Φύση και Αναγκαιότητα

27 Οκτωβρίου 2020

Σε αντίθεση με το Θεό, ο οποίος ελεύθερα θέλει να υπάρχει, διότι προηγείται η βούληση της ουσίας Του, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της οντολογίας του προσώπου, η κτιστή φύση στερείται αυτής της προαναφερθείσας ελευθερίας, διότι δεν προηγείται η θέληση της ύπαρξής της, δηλαδή της ουσίας της, πράγμα που σημαίνει ότι η κτιστή ουσία υπάρχει αναγκαστικά, δηλαδή αθέλητα και με μηχανικό τρόπο, εφόσον αυτή δεν ερωτάται για το εάν θέλει να υπάρχει. 

Ο καθ. Χρήστος Γιανναράς παρατηρεί χαρακτηριστικά: «Μᾶς φανερώνει ἡ ἐνανθρώπηση (μᾶς χαρίζει τὴ γνώση) ὅτι ἡ Αἰτιώδης Ἀρχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τῶν ὑπαρκτῶν δὲν εἶναι προκαθορισμένη νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν προκαθορίζεται ἀπὸ μιὰν οὐσία ἢ φύση θεότητας, ἕναν ἀνερμήνευτα δεδομένο λόγο-τρόπο ποὺ προηγεῖται ὑπαρκτικὰ καὶ καθορίζει αὐτὸ ποὺ «ὀφείλει» νὰ εἶναι ὡς Θεός.Ἕνας τέτοιος προκαθορισμὸς συμβαίνει μόνο στὰ κτιστά (τὰ αἰτιατὰ), ποὺ ἔχουν τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξής τους ὄχι στὴν ἐλεύθερη θέλησή τους, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Ἕνα τριαντάφυλλο, ἕνας πάνθηρας, ἕνα ἠλεκτρόνιο, ὁ ἄνθρωπος, εἶναι προκαθορισμένα νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν τὸ ἐπέλεξαν. Ὑπάρχουν, σύμφωνα μὲ τὸν δεδομένο λόγο-τρόπο ποὺ κάνει κάθε τριαντάφυλλο νὰ εἶναι τριαντάφυλλο, κάθε πάνθηρα νὰ εἶναι πάνθηρας, κάθε ἠλεκτρόνιο νὰ εἶναι ἠλεκτρόνιο, κάθε ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Ὅμως δὲν ὑπάρχει δεδομένος λόγος-τρόπος (οὐσία-φύση) ὑπαρκτικὰ προγενέστερος τῆς Αἰτιώδους Ἀρχῆς τοῦ ὑπάρχειν, δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ Θεὸς «ὡς ἐκ τοῦ λόγου τῆς οὐσίας του» νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι — ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει μὲ προκαθορισμένη «κατὰ λόγον ἀναγκαιότητος» τὴν ὕπαρξή του, ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωση κάθε ἄλλου ὑπαρκτοῦ».Βλ.Χρ. Γιανναράς, Ἐνθάδε – Ἐπέκεινα (ἀπόπειρες ὀντολογικῆς ἑρμηνευτικῆς), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2016,σελ.18.

