διαφωνία· εστί σχισθήναι καλώς, και ομονοήσαι κακώς· οις γαρ η φιλία απωλείας πρόξενος, τούτοις το μίσος αρετής υπόθεσις γίνεται· και κρείσσων εμπαθούς ομονοίας, η υπέρ απαθείας διάστασις· καλόν το ειρηνεύειν προς πάντας, αλλ᾿ ομονοούντας προς την ευσέβειαν· η γαρ ειρήνη μετά μεν του δικαίου και πρέποντος, κάλλιστόν εστι κτήμα και λυσιτελέστατον, μετά δε κακίας, η δουλείας επονειδίστου, πάντων αίσχιστόν τε και βλα-βερώτατον. Επεί ουδείς δύναται κτήσασθαι την αγάπην των πονηρών και κακών, χωρίς κακίας και πονηρίας· μεγάλη δε αρετή του δικαίου, όταν έχη τους του Θεού εχθρούς, εχθρούς· και τους αυτού φίλους, φίλους· ώσπερ μεγάλη κακία αμαρτωλού, όταν τους του Θεού φίλους έχη εχθρούς, και τους εχθρούς αυτού φίλους»[1].
Παίρνω, λοιπόν, κουράγιο από τον λόγο αυτό, αλλά και από τις δικές σας αγωνίες, να κάνω μία κουβέντα με τον εαυτό μου και σας, φίλους, αδελφούς, ιερείς, γεροντάδες, μοναχούς, μοναχές, απλούς πιστούς, οικείους στην πίστη σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Η επικοινωνία αυτή γίνεται με χαρμολύπη, με μια αγωνιώδη αναζήτηση της ελπίδας. Ψάχνω μέσα μου να βρω και συζητάω με τον εαυ-το μου την αιτία που αισθάνομαι έτσι. Βρίσκω πολλές αιτίες, αλλά δεν μπορώ να βρω την πηγή των αιτίων, γιατί είμαι αδύναμος και αρχάριος και δεν έχω προκόψει στην μετάνοια. Νιώθω, ίσως γιατί εγώ είμαι ολιγόπιστος, την φτώχεια και αποτυχια του καλούμενου νεοελληνικού πνευματικού βιου που είτε θέλουμε είτε όχι επηρεάζει την καθημερινή πραγματικότητά μας, τις επιδιώξεις μας, τις συμπεριφορές μας, τα κριτήριά μας, τις προτεραιότητές μας, τις ανάγκες μας, τις αξιόμισθες απαιτήσεις μας, το ήθος της πολιτικής εξουσίας, το φρόνημα της ποιμαντικής τέχνης. Γράφω, γιατί ίσως ψάχνω την Εκκλησία που δεν φοβάται τον θάνατο και θέλω να με τραβήξει από το χέρι, όπως ο Χριστός τον Αδάμ, για να εκβάλλει από την ψυχή μου τον φόβο που φωλιάζει. Γράφω, γιατί ίσως ως άνθρωπος και πολίτης του κόσμου (όχι άποικος) θέλω μια Εκκλησία να μην είναι εγκλωβισμένη στα χαρακώματα και να έχει εμπιστοσύνη στην ευαγγελική δύναμή της. Γράφω με το θάρρος που μου δίνει αυτό που έζησα παιδί στην Εκκλησία: ότι το παιδί, καμιά φορά, λόγω της σχέσης του με τον Πατέρα, απευθύνεται προς Αυτόν με μια «επαινετή αυθάδεια», για να εκφράσει το παράπονό του. Και αυτό για τον καθένα μας είναι η μεγάλη χάρη, χαρά και ελευθερία στην Εκκλησία: να απευθύνουμε στον Πατέρα μας την ικεσία μας, την προσευχή μας, την κραυγή μας.
