Από την Σαμψούντα του Πόντου στην Ψηλή Ράχη Δράμας

30 Οκτωβρίου 2020

Η Παρθένα, από την Ψηλή Ράχη, του εμπιστεύτηκε την ιστορία της δικής της οικογένειας, των δικών της ανθρώπων, την οποία κατέγραψε υπό τύπου ημερολογίου στα φύλλα ενός απλού σχολικού τετραδίου, μ’ όλα τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, που επέτρεπε η ολιγογραμματοσύνη της.

Ίσα-ίσα αυτό το εκτίμησε περισσότερο ο Σταύρος. Αφού τα μελέτησε, ζήτησε επιπλέον διευκρινίσεις και πληροφορίες για τ’ αναφερόμενα στην «ιστορία» της. Εκείνη πρόθυμη απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις του και τον εξουσιοδότησε να χειριστεί τα γραφόμενά της, όπως εκείνος νομίζει καλύτερα.

***

Η ιστορία είναι συγκλονιστική. Αρχίζει με τη μητέρα της Σοφία, που γεννήθηκε στο χωριό Σερμπετλού, κοντά στην Αμισό (Σαμψούντα) του Πόντου.

Οι γονείς της Σοφίας: Κωνσταντίνος και Δέσποινα Καραπογιουκλίδη απόκτησαν συνολικά 8 παιδιά, την Κυριακή, την Μαρία, την Παρασκευή, τον Χαράλαμπο, τον Βάνια, τον Λάζαρο, τον Ιάκωβο και τη Σοφία, (είναι η μητέρα της Παρθένας, η μικρότερη των 8 αδελφών)

Απ’ όλους αυτούς, άλλοι χάθηκαν στις εξορίες, άλλοι δολοφονήθηκαν από τις ορδές του Τοπάλ Οσμάν.

Η Παρθένα θυμάται από διηγήσεις της μητέρας τους Σοφίας, ότι η αδελφή της Παρασκευή (και θεία της Παρθένας) παντρεύτηκε ένα συγχωριανό της Γιώργο και αμέσως μετά το γάμο τους έφυγαν για την εξορία, όπου δυστυχώς αυτός δεν άντεξε και πέθανε. Της ήταν άγνωστο, τί επακολούθησε.

Η Σοφία τότε στα τρομερά γεγονότα του Πόντου, 9-10 ετών κοριτσάκι, γλίτωσε από τις σφαγές, ακόμη και νηπίων ή από τις φλόγες των σπιτιών του χωριού τους, που τα πυρπόλησαν οι ορδές των βαρβάρων, αφού προηγουμένως άρπαξαν από αυτά ό,τι πολύτιμο βρήκαν.

Την ώρα που οι βάρβαροι ήσαν απασχολημένοι με τις αρπαγές και την πυρπόληση των σπιτιών, μερικά μικρά παιδιά, μαζί τους και η Σοφία, κρύφτηκαν σ’ έναν απόμερο μισογκρεμισμένο κι εγκαταλειμμένο στάβλο-αχυρώνα σε μικρή απόσταση από το τελευταίο σπίτι του χωριού.

Την ίδια ώρα που ήσαν κρυμμένα τα λιγοστά αυτά παιδιά, εξολοθρεύονταν στο κέντρο του χωριού, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι, που τους είχαν συγκεντρώσει στην εκκλησία και στο σχολείο. Όλοι τους βρήκαν τραγικό θάνατο, αθώα θύματα της εγκληματικής βαρβαρικής και αδιανόητης πράξης των Τούρκων.

Κάποτε αποχώρησαν από το χωριό φορτωμένοι μ’ ό,τι πολύτιμο βρήκαν. Κανείς δεν έμεινε ζωντανός. Συνέχισαν το δρόμο τους γι’ αλλού, όπου θα επιτελούσαν εκ νέου το … «μωαμεθάρεστο» έργο τους, σκοτώνοντας, καίγοντας, βιάζοντας και αρπάζοντας, έχοντας και τη συνείδησή τους -αν είχαν- ήσυχη, ότι επιτέλεσαν το καθήκον τους για την πίστη και την πατρίδα τους!..

Τα παιδάκια του αχυρώνα, χωρίς να γνωρίζουν την έκταση του δράματος και τον χαμό των δικών τους, περίμεναν κρυμμένα και υπομονετικά εκεί μέσα, ακούγοντας μόνον την αναπνοή τους.