Με τον ανωτέρω αναγκαστικό τρόπο ύπαρξης της κτιστής ανθρωπίνης φύσεως φαίνεται να διαφωνεί ολάκερη η θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε μορφής αναγκαιότητας στην κτιστή νοερή, δηλαδή έλλογη, πραγματικότητα φανερώνεται από την κατά φύσιν ροπή του ανθρώπου προς τον άκτιστο Τριαδικό Θεό, η οποία εκδηλώνεται με την ύπαρξη του αυτεξουσίου, το οποίο είναι αυτό που διασφαλίζει τη δυνατότητα της μεθέξεως του Θεού από τον άνθρωπο και αυτό που κατ’ επέκταση διασφαλίζει την ανυπαρξία οποιασδήποτε μορφής αναγκαιότητας εντός της έλλογης, νοερής και αισθητής, κτιστής πραγματικότητας.Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, PG 44, 184BC: «Οὐκοῦν ἐστιν ἐν ἡμῖν παντὸς μὲν καλοῦ ἰδέα, πᾶσα δὲ ἀρετὴ καὶ σοφία, καὶ πᾶν ὅτιπέρ ἐστι πρὸς τὸ κρεῖττον νοούμενον. Ἓν δὲ τῶν πάντων καὶ τὸ ἐλεύθερον ἀνάγκης εἶναι, καὶ μὴ ὑπεζεῦχθαί τινι φυσικῇ δυναστείᾳ· ἀλλ’ αὐτεξούσιον πρὸς τὸ δοκοῦν ἔχειν τὴν γνώμην. Ἀδέσποτον γάρ τι χρῆμα ἡ ἀρετὴ καὶ ἑκούσιον, τὸ δὲ κατηναγκασμένον καὶ βεβιασμένον ἀρετὴ εἶναι οὐ δύναται».  (Η έντονη υπογράμμιση του συγγραφέως).  Τον ελεύθερο χαρακτήρα της νοητής κτίσεως υποστηρίζει και ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος επισημαίνει με σαφήνεια:«Οὐ μόνον ἡ θεία καί ἄκτιστος φύσις οὐδέν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ᾿ οὐδέ ἡ νοερά καί κτιστή.  Τό γάρ φύσει λογικόν, δύναμιν ἔχει φυσικήν τήν λογικήν ὄρεξιν,ἥτις καί θέλησις καλεῖται τῆς νοερᾶς ψυχῆς· καθ᾿ ἥν θέλοντες λογιζόμεθα· καί λογιζόμενοι, θέλοντες βουλόμεθα», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι «μηδέν φυσικόν εἶναι ἐν τῇ νοερᾷ φύσει ἀκούσιον».  Βλ. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Διάλογος πρός Πύρρον,PG 91, 293D-296A. (Η έντονη υπογράμμιση του συγγραφέως).

Έτσι, καθίσταται σαφές ότι η αυτεξούσια θέληση του ανθρώπου είναι ελεύθερη, λόγω του γεγονότος ότι αυτή δεν είναι ακούσια, αλλά εκούσια.  Το εκούσιο, το οποίο χαρακτηρίζει το νοερό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, δηλώνει πως ο,τιδήποτε πράττουμε, το πράττουμε πάντοτε με τη θέλησή μας, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε δημιουργηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε «θέλοντες ζητοῦμεν, σκεπτόμεθά τε καί βουλευόμεθα, καί κρίνομεν, καί διατιθέμεθα, καί προαιρούμεθα, καί ὁρῶμεν, καί κεχρήμεθα.  Κατά φύσιν δέ ἡμῖν, ὡς εἴρηται, προσόντος τοῦ λογικῶς ὀρέγεσθαι, ἤγουν θέλειν, καί λογίζεσθαι· βουλεύεσθαί τε καί ζητεῖν, καί σκέπτεσθαι, καί βούλεσθαι, καί κρίνειν, καί διατίθεσθαι, καί αἱρεῖσθαι, καί ὁρμᾷν, καί κεχρῆσθαι».  Έτσι, ο άγ. Μάξιμος καταλήγει αβιάστως στο εξής συμπέρασμα: «οὐκ ἄρα ἠναγκασμένα τά τῶν νοερῶν φυσικά».  Βλ. Οπ.π., PG 91,293 BC.  Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί ότι η φυσική ορμή προς το ορεκτό, δηλαδή η θέληση, είναι ιδίωμα της ελλόγου ψυχής, η οποία, πέραν του ότι ζωοποιεί το σωματικό και υλώδες στοιχείο του ανθρώπου, χαρακτηρίζεται και από τη λογικότητα.  Αυτή η λογικότητα αποδεικνύει ότι η ψυχή,η οποία ταυτίζεται εννοιολογικά με το λογικόν του νοός, είναι ελεύθερη από κάθε είδους αναγκαιότητα, λόγω του ότι αυτή έχει δημιουργηθεί «κατ΄εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» του απολύτως ελεύθερου δημιουργού της.  Βλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 344BC: «∆ιὰ τί δὲ ὅλως δεκτικὴ τοῦ κακοῦ; ∆ιὰ τὴν αὐτεξούσιον ὁρμὴν, μάλιστα πρέπουσαν λογικῇ φύσει. Λελυμένη γὰρ πάσης ἀνάγκης, καὶ αὐθαίρετον ζωὴν λαβοῦσα παρὰ τοῦ κτίσαντος, διὰ τὸ κατ’ εἰκόνα γεγενῆσθαι Θεοῦ, νοεῖ μὲν τὸ ἀγαθὸν, καὶ οἶδεν αὐτοῦ τὴν ἀπόλαυσιν, καὶ ἔχει ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, ἐπιμένουσα τῇ τοῦ καλοῦ θεωρίᾳ καὶ τῇ ἀπολαύσει τῶν νοητῶν, διαφυλάσσειν αὑτῆς τὴν κατὰφύσιν ζωήν· ἔχει δὲ ἐξουσίαν καὶ ἀπονεῦσαί ποτε τοῦ καλοῦ».  Αυτός ο μιμητικός τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου, το γεγονός δηλαδή ότι δημιουργείται «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν»της άκτιστης θείας πραγματικότητας, σημαίνει την απαλλαγή της ανθρώπινης φύσης από την αναγκαιότητα, και τούτο διότι ο άνθρωπος διαθέτει φυσική ελευθερία, λόγω της λογικότητας, δηλαδή της αυτεξουσιότητας, που υπάρχει εντός της ανθρώπινης ψυχής και η οποία έμφυτα τον οδηγεί προς το αγαθό.  Εκ των ανωτέρω συνάγεται αβιάστως το συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη φύση, η οποία υπάρχει ως τεχνητή εικόνα και μίμημα της θείας φύσεως, είναι εκ φύσεως ελεύθερη.  Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Διάλογος περί ψυχής καί Ἀναστάσεως, PG 46, 101CD:  «Πᾶσα δ’ ἐλευθερία μία τίς ἐστι τῇ φύσει καί πρός ἐαυτήν οἰκείως ἔχει».

Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η ανθρώπινη φύση, η οποία υπάρχει ως μίμημα της θείας φύσεως, είναι λίαν καλή, πλήρης, αγαθή και δημιουργημένη με έμφυτες αρετές, δίχως να διαθέτει κάποιο εγγενές στοιχείο αναγκαιότητας, προκαθορισμού, ακόμη και κακίας.  Όταν ο άνθρωπος ασκείται, δεν προσπαθεί να εισάγει στη φύση του εξωτερικές αρετές, διότι οι αρετές είναι δοσμένες και δεδωρημένες στη φύση του ανθρώπου.  Eπομένως, ο πνευματικός αγώνας του ανθρώπου δεν είναι μία προσπάθεια εισαγωγής εξωτερικών αρετών μέσα στη φύση του, δεν είναι μία προσπάθεια υπέρβασης της αναγκαιότητας της φύσης, αλλά είναι μία προσπάθεια εκδίωξης όλων των παρά φύσιν στοιχείων που εισχώρησαν διά της αμαρτίας, η οποία ερμηνεύεται ως εκούσια αποβολή των θείων δεδωρημένων αγαθών, μέσα του.

