Κύπρος: Από το Βυζάντιο, μέχρι το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950

27 Ιουνίου 2021


Η Κύπρος, ως τμήμα του Βυζαντινού κράτους, έζησε ειρηνικά περισσότερο από δυο αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων αναπτύχθηκαν σημαντικά οι τέχνες στο νησί.  Ακολουθούν επιδρομές Σαρακηνών, Ενετοκρατία και Τουρκοκρατία, για να καταλήξει η Μεγαλόνησος, στα τέλη του 19ου αιώνα, στα χέρια της Αγγλίας, χωρίς οι Κύπριοι να έχουν απολαύσει το δικαίωμα να ζούν ελεύθεροι.

Η Κύπρος παρέμεινε τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ώς το 395 μ.Χ. Κατά το έτος αυτό πέθανε ο Μέγας Θεοδόσιος, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε στο δυτικό κράτος με έδρα τη Ρώμη και αυτοκράτορα το γιό του Ονώριο, και το ανατολικό με έδρα το Βυζάντιο και αυτοκράτορα τον Αρκάδιο. Η Κύπρος αποτέλεσε τμήμα του Ανατολικού Βυζαντινού Κράτους και διατήρησε τον ελληνικό χαρακτήρα της. Από τη χρονιά αυτή, αρχίζει η βυζαντινή περίοδος της κυπριακής ιστορίας.

Βυζαντινή περίοδος

Η ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία της Κύπρου, η Εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα, έγινε αυτοκέφαλη όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ζήνων, ύστερα από αίτημα του Επισκόπου Κωνσταντίας Ανθεμίου, συγκάλεσε το 488 μ.Χ. έκτακτη Οικουμενική Σύνοδο. Ο Ζήνων παραχώρησε στον Ανθέμιο και τους διαδόχους του αυτοκρατορικά προνόμια που διατηρούν οι Αρχιεπίσκοποι της Κύπρου έως και σήμερα: Υπογράφουν, όπως οι αυτοκράτορες, με κόκκινο μελάνι (με «κιννάβαριν»), φέρουν αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί της συνηθισμένης ποιμαντορικής ράβδου και φορούν ερυθρό μανδύα. Τα προνόμια και το αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας επικυρώθηκαν οριστικά από τον Όγδοο Κανόνα της Εφέσσου (39ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου των Τρούλων της Κωνσταντινούπολης), το 692 μ.Χ.

Η Κύπρος, ως τμήμα του Βυζαντινού κράτους, έζησε ειρηνικά περισσότερο από δυο αιώνες. Τα γράμματα και οι τέχνες γνώρισαν αξιόλογη ανάπτυξη και ακμή, με κυρίαρχο στοιχείο την ορθόδοξη χριστιανική λατρεία. Ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια, σημαντικότερο από τα οποία είναι το μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου που ιδρύθηκε επί αυτοκρατορίας Αλεξίου Κομνηνού και βρισκόταν υπό την προστασία του. Η φήμη της μονής Κύκκου ξεπερνούσε τα σύνορα του νησιού, κυρίως επειδή την εικόνα της Παναγιάς που βρίσκεται εκεί την ζωγράφισε ο ευαγγελιστής Λουκάς. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκε η μονή Μαχαιρά στα όρη του Τροόδους, του Αγίου Νεοφύτου και της Χρυσοροϊάτισσας στην επαρχία Πάφου. Η μονή Σταυροβονίου είναι η αρχαιότερη στο νησί (4ος αιώνας) και ιδρύθηκε, κατά την παράδοση, από την αγία Ελένη. Είναι σύγχρονη της Μονής του Αγίου Νικολάου των Γάτων στη Λεμεσό. Ιδιαίτερης σημασίας είναι το Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, προστάτη της Κύπρου που βρίσκεται στο τουρκοκρατούμενο, σήμερα, ανατολικό άκρο του νησιού.

Ο πλούτος και η τέχνη των τοιχογραφιών και των φορητών εικόνων των εκκλησιών αποτελούν αντικείμενα θαυμασμού. Έξοχα δείγματα βυζαντινής τέχνης βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η σχέση ανάμεσα στη βυζαντινή τέχνη της Κύπρου και την τέχνη της Κωνσταντινούπολης είναι φανερή. Αξιόλογα έργα βυζαντινής τέχνης είναι οι ασημένιοι δίσκοι του 6ου αιώνα που βρέθηκαν στη Λάπηθο. Ενδιαφέροντα, επίσης, είναι βυζαντινά αγγεία, παρόμοια με τα σημερινά «αλειφτά» λεγόμενα κύπελλα.  Όλοι οι τομείς της τέχνης είχαν αναπτυχθεί κατά τη βυζαντινή περίοδο. Η Κύπρος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, ολόκληρη, ως Βυζαντινό Μουσείο, χάρη στον πλούτο των εκκλησιών, των τοιχογραφιών και των εικόνων. Παράλληλα με την τέχνη, η Κύπρος παρουσιάζει, κατά τη βυζαντινή περίοδο, αξιόλογη πνευματική ανάπτυξη. Ως σημαντικές μορφές των γραμμάτων αναφέρονται ο άγιος Επιφάνιος, ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος και ο Γεώργιος ο Κύπριος.

