Η άλωση της Κωνσταντινούπολης Μέρος Β΄-Πορεία προς την πτώση

27 Μαΐου 2021

Πέραν τούτων όμως η πολιτική που ακολούθησαν οι Τούρκοι αφενός και η ασύνετη πολιτική πολλών Βυζαντινών Αυτοκρατόρων επέφερε πιο σύντομα το τέλος της Βασιλίδος των πόλεων.

 

Συγκεκριμένα:

• Στα 1354, ακριβώς δηλαδή εκατό χρόνια πριν από την Άλωση οι Οθωμανοί Τούρκοι , υπό τον σουλτάνο Ορχάν αποβιβάζονται από τη Μικρά Ασία στη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Κατακουζηνός όχι μόνο δεν προσπαθεί να αποτρέψει την απόβαση, αλλά προχωρεί σε επιγαμία με τον Ορχάν, για να ενισχυθούν συγγενικά οι δύο ηγεμονικοί οίκοι. Του δίνει την εγγονή του, ηλικίας 13 ετών σύζυγο, ενώ ο Τούρκος ηγέτης είναι ηλικίας 57 ετών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών, κάτι το οποίο σε ελάχιστο διάστημα διαψεύδεται.

• Στα 1368, αμέσως μετά τον θάνατο του Ορχάν ο νέος Τούρκος ηγέτης Μουράτ ο Α΄ καταλαμβάνει την Αδριανούπολη και σύντομα μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα του κράτους του από την Προύσα. Με τον τρόπο αυτό η Κωνσταντινούπολη αποκλείεται από τα Βαλκάνια, αλλά και τα ελληνικά θέματα της Μακεδονίας , του Ιλλυρικού, της Ρούμελης και του Μορέως .

• Η αδυναμία του Βυζαντινού κράτους να διασφαλίσει την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, που καθημερινά φθίνει, έχει σαν αποτέλεσμα να χαθεί ο έλεγχος στις παραλιακές πόλεις και τα νησιά του Αιγαίου, που τροφοδοτούσαν το Βυζάντιο με στόλο, αλλά και πληρώματα για τα πλοία. Όλες αυτές οι περιοχές περιέρχονται σταδιακά υπό τον απόλυτο έλεγχο της Βενετίας και της Γένοβας, που γίνονται πλέον ο μεγάλος δυνάστης για την παραπαίουσα αυτοκρατορία.

• Προς το τέλος του αιώνα η Πόλη είναι ένα βήμα πριν από την κατάρρευση. Πόρους δε διαθέτει, ενώ δεν είναι δυνατόν να εξασφαλίσει βοήθεια από καμία δύναμη της Ευρώπης και ιδιαίτερα από τις Ιταλικές πόλεις και την παπική Ρώμη. Μετά το σχίσμα του 1054 η καθολική εκκλησία και ο πάπας δε μπορούν να δεχτούν ότι το Βυζάντιο αποτόλμησε να αρνηθεί τα πρωτεία του και την υποταγή της ανατολικής εκκλησίας στη Δυτική. Η εχθρικότητα μάλιστα του πάπα είναι τόσο έντονη ώστε θεωρεί το Βυζαντινό κράτος ως εχθρική δύναμη.

• Δεν ήταν ωστόσο γραφτό να πέσει η Πόλη ακόμη, παρά το γεγονός ότι υφίσταται ασφυκτικό έλεγχο από τους Οθωμανούς Τούρκους και τον οικονομικό στραγγαλισμό των Ιταλικών πόλεων. Στα 1402 η εμφάνιση του Ταμερλάνου και των Μογγόλων στα όρια του κράτους των Οθωμανών οδήγησε στη μάχη της Άγκυρας που σήμαινε και καταστροφική ήττα για τις δυνάμεις του Σουλτάνου Βαγιαζήτ. Έτσι η Κωνσταντινούπολη εξασφάλισε ένα περιθώριο ζωής περίπου 25 ετών. Δεν ήταν όμως σε θέση να εκμεταλλευτεί την εκ Θεού παρεχόμενη βοήθεια.