Έτσι, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η νηπτική ζωή δε δημιουργεί εξωτερικές αρετές, αλλά εξαλείφει κάθετί το οποίο έχει εισχωρήσει παρασιτικά και διαβρωτικά στην τεχνητή εικόνα του Θεού, δηλαδή στον άνθρωπο.  Συνεπώς, μέσω της ασκήσεως ή της νήψεως ο άνθρωπος απομακρύνει όλα τα εμπόδια που αντιμάχονται τη φυσική του ροπή προς το αγαθό, δηλαδή προς τον άκτιστο Τριαδικό Θεό.  Βλ. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Διάλογος πρός Πύρρον, PG 91, 309B – 312A: «ΠΥΡ. Τί οὖν; φυσικαί εἰσιν αἱ ἀρεταί;  ΜΑΞ. Ναί, φυσικαί.  ΠΥΡ. Καί εἰ φυσικαί, διά τί μή ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσι τοῖς ὁμοφυέσι;  [ΜΑΞ. Πᾶσι τοῖς ὁμοφυέσιν ἐπίσης ἐνυπάρχουσι.] ΠΥΡ. Καί πόθεν ἐν ἡμῖν τοσαύτη ἀνισότης; ΜΑΞ. Ἐκ τοῦ μή ἐπίσης ἐνεργεῖν τά τῆς φύσεως. Ὡς εἴπερ πάντες ἴσως, ἐφ᾿ ᾧ καί γεγόναμεν, ἐνηργοῦμεν τά φυσικά, μία ἄρα ἐδείκνυτο ἐν πᾶσιν, ὥσπερ ἡ φύσις, οὕτω καί ἀρετή, τό μᾶλλον καί ἦττον οὐκ ἐπιδεχομένη.  ΠΥΡ. Εἰ οὐκ ἐξ ἀσκήσεως ἡμῖν τά φυσικά πρόεισιν, ἀλλ᾿ ἐκ δημιουργίας, ἡ δέ ἀρετή φυσική, πῶς πόνῳ καί ἀσκήσει τάς ἀρετάς, φυσικάς οὔσας, κτώμεθα;  ΜΑΞ. Ἡ ἄσκησις, καί οἱ ταύτῃ ἑπόμενοι πόνοι, πρός τό μόνον διαχωρίσαι τήν ἐμφυρεῖσαν δι᾿ αἰσθήσεως ἀπάτην τῇ ψυχῇ ἐπενοήθησαν τοῖς φιλαρέτοις· οὐ πρός τό ἔξωθεν προσφάτως ἐπεισαγαγεῖν τάς ἀρετάς· ἔγκειται γάρ ἡμῖν ἐκ δημιουργίας, ὡς εἴρηται· ὅθεν καί ἅμα τελείως διακριθῇ ἡ ἀπάτη, ἅμα καί τῆς κατά φύσιν ἀρετῆς τήν λαμπρότητα ἐνδείκνυται ἡ ψυχή.  Ὁ γάρ μή ἄφρων, φρόνιμος· καί ὁ μή δειλός ἤ θρασύς, ἀνδρεῖος· καί ὁ μή ἀκόλαστος σώφρων· καί ὁ μή ἄδικος, δίκαιος. Κατά φύσιν δέ ὁ λόγος, φρόνησίς ἐστι· καί τό κριτήριον, δικαιοσύνη, καί ὁ θυμός, ἀνδρεία· καί ἡ ἐπιθυμία, σωφροσύνη. Ἄρα τῇ ἀφαιρέσει τῶν παρά φύσιν, τά κατά φύσιν καί μόνα διαφαίνεσθαι εἴωθεν· ὥσπερ καί τῇ τοῦ ἰοῦ ἀποβολῇ, ἡ τοῦ σιδήρου κατά φύσιν αὐγή καί λαμπρότης».  Εκ των ανωτέρω εξάγεται αβιάστως το συμπέρασμα ότι η αρετή αποτελεί ένα φυσικό δώρο, το οποίο έμφυτα διαθέτει κάθε άνθρωπος, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή έχει εμφυτευθεί εκ γενετής στη φύση του ανθρώπου από τον άκτιστο Τριαδικό Θεό.  Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα φαίνεται να μην ισχύει η άποψη του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου Βλάχου, ο οποίος, προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ της νεωτερικής και μετανεωτερικής προσωποκεντρικής οντολογίας και της παραδοσιακής, δηλαδή διαχρονικής, βιβλικής – πατερικής θεολογίας, συνδέει τη νηπτική άσκηση αποκλειστικά και μόνο με το πρόσωπο και την υπόσταση, πράγμα που σημαίνει ότι ο κοινωνός της ακτίστου θείας δόξης, δηλαδή ο τεθεωμένος άνθρωπος, ταυτίζεται εννοιολογικά με την υπόσταση.  Βλ. Ιεροθ. Βλάχος, Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική ἐμπειρία, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λειβαδιά 2016, σελ. 262 – 265.

