Δημήτρης Πικιώνης. Όταν ο χώρος καθρέφτισε το αόρατο

21 Απριλίου 2021

Το πρόσφατο πέρασμά μου από την παιδική χαρά της Φιλοθέης, έγινε η αιτία να ξαναγυρίζουν οι μνήμες παιδικών παιχνιδιών, αλλά και μιας περίεργης αίσθησης, εντελώς διαφορετικής από εκείνης των μεταλλικών παιδικών χαρών της δεκαετίας του ΄60. Μιας αίσθησης που πια γνωρίζω πως είχε να κάνει με την αισθητική.

Ο παιδικός κήπος της Φιλοθέης ανήκει στα έργα εκείνα του Δημήτρη Πικιώνη που εκφράζουν την αντίληψη ότι όλες οι κουλτούρες έχουν μια κοινή και αιώνια βάση: τα πάντα είναι διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, βλέπει «την παγκόσμια παράδοση ωσάν κάτι ενιαίο, που υπακούει στις ΄΄αΐδιες΄΄ αρχές (οι αρχές της παράδοσης, όπως έλεγε, είναι ΄΄αΐδιες΄΄, οι μορφές παραλλάσσουν)». Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, οι απόψεις αυτές δεν εκπροσωπούσαν έναν θρησκευτικό συγκρητισμό, αλλά μια αναγνώριση πανανθρώπινων πόθων και κοινών εκφραστικών μέσων.

Στο περίπτερο και στην είσοδο της παιδικής χαράς είναι σαφείς και εμφανείς οι επιρροές από ιαπωνική αρχιτεκτονική ενώ δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται τέτοιες επιρροές στο έργο του. Η έρευνα του Πικιώνη για τα παιδιά και το παιδικό παιχνίδι φαίνεται ιδιαίτερα στον εξοπλισμό που επέλεξε: μια ξεχαρβαλωμένη βάρκα, μια καλύβα σαρακατσάνικου τύπου, ένα γεφύρι σε μια μικρή λίμνη. Ένας εξοπλισμός τελικά μυστηριακός, εξερευνητικός και όχι τυποποιημένος ή βιομηχανικός, που προσφέρει πολλές εναλλακτικές -συλλογικού ή ατομικού- αυθόρμητου παιχνιδιού.

Παιδικός Κήπος, Φιλοθέη, 1961-1965

Ποιος ήταν όμως ο Δημήτρης Πικιώνης;

Γεννήθηκε το 1887 στον Πειραιά. Το 1906 γίνεται ο πρώτος μαθητής του Κ. Παρθένη ενώ το 1908 παίρνει το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού από το ΕΜΠ.

Φεύγει για το Μόναχο και στη συνέχεια για το Παρίσι, όπου σπουδάζει σχέδιο και ζωγραφική στην Academie de la grande Chaumiere. Παράλληλα γράφεται στο εργαστήριο του αρχιτέκτονα G. Chifflot και παρακολουθεί το μάθημα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων στην Ecole des Beaux Arts.

Το 1912 επιστρέφει στην Ελλάδα και αρχίζει τις πρώτες μελέτες για την αρχιτεκτονική της νεοελληνικής παράδοσης. Το 1921 διορίζεται Επιμελητής του Καθηγητή Α. Ορλάνδου στο μάθημα της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής και Ρυθμολογίας όπου παραμένει μέχρι τα μέσα του 1923. Το 1925 ονομάζεται έκτακτος Καθηγητής του Ε.Μ.Π. στην έδρα της Διακοσμητικής. Το 1930 μονιμοποιείται στην ίδια Έδρα. Το 1958 συνταξιοδοτείται. Το 1966 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (τάξη Γραμμάτων και Τεχνών) στην Έδρα της Αρχιτεκτονικής.

Πεθαίνει τον Αύγουστο του 1968.

Ανάμεσα στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται η οικία Καραμάνου στην Αθήνα 1925, το Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια 1931-32, το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης 1933-37, το Ξενία των Δελφών 1951-55, η οικία Ποταμιάνου στη Φιλοθέη 1953-55, η διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο του Φιλοπάππου 1954-57 και η Παιδική Χαρά Φιλοθέης 1961-65. Εκτός από το αρχιτεκτονικό του έργο ο Δημήτρης Πικιώνης έχει αφήσει και πολύ σημαντικό γραπτό έργο.

