Η υπογραφή του Πρωτόκολλου της Φλωρεντίας
18 Δεκεμβρίου 2020Στις 30 Μαΐου 1913 υπεγράφη η Συνθήκη του Λονδίνου, ως αποτέλεσμα της Διάσκεψης λεγόμενης και Συνδιάσκεψη Ειρήνης, που έγινε στην αγγλική πρωτεύουσα, για τον τερματισμό του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (1912-1913). Αυτή η Συνθήκη συνομολογήθηκε μεταξύ των Βαλκανικών Συμμάχων (Βουλγαρίας – Ελλάδας – Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός, και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου. Έμεινε γνωστή και ως Βαλκανο-Τουρκική Συνθήκη.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη αυτή παραχωρούνταν στους νικητές (στα Βαλκανικά κράτη) όλα τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας, εκτός της Αλβανίας, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω δημιουργούνταν ως ανεξάρτητη Ηγεμονία. Συγκεκριμένα το κείμενο της συνθήκης, το οποίο συντάχθηκε οριστικά, προέβλεπε (άρθρο 2) να παραχωρήσει η Οθωμανική αυτοκρατορία όλα τα Ευρωπαϊκά εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνος – Μήδεια, εκτός της Αλβανίας.
Οι Σύμμαχοι και η Τουρκία (άρθρο 3) ανέθεταν στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις (υπό την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη που συνέχιζε τις συνομιλίες), τη χάραξη των συνόρων και το διακανονισμό των ζητημάτων που αφορούσαν την Αλβανία καθώς τους παρείχαν τη δυνατότητα (άρθρο 5) να αποφανθούν για την τύχη των ελληνικών νήσων του Αιγαίου, εκτός της Κρήτης (άρθρο 4) για την οποία η Πύλη παραιτείτο «υπέρ των συμμάχων Ηγεμόνων πάντων των επί της Νήσου κυριαρχικών δικαιωμάτων της».
Με βάση τις αποφάσεις της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως του Λονδίνου η Διεθνής Επιτροπή Καθορισμού των Συνόρων θα έπρεπε να αρχίσει τις εργασίες για τη χάραξη των ορίων της Αλβανίας την 1η Σεπτεμβρίου 1913. Μόλις όμως στις 4 Οκτωβρίου κατόρθωσε να συνέλθει στην πρώτη της εναρκτήρια συνεδρίαση στο Μοναστήρι. Πριν αρχίσει τις εργασίες της η Επιτροπή, οι Μεγάλες Δυνάμεις της γνωστοποίησαν την απόφαση τους να παραχωρηθεί η Κορυτσά (που είχε απελευθερωθεί από τον Ελληνικό Στρατό στις 7/10/1912) στην Αλβανία, ενώ παράλληλα προειδοποίησαν την Ελλάδα να μην φέρει προσκόμματα στην απόφαση τους αυτή.
Απ’ όσες πόλεις και χωριά της Ηπείρου στις περιοχές Κορυτσάς, Λεσκοβικίου και Αργυροκάστρου περνούσαν τα μέλη της Επιτροπής οι κάτοικοι τους υποδέχονταν με ελληνικές σημαίες και βροντοφώναζαν την ελληνική συνείδηση τους και τον πόθο του να ενωθούν με το Βασίλειο της Ελλάδας, με αποκορύφωμα το παλλαϊκό συλλαλητήριο που διοργανώθηκε στο Αργυρόκαστρο στις 25 Νοεμβρίου 1913, στο οποίο συμμετείχαν 20.000 κάτοικοι!
Ήδη άρχισαν να διαδίδονται πληροφορίες ότι τα εδάφη που απελευθέρωσε ο Ελληνικός Στρατός από το Νοέμβριο του 1912 μέχρι τον Μάρτιο του 1913 δεν θα αποδίδονταν στην Μητέρα Ελλάδα αλλά στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσαν δύο χώρες – μέλη των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ιταλία και η Αυστρο-ουγγαρία, που είχαν συμφέροντα στην περιοχή και τους ευνοούσε μία μεγαλύτερη σε έκταση Αλβανία.
Η Επιτροπή παρέμεινε στο Αργυρόκαστρο μόνο 4 μέρες χωρίς να επισκεφθεί κανένα χωριό νοτιότερα και αιφνιδιαστικά αποφάσισε στις 27 Νοεμβρίου 1913 να αναχωρήσει για την Ιταλία μέσω Αγίων Σαράντα. Αυτό καθόριζαν οι εντολές των κυβερνήσεων των απεσταλμένων μελών της σε απάντηση των αιτημάτων τους για σαφέστερο καθορισμό των κριτηρίων προσδιορισμού της εθνότητας των κατοίκων. Οι κάτοικοι που έμαθαν για την εσπευσμένη και απροσδόκητη αναχώρηση των αντιπροσώπων, μαντεύοντας την αιτία, αναστατώθηκαν. Οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας, των Αγ. Σαράντα, του Δελβίνου, του Τεπελενίου και της Πρεμετής παρουσιάσθηκαν αμέσως στην Επιτροπή και διαμαρτυρήθηκαν με έντονο τρόπο γιατί δεν επισκέφθηκαν τις περιοχές τους. Οι αντιπρόσωποι της Τριπλής Συμμαχίας (Ιταλία, Γερμανία, Αυστρο-ουγγαρία) για να αποφύγουν τις εκδηλώσεις του λαού, αναχώρησαν από το Αργυρόκαστρο τα μεσάνυχτα προς τις 28 Νοεμβρίου.
Οι άλλοι αντιπρόσωποι, της Τριπλής Συνεννόησης – Αντάντ (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), αναχώρησαν κανονικά, όπως είχε αποφασισθεί, το πρωί της 28ηςΝοεμβρίου. Οι κάτοικοι της περιοχής τους ξεπροβόδισαν με λύπη αλλά και με ευγένεια και αξιοπρέπεια. Οι Γάλλοι αντιπρόσωποι πριν αναχωρήσουν από το βόρειο τμήμα της Ηπείρου δήλωσαν ότι «έφευγαν με την εντύπωση ότι ο πληθυσμός της περιοχής, για την υπόθεση του, θα πρόβαλλε αντίσταση μέχρις εσχάτων και ότι η χειρότερη έκβαση στο Ηπειρωτικό Ζήτημα δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από τη μη παραμονή του Ελληνικού Στρατού στις διαμφισβητούμενες περιοχές επ’ άπειρον», αναγνωρίζοντας έτσι την ελληνικότητα της περιοχής.
Η εκκένωση θα άρχιζε την 1η Μαρτίου 1914 με την αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή της Κορυτσάς και το νησί Σάσωνα και θα τερματιζόταν στις 31 Μαρτίου από την περιοχή Δελβίνου.
Η Ελλάδα μπροστά στον εκβιασμό «Αιγαίο ή Βόρειος Ήπειρος» και έχοντας μόλις βγει από δύο συνεχόμενους Βαλκανικούς Πολέμους – με μία Βουλγαρία και μία Τουρκία που καιροφυλακτούσαν για εκδίκηση από τις πρόσφατες συντριβές τους και γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει καμία βοήθεια από πουθενά αλλού – αποφάσιζε να υποκύψει στη θέληση των ισχυρών και να εγκαταλείψει αυτή την πανάρχαια ελληνική γη που μόλις πριν λίγους μήνες είχε απελευθερώσει με ποταμούς αιμάτων…