Εν ολίγοις, η άποψη ότι ο άνθρωπος μετατρέπεται σε πρόσωπο μέσω της ασκήσεως ή της νήψεως δεν ευσταθεί, διότι τούτο προϋποθέτει κάποιου είδους σχάση και οντολογική διαφοροποίηση μεταξύ της φύσεως και του προσώπου.Ενδεχόμενη αποδοχή αυτής της σχάσης που υποτίθεται ότι υφίσταται μεταξύ του προσώπου και της φύσεως θα σήμαινε ότι η αρετή κατορθώνεται μόνο διά του προσώπου και ότι η φύση έχει ουδέτερο ή αρνητικό χαρακτήρα.  Σύμφωνα, όμως, με τον άγ. Ιωάννη Δαμασκηνό, η αρετή δεν είναι απότοκο και αποκλειστικό επίτευγμα του προσώπου, ούτε εισάγεται στη φύση έξωθεν από αυτό, αλλά είναι η παραμονή εντός των ορίων της φύσεως, δηλαδή η εμμονή στο φυσικό τρόπο ύπαρξης της ουσίας.  Βλ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Κατά Μανιχαίων Διάλογος, P.B. Kotter Die Schriften des Johannes von Damaskos, τ. 4, σελ. 370 : «ἀρετή γάρ ἐστι τό μένειν έν τοῖς ὅροις τῆς φύσεως».  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της φυσικής αρετής και της αγιότητος.  Η μετοχή στην αρετή σημαίνει τη μετοχή στην ανθρώπινη φύση,ενώ η μετοχή στη αγιότητα σημαίνει τη μετοχή στην άκτιστη θεοποιό δόξα του Τριαδικού Θεού, η οποία υφίσταται όταν ο άνθρωπος μεταβεί από το παρά φύσιν στο κατα φύσιν.  Βλ. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Κεφάλαια περί ἀγάπης, PG 90, 1353B.  Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος οφείλει να αναπτύξει, σύμφωνα με τον π. Νικόλαο Ιωαννίδη, όσα σπέρματα αγιότητος και αρετής φέρει στη φύση του.  Αυτή η εκούσια ανάπτυξη των φυσικών αρετών παγιώνει τον άνθρωπο προς το αγαθό και του εξασφαλίζει την παραδείσια και θεοποιό κοινωνία με τον άκτιστο Τριαδικό Θεό.  Βλ. π. Ν. Ιωαννίδης, Θεολογία καί Γραμματεία ἀπό τόν Θ’ αἰώνα καί ἐξῆς, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2014, σελ. 516 – 517.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι άνθρωπος δεν επιλέγει ελευθέρως, τουλάχιστον στο χριστιανισμό, μεταξύ του καλού και του κακού, διότι η μόνη πραγματικότητα είναι το αγαθό, δηλαδή ο Τριαδικός Θεός.  Οποιαδήποτε προσπάθεια επιλογής σημαίνει τη χρήση του γνωμικού θελήματος.  Ο άνθρωπος, δηλαδή, δεν πληρεί την «ουδέτερη» φύση του, διά της χρήσεως του γνωμικού του θελήματος, με κακίες ή με αρετές, διότι η ίδια η φύση είναι δημιουργημένη ως κάτι το αγαθό, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως αγαθός.Βλ. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Διάλογος πρός Πύρρον, PG 91, 308D: «Ἡμεῖς μέν γάρ ἁπλῶς φύσει καλοῦ φυσικῶς ἔχομεν τήν ὄρεξιν· τοῦ δέ πῶς καλοῦ πεῖραν διά ζητήσεως καί βουλῆς. Καί διά τοῦτο ἐφ᾿ ἡμῶν καί γνώμη προσφυῶς λέγεται, τρόπος οὖσα χρήσεως, οὐ λόγος φύσεως· ἐπεί καί ἀπειράκις μετέβαλεν ἡ φύσις».  Βλ. επίσης Γ. Καραλής, Ἡ μωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σοφία τοῦ ἀνθρώπου. Διαδρομές μεταξύ Θεολογίας καὶ πνεύματος τῆς ἐποχῆς, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2017, σελ. 247 – 294.Επομένως, διά της μετοχής των όντων στο είναι, το οποίο είναι εκ φύσεως αγαθό, τα κτίσματα μετέχουν κατ’ ενέργειαν της ακτίστου θείας πραγματικότητας.

