Η ενότητα της Εκκλησίας

1 Νοεμβρίου 2020

Ένα από τα βασικότερα θέματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η ενότητά της, η ενότητα μεταξύ Χριστιανών και Κληρικών, και αυτό έχει σχέση με το πολίτευμα της Εκκλησίας που δεν είναι απλώς δημοκρατικό, ούτε θεοκρατικό, αλλά συνοδικό και ιεραρχικό.

Πολλοί σήμερα κάνουν λόγο για την ενότητα που πρέπει να επικρατή μεταξύ Χριστιανών, μοναχών και Κληρικών, μεταξύ Κληρικών και Ιεραρχών. Η Εκκλησία δεν είναι ένας ανθρωποκεντρικός οργανισμός, αλλά Θεανθρώπινος Οργανισμός, είναι το Σώμα του Χριστού και ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας. Όπως στο σώμα του ανθρώπου υπάρχει ενότητα και ιεράρχηση μεταξύ των μελών, έτσι πρέπει να γίνεται και στην Εκκλησία. Έτσι, υπάρχει συνοδικότητα και ιεραρχικότητα σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής, από τις Μητροπόλεις με τις Ενορίες και τα Μοναστήρια, μέχρι την Σύνοδο των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ούτε εν ονόματι της συνοδικότητας πρέπει να καταργήται η ιεράρχηση, ούτε εν ονόματι της ιεραρχήσεως πρέπει να καταργήται η συνοδικότητα.

Μερικές βασικές σκέψεις για το πώς πρέπει να λειτουργή η ενότητα της Εκκλησίας στην εποχή μας, που διακρίνεται για πολλά προβλήματα, δημοσίευσα σε ένα άρθρο στο Περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου που τιτλοφορείται «Αχιλλίου Πόλις» (τεύχος 3), στο οποίο ερμηνεύω το εκκλησιαστικό πολίτευμα μέσα από την χαρισματική ενότητα της Εκκλησίας και όχι μέσα από πολιτειοκρατικές απόψεις. Και αυτό είναι το ζητούμενο.

*   *   *

«Εκκλησία συστήματος και συνόδου εστιν όνομα»

Το χωρίο «Εκκλησία συστήματος και συνόδου εστιν όνομα», που έθεσα ως επικεφαλίδα στο κείμενό μου αυτό, το οποίο έγραψα κατά παράκληση του Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερωνύμου, ανήκει στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, έναν μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, ο οποίος δίδασκε, παρά τις εκκλησιαστικές περιπέτειες που περνούσε, ότι η Εκκλησία είναι όνομα που δηλώνει σύστημα και σύνοδο.

Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και τα μέλη της Εκκλησίας είναι μέλη του Σώματος του Χριστού. Όπως σε ένα σώμα όλα τα μέλη, παρά την ποικιλία των λειτουργιών τους, έχουν ενότητα με τα άλλα μέλη, οπότε ισχύει η ποικιλία εν τη ενότητι και ενότητα εν τη ποικιλία, το ίδιο ισχύει και με την Εκκλησία. Πολλά είναι τα μέλη της, μία είναι η κεφαλή της, ο Χριστός, τα οποία μέλη ζούν σε ενότητα μεταξύ τους, γι’ αυτό και το όνομα της Εκκλησίας είναι «σύστημα» και «σύνοδος».

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η θεία Λειτουργία, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, είναι «σύνοδος ουρανού και γής», αφού όλοι συνερχόμαστε σε μια ενότητα μεταξύ μας για να συμμετάσχουμε σε αυτήν, ήτοι κληρικοί, μοναχοί, ιεροψάλτες, επίτροποι, νεωκόροι, ιερόπαιδες, λαός. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούμε τους όρους Ιερά Σύνοδος, Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και Διαρκής Ιερά Σύνοδος, Συνοδικές Επιτροπές κλπ. Ανήκουμε σε ένα Σώμα, το Σώμα του Χριστού, με ιδιαίτερα καθήκοντα και αρμοδιότητες.