Κάποια στιγμή, ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα ησυχίας, που τη διέκοπταν μόνο οι θόρυβοι από τις στέγες και τα ντουβάρια των πυρπολημένων σπιτιών, που κατέρρεαν και η έντονη μυρωδιά των κομμένων, που απλωνόταν παντού, μαζί με τους αποπνικτικούς καπνούς, μια τρεμάμενη με λυγμούς φωνή, λες κι ερχόταν από τον άλλο κόσμο, ακούστηκε να λέει:

-Έι, Χριστιανοί! Έι Έλληνες! Υπάρχει κανείς, που μ’ ακούει;

Η ερώτηση του πνίγεται σε κλάμα κι αναφιλητά και η φωνή βγαίνει με δυσκολία από τα στήθη του, λες και ξεψυχάει!

Δειλά-δειλά βγαίνουν από τον αχυρώνα τα παιδάκια, ξεπροβάλλουν τρομαγμένα τα κεφαλάκια τους πίσω από τοίχους και θάμνους. Βλέπουν σε κάποια απόσταση έναν γέροντα ρασοφόρο, άγνωστό τους. Δεν είναι ο παπάς του χωριού τους. Αναθαρρεύουν κι επιχειρούν να τρέξουν προς το μέρος του, γι’ ασφάλεια και προστασία.

Εκείνος τους κάνει νόημα να παραμείνουν εκεί που είναι. Δεν θέλει ν’ αντικρίσουν τα παιδικά ματάκια το φοβερό θέαμα όλων των δικών τους, που κείτονται νεκροί μέσα στο χωριό.

Τα δάκρυα του παππούλη τρέχουν ασταμάτητα και μουσκεύουν το πρόσωπό του. Τ’ αγκαλιάζει ένα-ένα και ζητάει απ’ όλα να τον ακολουθήσουν και να μη γυρίσουν το βλέμμα τους στο χωριό, που σχεδόν ήταν ισοπεδωμένο. Εκείνα υπάκουσαν.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε, ποιος ήταν αυτός ο παπάς, ο «καλός Σαμαρείτης» κι ούτε γνώρισαν την προσωπική ιστορία και το δικό του δράμα. Πεζοπορώντας από στενά μονοπάτια, έφθασαν ύστερα από ώρα σε ένα επίσης ερειπωμένο και ισοπεδωμένο χωριό, μ’ ένα μικρό εκκλησάκι που απείχε μια εκατοντάδα μέτρα περίπου από τον οικισμό, τον οποίο κυριολεκτικά είχαν αφανίσει.

Εντύπωση βεβαίως προκαλεί, πώς έμεινε άθικτο αυτό το εκκλησάκι. Υπάρχει εξήγηση! Ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο, τον οποίο τρέμουν οι Τούρκοι!

Εκεί τα οδήγησε, ενώ ακόμη τα σπίτια του χωριού κάπνιζαν! Έδωσε εντολή στα παιδιά, να μην απομακρυνθούν κανένα τους και να τον περιμένουν ήσυχα μέσα στον ναό.

Έλειψε αρκετή ώρα. Μάλλον πήγε να συναντήσει πόντιους αντάρτες και να ζητήσει να θάψουν τους άταφους νεκρούς (που ανάμεσά τους θα βρίσκονται και οι συγγενείς αυτών των παιδιών, γονείς και αδελφοί) του χωριού Σερμπετλού. Φυσικά και οι γονείς της Σοφίας.

Η νύχτα ήταν σεληνόφωτη. Κάποια παιδιά κουρασμένα, αποκοιμήθηκαν κι άλλα κουρνιασμένα σε κάποια γωνία, περίμεναν με αγωνία τον παππούλη να γυρίσει.

Επιτέλους σχεδόν στο χάραμα γύρισε κοντά τους φέρνοντας μαζί του τρόφιμα και σκεπάσματα, το ένα μετά το άλλο, ξύπνησαν και έφαγαν ό,τι τους έφερε ο καλός φύλακας άγγελός τους.

– Ακούστε, παιδάκια! Εδώ για την ώρα είστε ασφαλείς. Αλλά δεν ξέρουμε για πόσο ακόμη. Ό,τι κακό ήταν να κάνουν σ’ αυτό το χωριό το έκαναν. Αν εγώ λείπω και ακούσετε φωνές, ομιλίες ή ποδοβολητά ζώων, να φύγετε όλα γρήγορα και χωρίς φασαρίες από το πορτάκι του ιερού. Από εκεί ένα μονοπάτι βγάζει κατευθείαν στο δάσος. Αν το ακολουθήσετε αυτό, ύστερα από ώρες, θα σας βγάλει στη Σαμψούντα.

