Η βιοηθική, η Σύμβαση του Οβιέδο και η σχετική Οικουμενική Διακήρυξη

25 Ιανουαρίου 2021

Η Σύμβαση για την προστασία των  δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της αξιοπρέπειας του ανθρώπινου όντος σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής, αποτελεί το πρώτο διεθνές νομικό εργαλείο με καταναγκαστικό χαρακτήρα, σε θέματα βιοηθικής. Αυτό το κείμενο, το οποίο υπεγράφη στις 4 Απριλίου 1997 στο Οβιέδο, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ευρύτερα γνωστό ως Σύμβαση του Οβιέδο.

Κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2619/1998, ο οποίος ως προς τον τίτλο της Σύμβασης δεν κάνει χρήση της έκφρασης «ανθρώπινο ον» αλλά «άτομο». Η ορολογική αυτή επιλογή δεν είναι ορθή, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι στο άρθρο 1 γίνεται λόγος για «ανθρώπινο ον» ενώ το ίδιο έτος εκδόθηκε υπουργική απόφαση με την οποία κυρώθηκε το «Πρόσθετο Πρωτόκολλο απαγορεύον την Κλωνοποίηση των Ανθρώπινων ‘Οντων».

  Το άρθρο 1 του νόμου ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα προστατεύουν την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα του ανθρώπινου όντος, και θα εγγυώνται το σεβασμό της ακεραιότητας και των λοιπών δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών κάθε ανθρώπινου όντος, χωρίς διάκριση, σε σχέση με την εφαρμογή της Βιολογίας και της Ιατρικής. Η υιοθέτηση  αυτού του γενικού όρου  στη Σύμβαση δεν είναι τυχαία, καθώς επιδιώχθηκε  να τεθεί στο πεδίο προστασίας και ο κυοφορούμενος. Τέθηκε ο  γενικός κανόνας ότι επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. Μία επέμβαση δεν πρέπει να πραγματοποιείται σε ένα άτομο που δεν έχει την ικανότητα συγκατάθεσης, παρά μόνο για άμεσο όφελός του.

Εξάλλου, η χρήση τεχνικών Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής δεν είναι αποδεκτή εφόσον αποσκοπεί στην προεπιλογή του φύλου του παιδιού, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που σχετίζεται  με το φύλο. Αυτή η περιορισμένη αναφορά στη μεθοδολογία της  τεχνητής γονιμοποίησης πρέπει να συσχετιστεί με το γεγονός ότι διαφορές στην εθνική και πολιτιστική κληρονομιά δεν επιτρέπουν την επίτευξη μίας συναίνεσης σε έναν αριθμό θεμάτων: πολλά από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, ακόμη. Δεδομένης της έλλειψης μίας κοινής και δεσμευτικής θέσεως, δεν είναι έκπληξη ότι εθνικοί νόμοι δεν ρυθμίζουν αυτά τα κρίσιμα ζητήματα κατά παρόμοιο τρόπο.

Παρ’ όλα αυτά, ιδίως αν  ληφθεί υπόψη η Οικουμενική Διακήρυξη για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα  Δικαιώματα, μπορεί να θεωρηθεί ότι σε μεγάλο βαθμό έχει πρόσφατα διαμορφωθεί μία παγκόσμια βιοηθική (global bioethics), η οποία είναι μία οικουμενική βιοηθική που  περιλαμβάνει  κοινές ηθικές αρχές και αξίες και αποσκοπεί στην από κοινού ηθική αξιολόγηση των  βιοηθικών ζητημάτων και  πολιτική τους διευθέτηση. Η Διακήρυξη αυτή είναι ένα  μη νομικά δεσμευτικό κείμενο της ΟΥΝΕΣΚΟ, του  2005, το οποίο ενθαρρύνει τα  κράτη να θεσπίσουν σχετικούς κανόνες  δικαίου. Περιλαμβάνει ένα πλήθος ουσιαστικών (ηθικών) αρχών σχετικών με τη βιοηθική, όπως κατά το άρθρο 3 η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επιπλέον, προβλέπονται και αρχές  περισσότερο διαδικαστικής φύσεως, όπως είναι η κατά το άρθρο 18 απαίτηση για επαγγελματισμό, τιμιότητα, ακεραιότητα και διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για βιοηθικά θέματα και η κατά το άρθρο 19 ανάγκη να ιδρυθούν, να προωθηθούν και να υποστηριχθούν στο κατάλληλο επίπεδο ανεξάρτητες, πολυεπιστημονικές και  πολυφωνικές «επιτροπές ηθικής» (όχι δηλαδή αποκλειστικά επιτροπές για τη βιοηθικής σε στενή έννοια).

Εκτιμάται ότι η Διακήρυξη αποτελεί ένα σημαντικό βήμα σε αναζήτηση των προδιαγραφών της παγκόσμιας βιοηθικής. Ωστόσο, όπως  κάθε  άλλο διεθνές εργαλείο αυτού του είδους, δεν είναι άμοιρη ελλείψεων,  όπως αυτή που προέκυψε από την αφαίρεση στο τελικό κείμενο, της αναγνώρισης της αρχής της προφύλαξης ως ενός εργαλείου διαχείρισης κινδύνων για σκοπούς δημόσιας υγείας[1].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]R. Andorno, Global bioethics at UNESCO: in defence of the Universal Declaration on Bioethics and Human Rights, Journal of Medical Ethics, 2007 Mar; 33(3), pp. 150-154.