Αυτός ο τρόπος λειτουργίας της Εκκλησίας συγκροτεί την ενότητά της, η οποία μπορεί να είναι και εξωτερική, αλλά κυρίως συγκροτείται από την χαρισματική εσωτερική ενότητα, δηλαδή την ενότητα στην πίστη και στην μυστηριακή ζωή.

Αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, γιατί σήμερα μερικοί ομιλούν για ενότητα στην Εκκλησία, ώστε να μην υπάρχη δήθεν διάσπαση, και με αυτό στην πραγματικότητα εννοούν μια «διπλωματική» και εξωτερική ενότητα που λειτουργεί σε βάρος της εσωτερικής-χαρισματικής ενότητος της Εκκλησίας.

Ποιά, λοιπόν, είναι τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν την ενότητα των μελών στην Εκκλησία; Στην συνέχεια θα τονισθούν κάποια στοιχεία που αποτελούν την βάση της εκκλησιαστικής ενότητας.

  1. Συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας

Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι αυτό που εκφράζει την ενότητά της, και, βεβαίως, για να είναι πραγματικό πολίτευμα, πρέπει να είναι συνοδικό και ιεραρχικό. Το συνοδικό είναι από όλους κατανοητό, ότι, δηλαδή, συνερχόμαστε όλοι μαζί για να επιλύσουμε ένα θέμα, αλλά το ιεραρχικό δεν θέλουν πολλοί να το κατανοήσουν.

Ας λάβουμε ως παράδειγμα την συγκρότηση της Πολιτείας. Η ενότητα σε μια Πολιτεία και σε έναν διοικητικό οργανισμό διαπνέεται και από την συνοδικότητα, αφού συνέρχονται όλα τα μέλη από κοινού για να αποφασίσουν, όπως στην Βουλή των Ελλήνων, αλλά συγχρόνως διαπνέεται και από την ιεραρχικότητα, αφού διαφορετικοί είναι οι ρόλοι κάθε μέλους του Κοινοβουλίου, ήτοι του Προέδρου, του Αντιπροέδρου κλπ. ή ενός διοικητικού οργανισμού. Έτσι, η συνοδικότητα δεν καταργεί την ιεραρχικότητα, γιατί τότε θα ήταν ένας λαϊκισμός, ούτε η ιεραρχικότητα καταργεί την συνοδικότητα, γιατί αυτό θα ήταν μια απολυταρχία.

Αυτός ο συντονισμός και η συνύπαρξη μεταξύ συνοδικότητας και ιεραρχικότητας συγκροτεί την ενότητα της Εκκλησίας. Σε τοπικό επίπεδο υπάρχει η συνοδικότητα, αφού όλοι οι Κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί που έχουν βαπτισθή στο όνομα του Τριαδικού Θεού, ανήκουν σε μια τοπική Εκκλησία, συμμετέχουν όλοι στην θεία Λειτουργία, προσεύχονται, κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, αλλά διατηρείται και η ιεραρχικότητα, ήτοι είναι ο Μητροπολίτης, ο Πρωτοσύγκελλος, οι Ιεροκήρυκες, οι Ιερείς, οι Διάκονοι, οι Μοναχοί, οι επίτροποι, οι ιεροψάλτες, οι νεωκόροι, οι κατηχητές, οι κατηχούμενοι, το πλήρωμα της Εκκλησίας. Κανείς δεν αντικαθιστά κάποιο άλλο μέλος, και έτσι υπάρχει αρμονία μέσα στην θεία Λειτουργία.

Αυτό επεκτείνεται και στην Διοίκηση κάθε Ιεράς Μητροπόλεως. Κεφαλή της είναι ο Μητροπολίτης, έπονται ιεραρχικά, ο Πρωτοσύγκελλος, οι Ιεροκήρυκες, οι Εφημέριοι, τα Ηγουμενοσυμβούλια κλπ. Όλοι συμμετέχουν στο ενιαίο Σώμα του Χριστού (συνοδικότητα) και ο κάθε ένας βρίσκεται σε μια ιεραρχική διαβάθμιση. Αυτό τονίζεται από όλους τους Πατέρας της Εκκλησίας.

