Γιάννης Ρίτσος, Του λυρισμού και της γροθιάς
12 Νοεμβρίου 2020Για την χθεσινή επέτειο της κοιμήσεώς του (1909- 11/11/1990)
Έτος Ρίτσου το φετινό [2009] και σπεύδω να βάλω σε μια τάξη όσα ξέρω και αισθάνομαι γι’ αυτόν. Ο “ποιητής της Ρωμιοσύνης”, όπως έχει αποκληθεί, ουσιαστικά είναι ένας μεταπαλαμικός ποιητής.
Είναι γνωστή και η εξαιρετική υποδοχή που του έγινε στο λογοτεχνικό χώρο από τον ίδιο τον Παλαμά: “Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις”!
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν βρίσκεται ανάμεσα στους αγαπημένους μου ποιητές, [τώρα δεν θα το έγραφα αυτό, γιατί πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό ποιητή] στενοχωρήθηκα όμως όταν πριν από μερικά χρόνια δεν μπορούσα να βρω στα βιβλιοπωλεία όλους τους τόμους των απάντων του.
Ναι, έγραψε πολλά, πάρα πολλά.
Έγραφε ακατάπαυστα αυτός ο ξεπεσμένος αριστοκράτης, ο ιδιαίτερα πληγωμένος άνθρωπος, που είδε τους δικούς του ανθρώπους να πεθαίνουν από φυματίωση, την αδελφή του να κλείνεται στο ψυχιατρείο (θυμηθείτε “Το τραγούδι της αδελφής μου”) και πιο μπροστά τον πατέρα του.
Αλλά και ο ίδιος κυνηγήθηκε ως αριστερός και πέρασε μέρος της ζωής του στις φυλακές και στην εξορία.
Ένα βράδυ στο τέλος της δεκαετίας του 1970 – αρχές του 1980 άκουγα στο ραδιόφωνο εκστασιασμένος ένα τρομερό ποίημα. Δεν το άκουσα από την αρχή και είχα την απορία ποιανού ήταν. Στο τέλος ο παραγωγός της εκπομπής το ανέφερε, αλλά ήδη προς στο τέλος του ποιήματος το υποψιάστηκα.
Αρχικά νόμισα πως ήταν της Ζωής Καρέλλη.
Ας ανατρέξω όμως στο κείμενο.
Με συγκίνηση παίρνω από τη βιβλιοθήκη την ποιητική συλλογή, αλλά και τον πρώτο τόμο των απάντων, όπως και τον “Επιτάφιο” (αυτό το τελευταίο αγορασμένο από το βιβλιοπωλείο του συχωρεμένου Κώστα Ραγιά, όταν ήταν ακόμη στην οδό Τσιμισκή, της Θεσσαλονίκης). Αναζητώ και τον “Αποχαιρετισμό”, δηλαδή την ποιητική συλλογή που έγραψε για το θάνατο του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου. Λείπει…
Όπως ανακαλύπτω τώρα, “Η σονάτα”, αυτό το κατόρθωμα (γιατί οι υψηλές λογοτεχνικές επιδόσεις και συνθέσεις αποτελούν κατορθώματα και ανδραγαθήματα), γραμμένη τον Ιούνιο του 1956, είναι μόλις εννέα σελίδες.
Οι στίχοι όμως που προδίδουν από μακριά Ρίτσο είναι οι εξής: “Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι – / την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, / την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της…”.
Μοιάζει αυτοί οι στίχοι να μπήκαν μετά. Ή ακόμη πως αίφνης στο τέλος αυτής της λυρικής έκρηξης και συγγραφής αναδύθηκε ξανά μέσα του ο στρατευμένος ποιητής.
Ή πιο απλά ο κομουνιστικός ρεαλισμός και το αριστερά σωστό (correct) έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο στη δημιουργία του Γιάννη Ρίτσου, που φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του.
[Το πρώτο από μια σειρά τεσσάρων κειμένων που δημοσιεύτηκαν παλαιότερα].