Απόστολος Παύλος και Ελληνισμός

9 Μαρτίου 2021

Ο Απόστολος Παύλος γεννήθηκε και έζησε στην Ταρσό τα πρώτα του χρόνια τουλάχιστον, μια σημαντική πόλη της Κιλικίας όπως ομολογεί ο ίδιος (Πραξ. 21,39). Εκεί έλαβε την βασική Ιουδαϊκή του εκπαίδευση με κέντρο την συναγωγή, όπου διδάχθηκε το Νόμο και την Ιουδαϊκή παράδοση. Στην Ταρσό της ελληνιστικής εποχής δέσποζε η ελληνική παιδεία και η ελληνική φιλοσοφία. Ευδοκιμούσαν όλα τα υπάρχοντα μεγάλα ελληνικά φιλοσοφικά ρεύματα.

Στην εποχή του Παύλου ο Στράβωνας μαρτυρεί ότι η Ταρσός ήταν έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων με κυριότερο τον Αθηνόδωρο. Ήταν τόσο μεγάλη η πνευματική αίγλη της Ταρσού εκείνη την εποχή ώστε επισκίαζε και αυτή την Αθήνα. Δεν γνωρίζουμε πόσο καιρό έζησε ο Παύλος στο ελληνιστικό περιβάλλον της Ταρσού, αλλά η συγγραφική του δραστηριότητα δείχνει μεγάλη εξοικείωση με την ελληνική παιδεία. Γνώριζε επίσης την ελληνική γλώσσα όπως μαθαίνουμε από τις Πράξεις (21, 37-38) όταν λέει στον Χιλίαρχο «ει έξεστι μοι ειπείν τι προς σε; Ο δε έφη «Ελληνιστί γιγνώσκεις ;». Η άριστη γνώση του της ελληνικής γλώσσας μαρτυρείται από την χρήση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική της μετάφραση χωρίων τα οποία παραθέτει στις επιστολές του.

Στην μεγάλη αφομοίωση της Ελληνικής γραμματείας οφείλεται η ορθή χρήση της αλληγορίας, μιας ερμηνευτικής μεθόδου καθαρά ελληνικής (Α’ Κορινθ. 10,6, Γαλ. 4,24). Γνώριζε και Έλληνες ποιητές όπως τον Επιμενίδη τον περίφημο στίχο του οποίου χρησιμοποίησε στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πραξ.17,28) ο ίδιος στίχος υπάρχει και στον στωικό φιλόσοφο Κλεάνθη. Η ακριβής αναφορά του στον Άρατο κατά την ομιλία του στον Άρειο Πάγο, επίσης, «ως και τινές των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι του γάρ και γένος εσμέν» ( Πράξ.17,29 και Αρατ. Στιχ. 5). Επίσης η παράθεση του στίχου στην (Α’ Κορ. 15,33) «φθείρουσιν ήθη χριστά ομιλίαι κακαί» το οποίο βρίσκεται στον Ευριπίδη και στον Μένανδρο, δηλώνουν την μεγάλη οικείωση του με την ελληνική γραμματεία. (Ζηζιούλας,2008:87-88 )

Ο Απόστολος δανείζεται όρους προς χρήση από την ελληνική φιλοσοφία . Ενδεικτικά αναφέρονται «το καλόν» και το «αγαθόν» τα οποία θεωρεί συνώνυμα (Ρωμ. 7,18,21. Β’ Κορ. 13,7. Γαλ. 4,18, 6,9. Α’ Θεσα.5,21), οι ποιοτικές διακρίσεις μεταξύ του «πνευματικού» του «ψυχικού» και του «σαρκικού» (Ρωμ.2,15 ). Η επιτυχημένη ενσωμάτωση στον Χριστιανισμό των στωικών και περιπατητικών ιδεών, όπως «αρετή» (Φιλ.4,11), «αυτάρκεια» (Φιλ. 4,11) «απερισπάστως» (Α’ Κορ. 7,35). Η «φύση» είναι δάσκαλος του σωστού. ( Α’ Κορ. 11,14). Μεταφέρει ορθά στον Χριστιανισμό τις φιλοσοφικές αντιθέσεις του «ιδεατού» και του «υλικού» κόσμου, των «όντων» και των «μη όντων», της «σάρκας» και του «πνεύματος» (Ρωμ. 1,20. 4,17. Και 8,3-4).