Έτσι, η ενότητα της Εκκλησίας στηρίζεται σε αυτήν την καλή σχέση μεταξύ συνοδικότητας και ιεραρχικότητας. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγεται τόσο η Ρωμαιοκαθολική απολυταρχία, όσο και η Προτεσταντική αναρχία.

  1. Η Ιεραρχία κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη

Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης έχει γράψει, μεταξύ των άλλων, δύο σημαντικά έργα, με τίτλο «περί ουρανίας Ιεραρχίας» και «περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας». Τα έργα αυτά είναι πολύ σημαντικά για την λειτουργία της Εκκλησίας και την ενότητά της, γι’ αυτό έχουν επηρεάσει πολύ τόσο τους μεταγενεστέρους Πατέρας της Εκκλησίας όσο και όλη την ζωή της Εκκλησίας. Ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας για να περιγράψη την σχέση μεταξύ του Θεού και των δημιουργημάτων, στα οποία δημιουργήματα συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος, που είναι ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο όλης της δημιουργίας, νοητής και αισθητής, χρησιμοποιεί την εικόνα του ηλίου.

Ο Θεός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης που στέλλει τις ακτίνες Του σε όλη την δημιουργία, είναι η Θεαρχία, δηλαδή «η αρχή της θεώσεως». Ο Θεός έχει πολλά ονόματα, μεταξύ αυτών είναι το «αγαθός» και το «καλός». Με το ότι είναι «αγαθός» κινείται προς την κτίση, σκορπώντας τις ενέργειές του, και με το ότι είναι «καλός» ελκύει όλη η κτίση στον Εαυτό Του διά του κάλλους, της ομορφιάς Του. Αυτό έχει σχέση με το ότι ο Θεός είναι «έρως» και «εραστόν», και ως έρως κινείται προς τον άνθρωπο και ως εραστό ελκύει στον Εαυτό Του τα δεκτικά του έρωτος.

Μετά τον Θεό που είναι η «Θεαρχία», ήτοι «η αρχή της θεώσεως», υπάρχουν οι «Θεωνυμίες», ήτοι τα ονόματα του Θεού, οι ενέργειές Του, και υπάρχουν οι «Ιεραρχίες», δηλαδή η μετοχή στις «θεωνυμίες», τόσο η ουράνια Ιεραρχία, οι τάξεις των αγγέλων, όσο και η εκκλησιαστική Ιεραρχία, οι τάξεις των μελών της Εκκλησίας, οι οποίες μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς της θεώσεως.

Ο Θεός ως «αγαθός» στέλλει τις ακτίνες της δόξης Του στην ουράνια και εκκλησιαστική Ιεραρχία και σε όλη την κτίση, και ως «καλός», ελκύει όλους, διά του κάλλους Του, σε Αυτόν. Έτσι γίνεται η κίνηση του Θεού προς τον κόσμο και η επιστροφή όσων ανταποκρίνονται διά του κάλλους Του στον Θεό, και έτσι επέρχεται η ενότητα του Θεού σε όλη την κτίση.

Στην «ουράνια και εκκλησιαστική Ιεραρχία» υπάρχει «ιερά τάξη», και η κάθε τάξη δέχεται αναλόγως την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Ακόμη υπάρχει και «η ιερά επιστήμη», δηλαδή η θεία γνώση που αποκτά κανείς κατά μέθεξη και κατά αναλογία με την «τάξη» στην οποία βρίσκεται. Επί πλέον η «ιερά ενέργεια», δηλαδή η θεία Χάρη που ενεργεί ανάλογα σε κάθε τάξη, άλλους καθαρίζει, άλλους φωτίζει και άλλους τελειώνει, και αυτή η ενέργεια λέγεται καθαρτική, φωτιστική και τελειοποιός.