Στο σημείο αυτό καταθέτω από την καρδιά μου ένδακρυς, ότι νιώθω την ανάγκη να αφιερώσω αυτές τις ταπεινές σκέψεις σε όλους εκείνους, και ιδιαίτερα τους νέους γονείς που κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι τα οδηγούν άφοβα και ελεύθερα στον ναό, για να εκκλησιασθούν και να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού μας. Είναι για εμάς τους ποιμένες ένα πολύ δυνατό μάθημα πίστης, ολοκληρωτικής αυτοπαράδοσης της ζωής στα χέρια του Θεού, εμπιστοσύνης στον Πατέρα μας.
Ο τρόπος που λαός και κλήρος σε πανορθόδοξο, και όχι μο-νο, επίπεδο, ακόμη και επιστημονικός κόσμος, διαχειρίσθηκε το θε-μα των «κεκλεισμένων θυρών» των ναών και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας λόγω του covid 19, έχει καλλιεργήσει μία παραφιλολογία αρμαγεδώνος, αφού το μυστήριο της ανομίας[2] ήδη ενεργείται στον κόσμο και η Εκκλησία δεν παύει να πορεύεται προς τα έσχατα. Σήμερα η υπακοή στο θέλημα του Θεού με έναν αυθαίρετο και υβριστικό τρόπο έχει αντικατασταθεί από την ανάδειξη του θελήματός μας που είναι τόσο έντονη και θορυβώδης όσο πιο μεγάλη ει-ναι η εξουσιαστική τάση και η φιλοδοξία μας. Έχουμε διαχωρίσει τον εκκλησιαστικό βίο, αλλά και τους πιστούς ως πολίτες, σε κομμάτια- τμήματα- κατηγορίες- ομάδες- οπαδούς- θιασώτες- εμείς και οι άλλοι (υπερβαίνουμε στην φαντασία την θεωρία των Κλάδων των Προτεσταντών) και απα-ξιώνουμε την υπακοή στην εκκλησια-στική ζωή (αποσυνδέοντες την υπακοή από την άσκηση και την αγάπη).
Κάποτε η Εκκλησία κανόνιζε με αγάπη, διάκριση, οικονομία και παιδαγωγική τα θέματά της, είχε την δυνατότητα να προσλαμβάνει τα συμβαίνοντα στον ιστορικό της περίγυρο και συνοδικώς, εν αγίω Πνεύματι, να αποφασίζει. Οι Κανόνες ακτινοβολούν την συνείδηση της επίγειας Εκκλησίας ως του προεκτεινομένου στην ιστορία της σωτηρίας αιωνίου ιστορικού «σώματος Χριστού», το οποίο συγκροτείται από την μυστική ενέργεια του αγίου Πνεύματος και τρέφεται από την όλη μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σω-ματος, με επίκεντρο την Θεία Ευχαριστία. Το άγιο Πνεύμα βεβαιώνει πάντοτε την αδιάκοπη παρουσία του Χριστού στην επίγεια Εκκλησία Του, καθιστά προσιτή στην επίγεια Εκκλησία την αλήθεια της εν Χριστώ θείας αποκαλύψεως με την όλη μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος, προφυλάσσει την επίγεια Εκκλησία από καιρικές υποκειμενικές ουτοπίες ή και ανέρειστες εσχατολογικές συγχύσεις, με την συνοδική αυθεντία των διαδόχων των Αποστόλων στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής, διασφαλίζει την αυθεντικότητα της απόλυτης αληθείας της πίστεως κατά την σύνδεσή της με τα σχετικά ιστορικά εκκλησιαστικά σχήματα, μετασχηματίζει την ιστορική αλήθεια για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού σε ιστορική αλήθεια της επίγειας Εκκλησίας, διατηρεί στην επίγεια Εκκλησία την αυθεντική ισορροπία μεταξύ συνέχειας και εκσυχρονισμού του λυτρωτικού της μηνύματος και οδηγεί την επίγεια Εκκλησία στην εσχατολογική εκπλήρωση της υψίστης πνευματικής αποστολής της στην ιστορία της σωτηρίας.
