Η θρησκευτική προσέγγιση του θέματος της ευθανασίας

1 Φεβρουαρίου 2021

Όταν ο ογκολογικός ασθενής φτάνει στο τέλος της ζωής του, του προκαλούνται κάποιοι προβληματισμοί σχετικά με την περαιτέρω εξέλιξη της υγείας του. Πότε θα έρθει το τέλος της ζωής του; Τι πρέπει να κάνει ο ίδιος; Να κάνει ό,τι μπορεί για να παρατείνει τη ζωή του ή να αφεθεί στην τύχη του; Και όταν αυτός φύγει, ποια θα είναι η τύχη των δικών του ανθρώπων, ειδικά αν ίσως έχει μικρά παιδιά; Ειδικά, όταν η αρρώστειά του του προκαλεί αβάσταχτο πόνο, τότε πολύ συχνά αποφάσίζει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει στην κατάσταση αυτή και έτσι προβάλλει το αίτημα για ευθανασία.

Ανάλογοι ηθικοί προβληματισμοί προξενούνται και στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που φροντίζει τον ασθενή. Πως πρέπει να τον αντιμετωπίσουν; Να αγωνίζονται να παρατείνουν τη ζωή του, έστω και αν αυτό σημαίνει πως θα υποφέρει; Και αν αυτός προβάλλει το αίτημα για ευθανασία, εκείνοι πρέπει να του το ικανοποιήσουν;

Τα μέλη της οικογένειας του ασθενούς ζουν κι εκείνα τη δική τους αγωνία και κάνουν τις δικές τους σκέψεις. Τι πρέπει να κάνουν για να ανακουφίσουν το δικό τους άνθρωπο από τον αβάσταχτο πόνο που του προκαλεί η αρρώστειά του; Αν εκείνος ζητήσει να τερματιστεί η ζωή του, εκείνοι πρέπει να το δεχτούν; Ή μήπως πρέπει εκείνοι να ζητήσουν από τους γιατρούς τον τερματισμό της ζωής του δικού τους ανθρώπου, ώστε να τον απαλλάξουν από τους πόνους, ανεξάρτητα από το ποια είναι η δική του επιθυμία;

Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι είναι θέμα ηθικής και συνείδησης η ορθή αντιμετώπιση των τελευταίων στιγμών του ογκολογικού ασθενούς. Με άλλα λόγια είναι ένα θέμα το οποίο δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την Εκκλησία, η οποία πάντα μεριμνά για το ποίμνιό της και δίνει μεγάλη σημασία στο θάνατο, καθώς αυτός σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια άλλη ζωή, στην οποία ο άνθρωπος λογοδοτεί για τις πράξεις του. Επομένως, ο άνθρωπος όχι μόνο πρέπει να ζήσει με αξιοπρέπεια, αλλά και να πεθάνει με αξιοπρέπεια.

Παρακάτω θα εξετάσουμε πως προσεγγίζει τις καταστάσεις τέλους ζωής η Ορθόδοξη Εκκλησία και στη συνέχεια η Ρωμαιοκαθολική.

Οι θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ευθανασία
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει ότι η ανθρώπινη ζωή είναι δώρο του Θεού και γι’ αυτό το λόγο κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την αφαιρέσει για οποιονδήποτε λόγο. Αυτό ισχύει ακόμη και για τον ίδιο τον κάτοχο της ζωής. Ο Θεός χάρισε τη ζωή και μόνο αυτός μπορεί να αποφασίσει για το τέλος της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία τάσσεται υπέρ της παράτασης της ζωής με κάθε τρόπο. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37). Στην παλιά και στη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία έχουμε πολλές περιπτώσεις αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους μπροστά σε ειδωλολάτρες ή σε μουσουλμάνους τυράννους, μολονότι γνώριζαν ότι η ομολογία αυτή θα τους οδηγούσε στο θάνατο. Ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, όταν κράτησε στην αγκαλιά του τον Χριστό σε βρεφική ηλικία, θεώρησε ότι έχει ολοκληρωθεί η αποστολή του στη γη και γι’ αυτό είπε προς τον Θεό: «Νῦν ἀπολλύῃς τόν δοῦλόν Σου, Δέσποτα». Στα νεότερα χρόνια, έχουμε την περίπτωση του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη, ο οποίος αρνήθηκε να συνεχίσει τη θεραπεία του, «για να μπορέσει να φύγει προσευχόμενος», όπως είπε και ο ίδιος. Εκείνο που πρεσβεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία σχετικά με το θέμα, είναι να μην καταφεύγει κανείς στην ευθανασία, αν πρώτα δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες για τη θεραπεία του ασθενούς.

Oι θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το θέμα της ευθανασίας συνοψίζονται στα εξής:
Κανένας χριστιανός δεν έχει δικαίωμα να αδιαφορεί για τον πόνο του συνανθρώπου του, αντίθετα έχει καθήκον να τον βοηθήσει, όσο μπορεί, στα πλαίσια της εντολής «αγαπάτε αλλήλους». Ωστόσο, η αγάπη αυτή δεν μπορεί να μεταφραστεί σε αφαίρεση της ζωής του συνανθρώπου μας, ούτε ακόμη και προς ανακούφισή του από τον πόνο, γιατί αυτό θα αποτελεί παράβαση της εντολής «ου φονεύσεις». Ο ίδιος ο Χριστός μας δίνει το παράδειγμα, θεραπεύοντας τους νοσούντες. Επομένως, όπως κι αν το δει κανείς, η πρόκληση ευθανασίας δεν είναι ηθικά αποδεκτή, αντίθετα είναι φόνος. Επομένως, η ιατρική επιστήμη, εφαρμόζοντας την ευθανασία στους ασθενείς, δεν τους ανακουφίζει από τον πόνο τους, αντίθετα τους σκοτώνει. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Σύμφωνα μ’ αυτά, ο γιατρός δεν έχει κανένα δικαίωμα να μπει στη θέση του Θεού αποφασίζοντας για το τέλος της ζωής του ασθενούς. Αυτό μόνο ο ίδιος ο Θεός μπορεί να το αποφασίσει, ο οποίος και έδωσε τη ζωή στον άνθρωπο. Ο γιατρός έχει καθήκον να εξαντλεί επιστημονικά όλες του τις προσπάθειες, προκειμένου να ανακουφίσει τον πόνο του ασθενούς, και να του δίνει ελπίδα ζωής. Η ζωή είναι δώρο Θεού και κατ’ επέκταση ανεκτίμητη και αναντικατάστατη. Για το λόγο αυτό ούτε τη δική του ζωή έχει δικαίωμα να αφαιρέσει κάποιος. Συνεπώς, η πράξη της ευθανασίας είτε με τη μορφή της «ενεργητικής» είτε της «παθητικής», αποτελεί για την Εκκλησία μια εγκληματική ενέργεια (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Η Εκκλησία λαμβάνει, επίσης, το ενδεχόμενο οικονομικά συμφέροντα να υποκινούν την πράξη της ευθανασίας. Για παράδειγμα, οι ίδιοι οι συγγενείς ενδέχεται να περιμένουν κληρονομιά και γι’ αυτό το λόγο πιέζουν για ευθανασία του δικού τους ανθρώπου. Επίσης, υπάρχουν και οι ασφαλιστικές εταιρείας οι οποίες βαρύνονται με υπέρογκα χρηματικά ποσά για τη χρόνια νοσηλεία ενός ετοιμοθανάτου και έτσι βλέπουν την ευθανασία τους σαν απαλλαγή τους από ένα σημαντικό κόστος. Ακόμη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την περίπτωση τα όργανα του ασθενούς που θα υποστεί ευθανασία, να προορίζονται για πώληση. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο ασθενής ζητά την ευθανασία δίχως να ελέγχει πλήρως τη συνείδησή του, αλλά όντας κυριευμένος από απελπισία και απόγνωση. Ο ογκολογικός ασθενής που νιώθει το τέλος του να πλησιάζει, έχει συνήθως εύκολα μεταβαλλόμενη ψυχική διάθεση. Αν, δηλαδή, βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ενδεχομένως να μη ζητούσε ευθανασία. Πράγματι, υπήρξαν κάποιες περιπτώσεις που ασθενείς που είχαν υποβάλλει αίτημα για ευθανασία, άλλαξαν αμέσως γνώμη, όταν ο πόνος τους υποχώρησε αισθητά ή εξαλείφτηκε. Για τον λόγο αυτό, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει κανείς να δέχεται την εκτέλεση αποφάσεων για ευθανασία, ιδιαίτερα όταν αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται από ασθενείς, τη στιγμή που οι τελευταίοι βρίσκονται σε στιγμές έντονης αδυναμίας. Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να θυμηθούμε τη διήγηση από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη 5, 1-15 για τον άνθρωπο που κειτόταν παράλυτος στη δεξαμενή της Βηθεσδά για 38 ολόκληρα χρόνια. Όταν ο Χριστός τον ρωτάει «θέλεις να γίνει καλά;», αυτός δεν παραπονιέται για τη μακροχρόνια ασθένειά του, δεν ζητάει έναν ανώδυνο θάνατο για να πάψει να υποφέρει. Εκείνο που τον στεναχωρεί είναι ότι μένει εκεί αβοήθητος και μόνος χωρίς κάποιον οδηγό και συμπαραστάτη. Όπως λέει ο ίδιος: «Δεν έχω άνθρωπο να με βάλει μέσα στην δεξαμενή, όταν αναταράζεται το νερό». Τη βοήθεια όμως που δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να του την προσφέρει επί 38 ολόκληρα χρόνια, του τη δίνει ο ίδιος ο Χριστός δίνοντας έτσι και σε μας το παράδειγμα για το πως πρέπει να φερόμαστε στο συνάνθρωπό μας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τάσσεται κατά της ευθανασίας, ωστόσο παράλληλα αποδέχεται την πραγματικότητα του τέλους που έρχεται από τη διακοπή μιας θεραπείας που δεν έχει πλέον κανένα αποτέλεσμα και παρατείνει τον πόνο στη ζωή του ασθενούς. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