«Δος μοι τούτον τον ξένον», Μεγάλη Παρασκευή, το εσπέρας

30 Απριλίου 2021

Η Αποκαθήλωση. Μονή Πάτμου 17ος αι. Από τον τόμο «Αριστουργήματα Μονής Πάτμου» (εκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα). Από: https://anemourion.blogspot.com

Ξεκινώ την αναφορά μου στο Μέγα Σάββατον, με το Συναξάριον του Όρθρου, που αναγινώσκεται τη Μεγάλη Παρασκευή, το εσπέρας.

«Τω αγίω και μεγάλω Σαββάτω, την θεόσωμον Ταφήν, και την εις άδου Κάθοδον του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν δι’ ων της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν, προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκε».

Στίχοι

«Μάτην φυλάττεις τον τάφον, κουστωδία.
Ου γαρ καθέξει τύμβος αυτοζωαν»

Είναι και το «Κοντάκιον» και ο «Οίκος» του αγίου Ρωμανού του Μελωδού:

Ποίημα Ρωμανού του μελωδού.
Ήχος β’. Χειρόγραφον εικόνα.
Κοντάκιον

«Την άβυσσον ο κλείσας, νεκρός οράται· και σμύρνη και σινδόνι ενειλημμένος, εν μνημείω κατατίθεται, ως θνητός ο αθάνατος. Γυναίκες δε αυτόν ήλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρώς και εκβοώσαι· Τούτο Σάββατόν εστι το υπερευλογημένον, εν ω Χριστός αφυπνώσας, αναστήσεται τριήμερος».

Οίκος

«Ο συνέχων τα πάντα επί σταυρού ανυψώθη, και θρηνεί πάσα η Κτίσις, τούτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνόν επί του ξύλου, ο ήλιος τας ακτίνας απέκρυψε, και το φέγγος οι αστέρες απεβάλλοντο, η γη δε συν πολλώ τω φόβω συνεκλονείτο, η θάλασσα έφυγε, και αι πέτραι διερρήγνυντο, μνημεία δε πολλά ηνεώχθησαν, και σώματα ηγέρθησαν αγίων ανδρών. Άδης κάτω στενάζει, και Ιουδαίοι σκέπτονται συκοφαντήσαι Χριστού την ανάστασιν, τα δε Γύναια κράζουσι· Τούτο Σάββατόν εστι το υπερευλογημένον, εν ω Χριστός αφυπνώσας, αναστήσεται τριήμερος».

Στέκομαι όλως ιδιαιτέρως στην Ωδή η’. Στον Ειρμό. Με όλα εκείνα, που μας είναι τόσο οικεία μελωδικώς και που τα άδουμε και τα ψιθυρίζουμε, ως ταφικά τροπάρια εις τον Κύριον.

«Έκστηθι φρίττων ουρανέ, και σαλευθήτωσαν τα θεμέλια της γης· ιδού γαρ εν νεκροίς λογίζεται, ο εν υψίστοις οικών, και τάφω σμικρώ ξενοδοχείται· ον Παίδες ευλογείτε, Ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.

Δόξα σοι, ο Θεός ημών, δόξα σοι.
Λέλυται άχραντος ναός, την πεπτωκυίαν δε συνανίστησι σκηνήν· Αδάμ γαρ τω προτέρω δεύτερος, ο εν υψίστοις οικών, κατήλθεν μέχρις Άδου ταμείων· ον Παίδες ευλογείτε, Ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.

Ευλογούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον Κύριον· υμνούμεν και υπερυψούμεν αυτόν εις τους αιώνας.
Πέπαυται τόλμα Μαθητών, Αριμαθαίας δε αριστεύει Ιωσήφ· νεκρόν γαρ και γυμνόν θεώμενος, τον επί πάντων Θεόν, αιτείται, και κηδεύει κραυγάζων· οι Παίδες ευλογείτε, Ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.

Και νυν.
Ω των θαυμάτων των καινών! ω αγαθότητος! ω αφράστου ανοχής! εκών γαρ υπό γης σφραγίζεται, ο εν υψίστοις οικών, και πλάνος Θεός συκοφαντείται· ον Παίδες ευλογείτε, Ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.

Αινούμεν, ευλογούμεν, προσκυνούμεν τον Κύριον· υμνούντες και υπερυψούντες αυτόν εις τους αιώνας».

Ξεκινώ με εκείνο το «Έκστηθι φρίττων ουρανέ, και σαλευθήτωσαν τα θεμελια της γης». Και πάλιν ο Ουρανός και η Γη. Αλλά και ο τόπος του Φωτός και ο τόπος του Σκότους. Ο τόπος της αναστάσεως και ο τόπος του Θανάτου και του Άδου. Ο Ουρανός, λοιπόν, εξίσταται. Μένει εκστατικός, εξαιτίας του θεάματος. Και τα θεμέλια της γης σαλεύουν, με το συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου. Του Θανάτου του Κυρίου της Ζωής. του κατελθόντος εις τον Άδην Θεού. Ο εν υψίστοις οικών, ο Κύριος και Θεός μας, «εν τάφω σμικρώ ξενοδοχείται». Φιλοξενείται, γίνεται δεκτός ως ξένος, εν τάφω μικρώ! να το παράδοξον και το φρικτόν μυστήριον.