Στο εκκλησάκι του Άη-Γιώργη «φιλοξενήθηκαν» 4-5 μέρες χωρίς να συμβεί κάτι απρόοπτο. Δεν τους έλειψε ούτε νερό, ούτε τροφή, ούτε ρούχα, ούτε σκεπάσματα. Τα έφερνε ο παππούλης ψάχνοντας μέσα στα χαλάσματα, απομεινάρια της πρότερης ζωής σ’ αυτό το άγνωστο για τα παιδιά χωριό. Επειδή μάλιστα έκανε ψύχρα τα βράδια, μάζεψαν ξερά κλαδιά και ξύλα, που οι φλόγες τους του ζέσταναν όλους. Δεν φοβήθηκε ο παπάς για τους καπνούς, μήπως και γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους ή κάποιους περαστικούς, γιατί ακόμη τα ερείπια κάπνιζαν και δεν θα μπορούσαν από αυτή την αιτία, να γίνουν στόχος και αντιληπτοί.

Το τελευταίο απόγευμα τους στο εκκλησάκι ακούστηκαν φωνές και χλιμιντρίσματα αλόγων. Αμέσως ο παππούλης έδωσε εντολή να φύγουν πάραυτα όλα τα παιδιά και ν’ απομακρυνθούν, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κανείς να μη γυρίσει πίσω. Ν’ ακολουθήσουν τις οδηγίες του και το μονοπάτι, που τους είπε.. Τον παρακάλεσαν να φύγει μαζί τους. Αυτός όμως αρνήθηκε. Παρέμεινε εκεί και τους περίμενε, μάλλον για να καθυστερήσει τους Τούρκους, μέχρι τα προστατευόμενά του παιδιά ν’ απομακρυνθούν και να γλιτώσουν. Να βρεθούν σε απόσταση ασφαλείας.

Ένα από τα μεγαλύτερα αγόρια, έμεινε πίσω κρυμμένο στους πρώτους θάμνους του δάσους έχοντας οπτική και ακουστική αντίληψη του χώρου του ναού.

Σε λίγο μια μικτή τούρκικη περίπολος με στρατιώτες και τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, ληστές και δολοφόνους, έφθασαν στον Άη-Γιώργη. Κάποιοι μπήκαν μέσα και κατάλαβαν, ότι το εκκλησάκι είχε «φιλοξενούμενους» και μάλιστα μικρά παιδιά.

Άρχισαν να φωνάζουν να βρίζουν και ν’ απειλούν τον δύστυχο ηλικιωμένο ιερέα.

– Τι κάνεις εδώ, παλιογκιαούρη-παπά; Πού τους έχεις κρυμμένους;

– Δεν κρύβω κανέναν. Κι εγώ περαστικός είμαι από εδώ. Βρήκα καταφύγιο στο εκκλησάκι, για να περάσω τη νύχτα μου και μόλις ξημερώσει, να φύγω. Περιπλανήθηκα στα γύρω χωριά, χωρίς να συναντήσω ψυχή. Κι απ’ εδώ είχα σκοπό να πάω στη Σαμψούντα και να ψάξω για τους δικούς μου…

Ένας από τους άτακτους ξαναμπήκε στο ναό και βγήκε κρατώντας στα χέρια του παιδικά ρούχα και παπούτσια. Πλησίασε τον αρχηγό του αποσπάσματος, κάτι του ψιθύρισε και τά ’ρίξε όλα καταγής, μπρος τα πόδια του παπά.

– Λες ψέματα! Πού τους έχεις κρυμμένους όλους αυτούς;

Άρχισαν να τον χτυπούν με καμουτσίκι και βούρδουλα σ’ όλο

του το σώμα και στο πρόσωπο. Αφού έπεσε κάτω, ακολούθησαν κλωτσιές και χτυπήματα στο κεφάλι και στα πλευρά του. Δεν έβγαλε λέξη, λες και δεν αισθανόταν πόνο.

