Η λατρεία και η παρθενία

12 Μαρτίου 2021

Τί είναι στην πραγματικότητα η λατρεία; Είναι αυτή ένα «έργον», ένα μέσον, ένα απλό καθήκον του χριστιανού μεταξύ των άλλων «έργων» και καθηκόντων του; Η διαπίστωση που εκτοξεύθηκε ως μομφή κατά της Εκκλησίας μας ότι παρέμεινε μέσα στους αιώνες «κοινωνία λατρείας» χρειάζεται πράγματι να αναιρεθεί ή να γίνει αποδεκτή ως έπαινος που εκφράζει τη βαθύτατη αλήθεια για την Εκκλησία; Μάλλον το δεύτερο πρέπει να γίνει. Γιατί; Διότι η λατρεία δεν είναι ούτε μπορεί να είναι μια απλή θρησκευ­τική τελετουργία, ούτε ένα έργο (αγιαστικό) απλώς ξεχωριστό από το λεγόμενο διδακτικό και ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας.

Αυτή αγγίζει την ίδία την ουσία της Εκκλησίας και ολόκληρου του Μυστηρίου της. Η ουσία δε αυτή είναι ο ίδιος ο Χριστός και η εν Χριστώ καινή ζωή. Η λατρεία όχι απλώς αγγίζει, αλλά ταυτίζεται με αυτήν την καινή εν Χριστώ ζωή. Διά της λατρείας η Εκκλησία φανερώνει. πραγματοποιεί και μεταδίδει αυτόν τον Χριστό και αυ­τήν την εν Αυτώ ζωή. Επομένως η λατρεία είναι φανέρωση και πραγμάτωση της εν τη πίστει και εν τη καινή ζωή συνάξεως των πιστών. Το μαρτυρεί αυτό και η πρώτη σύναξη των πιστών της αποστολικής εποχής και κάθε σύναξη με την ίδια πίστη και ζωή. Επομένως μια εσφαλμένη πίστη και ένα μη ορθό ήθος είναι αδύνατον να φα­νερώσουν και να δώσουν μία σωστή λατρεία. Υπάρχει μια οργανική αλληλεξάρτηση αυτών των τριών μεταξύ τους. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά για τους Πατέρες της ερήμου, πώς μπορούσαν να καταλάβουν από την στάση κατά την ώρα της προσευχής εάν ο προσευχόμενος εί­ναι αιρετικός ή ορθόδοξος. Αυτό αποδεικνύει πως πράγματι μόνον από την ορθή αντίληψη μπορεί να πηγάζει η ορθή δοξολογία και ο τρόπος της· ότι η λατρεία είναι πραγμάτωση της πίστεως με όλη την σημασία της λέξεως. Γι’ αυτό          ακριβώς        και έλεγε ο Άγιος Βα­σίλειος: «δει γαρ ημάς βαπτίζεσθαι μεν ως παρελάβομεν, πιστεύειν δε ως βαπτιζόμεθα, δοξάζειν  δε ως  πεπιστεύκαμεν». Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι η ορθόδοξη λατρεία και τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας μας είναι κατ’ εξοχήν δογματικού περιεχομένου, που περιέχουν ταυτοχρόνως και το γνήσιο ορθόδοξο ήθος. Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία δεν έχει μόνον λειτουργικό, δογματικό και ηθικό «ενδιαφέρον» και δράση, αλλά η ορθή δόξα, η αληθινή δοξολογία και το γνήσιο ήθος είναι η αδιαίρετη ιερά εστία της, με την φλόγα της οποίας σώζει και μεταμορφώνει τον άνθρωπο και το σύμπαν.