Αυτό όμως, η βίωση δηλαδή του λόγου «έδοξε τω αγίω Πνεύματι και ημίν», προϋποθέτει μια καθαρή εκκλησιολογία, μια θεολογία με πίστη, ευχαριστιακή διάθεση, ήθος και φρόνημα. Τι φταίει που σήμερα η υπακοή στην Εκκλησία αμφισβητείται;
Ο μεγάλος πειρασμός της εξουσίας και της αυτοδικαίωσης που η Ορθόδοξη Εκκλησία πληρώνει σήμερα, και με κλονισμένη την ενότητά της, μας καλεί όλους να ξαναδούμε τι είναι Εκκλησία, να ανακαλύψουμε και να εγγίσουμε τον Χριστό των Ευαγγελίων. Μιλάμε συνήθως για την Εκκλησία με έναν τρόπο τέτοιο που ομοιάζει με τον λόγο των δυτικών σχολαστικών θεολόγων. Η χριστιανική Δύση έχει πληρώσει πολύ ακριβά το τίμημα αυτής της θεολογίας στην σχέση της Εκκλησίας με την αποστολή και τον κόσμο της. Και εμείς το έχουμε πληρώσει και βιώσει πικρά. Εκκλησιολογικές απόψεις ακόμη και ορθοδόξων θεολόγων έχουν εισάγει επικίνδυνες θεολογικές συγχύσεις όχι μόνο για την οντολογική ταυτότητα της φύσεως της Εκκλησίας, αλλά και για την ερμηνεία της άρρηκτης σχέσεως Χριστού και επίγειας Εκκλησίας στο όλο μυστήριο της εν Χριστώ θείας οικονομίας, όπως συνάγεται από τις γνωστές θεολογικές και τις εκκλησιολογικές συνέπειες στην θεολογία της Εκκλησίας της Δύσεως μετά το σχίσμα του ΙΑ΄ αιώνα (1054) [3]. Νομίζουμε ότι θεολογικά στην Ελλάδα δεν επηρέασε τον εκκλησιαστικό βίο και την νοοτροπία μας ο διαχωρισμός των Ιερών Κανόνων σε πνευματικούς και διοικητικούς, που διαχώριζε έτσι Εκκλησία και Ευχαριστία; πνευματικότητα και διοίκηση; Ή πιστεύουμε ότι οι συνέπειες μιάς τέτοιας εκκλησιολογίας δεν αλλοίωσαν αρνητικά το ορθόδοξο φρόνημα και δεν πλήγωσαν το σώμα της Εκκλησίας;
Στο σημείο αυτό θεωρώ πολύ σημαντικό να συνδέσω την ενότητα της Εκκλησίας με την Θεία Ευχαριστία. Είναι εύλογη η απορία για την συστηματική αποφυγή από την πλευρά μεγάλων ορθο-δόξων θεολόγων οποιασδή-ποτε αναφοράς στους λόγους του Κυρίου («Τούτό μου εστι το σώμα,… Τούτό μου εστι το αίμα…»), αφ’ ενός μεν γιατί σε αυτούς χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον Ιδρυτή της Εκκλησίας ο άρτος και ο οίνος ως σώμα και αίμα Χριστού, αφ’ ετέρου δε γιατί η άμεση ένταξή τους από τους Αποστόλους στο επίκεντρο της όλης τελετουργίας του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας εξέφραζε την ομόφωνη αποστολική παράδοση για την οντολογική ταύτιση τόσο του ευχαριστιακού, όσο και του εκκλησιαστικού σώματος με το ένα και μοναδικό αιώνιο ιστορικό σώμα του Χριστού, «ο εστιν η Εκκλησία»[4]. Υπό το πνεύμα αυτό, η Θεία Ευχαριστία προβλήθηκε πάντοτε ως ο κύριος και αμετάθετος τόπος όχι μόνο μιάς εμπειρικής βιώσεως από τους πιστούς με ορατό τρόπο της εν Χριστώ ενότητας του τοπικού εκκλησιαστικού σώματος, αλλά και της αισθητής βεβαιώσεως της ενότητας της Εκκλησίας σε τοπική, περιφερειακή και οικουμενική προοπτική. Συνεπώς, η οποιαδήποτε αποσύνδεση της ιδιότητας αυτής της Εκκλησίας από το αι-ώνιο ιστορικό σώμα του Χριστού ή από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, το οποίο αποτελεί τον εσώτατο σκληρό πυρήνα της όλης μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, οδηγεί πάντοτε σε μία εσφαλμένη ερμηνεία όχι μόνο της οντολογικής ταυτότητας της Εκκλησίας, αλλά τελικώς και της πνευματικής της αποστολής, με την αναπόφευκτη μάλιστα απώλεια και της άρρηκτης εσωτερικής της ενότητας[5].