Τρέχοντας σοκαρισμένο και κλαίγοντας το παιδί, που έμεινε πίσω, πρόλαβε ύστερα από ώρα τ’ άλλα τα παιδιά και μπήκαν όλα μαζί στα στενοσόκακα της άνω πόλης στη Σαμψούντα. Εκεί μετρήθηκαν για να τραβήξουν όλα μαζί στο λιμάνι, όπου ήσαν αραγμένα μερικά καράβια, μεταξύ των οποίων και του Ερυθρού Σταυρού. Διαπίστωσαν, ότι ένα από τα κορίτσια έλειπε. Πήρε λάθος μονοπάτι μέσα στην πόλη, ίσως κρύφτηκε κάπου από φόβο και δεν τους πρόλαβε. Τώρα δεν υπάρχει χρόνος και δυνατότητα, να γυρίσει κάποιος πίσω και να την αναζητήσει.

Παρουσιάστηκαν όλα τα παιδιά μαζί στους ερυθροσταυρίτες, καταχωρήθηκαν σε καταλόγους και τα οδήγησαν σ’ ένα από τα αγκυροβολημένα καράβια, όπου υπήρχαν άνδρες, γυναίκες και οικογένειες με παιδιά. Πολύς κόσμος. Νέοι, γέροι, καταδιωγμένοι και ταλαιπωρημένοι, οδηγούνται στη νέα πατρίδα, με καράβι, που πάνω σ’ αυτό ανεμίζει ελληνική σημαία. Το καράβι αυτό σηκώνει άγκυρες, ανοίγεται στη Μαύρη Θάλασσα και στρίβει αριστερά με δυτική πορεία, μάλλον προς την Κωνσταντινούπολη και από εκεί για την Ελλάδα.

Ανάμεσα στα σωσμένα παιδιά ήταν και η Σοφία, η μητέρα της Παρθένας, που τα κατέγραψε όλα αυτά, όσα της διηγήθηκε η ίδια.

Η μικρή Σοφία, ύστερα από την απίστευτη αυτή Οδύσσεια, βρέθηκε κατάμονη στ’ ορφανοτροφείο της Χαλκίδας, μαζί με άλλα ποντιόπουλα, αγόρια και κορίτσια. Τα περισσότερα από αυτά δόθηκαν σ’ ενδιαφερομένους θετούς γονείς ή σε άτεκνα ζευγάρια από Ελλάδα κι εξωτερικό, που τα τεκνοθέτησαν.

Και η Σοφία είχε την ίδια τύχη. Την πήρε ένα αρκετά ευκατάστατο άτεκνο ζευγάρι από την Χαλκίδα. Ο θετός πατέρας ήταν ναυτικός του εμπορικού ναυτικού και η θετή μητέρα ασχολούνταν με οικιακά. Της χάρισαν απλόχερα αγάπη, στοργή, προστασία, ενδιαφέρον και φροντίδα.

Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να γεμίσει την άδεια της ζωή. Δεν ξεχνούσε τη βιολογική της οικογένεια και πάντα πίστευε ότι τουλάχιστον κάποιους θα τους συναντούσε από την πατρική της οικογένεια! Ήταν σε τέτοια ηλικία, που θυμόταν τους πάντες και τα πάντα. Εξ άλλου αυτά που βίωσε, την ωρίμασαν πρόωρα. Ξυπνούσε και κοιμόταν με τ’ όνειρο ν’ αξιωθεί κάποια μέρα, να συναντήσει κάποιον ή κάποια από τους δικούς της που επέζησε από την καταστροφική εθνοκτονική και γενοκτονική λαίλαπα από μέρος των νεότουρκων ενάντια στους πόντιους και όχι μόνον.

Δεν ήταν αχάριστη. Αγαπούσε πολύ και αναγνώριζε το καλό των θετών γονέων της. Τους ευγνωμονούσε για ό,τι έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν, προκειμένου να μην της λείψει τίποτε. Όμως αυτή είχε το μυαλό της αλλού.

Αναγνωρίζοντας τον καημό της κόρης τους και το δίκαιό της, ο «πατέρας» της αναζήτησε μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού τα ίχνη των δικών της. Τα στοιχεία συγκλίνουν σ’ ένα ζευγάρι, που διαμένει στο Νικηφόρο Δράμας. Η Σοφία αναστατώνεται. Γράφουν επιστολές, αλλ’ απάντηση καμία. Επιμένουν, ξαναγράφουν, οπότε κάποτε παίρνουν ένα σημείωμα και πληροφορούνται μ’ αυτό, ότι στην Ψηλή Ράχη ζει ένα ζεύγος με στοιχεία, που συμφωνούν μ’ αυτά που αναζητούν: Κάποια Παρασκευή, χήρα που έχασε, νιόπαντρη, τον άνδρα της και ξαναπαντρεύτηκε έναν πόντιο, ονόματι Κώστα Βασιλειάδη.