Έτσι, κάθε «ιερά τάξη» στην «ουράνια και εκκλησιαστική Ιεραρχία» κατά αναλογία συνδέεται με την «ιερά επιστήμη», ήτοι την «ιερά γνώση» και «την μέθεξη της ενεργείας» κατά αναλογία, οπότε υπάρχει η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση-θέωση των μελών της ουράνιας και εκκλησιαστικής Ιεραρχίας. Όσοι δεν θέλουν να μετάσχουν σε αυτήν την διαδικασία, βρίσκονται έξω από την εκκλησιαστική Ιεραρχία, όπως και τα πονηρά πνεύματα είναι έξω από την ουράνια Ιεραρχία.

Το σημαντικό είναι ότι ο Θεός κινείται προς τον άνθρωπο και την κτίση και προκαλεί θαυμασμό, οπότε ελκύει προς τον Εαυτό Του αναλογικά και ιεραρχικά κάθε τάξη και έτσι διατηρείται η ενότητα των κτιστών, και προς τα άνω και προς τα πλάγια.

Πολλοί μιλάνε για ενότητα στην Εκκλησία, αλλά αυτή η ενότητα δεν είναι εξωτερική, κατά κάποιον τρόπο σωματειακού τύπου, αλλά είναι χαρισματική, όταν λειτουργή η «ιερά τάξη», «η ιερά επιστήμη» – «η ιερά γνώση» και «η ιερά μέθεξη», και όταν τα μέλη της Εκκλησίας δέχονται την Χάρη του Θεού καθαρτικώς, φωτιστικώς και τελειωτικώς, και ανέρχονται προς τον μόνον «καλόν καγαθόν», τον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος είναι η «Θεαρχία», ήτοι η «αρχή της θεώσεως».

  1. Αποκάλυψη και μέθεξη της Χάριτος του Θεού

Μέχρι τώρα σημειώθηκε ότι η ενότητα της Εκκλησίας προέρχεται από την εσωτερική ζωή της και επεκτείνεται και εξωτερικά. Για να γίνη αυτό κατανοητό πρέπει να δούμε το μυστήριο της Ιερωσύνης από άνω προς τα κάτω, όπως δόθηκε από τον Θεό.

Την ημέρα της Πεντηκοστής οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα, έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού, έφθασαν στην θέωση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι συνδέεται στενά η όραση του θείου Φωτός, με την ένωση και κοινωνία με τον Θεό και την πνευματική γνώση του Θεού. Στην συνέχεια οι Απόστολοι χειροτόνησαν τους Διακόνους και τους Πρεσβυτέρους, και καθόρισαν τις αρμοδιότητές τους στην Εκκλησία, πράγμα που καθορίσθηκε από την Εκκλησία καλύτερα στους επόμενους αιώνες με τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους.

Σήμερα η Ιερωσύνη κατανοείται περισσότερο από τα κάτω προς τα άνω, δηλαδή πρώτα γίνεται κανείς Διάκονος, έπειτα Πρεσβύτερος και στην συνέχεια Επίσκοπος γιατί έτσι φανερώνεται ευκρινέστατα η μύηση στο μυστήριο της Ιερωσύνης, αφού, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη οι τρεις βαθμοί της Ιερωσύνης, ήτοι του Διακόνου, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου, συνδέονται στενά με τα μυστήρια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Έτσι, η αποκάλυψη του Θεού δίδεται στους θεουμένους και αυτοί την διατυπώνουν με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα στα πνευματικά τους παιδιά για να ανέλθουν και αυτοί με διαφόρους βαθμούς στην θεοπτία.