Πηγή: www.asceticexperience.com

Το ρήμα «λατρεύω» σημαίνει διακονώ, υπηρετώ, και το ουσιαστικό «λατρεία» σημαίνει διακονία, υπηρεσία προσφερόμενη στον Θεό. Όπως η προσφορά είναι η ουσία της θείας λειτουργίας (η οποία πάλι με το μυστήριο της Ευχαριστίας αποτελεί το κέντρο της κάθε λατρείας), έτσι είναι και όλης της λατρείας. Η λατρεία ως δια­κονία και προσφορά δεν είναι απλώς μια εξωτερική πράξη. Αυτή χα­ρακτηρίζει όλη τη στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού, η οποία στην ουσία της είναι λατρευτική. Ο άνθρωπος, εάν θέλει να ανταποκριθεί άξια στην κίνηση της απείρου αγάπης του Θεού, πρέπει να αποκτήσει ομοήθεια Θεού, δηλαδή να αποκτήσει την άπει­ρη φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, δηλαδή να ζήσει κατά τον τρόπο του Χρι­στού. Η «λογική λατρεία» ως πνευματική διακονία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή «η πολιτεία η κατά Χριστόν», για να χρησι­μοποιήσουμε την θαυμαστή έκφραση του ιερού Χρυσοστόμου. Και ό­πως η θυσία, ο Σταυρός, η προσφορά του αίματος και της ζωής, είναι η ουσία του έργου του Χριστού, έτσι πρέπει να είναι και η ουσία του ανθρώπινου έργου, της ανθρώπινης λατρείας και ζωής. Μό­νον τότε η λατρεία θα είναι όντως «η πολιτεία η κατά Χριστόν». Επο­μένως, η λατρεία δεν είναι απλώς μια τελετουργία που αφορά μόνον σε μερικές στιγμές της ζωής του ανθρώπου. Αυτή ορίζει όλες τις περιοχές της ανθρώπινης ζωής. Όταν ο άνθρωπος λατρεύει με τον σω­στό τρόπο τον Θεό, δεν προσφέρει μόνον τα δώρα του και την διά του στόματος δοξολογία του. Προσφέρει ταυτοχρόνως το σώμα και το αίμα του, γίνεται ιερέας του σώματός  του και της αρετής της ψυχής. Αυτό σημαίνει ότι η λατρεία από τη φύση της απαιτεί μία προέκταση του ήθους της, δηλαδή του λατρευτικού και του θυσιαστι­κού ήθους της σε όλη τη ζωή και την πορεία του ανθρώπου ενώ­πιον του Θεού. Αντιθέτως, εάν αποκοπεί και περιορισθεί στην τε­λετουργία χωρίς την επίγνωση του πραγματικού βάθους της, που είναι ταυτόσημο με το βάθος πίστεως και ζωής, τότε χάνει  στην πραγματικότητα το περιεχόμενό της και το νόημά της.

