Ο οντολογικός χαρακτήρας της χριστιανικής αυτονομίας

17 Απριλίου 2021

Ο οντολογικός χαρακτήρας της Χριστιανικής αυτονομίας

Η Χριστιανική ζωή   μετατρέπεται σε αυτόνομη όταν ο άνθρωπος εκτελεί άδολα τις ηθικές εντολές  ορμώμενος από αγάπη και ελευθερία για αυτές  και όχι από τον φόβο της τιμωρίας ή την προσμονή κάποιας αμοιβής. (Κόιος, 2004: 111-113) Η χριστιανική Ηθική  βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό», διότι αναφέρεται σε οντολογικές πραγματικότητες  και όχι σε αξιολογικές καταστάσεις. (Γιανναράς,2011:53)

Η Χριστιανική ηθική όταν βιώνεται στο πνευματικό και στο οντολογικό επίπεδο είναι μια ένθεη ή εν Χριστώ αυτονομία. Ενώ όταν τα βιώματά της αφορούν τον ψυχολογικό και τον κοινωνικό επίπεδο τότε είναι ετερόνομη, όπως η Παλαιά Διαθήκη. Η ετερονομία της Χριστιανικής ηθικής δεν οφείλεται στον χαρακτήρα της αλλά στην αδυναμία του ανθρώπου να την διακρίνει. Η ένθεη αυτονομία,  η νίκη του ανθρώπου πάνω στο θάνατο και στην αμαρτία,  διδάσκεται και υλοποιείται μόνο  μέσα στο Σώμα του Χριστού την Εκκλησία. Διότι έξω από αυτή επιδιώκεται, απλά,  η βελτίωση του ανθρώπου μέσα από τους ηθικούς κανόνες και όχι μέσα από την μετάβαση του από το ψυχολογικό στο οντολογικό βίωμα, από την  ετερονομία, δηλαδή,  των κανόνων στην αυτονομία τους.

Στο σημείο αυτό αναφύεται μια ερωτηματική αντινομία. Πως είναι δυνατόν η Εκκλησία να είναι φορέας της εν Χριστώ αυτονομίας  την στιγμή κατά την οποία  λειτουργεί οργανικά σαν ακαταμάχητος  μοχλός εξουσίας; Αναδύεται,  επίσης,  και το οντολογικό ερώτημα τι είδους αυτονομία είναι  αυτή η οποία παρέχεται από ένα άλλο πρόσωπο; Και τα δύο αυτά ερωτήματα είναι στην ουσία έωλα, διότι το πρόσωπο το οποίο γεφυρώνει την ζωή με την αθανασία και προσφέρει την αυτονομία είναι  ο τέλειος άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία είναι το Σώμα Του μέσα στο οποίο υπάρχουν όλες οι πραγματικές αλήθειες της σωτηρίας τις οποίες δύναται να γνωρίζει ο άνθρωπος αν βούλεται.

Κατά την Ορθόδοξη πίστη ο άνθρωπος θα αυτονομηθεί όταν ξεπεράσει τα οντολογικά του όρια. Όταν, δηλαδή, ξεπεράσει τον θάνατο και την αμαρτία. Αυτό όμως είναι αδύνατο να επιτευχθεί στα πλαίσια της ανθρώπινης δυνατότητας αν λησμονηθεί το θεανθρώπινο της υπόστασης του. Η θεανθρώπινη υπόσταση του ανθρώπου αναδεικνύεται παντοδύναμη διότι μέσα του κατοικεί ο Χριστός ο οποίος του χαρίζει την αυτονομία του και κατ’ επέκταση την δύναμη να σωθεί ελεύθερα. (Κόιος, 2004: 111-113) Το ανθρώπινο ήθος στην Ορθόδοξη παράδοση είναι μια  δυναμική συμμετοχή της προσωπικής ελευθερίας στην υπαρκτή αλήθεια και στη γνησιότητα του ανθρώπου. Το ανθρώπινο ήθος αφορά το γεγονός της σωτηρίας του . Να γίνει, δηλαδή «σώος», ολόκληρος να αναπτύξει τις δυνατότητες του πέρα από τον χώρο και το χρόνο να γίνει  ένθεος. (Γιανναράς,2011:26)