Ο καθ. Νικόλαος Ξιώνης παρατηρεί ότι η κατά νόμον, δηλαδή η κατά φύσιν, χρήση των φυσικών παθών οδηγεί τον άνθρωπο στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τον αγαθό τρόπο ύπαρξης της δημιουργηθείσης, μέσω του θείου δημιουργικού προστάγματος, ελλόγου κτιστής φύσεως.Βλ.  Ν. Ξιώνης, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι καὶ Θεὸς καὶ ἐκ Θεοῦ κατὰ φύσιν, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2018, σελ. 275.  Παρατηρείται, λοιπόν, το γεγονός πως η αγαθότητα είναι φυσικό ιδίωμα και αποδεικνύεται τοιουτοτρόπως το γεγονός ότι η φύση δε δηλώνει κάποια αναγκαιότητα, καθώς αυτή δημιουργείται αγαθή διά της θείας δημιουργικής δυνάμεως.  Συνεπώς,η άποψη που υποστηρίζει ότι η φύση υποτάσσεται στην ορμέφυτη αναγκαιότητά, φαίνεται να μην ευσταθεί, διότι η φύση δεν είναι αμαρτωλή και ούτε αναγκάζει ένα όν να είναι αυτό που είναι, διότι αυτή θέλει να υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει.Αντίθετη άποψη φαίνεται να έχει ο καθ. Χρήστος Γιανναράς, ο οποίος υποστηρίζει ότι το Ρωμ. 7, 23 («Βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου») είναι μία από τις πολλές ενδείξεις του βιβλικού προσωποκεντρισμού, ο οποίος υπάρχει διάσπαρτα σε όλα τα χριστιανικά γραπτά κείμενα, καθώς διά του χωρίου αυτού δηλώνεται η αναγκαιότητα της κτιστής, αλόγου και ελλόγου, φύσεως.Πιο συγκεκριμένα, ο προαναφερθείς καθηγητής, ερμηνεύοντας το ανωτέρω χωρίο της Καινής Διαθήκης, σημειώνει ότι «ή φυσικὴ ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀτομικότητας ἀντιστρατεύεται ἢ καὶ δεσμεύει τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία καὶ ἑτερότητα, ποὺ μόνο ὡς ἀγάπη μπορεῖ νὰ πραγματωθεῖ, πέρα ἀπὸ κάθε φυσικὸ καθορισμὸ καὶ ἀναγκαιότητα.  Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου δὲν ἀναιρεῖται, μόνο ἀλλοιώνεται καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀντιθετικὴ διάσταση μὲ τὴ φύση, σὲ ἀδιάκοπη διπολικὴ ἀντιθετικὴ φορά, βιώνεται σὰν τραγικὸς διχασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης».Βλ. Χρ. Γιανναράς, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 28.