Όλα τα παραπάνω αποτελούν ενδείξεις ότι ο Παύλος ήταν γνώστης της ελληνικής σκέψης. Δεν αποδεικνύει όμως αν είχε επηρεαστεί η αλλοιωθεί σε κάποιο βαθμό από αυτή ο Ιουδαϊσμός του και πως πέρασε στον Χριστιανισμό η πιθανή αλλοίωση μέρους της πίστης του. Αυτό το ερώτημα ίσως απαντηθούν αν αναλυθούν οι διεργασίες οι οποίες έγιναν από τα κηρύγματα του στον ελληνικό χώρο κυρίως, κατά την διαμόρφωση του Χριστιανισμού . Οι ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι επειδή οι Ιουδαϊκές ρίζες του Παύλου είναι πολύ βαθιές δεν φαίνεται να έχουν αλλοιωθεί ολικά η θρησκευτικότητα και η φιλοσοφία του. Διότι ο τρόπος σκέψης του και η στάση του στη ζωή παραμένουν εβραϊκές, και επομένως κάθε δάνειο από άλλο πολιτισμό είναι ανίκανο να τον επηρεάσει. Αλλά κηρύσσοντας το Χριστό αλλοιώθηκε τελικά μέρος της νοοτροπίας του.

Η μορφή του Χριστού όπως την παρουσιάζει ο απόστολος (διδασκαλία- σταύρωση -Θάνατος- Ανάταση ) είναι ανόητη για τους Έλληνες (μωρία), αλλά και για τους Ιουδαίους (σκάνδαλο) αν και η έλευση του ανήκε στις προσδοκίες τους. Ο Παύλος κινούμενος ανάμεσα σε δυο ανόμοιες στάσεις ζωής αφ’ ενός και δρώντας στα πλαίσια της Εκκλησίας και της Χάρης του Αγίου Πνεύματος αφ΄ετέρου, για να περιγράψει το Πρόσωπο του Χριστό δίνει σε ελληνικές και Ιουδαϊκές έννοιες νέο περιεχόμενο. Αυτή η τακτική του οδήγησε τον ελιτισμό στη σκέψη του η οποία αλλοιώθηκε εν μέρει. (Ζηζιούλας,2008:88- 91 ). Η «μωρία» του Σταυρού ήταν η αιτία της οντολογικής στροφής του Παύλου προς την Ελληνική σκέψη την οποία με τα κηρύγματα του και τις επιστολές του πέρασε στον Χριστιανισμό. Η επίδραση του ελληνισμού φαίνεται ακόμα και στην φαινομενική αντιπαράθεση του με τον ελληνισμό η οποία καταλήγει τελικά υπέρ του Χριστιανισμού. Η μη αποδοχή «της σοφίας του κόσμου τούτου» η οποία είναι το κέντρο της ελληνικής πίστης για τον υπαρκτό κόσμο χάριν της Χριστολογικής του θεωρίας, δεν σημαίνει την οριστική ρήξη του με το ελληνισμό. Απεναντίας η γήινη σοφία προσδεμένη στο Σταυρό του Χριστού μετουσιώνεται και γίνεται για τους Έλληνες και για τους Ιουδαίους μέσω του Εσταυρωμένου «Θεού σοφία»(Α’ Κορ. ,22-26). Η σοφία έμεινε αλλά η αναζήτηση της πρέπει να γίνεται στον Θεό των Χριστιανών. (Ζηζιούλας,2008: 88-94)