Περισσότερο από κάθε άλλο ελληνικό χώρο αναπτύχθηκε στην Κύπρο η ακριτική ποίηση, ως αποτέλεσμα των αραβικών επιδρομών καθώς και των κοινών αγώνων του ελληνικού κόσμου εναντίον των Αράβων.

Σαρακηνοί

Οι επιδρομές των Σαρακηνών εναντίον της Κύπρου άρχισαν το 632 μ.Χ. και συνεχίστηκαν επί τρεις αιώνες, με ανυπολόγιστες ζημιές στο σύνολο της ζωής, αλλά και της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου. Τελικά, οι Αραβες κατάφεραν να κυριαρχούν, κατά το πλείστον, στο νησί ώς το 965 μ.Χ. Τη χρονιά εκείνη, ο Νικηφόρος Φωκάς συνέτριψε το στόλο των Αράβων στις ακτές της Μικράς Ασίας, ο δε στρατηγός του, Νικήτας Χαλκούτσης απελευθέρωσε οριστικά την Κύπρο από τα χέρια των Αράβων. Έτσι, τελείωσε μία από τις πιο περιπετειώδεις περιόδους της κυπριακής ιστορίας.

Μετά την απελευθέρωσή της από τις δυνάμεις του Νικηφόρου Φωκά, η Κύπρος έζησε περισσότερο από δυο αιώνες υπό τους Κομνηνούς Αυτοκράτορες.

Σταυροφόροι

Η κατάληψη το 1187 μ.Χ. της Ιερουσαλήμ από τους Τούρκους υπήρξε η αφορμή για τη Γ΄ Σταυροφορία με αρχηγούς το Φίλιππο Αύγουστο της Γαλλίας και το Ριχάρδο το Λεοντόρκαδο της Αγγλίας. Ο τελευταίος συνάντησε τρικυμία κατά το ταξίδι του και αποβιβάσθηκε στη Λεμεσό. Παρόλο που η κατάληψη της Κύπρου δεν ήταν, αρχικά, στα σχέδια του Ριχάρδου, ωστόσο, εξαιτίας διαφορών που είχε με το διοικητή του νησιού, Ισαάκιο, συγκρούσθηκε μαζί του, τον συνέλαβε αιχμάλωτο και κατέλαβε το νησί το 1191. Ο Ριχάρδος, εφαρμόζοντας τους φραγκικούς νόμους, αφαίρεσε από τους κατοίκους το μεγαλύτερο μέρος των κτημάτων τους και το μοίρασε στους στρατιώτες του -ως φέουδα.

Αγοραπωλησίες-Φραγκογρατία-Ενετοκρατία

Οι Κύπριοι επαναστάτησαν χωρίς επιτυχία, αλλά ο Ριχάρδος ανησύχησε και, θέλοντας να απαλλαγεί από την Κύπρο, την πούλησε στους Ναίτες που κι αυτοί με τη σειρά τους επιδόθηκαν σε αρπαγές και επιβολή αβάσταχτων φόρων. Όπως ήταν φυσικό, οι Κύπριοι επαναστάτησαν και πάλι, με αποτέλεσμα, στις 6 Απριλίου 1192, ημέρα του Πάσχα, οι Ναίτες να επιδοθούν σε σφαγές και νέες λεηλασίες.Όπως και στην περίπτωση του Ριχάρδου, οι Ναίτες βρήκαν  αγοραστή του νησιού στο πρόσωπο του Γουίδωνα Λουζινιάν στον οποίο και το πούλησαν, το Μάιο του 1192- οπότε αρχίζει η Φραγκοκρατία στην Κύπρο. Οι Λουζινιανοί την κυβέρνησαν επί σχεδόν τρεις αιώνες (1192-1489) και εισήγαγαν το φεουδαρχικό ή τιμαριωτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο οι ιππότες και ευγενείς ήταν και κύριοι των τιμαρίων, οι δε Έλληνες Κύπριοι ήταν δουλοπάροικοι χωρίς κανένα πολιτικό δικαίωμα.

