Κυριακή των Βαΐων στην Ερεσό

26 Απριλίου 2021

Χαρούμενη και λαμπρή η μέρα η σημερινή. «Του βαγιό», λένε οι προκ’νοί. Οι εκκλησιές από χθες ως και σήμερα το πρωί είναι ντυμένες νες με χαρμόσυνο και χαρούμενο τόνο καθώς έχει την ανάμνηση της λαμπρής εισόδου του Κυρίου στην πόλη των Ιεροσολύμων. Η καθημερινή ζωή των Ερεσιωτών από τα πιο παλιά χρόνια είναι συνυφασμένη με την εκκλησιαστική ζωή. Τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα, όλες οι συνήθειες της γνήσιας ερεσιώτικης παράδοσης πηγάζουν απ’την πίστη του απλού λαού.

Ο παπάς το πρωί κατά την ακολουθία των βαΐων μοιράζει στο εκκλησιαζόμενο πλήθος κλωνάρια από δαφνόφυλλα, τα οποία στη συνέχεια θα πάρουν τη θέση τους στο εικονοστάσι του σπιτιού ως φυλαχτά υπενθυμίζοντας την παρουσία του Θεού. Αυτά θα τα φυλάξουν οι νοικοκυραίοι και σε περίπτωση συνεχώς συμφορών θα τα έχει να τα καίει και να ξεματιάζει τους «ματιασμένους» του σπιτιού.

Υπήρχε μια συνήθεια κατά τη σημερινή ημέρα, η οποία δυστυχώς – αν και πολύ όμορφη και ουσιαστική – ωστόσο δεν τηρείται στις μέρες μας. Όλα τα παιδιά της ενορίας, μετά τον πρωινό τους εκκλησιασμό για το χαρμόσυνο μήνυμα της ημέρας φορούσαν τα καλά τους, παλιότερα τις τοπικές παραδοσιακές φορεσιές, με τη συνεργασία του παπά της εκκλησίας έβγαιναν σε όλους τους δρόμους και τα σοκάκια της Ερεσού. Βαστούσαν καλάθια και πανέρια, στολισμένα κατάλληλα για την περίσταση της ημέρας τα οποία ήταν γεμάτα με κλωνάρια από βάγια, δάφνη και φύλλα λεμονιάς. Μπροστάρης ο παπα-Σίμος κι ούλες οι φαμλιές γέμιζαν τα σοκάκια και τα δρομέλια του χωριού κι οι φωνές βγαίναν στα μ’σόρανα. Μπαίνανε από αυλή σε αυλή κι από σπίτι σε σπίτι για να μοιράσουν τα βάγια για το καλό της ημέρας κι ως αντάλλαγμα οι νοικοκυρές πέρα απ’τα καθιερωμένα παραδοσιακά γλυκά, τους έδιναν αυγά.

– Άιντι μουρά, τσι τ’ χρον’! Καλή κύχ’ !

– Τσι τ’χρον’, θεια. Καλιανάστασ’!

Τα παιδιά μπαίνοντας στα σπίτια έψελναν τα παρακάτω κάλαντα τα οποία έχουν μείνει χαραγμένα στη μνήμη όλων των παλιών συγχωριανών μας:

«Με του Θεού το θέλημα και με της Παναγίας

περάσαμε Σαρακοστή και ήρθαμε στα Πάθη

Κι από τα Πάθη του Χριστού οι Άγιες οι Μέρες

που εσταυρώθη ο Χριστός υπό των Ιουδαίων

και κατεδέχθη θάνατον υπό των Φαρισαίων.

Ιούδας τον επρόδωσε ο άθλιος ικέτης

διά τριάντ’ αργύρια ο τρισκαταραμένος.

Αν αγαπάτε δώστε μας και μας το ψαλτικό μας

να ιδεί χαρά το σπίτι σας, χαρά και ευτυχία.

Ήρθι ι Λάζαρους, ήρθαν τα Βάγια,

ήρθε τσ η Κυριατσή που τρωσ’ τα ψάρια

Βάγια, Βάγια του Βαγιώ

τρώμι ψάρια τσι κουλιό

Τσι την άλλη Κυριακή

τρώμι του ψητό τ’ αρνί.

Κι από Χρόνου ! «

Το έθιμο αυτό θυμίζει τα κάλαντα των Χριστουγέννων, που γυρίζουν τα παιδιά για να μαζέψουν κάποιο χρηματικό ποσό. Εδώ, όμως, ο σκοπός δεν ήταν να μαζέψουν χρήματα για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους. Υπήρχε ένας κοινός, συλλογικός στόχος για όλους. Ο σκοπός τους ήταν να βοηθήσουν την εκκλησία να γιορτάσει την Ανάσταση του Χριστού. Πώς όμως; Οι σπιτονοικοκύρηδες που επισκέπτονταν, έριχναν μέσα στα άδεια πανέρια, με προσοχή, αυγά: όσα ήθελε ο καθένας και αυτά εφόσον ήθελε και είχε. Τα αυγά αυτά θα αναλάμβανε κάποια ή κάποιες άλλες νοικοκυρές να τα έχουν βάψει ως το Μ. Σάββατο και θα μοιράζονταν στους προσκυνητές που θα έμεναν μέχρι το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας, αργά το βράδυ.

Απ’ τη σημερινή μέρα έχει μείνει κι ενα παιδικό περιστατικό στη συνείδηση της κοινωνίας μας το οποίο είχε συμβεί πριν πολλά. Δυο δεκάχρονα τότε αγόρια, ο Μ’χάλ’ς ι Τζανέτους τς ι Πίνδαρους ι Μιταξάς, είχαν βγει στην ενορία τους για να γυρίσουν τα βάγια, με το μακαριστό παπα-Νικόλα της Παναγιάς, για να μαζέψουν αυγά και να στείλουν τα μισά στο Δεσπότη. Βγήκαν λοιπόν με δυο καλαθάκια, τα οποία δεν άργησαν να τα μισογεμίσουν. Όταν βγήκαν στα τελευταία σπίτια, εκεί όπου οι δρόμοι είναι απότομοι και κακοτράχαλοι, κάθισαν να ξεκουραστούν ακουμπώντας τα καλάθια κάτω. Το ένα όμως δεν πάτησε καλά, ακούμπησε σε ένα πετράδι, το καλάθι έγειρε και έσπασαν τ’ αυγά. Τι να κάνουν τώρα τα παιδιά! Λυπήθηκαν να τα πετάξουν. Άρχισαν, λοιπόν, να ρουφούν ένα ένα τ’ αυγά και να πίνουν τα κροκάδια για να μην πάνε χαμένα και αλίμονο τι θα έλεγαν στον παπα-Νικόλα. Όμως ήταν πολλά! Τα άφησαν λοιπόν, πήραν τα γερά και τα υπόλοιπα σπίτια με το χτυποκάρδι μην πάθουν και καμιά δηλητηρίαση ύστερα από το αυγομάνι που κατανάλωσαν.

Στις αναμνήσεις πολλών συγχωριανών μας υπάρχουν τέτοιες ιστορίες. Ας μην τις λησμονούμε. Ας τις θυμόμαστε. Να τις λέτε στα παιδιά και τα εγγόνια σας, να τις καταγράφετε, διότι αυτές αποτελούν το αλάτι που νοστιμεύει τη ζωή μας.

Και του χρόνου!

Χρόνια πολλά και χαρούμενα σε όλους!

Καλή Ανάσταση!