Σύμφωνα, όμως, με τον άγ. Γρηγόριο Νύσσης, το φρόνημα της σαρκός είναι αυτό που αντιτάσσεται και εναντιώνεται στον νόμο του άκτιστου Τριαδικού Θεού και όχι η ίδια η φύση.Το φρόνημα της σαρκός συνδέεται άμεσα με την προαιρετική και τη διανοητική δύναμη του ανθρωπίνου νοός, ο οποίος δύναται να υπακούει ελευθέρως και πειθήνια το θέλημα του Τριαδικού Θεού, όπως επίσης δύναται και να Του εναντιώνεται, λόγω της κακής και άρα ιδιοτελούς χρήσης του φυσικού αυτεξουσίου.  Το φρόνημα, όπως αναλύεται από τον άγ. Γρηγόριο, δε μπορεί να αποκοπεί από τη σημασία της λέξεως «φρονείν», καθώς το ρήμα «φρονώ» σημαίνει και ταυτίζεται εννοιολογικά και σημασιολογικά με το ρήμα «νοώ».  Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Πρός τά Ἀπολιναρίου Αντιρρητικός, PG 45, 1137BC: «ὁ τοίνυν λέγων ἄνθρωπον εἶναι τὸν προσειλημμένον, ἔμψυχον δὲ τοῦτον διδοὺς οὐδὲν ἕτερον ἢ καὶ νοητὴν αὐτῷ προσεμαρτύρησε δύναμιν, ὅπερ ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης ἐστὶ ψυχῆς, ἐξ αὐτῶν, ὧν παρέθετο ἡμῖν, τῶν τοῦ ἀποστόλου ῥημάτων· ὁ γὰρ εἰπὼν ὅτι Τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς θεόν (τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται) τῆς προαιρετικῆς τε καὶ διανοητικῆς δυνάμεως ἐναργῆ τὰ ἰδιώματα λέγει· τὸ γὰρ ἐπιπειθῶς ἢ ἀντιτύπως πρὸς τὸν νόμον ἔχειν προαιρέσεως ἴδιον αὐτό τε τὸ τοῦ φρονήματος ὄνομα οὐκ ἄν τις τῆς κατὰ τὸ φρονεῖν ἐνεργείας ἀποχωρίσειεν. τὸ δὲ φρονεῖν ταὐτὸν εἶναι τῷ νοεῖν οὐδ’ ἂν τῶν κομιδῇ τις νηπιαζόντων ἀντείποι· ὅ τε ἀντιστρατευόμενος καὶ αἰχμαλωτίζων πῶς ἂν τῆς ἐνεργείας τοῦ νοεῖν ἀμοιρήσειεν; οὐ γὰρ τὸ πρὸς τὰ φαῦλα κινεῖσθαι τοῖς κακοῖς τὴν προαίρεσιν ἀπόδειξις τοῦ μὴ εἶναι νοῦν ἐν ἐκείνοις ἐστίν, ἀλλὰ καλῆς μὲν διανοίας ἐκτός εἰσι, νοοῦσι δὲ ὅμως· ἐπεὶ καὶ τὸν ὄφιν ἐκεῖνον, ὃν δὴ τῆς κακίας ἀρχηγὸν καὶ εὑρετὴν παρὰ τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, οὐκ ἀνόητον εἶναί φησιν ὁ θεόπνευστος λόγος, πλείονα τῶν ἄλλων προσμαρτυρῶν τούτῳ τὴν φρονιμότητα».

Τούτο, ακολούθως, σημαίνει ότι το σαρκικό φρόνημα είναι απότοκο και προϊόν της νοητικής, και πιο συγκεκριμένα της προαιρετικής διαδικασίας, δηλαδή της εκούσιας γνωμικής, δηλαδή προσωπικής, αρνήσεως του Θεού, και δε συνδέεται με την ανθρώπινη φύση, την οποία δημιούργησε φύσει καλή ο Θεός.  Έτσι, γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι το σαρκικό φρόνημα δεν είναι μία έμφυτη και ορμέμφυτη φυσική αναγκαιότητα, η οποία είναι απόρροια και λογική συνέπεια της κτιστότητας και της υλικότητας του ανθρώπου.  Εάν το σαρκικό φρόνημα είναι έμφυτο στον άνθρωπο, τότε θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η άποψη ότι ο Θεός δημιουργεί την ίδια την κακία, πράγμα πού θα οδηγούσε την ορθόδοξη θεολογία στην αποδοχή μανιχαϊστικών αντιλήψεων, πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε θεώρηση του σαρκικού φρονήματος ως κατα φύσιν υπάρχοντος εντός της φύσεως του ανθρώπου, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην αποδοχή της κοσμοθεωρίας του δυαλισμού, ο οποίος υποτίθεται ότι υφίσταται μεταξύ της ύλης και του πνεύματος.  Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι συγκρούνται αενάως μεταξύ τους, λόγω του γεγονότος ότι τα του πνεύματος θέλουν και ορέγονται τα του πνεύματος και τα του σώματος θέλουν και ορέγονται τα του σώματος.  Το πνεύμα εμποδίζεται προς την άνοδο του πνευματικού κόσμου, εξαιτίας των υλικών επιθυμιών του σώματος.  Αυτού του είδους η δυαρχία απορρίπτεται συλλήβδην από ολόκληρη την πατερική γραμματεία.