Η ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία υπέστη βάρβαρους διωγμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η καταδίκη σε θάνατο 13 μοναχών της Καντάρας, το 1231 οι οποίοι και κάηκαν ζωντανοί επειδή αρνήθηκαν να δεχθούν ορισμένες θρησκευτικές δοξασίες των καθολικών.

Έχοντας, πάντοτε, συμπαραστάτη τους το ορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Κύπριοι αγωνίσθηκαν με πείσμα κατά των επιδιώξεων της Ρώμης να καθυποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία του νησιού.

Όταν η Αικατερίνη Κορνάρο, χήρα του Ιακώβου Β΄ ασκούσε καθήκοντα βασίλισσας, το νησί μεταβιβάσθηκε στη «Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Ενετίας». Κατά την Ενετοκρατία (1489-1571), οι Έλληνες Κύπριοι έχασαν και τα τελευταία ίχνη της ελευθερίας τους. Οι νέοι κατακτητές εγκατέλειψαν το εμπόριο και τη γεωργία, περιορίζοντας τα ενδιαφέροντά τους στα στρατιωτικά έργα. Έτσι, το νησί άρχισε να παρακμάζει οικονομικά και πνευματικά. Οι Ενετοί επέβαλαν σκληρή φορολογία για την κατασκευή τειχών και τάφρων, εξαιτίας της τουρκικής απειλής που είχε αρχίσει να διαφαίνεται.

Τουρκοκρατία

«Ο Τούρκος, σαν εκάθετουν

στην Πόλιν στο σκαμνίν του,

της Κύπρου ενθυμήθηκε

κι είπεν πως είν’ δική του».

«Κυπριακά Χρονικά», έτος Γ΄(1925)

Το 1570, ο Σουλτάνος Σελήμ Β΄ επιχείρησε να καταλάβει το νησί, πράγμα που έγινε κατορθωτό από το Λαλά Μουσταφά, τον Αύγουστο 1571. Κατά την πάγια συνήθειά τους, οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε λεηλασίες και σφαγές.

Είκοσι χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι βασανίσθηκαν και δολοφονήθηκαν, ενώ πολλοί άλλοι εξανδραποδίσθηκαν.

Μία Ελληνίδα κόρη, η Μαρία Συγκλητική η Αρνάδα, έβαλε φωτιά και ανατίναξε, στο λιμάνι της Αμμοχώστου, το τουρκικό πλοίο που θα μετέφερε την ίδια μαζί με άλλες νέες αλλά και νέους του νησιού στην Κωνσταντινούπολη, για να προσφερθούν «πεσκέσι» στο Σουλτάνο. Τα αγνότερα κυπριακά νιάτα παρασύρθηκαν, με τη θέλησή τους, στον υγρό τάφο, προτιμώντας το θάνατο από τη σκλαβιά και την ατίμωση, όπως θα γίνει, αιώνες αργότερα, με το χορό του Ζαλόγγου. Η ηρωική αυτή πράξη της Ελληνοκύπριας κόρης σηματοδότησε την αρχή της άναστρης οθωμανικής νύκτας που έμελλε να κρατήσει περισσότερο από τρεις αιώνες (1571-1878).

Αρχικά, η Κύπρος εξουσιαζόταν από το μεγάλο Βεζύρη, αποτέλεσε το έβδομο πασαλίκι της Ασίας και χωρίστηκε σε τέσσερα σαντζάκια (επαρχίες). Από το 1670, η εξουσία ανατέθηκε στο ναύαρχο του Αρχιπελάγους που βρισκόταν στη Ρόδο με βοηθούς στην Πάφο και στην Αμμόχωστο. Παρά την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Τούρκων στρατιωτών και τις προσπάθειες εξισλαμισμού των κατοίκων, η Κύπρος διατήρησε αναλλοίωτο τον ελληνικό χαρακτήρα της και τη μέγιστη πληθυσμιακή υπεροχή του ελληνικού στοιχείου.

Οι κατακτητές αδιαφόρησαν τελείως για την οικονομική, πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη του νησιού. Η μικρή πνευματική πρόοδος που συντελέσθηκε οφείλεται στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, η κεφαλή της οποίας, ο Αρχιεπίσκοπος, είχε καθιερωθεί εθνάρχης του υπόδουλου λαού.