Ο Παύλος για να εκφράσει το γεγονός του Ιησού Χριστού και την μορφοποίηση της θρησκείας η οποία πήρε το όνομα του, χρησιμοποίησε από τον ελληνικό πολιτισμό και από την Ιουδαϊκή παράδοση τους βασικούς όρους εκφοράς. Οι δανεισμένες έννοιες δε χρησιμοποιούνται με την πρωτότυπη τους σημασία , αλλά διηθούνται από την προσωπική κοσμοαντίληψη του Παύλου, η οποία διαμορφώθηκε με βάση την Ιουδαϊκή του παιδεία. Ο Παύλος βλέπει τον κόσμο μέσα από την Βιβλική οπτική και την σωτηρία του στο πρόσωπο του Χριστού και στο Σώμα του την Εκκλησία. Επομένως κάθε δανεικός ελληνικός ή Ιουδαϊκός όρος τον οποίο χρησιμοποιεί τον αναβαπτίζει ανάλογα και του προσδίδει νέο νόημα. Η ελληνική λέξη π.χ. «συνείδησις», η οποία σηματοδοτεί στην ελληνική διανόηση την αρχή της σκέψης . Για τους Έλληνες η σκέψη γεννιέται στη νου, ανεμπόδιστα από την στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος σαν σκεπτόμενο ον αρχίζει να γνωρίζει τον κόσμο και τον εαυτό του. Όταν, δηλαδή, αποκτά «συνείδηση». Μέσω της συνείδησης ο άνθρωπος διαμορφώνει τον τρόπο της ζωής του, την ηθική του , δηλαδή.

Στην ποτισμένη, από την βιβλική νοοτροπία ανθρώπινή αντίληψη των ιουδαίων η γνώση ανήκει στο Θεό και στο Λόγο Του. Ο θεός δημιουργεί την συνείδηση στον άνθρωπο κέντρο της οποίας δεν είναι ο νους αλλά η καρδιά, ο τόπος αναφοράς της υπακοής και της αγάπης. Βλέπουμε για μια ακόμα φορά την διαλεκτική ικανότητα του Παύλου. Διατηρεί τη ελληνική έννοια της συνείδησης (θέση) η οποία περιέχει τη γνώση, την αυτογνωσία και τον παρεπόμενο τους έλεγχο. Αλλά η προέλευση της δεν βρίσκεται στη νόηση του ανθρώπου, εβραϊκή αντίληψη, αλλά στην κρίση της Θεού ( αντίθεση ). Ο άνθρωπος γνωρίζει επειδή το θέλει ο Θεός. Επίκεντρο της συνείδησης στη νέα θρησκεία είναι ο Χριστός αλλά και η κοινωνία των πιστών μέσα στην Εκκλησία (σύνθεση). Με την μετάθεση της εκπόρευσης της συνείδησης αλλοιώνεται μεν η αρχική της έννοια, αλλά αυτή η αλλοίωση είναι δημιουργική , διότι η συνείδηση πραγματώνεται και αξιολογείται όχι από τον ίδιο τον άνθρωπο, ούτε από τον Θεό, αλλά από το πλήρωμα της Εκκλησίας. (Α΄Κορ. 8,7-11. 10,29. Β’ Κορ, 5,11. ). Με αυτή τη διαδικασία η γνωσιολογία μεταφέρεται στη καρδιά γίνεται αγάπη και μεταμορφώνεται από πρακτική διαχείριση της πραγματικότητας σε έννοια γνωσιολογική. Με αυτόν τον ευφυή τρόπο η συνείδηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους Εθνικούς (Έλληνες) (Ρωμ. 2,15). Η αλλοίωσή της είναι μεγάλη για να μπορέσει να σταθεί στην χριστιανική κοινωνία. Αποδυναμώνεται πλήρως επειδή της αφαιρεί την ζωτικότητα του ανθρωποκεντρισμού και την δυνατότητα της αυτονομίας της, την αυθυπαρξία της, δηλαδή. Της αφαιρεί, επίσης κάθε αρνητικότητα η οποία προκύπτει όταν εισέλθει στην Ιουδαϊκή αντίληψή περί θείας κρίσης. Επομένως η ελληνική «συνείδηση» παραδομένη στην αγάπη του Χριστού και στη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος γίνεται λύτρωση.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