Όπως είναι με την πίστη και το ήθος, έτσι είναι συνδεδεμένη οργανικά η λατρεία και με το λεγόμενο «διδακτικό έργο» της Εκκλησίας, δηλαδή με το κήρυγμά της. Όχι μόνον διότι το κήρυγμα είναι ακατανόητο έξω από την λατρευτική σύναξη, αλλά και διότι η ίδια η λατρεία είναι κήρυγμα. Αυτή κηρύττει με την «αναπαράσταση» της Οικονομίας του Θεού, με τις εικόνες και τις παραστάσεις, με τις κινήσεις και με την δύναμη και χάρη που προσφέρει στους πιστούς. Η λατρευτική σύναξη είναι ένα απτό σημείο της παρουσίας του Θεού στη γη. Φανέρωση και αποκάλυψη της δόξας του και του κάλλους του, ταυτοχρόνως δε και πραγμάτωση του μυστηρίου της Εκκλησίας του. Με όλα αυτά η λατρεία κηρύττει και στους έσω και στους έξω της Εκκλησίας ευρισκομένους κατά ένα τρόπο ζωντανότερο από κάθε λόγο. Δεν αγιάζει μόνον το μυστήριο. Και ο λό­γος, το κήρυγμα αγιάζει με την δύναμη της χάριτός του τον νου και την καρδιά αυτού που ακούει. Δεν κηρύττει μόνον ο λόγος, αλλά και το μυστήριο, επειδή έχει μέσα του την δύναμη και σοφία του Θεού. Και τα δύο, δηλαδή και η λατρεία και το κήρυγμα, είναι το θεμέλιο και η πηγή της ποιμαντικής, είναι οι βασικοί τρόποι του «ποιμαίνειν» τον λαό του Θεού. Την ώρα της λατρείας και οποιασδήποτε ακολου­θίας ο άνθρωπος διδάσκεται πως πρέπει να πιστεύει, πως πρέπει να ζει, πως πρέπει να δρα, πως πρέπει να αγαπά· αποκτά τον νουν του Χριστού, τον τρόπον της ζωής των Αγίων και το καθολικό φρόνη­μα της Εκκλησίας. Όταν η ζωή του χριστιανού (επομένως και του ιερέως) και η καθημερινή δράση του παύσει να είναι προέκταση της λατρείας και να πηγάζει από το φρόνημά της, τότε ο χριστιανός αυ­τός γίνεται «δίψυχος, ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού» (Ιακ. 1,8). Εάν δεν έχει αποκτήσει καν αυτό το λατρευτικό φρόνημα, θεωρώντας ότι η εν γένει ζωή του είναι κάτι άλλο από την λατρευτική ζωή του, ότι έξω από την λατρεία μπορεί να έχει άλλο φρόνημα, άλλο θεμέλιο και άλλο τρόπο ζωής, μπορεί να χρησιμοποιεί άλλα μέσα και να επιδιώκει άλλους στόχους, τότε και η λατρεία του θα εί­ναι ένας απλός ριτουαλισμός (δηλ. σκέτη τέλεση τελετουργικών θρησκευτικών καθηκόντων) άνευ περιεχομένου και ζωής· τότε και η ζωή του θα είναι χωρίς το πραγματικό βάθος της. Ακόμη και όταν θεωρεί κάποιος την λατρεία ως μία «λατρευτική ευκαιρία» ή ως ένα μέσο προς «ενδυνάμωση» για την δράση, δείχνει ότι δεν έχει εισδύσει στο πραγματικό νόημά της και ότι δεν έχει αποκτήσει την καθο­λική και πνευματική δράση της πίστεως και τη ζωή σύμφωνα με την πίστη. Η λατρεία δεν είναι μέσον· είναι τρόπος υπάρξεως. Αναφέρεται και προσφέρεται μόνον στον Θεό: «πρέπει μόνη τη θεία φύσει». Είναι η ικετήρια και η ευχαριστήρια στάση του ανθρώπου ενώπιον του Θεού, η προσφορά σ’ Αυτόν των δώρων και της ζωής του. Είναι ταυτοχρόνως και η απόκτηση των δώρων του Θεού (η ρίζα «λα» του ρή­ματος «λατρεύω» σημαίνει κτώμαι, αποκτώ, κερδίζω). Ως εκ τούτου το «λατρεύω» σημαίνει διακονώ, πολιτεύομαι κατά Χριστόν και Τον αποκτώ, αποκτώ την αιώνια Δύναμη και τον Άρτο της ζωής. Αυτό είναι και το πραγματικό νόημα των μυστηρίων, με την Ευχαριστία ως την καρδία των, αλλά και το νόημα ολόκληρης της ζωής. Και η ίδια η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αυτή η κοινωνία μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου, η οποία κοινωνία υπάρχει μετά την Ενσάρκωση του Κυρίου ως πραγματικότητα, ως Θεανθρώπινο Σώ­μα και Πλήρωμά Του και ως χώρος της εν Πνεύματι αληθινής λατρεί­ας, με την οποίαν οι πιστοί αυξάνουν μέχρι να καταντήσουν «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4. 13).

