Οι αρχές της ωφέλειας και της μη βλάβης ως υποχρέωση του ιατρού

12 Δεκεμβρίου 2020

Οι αρχές της ωφέλειας και της μη βλάβης σχετίζονται με την υποχρέωση του γιατρού να πετύχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ωφέλεια για τον ογκολογικό ασθενή, τη φροντίδα του οποίου έχει αναλάβει, αλλά και για να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη βλάβη που ενδεχομένως να προκύψει από την ιατρική παρέμβαση. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στη σωματική βλάβη, αλλά και στην ψυχολογική, καθώς και στην παραβίαση της ιδιωτικότητας του ατόμου.

Οι παραπάνω αρχές απορρέουν από το δικαίωμα της ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και από το δικαίωμα για προστασία από απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 3. Απορρέουν, επίσης, στο προβάδισμα της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι στο κοινωνικό συμφέρον ή στην επιστήμη, όπως αυτό ορίζεται στο Άρθρο 2 της Σύμβασης.

Τηρώντας τις παραπάνω αρχές, οι γιατροί επιλέγουν και παρέχουν στον ασθενή τη θεραπεία που του είναι αναγκαία και σε αναλογία με την κατάστασή τους. Μέσα στις υποχρεώσεις των γιατρών είναι, επίσης, να φρονίζουν τον ασθενή, να ανακουφίζουν τον πόνο του και να του παρέχουν κάθε είδους υποστήριξη. (Οδηγός, 2014: 11-12).

Η υποχρέωση παροχής μόνο της κατάλληλης θεραπείας
Προκειμένου να εκτιμηθεί ένας τρόπος θεραπείας κατάλληλος για κάποιον ασθενή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα ζητήματα:

α) Τα οφέλη, οι κίνδυνοι και οι περιορισμοί της ιατρικής θεραπείας σύμφωνα με την αναμενόμενη επίδραση στην υγεία του ασθενή και

β) Η αξιολόγησή τους εν όψει των προσδοκιών του ατόμου, το οποίο αφορούν. Αυτή οδηγεί στην εκτίμηση του συνολικού οφέλους, στο οποίο περιλαμβάνεται το όφελος όχι μόνο σε σχέση με τα αποτελέσματα της θεραπείας της ασθένειας ή με τα συμπτώματα, αλλά επίσης σε σχέση με την ποιότητα ζωής του ασθενούς και την ψυχολογική και πνευματική του ευημερία.

Υπάρχει όμως και η περίπτωση η θεραπεία που κρίθηκε κατάλληλη από τον αρχικό προβληματισμό του γιατρού να αποδειχτεί ότι δεν ωφελεί πια και ότι είναι δυσανάλογη με την περίπτωση του ασθενούς. Τότε η συνέχιση της θεραπείας αυτής ονομάζεται «θεραπευτική ισχυρογνωμοσύνη» ή «παράλογη ισχυρογνωμοσύνη» και ο γιατρός, πάντα μετά από μια συζήτηση με τον ασθενή, μπορεί να τη διακόψει. Πρέπει ωστόσο να συμπληρώσουμε εδώ ότι δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια μέτρησης για το αν μια θεραπεία είναι ή όχι κατάλληλη για κάποιον ασθενή, καθώς και ανάλογη με την περίπτωσή του. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι κάθε ασθενής θεωρείται μια ξεχωριστή, ατομική περίπτωση. Πάντως, σημαντικότερο κριτήριο κρίνεται η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο ιατρικό και στο νοσηλευτικό προσωπικό και στον ασθενή. Η μεταξύ τους συζήτηση κρίνει πολλές φορές την καταλληλότητα ή όχι μιας θεραπείας.

Όταν πρόκειται για καταστάσεις τέλους ζωής, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη η εκτίμηση του συνολικού οφέλους προκειμένου να καθοριστεί η καταλληλότητα ή μη μιας θεραπείας, η οποία ενδέχεται στη συνέχεια να αλλάξει (για παράδειγμα, από θεραπεία να μεταβληθεί σε παρηγορητική φροντίδα). Τότε πλέον η ιατρική πράξη δεν αποβλέπει αποκλειστικά στην παράταση της ζωής, αλλά παράλληλα στην ανακούφιση του πόνου και στην τόνωση της ψυχολογίας. Στο τέλος της ζωής ασφαλώς κυριαρχεί έντονος προβληματισμός στους γιατρούς σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να πάρουν, λόγω της αναγκαιότητας της διασφάλισης του σεβασμού, της αυτονομίας και της αξιοπρέπειας του ασθενούς, οι οποίες αποτελούν επιταγή της σχετικής Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πρέπει να τηρηθεί ακόμη η εξισορρόπηση ανάμεσα στην προστασία της ζωής και το δικαίωμα του ατόμου να ανακουφίζεται από τα βάσανά του, όσο αυτό είναι δυνατόν. (Οδηγός, 2014: 12-13).

Ο πιθανός περιορισμός ή η πιθανή παύση μη κατάλληλης ή δυσανάλογης θεραπείας
Ανεξάρτητα από τις αρχικές ενδείξεις, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αυτή να καταστεί μη οφέλιμη ή δυσανάλογη. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αποφασιστεί ο περιορισμός της ή και η οριστική διακοπή της. Ο περιορισμός της θεραπείας μπορεί να σημαίνει προοδευτική παύση, αλλά και μείωση των δόσεων που χορηγούνται στον ασθενή, έτσι ώστε να περιορίζονται οι παρενέργειες και να αυξάνονται τα ευεργετικά αποτελέσματα.

Σε καταστάσεις τέλους ζωής η θεραπεία στοχεύει πρώτα από όλα στη βελτίωση της ποιότητας της εναπομείνασας ζωής του ασθενούς. Προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος αυτός, μερικές φορές απαιτείται η εφαρμογή ή η ενίσχυση συγκεκριμένων τύπων θεραπείας. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, όταν επιδιώκεται η ανακούφιση του πόνου ή κάθε άλλου συμπτώματος που επιφέρει ταλαιπωρία στον ασθενή. Επομένως, ο περιορισμός ή η διακοπή μιας θεραπείας που δεν ωφελεί ή είναι επώδυνη για τον ογκολογικό ασθενή, δεν συνεπάγεται περιορισμό ή διακοπή της παροχής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της ανακουφιστικής αγωγής, η οποία στοχεύει στη διατήρηση της ποιότητας ζωής του ασθενούς, κάτι που είναι απολύτως αναγκαίο, αφού διαφυλάσσει την αξία της προσωπικότητας του ατόμου. (Οδηγός, 2014: 13-14).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