Ίσως, σήμερα, να μας φαίνεται αναπόσπαστο μέρος του ιερού λόφου της Ακρόπολης και να έχει γίνει με τα χρόνια ταυτόσημο της φυσιογνωμίας και της μορφολογίας της καρδιάς της Αθήνας, αλλά, αν οφείλουμε σε κάποιον την ιδιοφυή διαμόρφωση και χάραξη οδών πρόσβασης των πεζών, τους σπειροειδείς διαδρόμους που οδηγούν στο σημαντικότερο μνημείο της ελληνικής αρχαιότητας, δεν είναι άλλος από τον εμπνευσμένο εικαστικό-αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη. Η ευλαβική του αφοσίωση στο φυσικό τοπίο και τη λαϊκή αρχιτεκτονική, από τις οποίες η σύγχρονη Ελλάδα είχε τη μεγάλη τύχη να ωφεληθεί, του έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει ένα όραμα εικαστικής σύλληψης που αφορούσε τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο αλλά και τον γειτονικό περίπατο στον λόφο του Φιλοπάππου. Όπως και τον ναό του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, με το τουριστικό του περίπτερο. Έργα μεγάλης πνοής και στοχασμού για τα οποία έπρεπε να δώσει πολλές μάχες, έναν καθημερινό αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία και την ευθυνοφοβία, για να του παραχωρηθούν όλες οι εγγυήσεις ώστε να τα ολοκληρώσει.

Τα τέσσερα χρόνια που κράτησαν οι εργασίες, ο τότε υπουργός Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνος Καραμανλής, από τον Φεβρουάριο του 1954 μέχρι το 1958 που το εγκαινίασε ως πρωθυπουργός, ξεκινούσε καθημερινά το πρόγραμμά του με επιτόπιες επισκέψεις συνοδεία του αρχιτέκτονα, αρχικά για να πειστεί από τον ίδιο για τις επιλογές του, που παρέπεμπαν στην αρμονία και την κλίμακα (αισθητικά θέματα που αντιμάχονταν λυσσαλέα οι μηχανικοί του υπουργείου του) και αργότερα, όταν πια του παραχώρησε το έργο, στην προσωπική του επιθυμία να κατανοήσει πλήρως το μεγαλεπήβολο σχέδιο, που χάρη στη γενναία για την εποχή πολιτική του απόφαση είχε στηρίξει, από το οποίο περίμενε όχι μόνο να αναδείξει το αττικό τοπίο και την Ακρόπολη με τον ιδανικότερο τρόπο ικανοποιώντας το διεθνές κοινό (εκείνη την εποχή η Ελλάδα ξεκινούσε τα μεγάλα τουριστικά της ανοίγματα), αλλά συγχρόνως να μη θιγεί η αισθητική ιστορία του τόπου.

Ο λόγος που το συγκεκριμένο έργο είναι τόσο σημαντικό είναι η ρηξικέλευθη διαμόρφωσή του που εντάσσεται απόλυτα στο τοπίο. Δουλεύοντας συλλογικά με τους φοιτητές του και τους τοπικούς λιθοξόους, ο Πικιώνης εφάρμοσε την ιδιαίτερη τεχνική της λιθόστρωσης με τη χρήση χαλασμάτων που περισώθηκαν από τη βίαιη ανοικοδόμηση της αναπτυσσόμενης πρωτεύουσας. Σε αντίθεση με τους βιομηχανικούς και αρχαιολογικούς μετασχηματισμούς του τοπίου, το σχέδιό του παραμένει το μοναδικό είδος αστικής πολεοδομίας που υλοποιήθηκε ποτέ στις πλαγιές γύρω από την Ακρόπολη.

«Η άσκηση της πρακτικής του Σεζάν με ήγαγε μακριά από τα ιδεώδη της Δύσης. Η Ανατολή και το Βυζάντιο μου αποκάλυψαν πως η δημιουργία μιας ανηγμένης απ’ την φύση και απ’ την ύλη της μίμησης συμβολικής γλώσσας, είναι ο δρόμος ο μόνος έγκυρος και άξιος του πνεύματος για να εκφράσει τις ιδέες και τα συναισθήματά μας απ’ τη ζωή. Κάποιος είπε σωστά πως απ’ την υπεύθυνη στάση μας ανάμεσα Ανατολή και Δύσης θα εξαρτηθεί η πορεία του Ελληνισμού. Θα προσθέσω: κι από την αρμόδια σύνθεση των αντιθετικών ρευμάτων σε μια νέα μορφή. Θα μπορούσα να αναλύσω πώς παρουσιάζεται το πρόβλημα τούτο στην Αρχιτεκτονική. Μα θ’ αρκούσε εδώ να πω πως είμαι ανατολίτης», έχει δηλώσει ο ίδιος ο Πικιώνης.

Όπως σημειώνει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο κλασικό για τον μεγάλο αρχιτέκτονα έργο του «Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης» (εκδ. ΙΚΑΡΟΣ), ο μεγάλος αυτός Έλληνας δημιουργός δεν στάθηκε στην αρχιτεκτονική του ανεδαφικός η ονειροπαρμένος. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, πως για να κατορθώσει να προχωρήσει σε βάθος την αυτογνωσία που πόθησε, χρειαζόταν η τεχνική γνώση της δουλειάς του, που ο ίδιος την ονομάζει περιληπτικά «όλες εκείνες οι θετικές εργασίες» καθώς και γνώση όλων των σχετικών ρευμάτων, όσα έξω από την Ελλάδα, εκπροσωπούνε στους καιρούς μας τάσεις, αναζητήσεις και δυσκολίες παράλληλες με τις δικές μας ή, οπωσδήποτε αναφερόμενες στα καίρια σημεία των προβλημάτων του σημερινού ανθρώπου, γύρω από τη φυσική και, αναλογικά, τη μεταφυσική κατοικία του.

Και τις δύο αυτές γνώσεις ο Πικιώνης τις κατείχε όσο λίγοι. Γνώριζε στην ουσία τους τα σπουδαιότερα σύγχρονα κινήματα και τους κυριότερους εκπροσώπους τους σε Ανατολή και Δύση με μία οικουμενικότητα και μία απόλυτη έλλειψη εθνικισμού  (όχι εθνισμού), που τον έκανε,  στην κάθε παραμικρή λεπτομέρεια, να βλέπει μονομιάς ολόκληρο το ηλιακό φάσμα και, αφορμή λαμβάνοντας από μία χτιστή καμπύλη –ας υποθέσουμε- να ανοίγει αμέσως μπροστά μας απέραντο ορίζοντα και να συμβουλεύει τον παραζαλισμένο μαθητή του: κοίταξε την αρχαία καμπύλη, τη βυζαντινή, τη λαϊκή, την αιγυπτιακή, τη γοτθική, τη γιαπωνέζικη, την ινδιάνικη, την περσική.

Ο Πικιώνης ανήκει στο πλήρωμα των ταπεινών που δεν στηρίζουν την αντίληψη για την πίστη τους και για την ορθοδοξία στα πρόσκαιρα ατοπήματα του κλήρου και στα αγνοήματα του λαού, και αγωνιζόταν με τη συμμετοχή στην απρόσωπη παθητικότητα της λατρείας να γνωρίσει τον ανώνυμο αδελφό του, δηλαδή τον άνθρωπο ή τον εαυτό του, και να βρει πίσω από τη διαβατάρικα κατ΄ εικόνα, την ασάλευτη ομοίωση με τον Θεό. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περνούσε τις νύχτες με τους Νηπτικούς Πατέρες της φιλοκαλίας και στα αμέτρητα εκείνα χαρτάκια της αγρυπνίας του σημείωνε τις φράσεις και τις λέξεις, όσες του χρειαζόταν να βαθαίνει ολοένα το νόημά τους ή να ζαλώνεται απάνω του την ασήκωτη εφαρμογή τους. Από την ορθοδοξία έμαθε πως ο αληθινός πόλεμος παίζεται μέσα μας, εκεί κερδίζεται ή χάνεται το παν: και η τέχνη και ο άνθρωπος και η αρχιτεκτονική και ο αρχιτέκτονας.

Είχε άσπρα μαλλιά ο Πικιώνης, όταν αποφάσισε να κάνει τη διαθήκη του. Είπε:

«Νέοι, αποβάλλοντας το θέλημά του ατομικό, κατεβείτε εις το σκάμμα της υπακοής. Αυτή, αυτή και μόνη, θα σας χαρίσει την αληθινή Ελευθερία» (Αυτοβιογραφικά Σημειώματα). Σε αυτό το μήνυμα συνοψίζεται η μάθηση του. Σε αυτό συνοψίζεται και η Ορθοδοξία του. Στο Ησυχαστικό σκάμμα, το σπάνιο και δυσεύρετον, τον κατέβασε γυμνόν ο Ιωάννης της Κλίμακος (Λόγος Δ΄,  λα).

Ο Πικιώνης μας άφησε παρακαταθήκη το αρχιτεκτονικό του έργο, τα δοκίμια και τα αισθητικά έργα του. Απάντησε, όπως και οι άλλοι δημιουργοί που συμβατικά ονομάζονται «Γενιά του ‘30», στο ερώτημα για την σχέση μας με την Δύση, πως ο μοντερνισμός είναι ριζοσπαστικός μεν, απέναντι σε ό,τι κυριαρχεί εκεί μετά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσει αξίες και μορφές που δημιουργήθηκαν στην ελληνική παράδοση από ανώνυμους συχνά τεχνίτες.

Στα όρια αυτού του στοχασμού, ούτε ο μιμητισμός είναι λύση αλλά ούτε και η εθνική αυτάρκεια. Δυστυχώς, οι πόλεις μας δεν χτίστηκαν κατά τα πρότυπα που μας έδειξε ο Δ. Πικιώνης, αλλά, συγχρόνως, δεν υπήρξε ούτε η δημιουργική αφομοίωση του όποιου θετικού προϋπήρξε στον Δυτικό κόσμο. Αντίθετα, η εχθρότητα προς την παράδοση συνδυάστηκε με την ανομία και την αντιαισθητική κακογουστιά. Η αντιπαροχή, η δόμηση δίχως καμία προοπτική και σχέδιο κατέστρεψε τον οικιστικό χώρο και επιβάρυνε τραγικά το φυσικό περιβάλλον σε πολλές περιοχές της Αττικής.

Ο Πικιώνης έφυγε από τη ζωή στις 28 Αυγούστου 1968, έχοντας με τον μοναδικό του τρόπο συμβάλει στην αρμονική εικόνα και την συνύπαρξη της σύγχρονης Αθήνας, με την αρχαία πρόγονό της.