Εάν αυτό είναι η λατρεία, τότε η Παρθενία τί είναι; Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους; Πρέπει να λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι η σχέση υπάρχει και μάλιστα οργανική. Όχι μόνον σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά η Παρθενία ως η κατ’ εικόνα του Χριστού ζωή, αποτελεί ένα οργανικό και αδιάσπαστο μέρος της ως άνω λογικής λατρείας. Και η παρθενία είναι αληθινή λατρεία ως ολοκληρωτική προσφορά και ως μίμηση του Θεού. Το μυστήριό της απορρέει απ’ αυτό το μυστήριο του Θεού. Διότι, κατά τους Πατέρες, ο Παρθένος Πατήρ εγέννησε παρθενικώς προ αιώνων τον Παρθένον Υιό, ο Οποίος γεννήθηκε πάλι επ’ εσχάτων εκ Παρθένου Μαρίας. Και η προαιώνιος και η εν χρόνω Γέννηση του Μονογενούς Υιού του Θεού περικλείει μέσα της το μυστήριο της Παρθενίας. Ως εκ τούτου μόνον η παρθένος ψυχή μπορεί να δεχθεί άξια και να γεννήσει ένα τέτοιο Παρθένο Υιό. Η παρθενία είναι το πρώτο και το έσχατον της ζωής («εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται. αλλ’ ως άγγελοι εν τω ουρανώ εισιν» (Ματθ. 22, 30). Αυτός που ακολουθεί, λοιπόν, τον δρόμο της παρθενίας επιδιώκει την ομοήθεια Θεού και την Χριστοήθεια, με την υπαρκτική έννοια της λέξεως. Η παρουσία του στον κόσμο μαρτυρεί το έσχατο του ανθρώπου. Η παρθένος ψυχή είναι ψυχή που έχει τον Παρθένο Υιό του Θεού μέσα της. Και όπως αναφέρεται στην πρώτη από τις «δύο επιστολές προς τας παρθένους», οι οποίες εσφαλμένα αποδίδονται στον Άγ. Κλήμεντα, «όσοι φιλοδοξούν να μιμηθούν τον Ιησούν Χριστόν, οφείλουν εις όλα να αναζωγραφήσουν την εικόνα Του. Επειδή είναι ενδεδυμένοι τον Χριστόν, οφείλουν να αποτυπώσουν την ομοίωσίν Του και εις την καρδίαν των και εις όλον τον τρόπον της ζωής των και της δράσεώς των».

Όπως η παρθενία της Παναγίας είχε ως μοναδικό σκοπό την προετοιμασία της για την σύλληψη του Κυρίου, έτσι και ο πραγμα­τικός παρθένος, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, «έν φροντίζει μόνον, την αυτού οικοδομείν ψυχήν, τον ναόν εκείνον τον Άγιον κοσμείν… τη αγιωσύνη τη κατά σώμα και κατά πνεύμα». Η αγαμία επομένως, η οποία δεν έχει ως μοναδικό σκοπό την ομοίωση με τον Χριστό με την οικοδομή της ψυχής και της αγνότητας του σώματος, αλλά θέτει εκ των προτέρων κάτι άλλο ως σκοπό, λ.χ. τα κοινωφελή έργα, την δράση, όσον αγία και αν είναι αυτή, δεν μπορεί ποτέ να φθάσει  στο νόημά της, δηλαδή στην πραγματική σωφροσύνη, στην ακεραιό­τητα και πληρότητα φρονήσεως και της ομοιώσεως προς τον Χριστό.

Το παρθενικό ήθος είναι λατρευτικό. Στην καθημερινή γλώσσα «λατρεύω» σημαίνει την απόλυτη θεοποιούσα αγάπη προς κάποιο πρόσωπο. Παρόμοια συμβαίνει και με την παρθενία. Παρθενεύει κάποιος, διότι θέλει να λατρεύει με όλη την ύπαρξή του τον Θεό. Χωρίς αυτήν την ολοκληρωτική λατρεία δεν δύναται να υπάρχει η παρθενία. Επομένως ο παρθένος ταυτίζεται με τον λάτρη. Ο παρθένος είναι παρθένος μόνον με το ότι έχει έναν έρωτα, μίαν αγάπη, μία λατρεία: την Άβυσσο του Θεού στο μυστήριο του Χριστού. Εκεί, και μόνον εκεί συναντά τον πλησίον, ευρίσκει τον εαυτό του και την κτίση του Θεού. Αυτός παραδίδει το παν στον Χριστό, για να το παραλάβει απ’ Εκείνον ακέραιο, χριστοειδές, μεταμορφωμένο, «καινόν». Η αγάπη προς τον Κύριο θερμαίνει και προς τον πλησίον την καρδία του. Ο Χριστός γι’ αυτόν είναι «ο σύνδεσμος της αγάπης» και το πλήρωμά της. Ό,τι δεν ευρίσκει μέσα σ’ αυτό το πλήρωμα και δι’ Αυτού, το θεωρεί ανύπαρκτο και της λατρείας ανάξιο, ως κάτι το οποίο μολύνει και διαφθείρει το παρθένο της ύπαρξεώς του.

Η σωφροσύνη είναι λογική λατρεία μόνον ως προσφορά και θυσία ολοκληρωτική σύμφωνα με τον τρόπο του Χριστού. Αυτή η ολοκληρω­τική προσφορά είναι η ουσία και των τριών υποσχέσεων του μονα­χού: της υπακοής, της ακτημοσύνης και της παρθενίας. Αυτή είναι εξ άλλου και η ουσία όλης της χριστιανικής ζωής. Διότι δεν υπάρ­χουν δύο ήθη στην Εκκλησία του Θεού, ούτε δύο πίστεις, ούτε δύο λατρείες («μοναχική» και «κοσμική»).Υπάρχει μόνον μία πίστη (ορ­θόδοξος), μόνον ένα ήθος («Χριστοήθεια») και μόνον μία λατρεία (λογική). Εάν δεν μπορεί να υπάρχει ένα μοναχικό και ένα κοσμι­κό ήθος, ακόμη λιγότερο μπορεί να υπάρχει ένα διαφορετικό ήθος αυτών που εξ ανάγκης ζουν παρθενικά στον κόσμο, από το ήθος των μοναχών. Είναι λάθος να θεωρήσουμε τους παρθένους των πρώτων αιώνων (επομένως και τους συγχρόνους παρθένους που εξ ανάγκης ζουν στον κόσμο) ως κάτι άλλο από τους μοναχούς, οι οποίοι παρουσιάσθηκαν ως θεσμός, κυρίως από τον 4ον αιώνα και μετά. Ο τρόπος της ζωής τους ταυτιζόταν και ταυτίζεται. Η μονα­χική έρημος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία συνέχεια της ερήμου, μέσα στην οποία ζούσε όχι μόνον ο παρθένος, αλλά όλη η πρώτη Εκκλη­σία. Σχεδόν όλοι οι ερευνητές συμφωνούν, ότι η πρώτη Εκκλησία είχε εξ ολοκλήρου «μοναχικό» χαρακτήρα. Αυτό οφειλόταν στην έν­τονη κατά Χριστό ζωή και στην άμεση εσχατολογική προσδοκία. Εκείνο του Αποστόλου «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ.13,14) ήταν βαθύτατη αίσθηση και επίγνωση όλων ανεξαιρέτως των χριστιανών της πρώτης εποχής. Όταν όμως άρχισαν οι χριστιανοί να συμβιβάζονται με την «ώδε μέ­νουσαν πόλιν». δηλαδή με το κοσμικό φρόνημα, οι περισσότεροι από τους «παρθενεύοντας» έφυγαν προς την έρημο οργανώνοντας την «αντιπόλιν» (Φλορόφσκυ) και μαρτυρώντας με την ζωή και με την πα­ρουσία τους το έσχατον, την ερχόμενη πόλη του Θεού του ζώντος. Την στιγμή κατά την οποίαν ο άγαμος, ο παρθένος, χάσει αυτό το «μοναχικό φρόνημα», το φρόνημα της ερήμου, αρνείται αυτομάτως τον εαυτό του, διότι αρνείται τον άπειρον έρωτα προς τον Θεό, ο οποίος έρωτας είναι η ουσία της παρθενίας.

Αυτός ο έρωτας μπορεί να γεννηθεί και να αυξηθεί μόνο μέσα στο περιβόλι της αληθινής λατρείας (το Κοινόβιο, η έρημος). Ο άνθρωπος ο οποίος ζει στην έρημο. «έρημος» από το ατομικό του θέλημα (ως «λατρεύων» διά της υπακοής το θέλημα του Θεού), χωρίς καμμία επίγεια περιουσία (ως ακτήμων) και ταυτοχρόνως άγαμος (ως λατρευτικώς προσφέρων την σάρκα του και την ύπαρξή του στον Παρθένο Υιό), ένας τέτοιος άνθρωπος ως μοναδικό κτήμα και τροφή και μοναδική σωτηρία έχει την πίστη, την προσευχή και την λατρεία. Αυτός διακονεί, υπακούει, λατρεύει, και παρθενεύει, για να αποκτήσει τον Χριστό, την μοναδική ελπίδα και Αγάπη και περιουσία στην έρημο της ζωής του. Η έρημος όμως δεν είναι μό­νον τόπος, είναι πρωτίστως τρόπος και στάση. Η λατρεία, λοιπόν, για τους παρθένους δεν είναι ένα απλό καθήκον, αλλά κάτι το ασυγκρίτως ανώτερο και σπουδαιότερο: ο τρόπος υπάρξεώς τους, η αναπνοή τους. Στους ερημίτες της ζωής, τους παρθένους, παραγγέλλει ο Δαμασκη­νός ο Στουδίτης: «Παρακαλώ ουν υμάς μη χωρίζεσθε από του Θεού μηδέ της καρδίας υμών, αλλά παραμένετε και φυλάττετε αυτήν μετά της μνήμης του Κυρίου Ιησού Χριστού».

Η λατρεία είναι αυτό το «μη χωρίζεσθε» από του Θεού, η ακατάπαυστη μνήμη του Κυρίου. Υπάρχει άλλος τρόπος για να γίνει κανείς πράγματι υπάκουος, ακτήμων και παρθένος, εάν η μνήμη του Θεού δεν αντικαταστήσει μέσα του κάθε τι το αλλότριο του Θεού; Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, ο νους μοιχεύει μόλις απομακρυνθεί από την μνήμη του Θεού, δηλαδή μόλις παύσει να λατρεύει και να προσεύχεται. Ο άνθρωπος εί­ναι από την φύση του λατρευτικό ον. Όταν δεν λατρεύει τον αλη­θινό Θεό διά της πίστεως, της ζωής και υπακοής, το λατρευτικό του αναζητεί διέξοδο στην ψευδολατρεία, την σαρκολατρεία, τον εγωισμό, την φιλαργυρία και την ειδωλολατρεία κάθε  μορφής και είδους. Όλα αυτά και τα παρόμοια, βιβλικώς θεωρούμενα, δεν εί­ναι τίποτε άλλο παρά μοιχεία. Η μοιχεία δε είναι θάνατος για την παρθενία. Είναι πολύ σημαντική αυτή η οργανική ενότητα αφ’ ενός μεν μεταξύ της λατρείας και της παρθενίας, αφ’ ετέρου δε μεταξύ της μοιχείας και της ειδωλολατρείας. Μόνον όταν έχει κανείς «την Θεού έννοιαν αντί αναπνοής», μόνον τότε μπορεί να είναι παρθένος, μόνον τότε αυξάνει η πραγματική σωφροσύνη μέσα του. Γι’ αυτό ο Δαμασκηνός ο Στουδίτης δίνει εντολή σε όλους τους μοναχούς οι οποίοι λατρεύουν τον Θεό: «Αδιαλείπτως παραμείνατε το όνομα του Ιησού Χριστού κράζοντες, ίνα καταπίη η καρδία τον Κύριον και ο Κύριος την καρδίαν και γένηται τα δύο εν».

Όλα αυτά που ελέχθησαν προηγουμένως ισχύουν για κάθε παρ­θένο, επομένως και γι’ αυτόν που εξ ανάγκης ζει μέσα στον κόσμο. Η σύγχρονη ζωή τρομάζει με το υπερβολικό μέγεθος της εκκοσμικευμένης νοοτροπίας της. Ο μόνος τρόπος της αντιστάσεως στο φρόνημα αυτό του κόσμου είναι η λατρεία και η λειτουργική ζωή. Αυτήν την ανάγκην της λατρείας την αισθάνεται κανείς ιδιαιτέρως εκεί όπου αυτή απουσιάζει και όπου είναι παρών με όλες τις διαστάσεις του ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η εκκοσμικευμένη νοοτροπία του. Ο σύγχρονος κόσμος επιβάλλει τον εαυτόν του και το φρόνημά του με πολυποίκιλους τρόπους· με το βιβλίο, με την επιστήμη, με την εικόνα, με την εφημερίδα, με την επικοινωνία και τον τουρισμό, με το ραδιόφωνο, με την μόδα, με πλήθος παραστάσεων που αιχμαλωτίζουν κυριολεκτικά όλες τις αισθήσεις του ανθρώπου και τον ίδιον τον άνθρωπο. Εάν προσθέσουμε σ’ αυ­τό την ήδη υπάρχουσα μέσα μας «αλαζονίαν του βίου» και το «φρό­νημα της σαρκός» με την αμαρτία, αλλά και την ενέργεια του Σα­τανά, θα μας γίνει σαφές πως μόνον η λατρεία ως τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου και ως ευχαριστιακή σύναξη είναι σε θέση να εκριζώσει από μέσα μας και γύρω μας το φρόνημα αυτού του κόσμου· από την διαφθορά να μας σώσει και τον κόσμο να μεταμορφώσει. «Πάν­τα γαρ διά της μνήμης του Κυρίου έχει ευρείν η βιαζομένη ψυχή, είτε πονηρόν, είτε αγαθόν». Τον κόσμο μόνον ο Θεός μπορεί να νικήσει. Με τη λατρεία και τη μετάνοια  ο άνθρωπος αποκτά την δύναμη του Θεού, τον νου του Χριστού, το καθολικό φρόνημα και το ήθος της Εκκλησίας. Με αυτό μόνον νικάται ο πονηρός, ο κόσμος και η σάρκα. Αυτό ισχύει για κάθε χριστιανό, ιδιαιτέρως δε για τον Μοναχό.

Το άνθος της παρθενίας είναι ένα ιδιότυπο άνθος· είναι δύσκο­λο να καλλιεργείται στους δρόμους αυτού του κόσμου. Η έξοδος των παρθένων του 4ου αιώνα και των μετέπειτα αιώνων από τον κόσμο και η είσοδός τους  στην έρημο, ήταν αποτέλεσμα μιας εμπειρίας του κόσμου και εμπειρίας της ανθρώπινης ασθένειας. Μήπως ο κό­σμος σήμερα έγινε λιγότερο κόσμος, ή μήπως η ανθρώπινη ασθέ­νεια μετατράπηκε σε δύναμη; Αντιθέτως, ποτέ δεν ήταν ο κόσμος τό­σο ισχυρός και ο άνθρωπος τόσο αδύνατος. Αλλά τότε γιατί σή­μερα μία τάση προς έξοδο των παρθένων από την έρημο και είσο­δο τους στον κόσμο; «Για το καλό του κόσμου», θα πει κανείς. Μήπως όμως πίσω από αυτή την «καλή διάθεση» κρύπτεται μια ακόμη απόδειξη της ισχύος του κόσμου και της νίκης του; Μία «καλή διάθεση», που παραβλέπει την αιώνια εμπειρία της Εκκλησίας και των Αγίων της, αρκεί άραγε να δικαιολογήσει την είσοδο των παρθένων στον κόσμο και την έξοδό τους από τον δοκιμασμένο χώρο για την άνθηση της παρθενίας: έξοδο από το μοναστήρι, από το κοινόβιο και από την έρημο; Και μάλιστα μίαν έξοδο πριν την είσοδο στον χώρο αυτό! Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο φαινόμενο: ο σύγχρονος άνθρωπος κουρασμένος από τον κοσμικό πολιτισμό του και πνευματικά πεινασμένος, όλο και περισσότερο στρέφεται προς την έρημο για να σωθεί· ο παρθένος, το περιστέρι και ο κάτοικος της ερήμου, φεύγει από τον «οίκον» του, για «να σώζει» αυτόν τον άνθρωπο και για να σωθεί μέσα στον κόσμο! Το αποτέλεσμα όμως αυτού του παράδοξου φαινομένου μπορεί να είναι πολύ τραγικό: ο κόσμος και ο άνθρωπος να μη σω­θούν και ο παρθένος να βρει τον τάφο του. Διότι η καθολική άρνηση του κόσμου (που είναι ακριβώς η παρθενία, υπακοή και ακτημοσύνη) ατονεί και κινδυνεύει να μετατραπεί εκ των ύστερων στην κατάφαση του κόσμου και επομένως στην «μοιχεία», αν δεν αυξάνει και δεν αναπτύσσεται στον χώρο της καθολικής λατρείας (το κοινόβιο, την έρημο). Ένεκα τούτου μία είσοδος των παρθένων («των άγαμων κληρικών») στον κόσμο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον ως άκρα ανάγκη της Εκκλησίας και ποτέ ως ομαλή κατάσταση, η οποία εκφράζει το φρόνημά της. Η έξοδος από τον τόπον της ερήμου χάριν των αναγκών της Εκκλησίας δεν σημαίνει και την έξοδο από τον τρόπο της ερήμου. Εάν τυχόν συμβούν και τα δύο, τότε ο παρ­θένος γίνεται ένα τραγελαφικό ον. Αποκτά το φρόνημα «του άγα­μου», που έχει χάσει το πραγματικό νόημα της αγαμίας του. Ο έρως της παρθενίας και της σωφροσύνης, ως μιμήσεως του Θεού και αφομοιώσεως με τον Παρθένον Υιόν, μεταβάλλεται σε ένα «ανέραστον έρωτα» που αρκείται στην αποχή από τον γάμο για «ανθρωπιστικούς» σκοπούς. Με τον «ανέραστο έρωτα» όμως ούτε σώζεται ο κό­σμος, ούτε αποκτάται ο Θεός, ούτε ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ακέ­ραιος και ολόκληρος. Και οι Άγιοι έβγαιναν για να διακονούν την εν τω κόσμω Εκκλησίαν, έχοντες όμως ήδη αποκτήσει την έρημο ως μόνη περιουσία τους, σταυρούμενοι συνεχώς στον Σταυρό της Α­γάπης προς τον πλησίον και τον Σταυρό του θείου έρωτα, στερού­μενοι την πραγματική και μοναδική πατρίδα τους, την έρημο. Πή­γαιναν στον κόσμο, όχι διότι πίστευαν στις ικανότητές τους, αλλά μήπως σωθεί κάποια ψυχή και ας «χάσουν» την δική τους.

Αυτός ο Σταυρός είναι και ο Σταυρός του παρθένου και του πραγματικού αγάμου που ζει μέσα στον κόσμο. Τον περιγράφει με ένα εξαιρετικό τρόπο ένας σύγχρονος Στάρετς Ρώσσος γράφοντας σε ένα ιερομόναχο, καθ’ υπακοή διαβιούντα στον κόσμο, τα εξής:

«Από την πείρα γνωρίζω πως είναι επικίνδυνο δι’ ημάς να ζούμε μέσα εις τον αμαρτωλόν κόσμον. Ο διάβολος δεν κοιμάται, ο κό­σμος ο αμαρτωλός τραβά και σκανδαλίζει, η σάρκα βράζει. Φοβού από τον κόσμον, από την σάρκα, από τον διάβολον, φοβού από τον εαυτόν σου! Αγάπα τους πάντας και φεύγε από τους πάντας προς τον Εσταυρωμένον Κύριον…».

+ Μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η λατρεία και η παρθενία (με αναφορά εις τον «άγαμον κλήρον») . Περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς ΝΕ΄,1972.