Ψάχνουν λοιπόν τον Κώστα Βασιλειάδη ή Μπεληγκιρίκη και τη γυναίκα του Παρασκευή, που φαίνεται πως είναι η μόνη, που επέζησε από την πολυμελή οικογένεια του Κώστα και της Δέσποινας Καραμπογιουκλίδη από Σερμπετλού Σαμψούντας.

Τελικά, αυτοί ήσαν. Παίρνει ο ναυτικός-θετός πατέρας της την Ι6χρονη τώρα Σοφία, φθάνει στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Δράμα. Εκεί στο σταθμό τους περιμένουν η Παρασκευή και ο άνδρας της Κώστας.

Τα λόγια είναι πάρα πολύ φτωχά, για να μπορέσουν να περιγράφουν τη συνάντηση των δύο αδελφών. Ασταμάτητα κλάματα, σφιχταγκαλιάσματα, δάκρυα, χαρά και συγκίνηση.

Όταν έφτασαν στην Ψηλή Ράχη, δεν έμεινε συγχωριανός, που να μη μοιραστεί αυτές τις μοναδικές συγκινησιακές στιγμές και χαρές.

Η Σοφία, παρά την παράκληση του πατέρα της με δάκρυα στα μάτια, να τον ακολουθήσει στη Χαλκίδα και ότι απ’ εδώ και πέρα δεν θα χαθούν με την αδελφή της, αυτή δεν αποχωρίζεται την Παρασκευή. Προτιμά τη φτώχεια και τη δύσκολη ζωή στα μέρη αυτά, με τις πέτρες, τα πουρνάρια, τα καπνά και τον ξερότοπο.

Αναγκάζεται, να την αποχαιρετήσει και να φύγει μόνος για την Χαλκίδα, αποφασισμένος να επικοινωνεί ο ίδιος και η γυναίκα του, όσο συχνά γίνεται, με τη Σοφία, τη θετή τους κόρη.’

Η Σοφία ήδη πήρε τα 17. Ο Κώστας και η Παρασκευή αποφασίζουν να την παντρέψουν με τον Ιορδάνη Τσιρακπακίδη, ορφανό παιδί κι αυτό, αλλά τίμιο και εργατικό παλικάρι, προστατευόμενο από τον π. Ελλάδιο (βλ. «Σ/18, Τσετέ-παπάς, ο ανταρτόπαπας τον Πόντου», Εκδόσεις Ινφογνώμων, 2014), που το φρόντιζε και το αγαπούσε, σαν δικό του παιδί.

Στην Ψηλή Ράχη, έκανε όλων των λογιών τα θελήματα και τις δουλειές, βοηθώντας τους έχοντες ανάγκη, ακόμη και χωρίς αμοιβή, όσους χρειάζονται τις υπηρεσίες του.

Ο Ιορδάνης, παιδάκι τότε μικρό στον Πόντο, ήταν ο μόνος που σώθηκε από την οικογένειά του, χάρη σε έναν φιλάνθρωπο Τούρκο, τον Τουρμούς εφέντη, που τον ανέλαβε υπό την προστασία του και κανείς από τους Τούρκους δεν τόλμησε ν’ απλώσει χέρι πάνω του.

Ο ίδιος ο Τουρμούς ρώτησε το 1922 τον Ιορδάνη, αν θέλει να μείνει κοντά του ή να φύγει με τους ομοεθνείς τους στην Ελλάδα κι ότι για να μπορέσει να μείνει μαζί με την οικογένεια του προστάτη του, θα πρέπει ν’ αλλάξει πίστη, να γίνει δηλ. μουσουλμάνος, ν’ ασπαστεί το Ισλάμ.