• Από το 1425 αρχίζει η προέλαση των Τούρκων προς την κυρίως Ελλάδα. Καταλαμβάνονται διαδοχικά οι πόλεις της Θεσσαλίας και το 1430, μετά από σκληρή πολιορκία η Θεσσαλονίκη.

Η Θεσσαλονίκη το 1430

Την κατάληψη αυτή ακολούθησαν ανελέητες σφαγές του πληθυσμού, εξανδραποδισμό και υποχρεωτικούς εξισλαμισμούς. Ήταν τόσο μεγάλος ο τρόμος από τις σφαγές ώστε πολλές πόλεις όπως τα Ιωάννινα αποφάσισαν την εκούσια υποταγή στο Σουλτάνο. Έτσι οι Οθωμανοί έφθασαν μέχρι τις ακτές του Ιλλυρικού αποκόπτοντας την αυτοκρατορία από τις βασικές επαρχίες της.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος αποφάσισε να απευθυνθεί και πάλι προς τον πάπα και να ζητήσει βοήθεια για να αντιμετωπίσει την απειλή των Τούρκων που γίνονταν καθημερινά πιο ασφυκτική. Το αντίτιμο για την παροχή αυτής της βοήθειας θα ήταν η αναγνώριση των πρωτείων του πάπα και η υποταγή της Ανατολικής εκκλησίας στη Δυτική.

Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Ευγένιο Δ΄ αποφασίστηκε η σύγκληση Συνόδου στη Φεράρα της Ιταλίας, η οποία άρχισε τις εργασίες της στις 9 Απριλίου 1438.
Από την πλευρά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επιλέχτηκαν φωτισμένοι άνθρωποι όπως οι προσφάτως αναγνωρισθέντες επίσκοποι Βησαρίωνας, Ισίδωρος και Μάρκος Ευγενικός από την πλευρά της εκκλησίας. Παράλληλα συμμετείχαν φωτισμένοι διανοούμενοι όπως ο Γ. Σχολάριος, μετέπειτα πατριάρχης Γεννάδιος, Γεώργιος Αμιρούτζης και ο Φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων ή Γεμιστός.

Η σύνοδος την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία και υπογράφηκε το σχετικό πρωτόκολλο της ένωσης των δύο εκκλησιών, τον Μάρτιο του 1439.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε τεράστια ένταση στον πληθυσμό της Αυτοκρατορίας, ο οποίος διχάστηκε σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, με συγκρούσεις σε όλη την έκταση της πρωτεύουσας. Θέση αντίθετη πήραν και μεγαλόσχημοι άρχοντες της πόλης όπως ο Μάγιστρος Λουκάς Νοταράς ο οποίος σε επίσημη ομιλία του είπε ότι «Προτιμώ να ιδώ τούρκικο φακιόλι εντός της πόλεως παρά λατινικήν τιάραν» . Σ’ αυτή την κατάσταση ο αυτοκράτορας μετά δυσκολίας μπορούσε να κρατήσει την ειρήνη στην πόλη. Τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, ο στόλος είχε περιοριστεί μόνο σε 25 δρόμωνες, δηλαδή αξιόπλοα πολεμικά, τα τείχη σε μεγάλη έκταση ήταν ερείπια, οι περισσότερες από τις συνοικίες της πόλης είχαν μεταβληθεί σε ερείπια και είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της, ενώ ο συνολικός πληθυσμός είχε περιοριστεί στο 1/12 του πληθυσμού που είχε η πόλη κατά την ακμή της, δηλαδή ανέρχονταν σύμφωνα με τις πηγές στις 80.000 περίπου κατοίκους.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Αυτό το κράτος και την Πόλη ανέλαβε να κυβερνήσει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ηλικίας 45 ετών, όταν το 1448 πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος και ανέλαβε τον θρόνο.

Η στέψη έγινε στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449, γεγονός που δεν είχε συμβεί ποτέ στα χίλια χρόνια της αυτοκρατορίας και ακολούθως ο μικρός αυτοκρατορικός στόλος απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη όπου έφθασε στις 12 Μαρτίου.

