Η πτώση της Ακροκορίνθου (1822)

15 Ιανουαρίου 2021

Οι Έλληνες καπετάνιοι επιχείρησαν χωρίς επιτυχία, στις 4 Δεκεμβρίου 1821 να καταλάβουν το Ναύπλιο. Στη συνέχεια, έστρεψαν τις προσπάθειες τους στην κατάληψη τού κάστρου πού βρισκόταν στην Ακροκόρινθο. Οι οκτακόσιοι περίπου κλεισμένοι τούρκοι δεν παραδίδονταν στον Νικόλαο Σολιώτη που ήταν ο αρχηγός τής πολιορκίας. Το γενικό πρόσταγμα το είχε η δυναμική μητέρα τού Κιαμίλ,Νουρή Χανούμ, η οποία προσπαθούσε να επικοινωνήσει και με τον γιό της κρυφά για να τή συμβουλέψει τι να κάνει. Εν τώ μεταξύ, η έλλειψη τροφίμων, οι επιδημίες και η αιχμαλωσία τού Κιαμίλ μπέη μετά από την πτώση της Τριπολιτσάς, είχαν δυσμενή επίδραση στο ηθικό των μουσουλμάνων πού ήταν κλεισμένοι στο κάστρο.

Στόν Κιαμίλ μπέη, πού ήταν από τούς πλουσιώτερους αγάδες τού Μοριά, με τσιφλίκια στην Κόρινθο, τη Νεμέα, τη Στυμφαλία, την Αργολίδα και την Μαντίνεια, οι Έλληνες είχαν φερθεί με μεγάλη ευγένεια, αποσκοπώντας βέβαια στα πλούτη του, τα οποία τα είχαν και απόλυτη ανάγκη για τα έξοδα τού πολέμου. Ο Κιαμίλ μπέης όμως αρνείτο πεισματικά να αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τούς αμύθητους θησαυρούς του, με συνέπεια να αλλάξει η διάθεση εναντίον του, να γίνει πιο εχθρική και να εκτελεστούν ακόμα και συγγενείς του.

Σύμφωνα με την αφήγηση τού Γέρου τού Μοριά, αφού συγκεντρώθηκαν άνδρες από διάφορα στρατιωτικά σώματα με τη συνοδεία τού επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, τού Φωτάκου, τού Πετμεζά και άλλων, έφτασε και ο ίδιος στή μεσημβρινή πύλη τής Ακροκορίνθου. Εκεί τον υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες με επικεφαλής το φρούραρχο Ασλάν Μπέη, πού τού παρέδωσε τα κλειδιά τού κάστρου και τον χαιρέτισε με την φράση: «Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!». Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρείς φορές το πάνω μέρος τής πύλης με την Ελληνική σημαία και βροντοφώναξε: «Εμπάτε, ‘Ελληνες!».

«Μετά δέ τήν καταγραφήν τών εν τη Ακροκορίνθω διαφόρων πραγμάτων κινητών καί ακινήτων, εξήλθον οι Οθωμανοί, εκ τών οποίων άλλους μεν πολλούς παρέλαβον οι Έλληνες ως υπηρέτες των. Επεβίβασαν δέ περίπου τών εξακοσίων εις δύω ελληνικά πλοία διά νά τούς μεταφέρωσιν εις τήν Ασίαν. Κατά δυστυχίαν όμως τρικυμίας επιπεσούσης εις τήν θάλασσαν, επνίγησαν άπαντες.» (Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος – Αμβρόσιος Φραντζής).

Ακολούθησε όργιο λεηλασίας, τό οποίο περιόρισε ο Κολοκοτρώνης, ώστε να εισπράξει καί τό Δημόσιο Ταμείο τό μερίδιό του, ενώ πολλοί από τούς Τούρκους αιχμαλώτους εκτελέστηκαν, κάτι πού αποκρύπτει ο Φραντζής στήν ιστορία του, όταν μιλάει γιά ναυάγιο τών πλοίων πού τούς μετέφεραν καί θαλάσσιο πνιγμό τους.

«Κατ’ αυτό οι ολιγαρχικοί, εν οίς ό τε Μαυροκορδάτος καί ο Νέγρης, αρπάζουσι τήν καθόλου εξουσίαν καί τίθενται υπεράνω τού Υψηλάντου καί τόν εξοντόνουσι. Καταργούσι καί τό σύμβολον τού Φοίνικος καί παρεισάγουσι τό τής Αθηνάς εις τήν σφραγίδα τής κυβερνήσεως, τό καταργούσι καί από τήν ελληνικήν σημαίαν, ό εστιν αποδοκιμάζουσι τό σύμβολον τής αναγεννήσεως τού έθνους από τόν στακτόν του, τό σύμβολον τού αρχηγού τής επαναστάσεως Υψηλάντου…

Διά ταύτα ο Υψηλάντης δέν έλαβε μέρος άχρι τέλους εις τήν εν Επιδαύρω συνέλευσιν καί μένει εις τήν πολιορκίαν τής Ακροκορίνθου, ενασχολούμενος εις τόν πόλεμον, ότε από τόν πόλεμον εξαρτάται η ελευθερία τών Ελλήνων…

Ο Υψηλάντης, εν ώ οι αντίπαλοι ερραδιούργουν εις τήν Επίδαυρον εναντίον του, επετάχυνε τήν πτώσιν τής Ακροκορίνθου. Ήδη συνεργούντος τού Κιαμίλμπεη, προέκειτο νά παραδοθή καί ο Κολοκοτρώνης επανήλθεν εις τήν πολιορκίαν μέ τόν Παναγιώτην Κρεββατάν, τόν Σωτήρη Νοταρά καί τόν Δαμάλων Ιωνάν διά νά τήν παραλάβωσι καί νά καταγράψωσιν ομού μέ τινας τών γερουσιαστών τά λάφυρα.

Τήν 14ην Ιανουαρίου οι Τούρκοι παρεδόθησαν διά συνθήκης, παραδόντες τάς κλείς τού φρουρίου εις τόν Κολοκοτρώνην καί οι μέν εντόπιοι έμειναν εις τήν Πελοπόννησον. Οι δέ Αλβανοί ανεχώρησαν εις τά ίδια μέ τά όπλα των επί ελληνικών πλοίων. Καί ο μέν Πανουργιάς ήθελε νά θανατωθώσι διά τόν φόβον μή δώσωσι πληροφορίας εις τούς Τούρκους, ο δέ Κολοκοτρώνης δέν συγκατετέθη εις τούτο. Αλλ’ ο Πανουργίας συνεννοήθη μέ τόν Πέτρον Μαρκέζην, μέλλοντα νά τούς συνοδεύση επί τών πλοίων καί εφονεύθησαν όλοι.».( Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου )