Η βιοηθική και η δικαιοσύνη 

2 Φεβρουαρίου 2021

Στη γαλλική έννομη τάξη, η νομολογιακή κατασκευή της έννοιας της αξιοπρέπειας (« dignité ») του ανθρώπου φαίνεται να είναι μία νομική βάση που ισχύει έναντι πάντων, ακόμη και εναντίον της βουλήσεως του προσώπου που ωστόσο είναι προορισμένη να προστατεύει. Ειδικότερα, τα γαλλικά δικαστήρια έχουν αποκτήσει τη συνήθεια να μετέρχονται την έννοια αυτή, προερχόμενη από το Διεθνές Δίκαιο, όπως είναι η περίπτωση του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, της 16ης Δεκεμβρίου 1966, το οποίο κάνει ρητή επίκληση της «ανθρώπινης αξιοπρέπειας»[1]

Πάντως, η σημαντικότερη σύμβαση στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν κάνει παρά υπαινικτική μνεία της αξιοπρέπειας. Το Συνταγματικό Συμβούλιο, σε μία απόφασή του η οποία εκδόθηκε το 1994, όρισε ότι η αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου είναι μία αρχή συνταγματικής τυπικής ισχύος. H έννοια αυτή έχει εισέλθει στο γαλλικό δίκαιο χωρίς όμως να έχει καλά οριοθετηθεί από τους νομικούς, λόγου χάρη  όσον αφορά τη νομολογία σε υποθέσεις διάδοσης μίας φωτογραφίας που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ενός θύματος κακουργήματος ή πλημμελήματος.

Τίθεται λοιπόν μεταξύ άλλων το ζήτημα του δικαιώματος στην εικόνα του ανθρώπου, το οποίο αποτέλεσε ειδικά στη γαλλική έννομη τάξη αντικείμενο όχι απλώς νομολογιακής διακύμανσης αλλά και νομοθετικής παλινωδίας. Το δικαίωμα του καθενός «στην εικόνα ως προς το πρόσωπό του» προβλέφθηκε ρητά στον Αστικό Κώδικα το 2013 αλλά η διάταξη αυτή έχει πλέον καταργηθεί. Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να υπάρχει, κατά τρόπο αυτοτελή έναντι του προβλεπόμενου δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

Ειδικότερα όσον αφορά τη βιοηθική και το νομικό εργαλείο της «ανθρώπινης αξιοπρέπειας»,  ασκείται κριτική μεταξύ  άλλων όσον αφορά την εξομοίωση της ενεργητικής ευθανασίας με το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, τελούμενο εκ προμελέτης. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, μία τέτοια χρήση αυτού του εργαλείου δεν οδηγεί παρά στη διατήρηση ενός κλίματος πατερναλισμού του Κράτους, το οποίο εμφανίζεται επιρρεπές να υποκαθιστά τη βούλησή του σε εκείνη των ενδιαφερομένων[2].

Εξάλλου, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει ήδη  με την απόφαση υπ’ αριθμόν 27,  το 1975, καταστήσει  σαφές ότι  δεν υπάρχει  νομική ισοδυναμία της θέσης της γυναίκας (εγκύου), η οποία «είναι ήδη πρόσωπο»  και της θέσης του συνειλημμένου όντος,  το οποίο «πρόσωπο πρέπει ακόμη να γίνει»[3]. Πρόκειται για την κλασική αρχή του δικαίου σε διεθνή κλίμακα, η οποία έγκειται στην υπεροχή του προσώπου έναντι του κυοφορουμένου. Το ίδιο όργανο έχει κρίνει ως αντισυνταγματικές διάφορες διατάξεις του Νόμου 40 της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για την  Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή. Για παράδειγμα, με την απόφαση 151/2009 ανατέθηκε στο δικαστή να αξιολογεί τον αριθμό των εμβρύων προς εμφύτευση στη μήτρα, ο οποίος πρoηγουμένως δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερος από τρία.[4] Ακριβέστερα, ο νόμος αυτός, ο οποίος είχε θεωρηθεί ότι γεννήθηκε «για την προστασία του εμβρύου», στο διάστημα των πρώτων ένδεκα ετών αποτέλεσε αντικείμενο πλήρους ανασύνταξης από το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο, έκρινε «παράλογη» τη διακριτική μεταχείριση μεταξύ γόνιμων ζευγών – παραδεκτών για την ομόλογη γονιμοποίηση – και ζευγών μη γόνιμων ή στείρων, που δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα.

Ωστόσο,  η ιταλική δικαιοσύνη δεν έχει προβεί σε μία δομική αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, κρίνοντας ως αντισυνταγματική την απόλυτη απαγόρευση της τεχνικής της παρένθετης μητρότητας, η οποία άλλωστε εξακολουθεί να ισχύει και σε άλλες έννομες τάξεις, όπως στη γαλλική. Σε κάθε περίπτωση, στο συγκριτικό δίκαιο έχει προκύψει ένας διευρυνόμενος αριθμός θεμελιωδών δικαιωμάτων σχετικών με τη βιοηθική[5].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1] E. Pierrat, Antimanuel de droit, Éditions Bréal, 2007, pp. 375-377

[2] D. Borillo, Bioéthique, Dalloz, 2011, p. 5.

[3] M. d’Amico, Il concepito e il diritto a nascere sani: profili costituzionali alla luce della  decisione   della Corte di Cassazione (N. 16754 del 2012), Bioetica, 2015, pp. 27, 36.

[4] T. Vicente Giménez (Coor.), V. Marzocco, S. Pozzolo, A. Farano, La subjetividad político-jurídica de las mujeres y la biotecnología como política de reproducción, Revista Bioderecho.es, 2016, 3 pág. 66, https://revistas.um.es/bioderecho/article/view/260301/197011

[5] Βλ. A. Maniatis, An Introduction to Bioethical Rights, 10th Annual Conference of the EuroMed Academy of Business, pp. 885-898.