Στην αυτονομία του επομένως φτάνει ο άνθρωπος μόνο όταν δεχθεί ο Χριστός να ενοικήσει εντός του, διότι   τότε γίνεται κοινωνός του τέλειου ήθους του Χριστού.  Ο Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός και ενώνει στο Σώμα του αυτές  τις δύο τέλειες φύσεις. Κατά την ένωσή της με το θείο  η ανθρώπινη φύση δεν απορροφάτε  από την θεϊκή, αλλά γίνεται ισάξια και επιπλέον ελευθερώνεται  από την αμαρτία και την φθορά του θανάτου και  γίνεται αυτόνομη. Η αυτονομία της συντελείται πρώτα  με την θεμελίωσή της κατά την ενανθρώπιση του Χριστού (νίκη κατά της αμαρτίας ) και έπειτα φανερώνεται κατά την Ανάσταση του (νίκη επί του θανάτου). Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη πραγματικότητα του  Θεού μέσα από την γνώση η οποία αφορμάται από την προσωπική του εμπειρία και από την αίσθηση του. Αυτή η γνώση παρέχει όλη την αλήθεια η οποία θα τον οδηγήσει στην αυτογνωσία του και επακόλουθα στην αυτονομία του. Για να γίνει κοινωνός της τέλειας γνώσης ο άνθρωπος πρέπει να δεχθεί τον Υιό του Θεού σαν τέλειο άνθρωπο,  τέλειο Θεό και Σωτήρα. Η αποδοχή του Χριστού δεν επιβάλλεται εξωτερικά αλλά συντελείται  εσωτερικά εναρμονίζοντας το ανθρώπινο θέλημα με το Θείο  κατά την  αφύπνιση της ψυχής και γι’ αυτό είναι ελεύθερη.

Η γνώση της τελειότητας του Χριστού αποκαλύπτεται μέσω της κοινωνίας μαζί του, μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Μέσω αυτής ενώνεται οντολογικά ο  εκτός από τον Χριστό και με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι η ουσία η οποία ταυτίζει   την αυτονομία του ανθρώπου με την υποταγή του στο θέλημα του Θεού. Η μετουσίωση της ετερονομίας σε αυτονομία γίνεται με ενδιάμεσο την μετάνοια. Για να ολοκληρωθεί η μετατροπή ο αγώνας πρέπει να είναι διττός. Να δοθεί, δηλαδή,  με επιτυχία στο ψυχολογικό  και στο οντολογικό πεδίο. Το πρώτο  ανήκει στη πτωτική φύση του ανθρώπου ο οποίος  ζει μέσα στην φθορά και στην αμαρτία. Η μετάνοια εδώ είναι ετερόνομη, επειδή απουσιάζει η Θεία Χάρη και επειδή  επιδιώκεται από τον φόβο ή την αναμονή αμοιβής. Η ψυχολογική μετάνοια   είναι μεν φύσει  ατελής, απαραίτητη δε για να φανούν οι προθέσεις του ανθρώπου. Η   ψυχολογική μετάνοια έχει ανάγκη στήριξης από διάφορες βοηθητικές πράξεις εξαγνισμού. Όπως η νηστεία, η ελεημοσύνη, η  αδιάκοπη συμμετοχή στην λατρευτική ζωή, η προσευχή, η μελέτη των βίων των αγίων και των Πατερικών κειμένων και τέλος η υποταγή και υπακοή  στον πνευματικό του πατέρα.   (Κόιος, 2004: 120, 125-126, 132)

Η αμαρτία είναι η αιτία του χωρισμού του ανθρώπου από τον Θεό, από τη ζωή, είναι, επίσης η συνείδηση του θανάτου. Μέσα από αυτή τη συνειδητοποίηση μπορεί να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο η αλήθεια της ζωής και η δυνατότητα του να ενωθεί με τον Χριστό. Λειτουργώντας αποκαλυπτικά η αμαρτία δείχνει τον τρόπο  απάλειψης   της,  την  μετάνοια.  Κατά τη μετάνοια  ο άνθρωπος αποκτά επίγνωση της ανεπάρκειας της αυτονομίας του και αναζητά τον Θεό για να ενωθεί μαζί του και να λυτρωθεί. Αυτό είναι και το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου. Η μετατροπή της αμαρτίας σε μετάνοια και η μετουσίωση της οντολογικής αποτυχίας σε «πληρότητα ζωής. Η μετάνοια είναι η φανέρωση και η εμπειρία της αλήθειας της Εκκλησίας και του  θεανθρώπινου βίου της. Η μετάνοια είναι μέθεξη στον Θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού, στην ελευθερία.  (Γιανναράς,2011:58-59, 202) Η οντολογική μετάνοια είναι τέλεια διότι γίνεται από το Άγιο Πνεύμα  στην οντολογική φύση του ανθρώπου. Αυτή η μετάνοια είναι αυτόνομη διότι ως κίνητρο έχει την υιοθεσία του ανθρώπου από τον Θεό. Η αυτοβουλία του ανθρώπου φανερώνεται  όταν δέχεται τη μετάνοια σαν  δώρο του Αγίου Πνεύματος το οποίο θα τον ελευθερώσει και θα τον οδηγήσει στην αυτονομία. Όταν ο άνθρωπος δεχθεί την οντολογική μετάνοια  περνάει σε ένα νέο και ισόθεο επίπεδο ζωής το οποίο θα τον απαλλάξει από την φθορά και τον θάνατο. Φυσικά όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στα όρια της επίγειας ζωής πρέπει να αγωνίζεται και στα δύο επίπεδα για την τελείωση του. Η  Χριστιανική ζωή δέχεται την  μετάνοια σαν   επιστροφή  του ανθρώπου από την παρά φύσει στην κατά φύση ζωή του. Η επάνοδος δεν γίνεται χωρίς κόπους πόνος και βάσανα. Αυτά τα πάθη είναι αναπόφευκτα διότι από,τελουν τις  πληγές του ανθρώπου στον αγώνα του κατά της αμαρτίας. Η μετάνοια κατά την Χριστιανική πίστη και η εκφορά της η ταπείνωση δεν είναι τιμωρία, αλλά μια αυτοπροσφορά κοινωνίας του ανθρώπου με το  Θεό. Η αμετανοησία έχει επιπτώσεις στην πνευματική αλλά και στην οντολογική κατάσταση του ανθρώπου. Οδηγεί  «την δαιμονιώδη πνευματικότητα» και την «προκοπή επί των χείρων» τις οποίες ακολουθεί ο Εωσφόρος και οι πιστοί του. Η συνεχής παραμονή του ανθρώπου στη θέση άρνησης  της μετάνοιας, λόγω της υπερηφάνειας και του εγωισμού του,  είναι καταστροφική όχι μόνο γι’ αυτόν αλλά και για όσους από το περιβάλλον του μπορεί να επηρεάσει. (Κόιος, 2004: 132-134)