Επιπλεόν, οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν την αμαρτία ως αποτέλεσμα της διαστροφής του νοός και όχι ως τη σωματικότητα, δηλαδή την υλικότητα.  Βλ.  Ν. Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Α’.Εἰσαγωγὴ στὴ θεολογικὴ γνωσιολογία, {φιλοσοφική και θεολογική βιβλιοθήκη – 2}, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 87-100 και του Ιδίου, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς-Βυζαντινῆς-Δυτικοευρωπαϊκῆς. Μὲ σύντομη εἰσαγωγή στη Φιλοσοφία, {φιλοσοφική και θεολογική βιβλιοθήκη – 47}, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 367 – 381.  Ως εκ τούτου, το σαρκικό φρόνημα συνδέεται με την προαίρεση, δηλαδή με το γνωμικό θέλημα, και όχι με την ανθρώπινη φύση.  Στην πραγματικότητα, το σαρκικό φρόνημα είναι το να επιθυμεί ο γνωμικά θέλων, δηλαδή ο ιδιοτελής και διεστραμμένος νούς, τα μη όντα και να αποστρέφεται τα όντα.Bλ. Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Λόγος κατά Ἑλλήνων, PG 25, 9Β – 12Α.  Έτσι, καθίσταται σαφές ότι το γνωμικό θέλημα, το οποίο ερμηνεύεται ως παράχρηση και διαστροφή του φυσικού θελήματος, είναι αυτό το οποίο εισάγει την αναγκαιότητα στο μεταπτωτικό άνθρωπο, λόγω του γεγονότος ότι αυτό μερίζει την κοινή ανθρώπινη φυσική ελευθερία και βούληση, πράγμα το οποίο φαίνεται από την ύπαρξη καθημερινών διλημμάτων, τριλημμάτων και γενικά μυριάδων πολυλημμάτων.  Αυτή η απειρότητα των επιλογών οδηγεί τον άνθρωπο στη λήθη του Θεού, καθώς τον εγκλωβίζει στην παρούσα φάση της μεταπτωτικής, δηλαδή της χωροχρονικής υλώδους, ζωής.  Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω, η ελευθερία του ανθρώπου δεν εκδηλώνεται με το γνωμικό θέλημα, διότι η γνώμη, το γνωμικό θέλημα και η προαίρεση δηλώνουν άγνοια, διαστροφή και αντικατάσταση της ήδη υπάρχουσας πραγματικότητας με τη φαντασία, δηλαδή με μία θεώρηση της πραγματικότητας, την οποία θα επιθυμούσε ο φορέας του γνωμικού θελήματος να υπάρχει, δίχως, όμως, αυτή να υφίσταται πραγματικά.  Η ελευθερία του ανθρώπου δεν είναι η άπειρη δυνατότητα πραγματώσεως πολλών διαφορετικών επιλογών εντός του ροώδους χρόνου και του περιγραπτού τόπου, αλλά είναι η εκούσια άρνηση οποιασδήποτε επιλογής, διαφοροποίησης και αυτονομίας έναντι του Θεού.  Bλ.  Γ. Παναγόπουλος, Ορθόδοξο δόγμα και Θεολογικός εκσυγχρονισμός, Σύγχρονα θεολογικά ρεύματα στην Ελλάδα, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2017, σελ. 177 – 179.  Η αληθινή ελευθερία είναι η άρνηση οποιασδήποτε επιλογής, όχι βεβαίως με την έννοια ότι ο άνθρωπος θα υποκύπτει ανεξετάστως στους ηθικούς κανόνες και στις πεπερασμένες προϋποθέσεις διαφόρων πολιτικών, ηθικών, κοινωνικών, ανθρωπιστικών και θρησκευτικών συστημάτων, αλλά με την έννοια της απεμπόλισης του κοσμικού – σαρκικού φρονήματος, πράγμα το οποίο κατορθώνεται διά της τηρήσεως των θείων εντολών.