Στην Θεία Ευχαριστία, την «συγκεφαλαίωση της όλης Θείας Οικονομίας»[6], πραγματοποιείται η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και συγχρόνως αποκαλύπτεται η φύση και ο χαρακτήρας του μυστηρίου της Εκκλησίας, ως μυστηρίου θεανθρωπίνης κοινωνίας. «Ημάς δε πάντας τους εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχοντας……»[7].
Αυτά που συμβαίνουν σήμερα, και με την εφαρμογή διαφόρων μέτρων (δεν είναι μόνο αυτά), έχουν ένα μεγάλο κόστος: την απώλεια της κοινωνίας, της σύναξης, της σχέσης. Ακόμη και σε καθημερινό πανανθρώπινο επίπεδο δεν επιτρέπεται η συνάθροιση ή η συνέλευση για καμία ανθρώπινη δραστηριότητα: την οικογένεια, το σχολείο, το παιχνίδι, την διεκδίκηση δικαιωμάτων, την διαμαρτυρία, τον πολιτισμό, την αγορά, την εργασία, το ταξίδι, το προσκύνημα, τον περίπατο, την άθληση, την κοινωνική επίσκεψη, το ανθρώπινο χάδι, την ανθρώπινη αγκαλιά, την συμμετοχή στην λύπη και στην χαρά του άλλου. Είναι δυνατόν όλα αυτά να αφήνουν τον άνθρωπο ανεπηρέαστο; Δεν συνδέεται όλη αυτή η μερική καθημερινότητα και στέρηση με την καλλιέργεια του εσωτερικού του κόσμου και την ισορροπία του; Πολύ δε περισσότερο στον εκκλησιαστικό βίο όλα αυτά καλλιεργούν μια τάση που θεωρεί τον εκκλησιασμό και την συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή ως πράξη που αφήνεται αποκλειστικά στην ατομική επιθυμία εκάστου, την ευσέβεια και την προετοιμασία. Οι ισχυρισμοί δε όλων εκείνων που υπερασπίζονται τα μέτρα με πάθος και μια εχθρική διάθεση προς την Εκκλησία είναι φυσιολογικοί, διότι είναι επηρεασμένοι από το δυτικό πνεύμα και έχουν την προτεσταντική αντίληψη ότι κάθε ένας πιστός έχει με τον Θεό ιδιωτικές σχέσεις που αποσκοπούν στον εξαγιασμό μεμο-νωμένων Xριστιανών και όχι στην οικοδομή του σώματος της Εκκλησίας. Η καλύτερη απόδειξη αυτού είναι η ολοκληρωτική παραγνώριση της Θείας Κοινωνίας ως μιάς πράξεως για όλους[8]. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο στην εκκλησιαστική ιστορία το γεγονός ότι πάντοτε οι αιρετικοί προσπαθούν να κλονίσουν με την διδασκαλία τους το μυστήριο της κοινωνίας και της σχέσεως των Προσώπων της Τριαδικής Θεότητος.
