Ανοσοθεραπευτικά φάρμακα

18 Νοεμβρίου 2020

Μια παραλλαγή της ανοσοθεραπείας είναι η χορήγηση ουσιών που προκαλούν διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος. Μια άλλη παραλλαγή είναι η παραγωγή συγκεκριμένων πρωτεινών του ανοσοποιητικού συστήματος (κυτταροκίνες), οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική αγωγή. Αυτές οι πρωτεΐνες ονομάζονται μετατροπείς βιολογικής αντίδρασης (BRM) και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των ανοσοθεραπευτικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας ή είναι σε διαδικασία μελέτης.

Αυτές είναι:

α) Ιντερφερόνες: Οι ιντερφερόνες είναι κυτταροκίνες, των οποίων η ύπαρξη μέσα στο ανθρώπινο σώμα θεωρείται φυσιολογική. Χωρίζονται σε πολλά είδη και ένα από αυτά, η ιντερφερόνη άλφα, χρησιμοποιείται πιο συχνά στη θεραπεία του καρκίνου. Οι ιντερφερόνες εξουδετερώνουν τα καρκινικά κύτταρα είτε εμποδίζοντάς τα απευθείας είτε διεγείροντας και άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος για να τις βοηθήσουν. Μερικές παθήσεις που θεραπεύονται με τη βοήθεια ιντερφερονών είναι η λευχαιμία τριχωτών κυττάρων, τα μελανώματα, η χρόνια μυελογενής λευχαιμία και το σάρκωμα Kaposi που σχετίζεται με το Έιτζ. Μελετάται, επίσης, η πιθανή χρήση τους στη θεραπεία μεταστατικού καρκίνου των νεφρών και στο μη Hodgkin λέμφωμα.

β) Ιντερλευκίνες: Είναι και αυτές κυτταροκίνες. Το πιο μελετημένο είδος τους είναι η ιντερλευκίνη-2 και δρα διεγείροντας άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που μπορούν να καταστρέψουν τα καρκινικά κύτταρα. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου των νεφρών και του μεταστατικού μελανώματος και ενδεχομένως μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί και για τη θεραπεία άλλων ειδών καρκίνου.

γ) Αυξητικοί παράγοντες: Πρόκειται για ουσίες που δεν δρουν απευθείας εναντίον των καρκινικών κυττάρων, αλλά διευκολύνουν την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων. Η χημειοθεραπεία συνήθως δυσχεραίνει τις λειτουργίες του μυελού των οστών, συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής λευκών αιμοσφαιρίων, αιμοπεταλίων και ερυθρών αιμοσφαιρίων. Όμως η περιορισμένη παραγωγή των κυττάρων αυτών καθιστά τον ανθρώπινο οργανισμό πιο ευάλωτο σε μολύνσεις. Αυτό μπορεί να αποφευχθεί με τη χρήση αυξητικών παραγόντων στη χημειοθεραπεία. Η χρήση τους περιορίζει σημαντικά την πιθανότητα ανάπτυξης μόλυνσης και λιγοστεύει την κόπωση που οφείλεται στην αναιμία που προκαλεί η χημειοθεραπεία.

δ) Μονοκλωνικά αντισώματα: Παράγονται στο εργαστήριο και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Ενώνονται με τα κύτταρα του όγκου και είτε επιδρούν απευθείας σ’ αυτά είτε μεταφέρουν αντικαρκινικά φάρμακα ή ακτινοβολία. Η Επιτροπή Τροφών και Φαρμάκων των Η.Π.Α. έχει εγκρίνει δύο μονοκλωνικά αντισώματα – τη ριτουξιμάμπη (Rituxan) για τη θεραπεία του υποτροπιάζοντος μη Hodgkin λεμφώματος Β κυττάρων και τη τραστουζουμάμπη (Herceptin) για χρήση ενάντια στο μεταστατικό καρκίνο του μαστού που παράγει μεγάλη ποσότητα πρωτείνης που ονομάζεται HER-2. Επίσης, μελετάται το ενδεχόμενο μελλοντικής χρήσης μονοκλωνικών αντισωμάτων και για τη θεραπεία άλλων ειδών καρκίνου. Αυτά είναι λεμφώματα, λευχαιμίες, όγκοι στον εγκέφαλο αλλά και καρκίνος των πνευμόνων, του παχέος εντέρου, του ορθού και του προστάτη.

ε) Εμβόλια: Τα αντικαρκινικά εμβόλια βοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίσει τα καρκινικά κύτταρα, ώστε στη συνέχεια να ξεκινήσει η δράση εναντίον τους με τη χρήση άλλων φαρμάκων. Σε αντίθεση με τα εμβόλια για τις λοιμώδεις ασθένειες, τα οποία γίνονται για την πρόληψη των καρκινικών κυττάρων, τα εμβόλια κατά του καρκίνου χορηγούνται, μόνο μετά τη δημιουργία κάποιου όγκου. Το εμβόλιο στοχεύει να βοηθήσει το ανθρώπινο σώμα να απορρίψει οριστικά τον καρκίνο χωρίς την πιθανότητα επανεμφάνισής του. (Νοσοκομείο Άγιος Σάββας, 2019).