Μελετώντας κανείς προσεκτικά τα κείμενα των αγίων Πατέρων, καταλαβαίνει ότι υπάρχει μια λεπτή και ουσιαστική διάκριση μεταξύ δογμάτων και όρων. Το δόγμα είναι η αποκάλυψη του Θεού στους Προφήτας στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως και στους Αποστόλους της Καινής Διαθήκης εν σαρκί, και στους Πατέρας διά μέσου των αιώνων εν τη Εκκλησία. Αυτό το δόγμα, το οποίο είναι η Αποκάλυψη του Θεού στους φίλους Του, διατυπώνεται με όρους, με «κτιστά ρήματα» για να τεθούν τα όρια μεταξύ δόγματος-αποκαλύψεως και στοχασμού, ο οποίος είναι απόρροια της φιλοσοφίας.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην αρχή του «Αγιορειτικού Τόμου» κάνει την διάκριση μεταξύ των κηρυττομένων δογμάτων, που ήταν γενικώς παραδεκτά και από όλους αναγνωρισμένα και ήταν μυστήρια του Μωσαϊκού νόμου, και βλέπονταν μόνον από τους προφήτας εν πνεύματι, και του μυστηρίου της ευαγγελικής πολιτείας, που είναι τα επηγγελμένα αγαθά στους αγίους στον μέλλοντα αιώνα, τα οποία δίδονται και προορώνται διά τους αξίους να βλέπουν, και αυτά τα βλέπουν μετρίως ωσάν σε αρραβώνα. Δόγματα, λοιπόν, είναι οι αποκαλύψεις του Θεού στους φίλους Του, τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους.

Η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι εμπειρία της θεώσεως και αυτοί που μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού χαρακτηρίζονται θεούμενοι. Αυτοί που μετέχουν της Αποκαλύψεως απέκτησαν εμπειρική γνώση του δόγματος, που είναι η φανέρωση της ακτίστου δόξης του Θεού, της ακτίστου Βασιλείας Του, και στην συνέχεια καθορίζουν εν Συνόδω τα όρια μεταξύ αληθείας και ψεύδους, που γίνεται με τους όρους.

Κατά συνέπεια η Αποκάλυψη του Θεού που δίνεται στους θεουμένους δείχνει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών στους Προφήτας, Αποστόλους και Πατέρας, αλλά αυτή η ταυτότητα εμπειριών διατυπώνεται διαφορετικά από τον καθένα, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρίσματά του. Όμως, όταν οι θεούμενοι συνέλθουν σε μια Τοπική ή Οικουμενική Σύνοδο, τότε θέτουν τα όρια μεταξύ αληθείας και πλάνης και αποκτούν και ταυτότητα ορολογίας. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε την διάκριση μεταξύ του δόγματος, που είναι η αποκάλυψη της ακτίστου δόξης του Θεού στους θεόπτας, και των όρων, που είναι η διατύπωση του δόγματος με κτιστούς όρους.

  1. Ορθοδοξία και αιρέσεις

Η ενότητα της Εκκλησίας διασφαλίζεται από την Χάρη του Θεού διά των θεουμένων αγίων με συγκεκριμένες πράξεις. Στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Σε ένα χωρίο γράφεται: «Ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταίς προσευχαίς. Εγένετο δε πάση ψυχή φόβος, πολλά τε τέρατα και σημεία διά των αποστόλων εγίνετο. πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί τό αυτό και είχον άπαντα κοινά» (Πρ. β΄, 42-44).

Στο χωρίο αυτό, που παρουσιάζει την ζωή της Εκκλησίας μετά την Πεντηκοστή, φαίνεται ότι τα στοιχεία της ενότητας των Χριστιανών ήταν η διδαχή των Αποστόλων, η κοινωνία μεταξύ τους, η κλάση του άρτου-θεία Ευχαριστία και οι προσευχές. Δεν ήταν μόνον η θεία Ευχαριστία το κέντρο της ενότητας, όπως ισχυρίζονται μερικοί στις ημέρες μας, αλλά και η διδαχή των Αποστόλων, η κοινωνία μεταξύ τους και οι προσευχές. Συγχρόνως, οι πρώτοι Χριστιανοί έβλεπαν «πολλά τε τέρατα και σημεία» που γίνονταν από τους Αποστόλους, και οι πιστεύοντες ζούσαν μαζί σε έναν τόπο και είχαν τα πάντα κοινά.