Οι Αρειανοί και μάλιστα οι Ευνομιανοί, έθεσαν το ζήτημα στους Ορθοδόξους αν ο Υιός είναι δηλωτικός της ουσίας ή της ενέργειας του Θεού: Εάν οι Ορθόδοξοι έλεγαν, ότι είναι δηλωτικός της ουσίας, τότε δεν θα μπορούσαν να Τον διακρίνουν από τον Πατέρα. Εάν έλεγαν, ότι είναι όνομα ενεργείας, τότε κινδύνευαν να δεχθούν, ότι πρόκειται για κτίσμα. Μπροστά στην πίεση αυτή ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον τρίτο θεολογικό του λόγο, τονίζει με έμφαση, ότι ο Υιός δεν είναι ούτε ουσίας ούτε ενεργείας όνομα, αλλά όνομα σχέσεως[9].
Αλλά ακόμη και αυτοί που αγνοούν βιωματικά ή απορρίπτουν τις κοινωνικές διαστάσεις της ευχαριστιακής θεώρησης του κόσμου, καλούνται να προβληματισθούν εάν η ανθρώπινη ζωή μπορεί να υποταχθεί στην προαναφερόμενη απώλεια της κοινωνίας, της σύναξης, της σχέσης. Κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος κατανοεί ότι δεν αναφέρομαι στην τήρηση των μέτρων για την διασφάλιση του αγαθού της δημόσιας υγείας. Όλοι καλούμεθα να συνειδητοποιήσουμε, ως πολίτες, την πρσωπική μας ευθύνη και να διαφυλάξουμε την υγεία μας και την υγεία των συνανθρώπων μας. Αναφέρομαι σε όλους εκείνους που είτε αυτή η κατάσταση τους βολεύει να καλλιεργούν μια ατομική σχέση με τον Χριστό με κανόνες ιδιωτικού δικαίου για την υπακοή και την ενότητα στην Εκκλησία, είτε από ιδεοληψία καλλιεργούν την ιδιωτικοποίηση του εκκλησιαστικού βίου θεωρούντες ότι έτσι είναι πιο εύκολο να αποδυναμώσουν την αυτοσυνειδησία των ανθρώπων, για να τους «γεμίσουν με την εξουσία τους». Η άνομη αυτή νοοτροπία, που «μελετά κενά»[10] και «καταδικάζει την ζωή»[11], ξανασταυρώνει Τον του νόμου Ποιητή, τον ξαναστήνει στο βήμα του Πιλάτου κραυγάζοντας «σταύρωσον» και απαιτεί επιτακτικά «να ασφαλισθεί ο τάφος…μήποτε ελθόντες οι μαθηταί Αυτού νυκτός, κλέψωσιν αυτόν, και είπωσιν τω λαώ, ηγέρθη από των νεκρών»[12].
Οι Μυροφόρες βρήκαν τον λίθο του μνήματος αποκυλισθέντα και άκουσαν τον Άγγελο να τους λέγει: «Τον εν φωτί αιδίω υπάρχοντα, μετά νεκρών τι ζητείτε ως άνθρωπον; Δράμετε και τω κόσμω κηρύξατε, ως ηγέρθη ο Κύριος»[13]. Η Εκκλησία, που ζει την χαρά του Πάσχα, καλείται «κράζουσα, μνήσθητι και ημών, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», όσο ποτέ άλλοτε να υπερασπισθεί την έννοια της σύναξης και της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, αφού αγκαλιάζει ψυχοσωματικά και οντολογικά τον άνθρωπο. Δεν είμαστε, δυστυχώς, ώριμοι και έτοιμοι να ξαναμετρήσουμε την γνησιότητα και την αυθεντικότητα των κριτηρίων μας για κάθε εκκλησιαστική δραστηριότητα που αφορά την παρουσία μας στον κόσμο, να προβληματι-σθούμε για την αυθεντικότητα της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας και της αλήθειας μας. Προκειται για την εισβολη του φρονηματος της εκκοσμικευσης στην Εκκλησια, μιάς ζωής δηλαδή χωρίς ευχαριστιακό ήθος, με την οποία σβηνεται η πνοη και ενεργεια του Αγιου Πνεύματος και αντικαθισταται με το ανθρωπινο θελημα και την ανθρωπινη δραστηριοτητα.