Η κατάκτηση της εν Χριστώ αυτονομίας είναι πολύ δύσκολη για τον αδύναμο  πτωτικό άνθρωπο. Λίγοι έχουν τη δύναμη  να ξεριζώσουν τα πάθη της αμαρτίας και να περάσουν στο επίπεδο της θεϊκής ευδαιμονίας. Αυτοί κατά την Ορθόδοξη θεολογία είναι οι άγιοι. Οι άγιοι με τη ζωή τους την  οποία οδηγεί η δύναμη της πίστης τους όρισαν την επίκτητη ιδιότητα τους, την αγιοσύνη,  σαν τον μοναδικό δρόμο της αληθινής ηθικής τελείωσης. Ο αγωνιζόμενος άνθρωπος έχει απτό και αλάνθαστο στήριγμα στον αγώνα του για την αυτονομία  τους βίους των αγίων. Οι άγιοι δεν είναι υπεράνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται υπεράνω των συνανθρώπων τους, αλλά μοιάζουν σαν ξεχωριστοί, διότι,  ανταποκρίθηκαν χωρίς κανένα φραγμό και με   επιτυχία στη  μέσα από το Ευαγγέλιο πανανθρώπινη  κλήση του Χριστού. Το κοινό θεϊκό κάλεσμα σημαίνει ότι δεν υπάρχει εύνοια σε κάποιο φύλο διότι άγιοι αναδεικνύονται  από αμφότερα τα φύλα. Οι άγιοι είναι φωτεινά παραδείγματα ιδανικής Χριστιανικής ζωής, τους βίους των οποίων προβάλλει η Εκκλησία προς μίμησή. Οι άγιοι είναι τέλειοι άνθρωποι διότι βιώνουν στη γη με τη ζωή και  τις πράξεις τους την τελειότητα της  ζωή του Χριστού του οποίου αποτελούν την εικόνα επί της γης. Οι άγιοι δεν χρειάζονται κανόνες για να υπακούσουν ούτε πρότυπα για να μιμηθούν , διότι είναι οι ίδιοι κανόνες και πρότυπα του Χριστού . Ο αγώνας των αγίων στοχεύει στο να κατορθώσουν να οδηγήσουν  ελεύθερα  την βούληση τους στη  αποθέωση  , στην ομοίωση τους με τον Θεό. Η αγιοσύνη απαιτεί μεγάλο ψυχικό σθένος το οποίος διαθέτουν ελάχιστοι από τους αγωνιστές ανθρώπους, γι’ αυτό  όλοι  είναι κληθέντες αλλά λίγοι οι «εκλεκτοί». Παρά την οικειοθελή  παράδοση της βούλησης του στο Θεό ο άνθρωπος μόνος του δεν έχει τη δύναμη να πετύχει λόγω τρεπτότητας το σκοπό του. Εφόσον ο αγώνας του είναι αυτοσκοπός τον οδηγεί σε αυτόν η Θεία Χάρις. Η Θεία Χάρις δεν δεσμεύει την ελευθερία  του ανθρώπου διότι όποια στιγμή  θέλει μπορεί να την αποβάλλει επ’ αυτού. Η απαίτηση της ασκητικής ζωής για μακροχρόνιο αγώνα έχει σαν κύριο στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση της Θείας Χάρης στον άνθρωπο. (Κόιος, 2004: 136-138)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