Εκείνος, χωρίς κανέναν δισταγμό, προτίμησε να διατηρήσει την πίστη του και να φύγει με τους υπόλοιπους στην Ελλάδα. Τότε ο Τουρμούς, του φόρεσε ένα καινούργιο παλτό, που τις εσωτερικές τσέπες του, αφού τις γέμισε με χαρτονομίσματα και χρυσές λύρες, τις έρραψε, τον αγκάλιασε και με δάκρυα του ευχήθηκε ό,τι καλύτερο. Μάλιστα τον εμπιστεύτηκε στον π. Ελλάδιο, που κι εκείνος αναχωρούσε για την Ελλάδα και τον παρακάλεσε να τον φροντίζει. Ο παππούλης δέχθηκε, χωρίς δεύτερη κουβέντα και τον αποχωρίστηκε, μόνο όταν παντρεύτηκε. Ο Τουρμούς με σκυμμένο το κεφάλι, απομακρύνθηκε, χωρίς να γυρίσει και να ρίξει μια ματιά ακόμη στο καράβι, που σαλπάρει για τη νέα πατρίδα του προστατευόμενου του μικρού Ιορδάνη.

Ο π. Ελλάδιος ήρθε πρώτα στην περιοχή της Σταυρούπολης Ξάνθης μαζί με τον Ιορδάνη, εξυπηρετώντας ιερατικά τα γύρω χωριά. Μετά βρέθηκε στο Μαυροκορδάτο και στην Ψηλή Ράχη, ενώ αργότερα εξυπηρετούσε τη Ν. Σεβάστεια και το Αρκαδικό της Δράμας.

Το 1928 πάντρεψαν τα δυο παιδιά. Η Παρασκευή και ο Κώστας τους παραχώρησαν ένα μικρό δωμάτιο του σπιτιού τους στην Ψηλή Ράχη, όπου βολεύτηκαν προσωρινά. Το 1930 το κράτος παραχωρεί στον Ιορδάνη και στη Σοφία ένα οικόπεδο στο χωριό, όπου χτίζουν το δικό τους σπίτι και μερικά χωραφάκια για να καλλιεργούν καπνά και να ζήσουν.

Ο πόλεμος του ’40 τους βρίσκει να έχουν 3 κορίτσια: τη Δέσποινα, τη Ναζλού και τη Νίτσα, δηλ. την Παρθένα, που παραχώρησε τις ημερολογιακές σημειώσεις της στο Σταύρο.

Η φτώχεια και οι στερήσεις, εξαιτίας της γερμανοβουλγαρικής κατοχής, δεν έκαναν τη Σοφία, ούτε για μια φορά να μετανοιώσει για την απόφασή της να μείνει στην Ψηλή Ράχη, κοντά στην αδελφή της και να στερηθεί όλα τα καλά, που της προσέφερε η θετή της οικογένεια στην Χαλκίδα.

Στα φοβερά αυτά δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής με πείνα, δυστυχία, φόβο, στερήσεις και μόχθο, η Σοφία μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού και κοντοχωριανές, έφθαναν να βαδίζουν μέρες ολόκληρες, να φθάνουν στη Βουλγαρία, να κάνουν κάποια ημεροκάματα, τα οποία εξαργυρώνουν με ψωμί, αλεύρι, όσπρια και άλλα, να παίρνουν μετά το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι τους.

Οι άνδρες πάλι, φοβούμενοι τα μέτρα των βουλγάρων και τις εκτελέσεις ή τη σύλληψη και την αποστολή τους στα κάτεργα του Κρίτσεβου ή του Σεβλίεβο, απέφευγαν συναντήσεις μαζί τους και πολλοί από αυτούς έσμιγαν με τους αντάρτες μας στα βουνά, μεταξύ των οποίων και ο Ιορδάνης.

Αυτή ήταν σε συντομία η ιστορία, που εμπιστεύτηκε η Παρθένα στον Σταύρο.

 

Πηγή: Σταύρου Ν. Παπαδόπουλου, Θυμάται… (Μνήμες βαθιά ριζωμένες στο χρόνο), σελ. 151-159, 1η έκδοση· Σεπτέμβριος 2017, Εκδόσεις Ινφογνώμων www.infognomon.com

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑΣ: Θερμές ευχαριστίες προς τον πρωτοπρεσβύτερο π. Σταύρο Ν. Παπαδόπουλο και τον κ. Σάββα Καλεντερίδη των Εκδόσεων Ινφογνώμων για την άδεια που μας έδωσαν ώστε να αναδημοσιεύσουμε κάποια αποσπάσματα από το έργο «Θυμάται… (Μνήμες βαθιά ριζωμένες στο χρόνο), εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2017.