Όταν ο ορθόδοξος κόσμος σήμερα βιώνει σε διορθόδοξο επίπεδο τα αποτελέσματα
- μιάς εξουσιαστικής λογικής αντί της διακονίας,
- μιάς κυριαρχίας αντί της θυσίας,
ενός ελλείματος θεολογικού λόγου και ευχαριστιακού ήθους, - μιάς διαλεκτικής που υποτάσσει τον Θεό στην δημιουργία,
- μιάς θεολογίας που διαχωρίζει το ήθος από το δόγμα,
- μιάς απολυτοποιήσεως του ανθρωπίνου έναντι του ευαγγελικού λόγου,
- μιάς ζωής που έχει εκπέσει από το ασκητικό ήθος,
- μιάς πραγματικότητας ενός εκκοσμικευμένου μοναχισμού[14],
- μιάς κοινωνικής δραστηριότητας που υποκαθιστά την ελεημοσύνη,
- μιάς υποκρισίας που με θρασύτητα και αναίδεια αναιρεί την ειλικρίνεια του προσώπου,
- μιάς δικανικής αντιλήψεως για την συγχώρεση και την μετάνοια,
- μιάς διπλωματικής διαλεκτικής αντί της παρρησίας και της διακρίσεως,
- ενός υφέρποντος εθνοφυλετισμού,
- μιάς διαθέσεως αποκλείσεως του άλλου (ακόμα και από τον παράδεισο),
η κατάσταση αυτή όχι μόνο τραυματίζει πολλές ταπεινές ψυχές, αλλά και αναδεικνύει την απολυτοποίηση κτιστών διεργασιών που απαιτούν επικαιρικές συμμαχίες ή σύμπραξη με τις εξουσίες του κόσμου. Και, επειδή η αγάπη έχει φυσικό ιδίωμα να κοινοποιεί τα των φίλων κατά την παροιμία «τα των φίλων κοινά», που είναι η θεολογία, -εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς[15]- όταν μάλιστα διαχειρίζεσαι τους λαούς με την λογική να προσπαθείς να τους «πείσεις» για την αγάπη του Θεού;
Τα ρήματα «πείθω», «πρέπει» και «οφείλω» είναι τρεις εκφράσεις που βοηθούν τα της παιδαγωγικής. Όμως το μυστήριο της ζωής, του εκκλησιαστικού, πολιτικού και κοινωνικού βίου δεν μπορεί, δεν δύναται να εξαντληθεί ούτε στον «καθωσπρεπισμό», ούτε στις συμβατικές τυπικότητες, ούτε στις επιδερμικές σχέσεις, ούτε στην λογική της «επιδοματικής πολιτικής». Πολύ δε περισσότερο η σχέση με τον Θεό, τον ίδιο μας τον εαυτό και τους άλλους (τους αδελφούς μας), που είναι απόλυτα προσωπική, μυστική, καρδιακή, ευχαριστιακή, δεν δύναται να υποταχθεί στην λογική μιάς στείρας δεοντολογίας ξένης προς την αλήθεια της οντολογικής υπάρξεως και του ανθρωπίνου προσώπου.
Έτσι, εμπνεόμενος από τον λόγο των Γραφών και τα ασκητικά αποφθέγματα, προσπάθησα, για να ξαναζήσω προσωπικά μαζί με σας, τους αναγνώστες, αυτό που είναι η ελπίδα, η αναύπαση και η παρηγορία μας, το γεγονός δηλαδή ότι το Πανάγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος, αναπληροί τα ελλείποντα και θεραπεύει τα ασθενή στον προσωπικό μας καθημερινό αγώνα, όταν αίρομε, με φόβο Θεού και ελπίδα Χριστού, τον σταυρό μας, να επισημάνω, πέρα από το «πείθω», το «οφείλω» και το «πρέπει», συμπεριφορές και καταστάσεις, τακτικές και στάσεις που πολλές φορές μας στεναχωρούν και μας θλίβουν πολύ περισσότερο γιατί γίνονται στο όνομα του Θεού, ακόμη και στο όνομα της δημοκρατίας, και επηρεάζουν τις σχέσεις μας με αδελφούς, ποιμενόμενους, πολίτες.