Κι εδώ εισέρχεται πλέον η Δοξολογία και ο Ύμνος. Τρία ρήματα: ευλογείτε, ανυμνείτε, υπερυψούτε. Όχι μόνον στον παρόντα χρόνο, αλλά εις τον αιώνα. «Εις πάντας τους αιώνας». Και ευλογείται, κατά τα ευλογητάρια της «Παλαιάς» και «Καινής Διαθήκης» από τους Παίδες -όπως συνέβη με τους Τρεις Παίδας εν τη Καμίνω- και ανυμνείται από τους ιερείς και υπερυψούται από τον Λαό. Να, η εκπληκτική ποιητική δεξιότης και μαγεία και δύναμις: «ον Παίδες ευλογείτε, Ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας», η κατακλείδα του ύμνου.

Ακολουθεί η κατάλυσις του αχράντου ναού, για να ακολουθήσει η λύτρωσις του πεσόντος Αδάμ, διά της καταβάσεως του Κυρίου εν τω Άδει. Εδώ η αναγωγή στο «ούτος έφη, δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού και διά τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν» (Ματθ. 26, 61) και «Ο καταλύων τόν ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών! σώσον σεαυτόν!» (Ματθ. 27, 40):

«Λέλυται άχραντος ναός, την πεπτωκυίαν δε συνανίστησι σκηνήν· Αδάμ γαρ τω προτέρω δεύτερος, ο εν υψίστοις οικών, κατήλθεν μέχρις Άδου ταμείων·» και πάλι η πρόκληση για Δοξολογία του Κυρίου.

Είναι στη συνέχεια η δειλία των μαθητών και η τόλμη του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, που κηδεύει το σώμα του Ιησού: «Πέπαυται τόλμα Μαθητών, Αριμαθαίας δε αριστεύει Ιωσήφ· νεκρόν γαρ και γυμνόν θεώμενος, τον επί πάντων Θεόν, αιτείται, και κηδεύει κραυγάζων·».

Και τέλος το θαύμα των θαυμάτων. Η κένωσης του Κυρίου, η απόλυτη αγαθότης Του, η ανείπωτος, η «άφραστος», η ανέκφραστη δηλαδή, ανοχή του. Η συγχωρητικότης Του. Έτσι, ώστε να σφραγίζεται εκουσίως υπό την γην και να συκοφαντείται ως Θεός πλάνος. για όλα αυτά η επαναλαμβανόμενη Δοξολογία Του.

Σκέφτομαι, ολοκληρώνοντας, αυτό το «ανθολόγιο», τη συναγωγή δηλαδή των ύμνων της Ταφής του Κυρίου, να αντιγράψω εκείνο το ποιητικώς εκπληκτικό Ιδιόμελον του Γεωργίου Ακροπολίτου, που ψάλλεται κατά την έξοδο του επιταφίου, σε ήχο πλ. α’ και έχει ως θέμα την Αποκαθήλωση και την Ταφήν του Ιησού.

Πρόκειται ένα συγκλονιστικό κείμενο της ποιητικής επωδής ή επανάληψης, που αναδεικνύει το θέμα της ξενίας. Της οικείωσης αφενός και της αποξένωσης, αφετέρου. Ξένος, ξενίζομαι, ξενίζω, αποξένωσις, μια δυναμική των λέξεων, που αποκαλύπτει την εν τω κόσμω παρουσίαν του Κυρίου, «ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίναι», και «όστις οίδεν ξενίζειν τους πτωχούς τε και ξένους·».

Ο επιτάφιος θρήνος.

«Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας, και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν, τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος, προσήλθε τω Πιλάτω και καθικετεύει λέγων· δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω· δος μοι τούτον τον ξένον, ον ο μόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον· δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου το ξένον· δος μοι τούτον τον ξένον, όστις οίδεν ξενίζειν τους πτωχούς τε και ξένους· δος μοι τούτον τον ξένον, ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω· δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίναι· δος μοι τούτον τον ξένον, ον η Μήτηρ καθορώσα νεκρωθέντα εβόα· Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάγχνα τιτρώσκομαι, και καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορώσα, αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω. Και τούτοις τοίνυν τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα, ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη, κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος».

Αυτά, λοιπόν, τα ελάχιστα από την Υμνογραφία του Μεγάλου Σαββάτου, που την ακούμε εκκλησιαστικώς το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής.

 

Νίκου Ορφανίδη, «Πορεία προς την Ζωηφόρον Ανάστασιν, Δώδεκα κείμενα για την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση του Κυρίου».