Μυστράς

Εκεί έγινε η επίσημη αναγόρευση στο ναό της Αγίας Σοφίας με πάνδημη συμμετοχή του λαού και του κλήρου, που υποδέχτηκαν τον νέο αυτοκράτορα, με την ελπίδα ότι θα ήταν ο Αυτοκράτορας που θα έσωζε την πόλη από την επικείμενη κατάρρευση.

Η κατάσταση όμως που αντιμετώπιζε ο νέος αυτοκράτορας ήταν απελπιστική. Η διαμάχη μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών βρίσκονταν στα ύψη, ενώ η οικονομική κατάσταση βρίσκονταν στα όρια της κατάρρευσης. Τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, το εμπόριο και η οικονομική δραστηριότητα βρίσκονταν στα χέρι των Γενουατών οι οποίοι είχαν δημιουργήσει αποικία στο Πέραν ενώ ο στόλος αποτελούνταν από ελάχιστα και κακώς συντηρημένα πλοία και ο στρατός δεν αριθμούσε περισσότερα από 5000 στρατιώτες. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η άρνηση των Δυτικών να εξασφαλίσουν ακόμη και την ελάχιστη βοήθεια.

Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να συνάψει σχέσεις με λαούς της Βαλκανικής, ακόμη και τη Σερβία ή τη Γεωργία στον Καύκασο, επιδιώκοντας ακόμη και να συνάψει γάμο με αρχόντισσα από χριστιανικά κράτη, προκειμένου να εξασφαλίσει την αναγκαία βοήθεια. Στην προσπάθειά του αναφέρεται και παλαιό τραγούδι της λαϊκής παράδοσης που σχετίζεται με τον αγώνα του για σωτηρία της αυτοκρατορίας.

Ο Κωνσταντίνος ο μικρός,
ο Μικροκωνσταντίνος
Τρεις χρόνους περιδιάβαινε
να βρει καλή γυναίκα
να βρει καλή
να βρει ψηλή,
να βρει μαλαματένια…

Καμία όμως από τις προσπάθειες αυτές δεν τελεσφόρησε. Είχε επιπλέον την υπονόμευση των αρχόντων της Πόλης που δεν εννοούσαν να κατανοούσαν ή δεν ενδιαφέρονταν για την κατάσταση που αντιμετώπιζε το κράτος.

ΜΩΑΜΕΘ Β

Μέσα σ’ αυτή την αγωνία που ζούσε η Βασιλεύουσα πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ ο Α΄, τον Φεβρουάριο του 1451, και ανέβηκε στον θρόνο ο Μωάμεθ ο Β, που ως τότε ήταν διοικητής της Μαγνησίας.

Ο νέος Σουλτάνος έθεσε ως βασικό σκοπό την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Το πρώτο και βασικό του μέλημα ήταν να βγάλει διαταγή και να καλέσει 1000 μαστόρους και δεκαπλάσιους εργάτες για να χτίσει ένα κάστρο πολύ κοντά στην πόλη, από Βορρά, στις όχθες του Βοσπόρου, το οποίο ονόμασαν Ρούμελη Χισάρ προκειμένου να αποκλείσουν την πόλη από οποιαδήποτε βοήθεια έρχονταν προς τη Βασιλεύουσα.

Το κάστρο αυτό τελείωσε σε χρόνο ρεκόρ. Ξεκίνησε τον Μάρτη του 1452 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Για την πόλη αυτό ήταν απόλυτος στραγγαλισμός και αρχή του τέλους της.

Ένα δεύτερο μέτρο που έλαβε ο νέος σουλτάνος ήταν να μελετήσει επιτόπου κάθε σημείο των τειχών και της άμυνας της πόλης για να προσαρμόσει το σχέδιο της πολιορκίας που ετοίμαζε. Εκεί διαπίστωσε ότι η κατάσταση των τειχών βρίσκονταν σε πολύ κακό επίπεδο και ότι με την κατάλληλη προετοιμασία θα μπορούσε να καταλάβει την πόλη με έφοδο.