Όταν εξουσιάζεις, διακονείς.
Όταν διαλέγεσαι, αληθεύεις.
Όταν θεολογείς, ταπεινώνεσαι.
Όταν πονάς, δεν επιτίθεσαι.
Όταν διαφωνείς, δεν προσβάλλεις.
Όταν συμβουλεύεις, δεν κοροιδεύεις.
Όταν συμφωνείς, δεν καυχάσαι.
Όταν παραπονείσαι, δεν μεμψιμοιρείς.
Όταν διδάσκεις, δεν ενοχοποιείς.
Όταν πειράζεσαι, προσεύχεσαι.
Όταν αδικείσαι, υπομένεις.
Όταν λοιδορείσαι, συγχωρείς.
Όταν οργίζεσαι, δακρύζεις όχι με το άχαρο δάκρυ της κενοδοξίας.
Όταν λαθέψεις, ζητάς συγγνώμη.
Όταν γίνεται θόρυβος, σιωπάς.
Όταν φοβάσαι, αγαπάς.
Όταν κλαίς, ατενίζεις τον Σταυρό.
Ο κόσμος «πεινάει» και «διψάει». Ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, καιροφυλακτεί. Χάνονται ζωές! Θρηνούμε ψυχές! Η αγιοτόκος αυτή Πατρίδα, η Ελλάδα μας, με τόσους Αγίους, Αποστόλους, Πατέρες, Ομολογητές, Όσιους, Ασκητές, Μάρτυρες και Νεομάρτυρες, διεφύλαξε την πατρώα πίστη και ευσέβεια, την πατερική διδασκαλία και παράδοση, την ελληνική ιδιοπροσωπεία και αυτοσυνειδησία, την γλώσσα και τον πολιτισμό, με θυσίες, αίμα, διδαχή, λειτουργική ζωή, ευσέβεια, φόβο Θεού. Η Εκκλησία καλείται σε αυτούς τους καιρούς να καταθέσει, με προφητική ανησυχία και ποιμαντική εγρήγορση, την αγωνία της για τα συμβαίνοντα, για τα προβλήματα του κόσμου, τις σύγχρονες προκλήσεις, να εκφράσει θεολογικό λόγο για την ελπίδα που έχουμε στην καρδιά μας, να καλλιεργήσει το όραμα για μια ζωή πιο φωτεινή και συναρπαστική γεμάτη από την χάρη του Θεού, να μας εμπνεύσει τι είναι να πεθαίνουμε και να ξαναγεννιόμαστε καθημερινά εν Χριστώ, να κηρύξει την μεγάλη χαρά του Πάσχα, να ξεδιπλώσει στην ιστορία την δύναμη της Ανάστασης. Ιστορικά δε καλείται και πάλι, μαζί με την Ελληνική Πολιτεία και την χριστιανική Ευρώπη, σε έναν κόσμο, όπου υπάρχει α) η πρόκληση να ξεχνάμε ή να αγνοούμε σε υπερθετικό βαθμό την ιστορία, και β) η ραγδαία διάδοση των προκλητικών προ-τάσεων της παγκοσμιοποιήσεως, να διαχειρισθεί την ευθύνη της επανάκτησης του συλλογικού μας παρελθόντος, που έπρεπε να είναι μεταξύ των πρώτων μας σχεδιασμών, όπως θα έλεγε και ο Umberto Eco.
Αξίζει, η Ορθόδοξη Εκκλησία απανταχού της γης και της οικουμένης, να μας διδάξει όλους, με όποιο κόστος για τον καθένα, ότι ο άνθρωπος, για να ζήσει, καλείται να επιλέξει να παραμείνει άνθρωπος και όχι βαδίζον δείγμα!