Με άλλα λόγια η πρώτη Εκκλησία λειτουργούσε, όπως σήμερα λειτουργούν τα οργανωμένα Μοναστήρια, στα οποία γίνεται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, οι μοναχοί προσεύχονται διαρκώς στον Θεό, έχουν κοινωνία μεταξύ τους, ακούν θεόπνευστη διδαχή και έχουν όλα τα υλικά κοινά.

Η ενότητα, λοιπόν, της Εκκλησίας δεν είναι απλώς εξωτερική, αλλά εσωτερική-χαρισματική. Αυτό καταγράφηκε έντονα στις ευχές της θείας Ευχαριστίας, των Μυστηρίων και των ιερών ακολουθιών. Είναι το lex credendi (κανόνας πίστεως), που στηρίζεται στην Αποκάλυψη του Θεού στους Αγίους, και το lex orandi (κανόνας προσευχής), που εκφράζεται στην προσευχή της Εκκλησίας. Αποκάλυψη και προσευχή, πίστη και μυστήρια, σφυρηλατούν την ενότητα των μελών της Εκκλησίας. Η διχοτόμηση μεταξύ  του lex credendi και  του lex orandi διασπά και την ίδια την ενότητα των μελών της Εκκλησίας.

Επίσης, η ενότητα των Χριστιανών συγκροτείται με τον συνδυασμό μεταξύ theologia gloriae (θεολογία της δόξης) και theologia crucis (θεολογία του σταυρού). Η θεολογία της δόξης είναι εμπειρία του Θεού, και η θεολογία του σταυρού δείχνει και τις προϋποθέσεις για την ανάβαση στην Πεντηκοστή, αλλά και την διαφύλαξη αυτής της εμπειρίας. Όταν κανείς θέλη να μετέχη του μυστηρίου της δόξης του Θεού, χωρίς το μυστήριο του σταυρού, δεν έχει αληθινή ορθόδοξη ζωή και επιφέρει την διάσπαση της ενότητος. Βίωση των Μυστηρίων, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλαδή χωρίς την βίωση του σταυρού, ως καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, είναι διάσπαση της ενότητος των Χριστιανών.

Από αυτήν την διάσπαση μεταξύ του lex credendi και του lex orandi και μεταξύ της theologia gloriae και της theologia crucis δημιουργούνται οι αιρέσεις και τα σχίσματα που διασπούν την ενότητα των Χριστιανών και όχι της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και δεν διασπάται ποτέ, αλλά οι αιρετικοί απομακρύνονται από αυτήν.

  1. Οι Ιεροί Κανόνες

Τα όσα εγράφησαν έως τώρα δείχνουν την χαρισματική ενότητα που υπάρχει, και πρέπει να υπάρχη στην Εκκλησία και με αυτήν επιτυγχάνεται η ενότητα των μελών της.

Όμως, η αμαρτία των μελών της Εκκλησίας τους απομακρύνει από τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον Χριστό, που είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, οπότε οι τελούντες εν αμαρτία και μή μετέχοντες της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας  του Θεού διασπώνται από αυτήν την ενότητα, ούτε δέχονται την ενέργεια του αγαθού Θεού, ούτε ελκύονται από το κάλλος Του. Πρόκειται για την απομάκρυνση από την εκκλησιαστική Ιεραρχία, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ο κόσμος που βρίσκεται έξω από την Ιεραρχία δεν μετέχει στην Θεοείδεια, στον Θεό, οπότε βρίσκεται στο σκοτάδι.

Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι που έχουν σκοτασμό του νου, πρέπει να επιστρέψουν, διά της μετανοίας, στην «Ιεραρχία» και την «Θεαρχία». Αυτό το έργο κάνει η Εκκλησία με το μυστήριο της μετανοίας. Και επειδή η μετάνοια δεν είναι κάτι ιδεατό και ιδεολογικό, γι’ αυτό η Εκκλησία έχει θεσπίσει τους Ιερούς Κανόνας για την καλή συγκρότηση της εκκλησιαστικής ενότητας.

Οι Ιεροί Κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται μέσα από αυτήν την εκκλησιαστική προοπτική, ότι, δηλαδή, συγκροτούν το συνοδικό και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, θέτουν τις αρμοδιότητες στα μέλη της, αναφέρονται στην καλή διοργάνωση των Εκκλησιών, θεραπεύουν τα σχίσματα, επαναφέρουν στην Εκκλησία τους αιρετικούς που έχουν απομακρυνθή από αυτήν, και τελικά θεραπεύουν τα μέλη της Εκκλησίας, με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και τελειοποιού ενεργείας του Θεού.

Είναι σημαντικό να σημειωθή ότι οι θεοφόροι Πατέρες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων που θέσπισαν τους ιερούς Κανόνες εκινούντο από την φωτιστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό οι Κανόνες δεν είναι νομικά κείμενα, παρά την νομοτεχνική διατύπωσή τους, αλλά είναι καρπός του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος, αφ’ ενός μέν για να διακρατούν τους Κληρικούς, Μοναχούς και Χριστιανούς στην χαρισματική ενότητα, αφ’ ετέρου δε για να επαναφέρουν τους εκτροχιασθέντας στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Αυτό φαίνεται καθαρά στον 102ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, και όταν τον διαβάση κανείς, βλέπει ποιό είναι το έργο της Εκκλησίας και των Ποιμένων της.

Η μέθοδος της Ιατρικής Επιστήμης και η όλη οργάνωση ενός Νοσοκομείου, όπως και τα φάρμακα και οι άλλες ενέργειες που χρησιμοποιούν οι Ιατροί αποβλέπουν στην ίαση και την θεραπεία του ανθρώπου και την ίαση του σώματός του. Κατά παρόμοιο τρόπο και η μέθοδος της ορθοδόξου θεολογίας και η όλη οργάνωση της Εκκλησίας αποβλέπει στην ίαση των μελών της, ώστε να διασφαλίζεται η καλή οργάνωσή της με σκοπό την κατά διαφόρους βαθμούς μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού.

Από όλα αυτά συμπεραίνεται ότι το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικό και ιεραρχικό· η ιεραρχία είναι χαρισματική κατάσταση, όπως αναλύεται από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη· τα δόγματα είναι οι Αποκαλύψεις του Θεού στους αγίους και οι όροι είναι η καταγραφή της Αποκαλύψεως· υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του lex credendi και του lex orandi και μεταξύ του theologia gloriae και theologia crusis· και τέλος οι ιεροί Κανόνες, οι οποίοι ερμηνεύονται θεολογικά και εκκλησιολογικά συγκροτούν την ενότητα της Εκκλησίας.

Νομίζω ότι όλη η θεωρία του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη περί «Θεαρχίας» και «Ιεραρχίας», «περί ουρανίας και εκκλησιαστικής Ιεραρχίας», περί καθάρσεως, φωτισμού και τελειώσεως-θεώσεως, είναι η μόνη αποτελεσματική διδασκαλία για την ενότητα της Εκκλησίας. Κάθε άλλη θεωρία ενότητας που στηρίζεται σε εξωτερικές διεργασίες είναι στην ουσία διασπάσεις και αλλοιώσεις, γιατί ενότητα μπορούν να έχουν και οι αιρετικοί και οι σχισματικοί μεταξύ τους και όλοι οι παράνομοι. Η σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ Κληρικών, Μοναχών και Λαϊκών πρέπει να στηρίζεται στο χαρισματικό στοιχείο, δηλαδή στην διδασκαλία «Περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας» του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.–