Οι Τούρκοι, στερούμενοι και οι ίδιοι κάθε μορφής «κουλτούρας», δεν άφησαν ούτε ένα μνημείο γραπτού λόγου ή τέχνης ή αρχιτεκτονικό οικοδόμημα, εκτός από τους μιναρέδες που έκτιζαν, συνήθως, πάνω στις χριστιανικές εκκλησίες, μετατρέποντάς τις σε τζαμιά. Δεν λυπήθηκαν ούτε τους λαμπρούς μεσαιωνικούς γοτθικούς ναούς της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου που τους απογύμνωσαν από τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό τους. Πολλά αξιόλογα μνημεία κάθε είδους (ναοί, ανάκτορα, φρούρια, ιδιωτικές κατοικίες κ.λπ.) γκρεμίστηκαν και πουλήθηκαν, εκτός Κύπρου, ως οικοδομικά υλικά.

Οι ορθόδοξοι χριστιανοί εκτελούσαν τα λατρευτικά τους καθήκοντα μέσα σε παλαιές μικρές εκκλησίες, κυρίως στα ορεινά χωριά, μεταβάλλοντάς τις, πολλές φορές, σε «κρυφά σχολειά». (Αυτά τα εκκλησάκια: το πείσμα του λαού έξω στην ύπαιθρο- το πείσμα που βάσταξε αιώνες», Γιώργος Σεφέρης).

Λίγα μόνο χρόνια αργότερα (1578), σημειώθηκε η πρώτη εξέγερση των Κυπρίων που όμως πνίγηκε στο αίμα. Το 1763, οι κάτοικοι του νησιού εξεγέρθηκαν κατά του Οθωμανού κυβερνήτη Τζήλ Οσμάν τον οποίο και σκότωσαν με αποτέλεσμα να πληρώσουν βαρύτατο τίμημα σε αίμα και φόρους. Το 1804 ξέσπασαν εσωτερικές αναταραχές στο νησί που καταπνίγηκαν με την έλευση 2.000 γενιτσάρων από την Καραμανία (περιοχή της Ανατολίας). Έπειτα από κάθε καταστολή επαναστατικής εξέγερσης, ο πληθυσμός του νησιού βίωνε την ωμή βαρβαρότητα του δυνάστη του.

Ελληνική Επανάσταση

Η μοίρα της Κύπρου ήταν στενά συνδεδεμένη με τη μοίρα ολόκληρη του ελληνισμού. Κάθε εξέλιξη στο νησί επηρέαζε και τον ηπειρώτικο ελλαδικό χώρο και αντιστρόφως.

Έτσι, όταν έφτασε η ώρα για την εθνεγερσία του 1821, η Κύπρος ανταποκρίθηκε δυναμικά στο προσκλητήριο του ελληνισμού. Ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Ρήγα Βελεστινλή ήταν ο Κύπριος Ιωάννης Καρατζάς, επιμελητής της ορθόδοξης εκκλησίας της ελληνικής κοινότητας της Πέστης.

Θανατώθηκε με στραγγαλισμό από τον Τούρκο πασά του Βελιγραδίου, μαζί με το Ρήγα και άλλα έξι παλικάρια, τον Ιούνιο του 1798.

Πάρα πολλοί Έλληνες Κύπριοι ήταν, επίσης, μέλη της Φιλικής Εταιρίας, αντιπρόσωποι της οποίας είχαν επισκεφθεί, πολλές φορές, το νησί από το 1818. Από τα πιο επίλεκτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας στην Κύπρο υπήρξε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός που τον είχε μυήσει ο Φιλικός Αντώνιος Πελοπίδας από την Αρκαδία. Σύμφωνα με το 15ο άρθρο πολεμικού σχεδίου που υποβλήθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη κατά τη σύσκεψη στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας, τον Οκτώβριο 1820, οι Φιλικοί υπολόγιζαν ιδιαίτερα στη συμβολή των Κυπρίων στον αγώνα. Σε επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1820 προς το Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα που βρισκόταν, τότε, στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρονται και τα εξής χαρακτηριστικά: «Ο ζήλος και η προθυμία σας με βεβαιώνουν ότι τα έργα σας θέλουσιν είσθαι ανώτερα των ελπίδων μου, διά τούτο δεν σας παροτρύνω περισσότερον, αλλά σας ασπάζομαι φιλικώς και μένω όλος, εύνους αδελφός σας.»

Ο Πελοπίδας έφθασε στην Κύπρο κατά το τέλος του 1820 και ήλθε σε επαφή με τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, στη συνέχεια δε έφθασαν στο νησί και άλλοι απεσταλμένοι της Φιλικής Εταιρείας. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κύπριος Θεόφιλος Θησεύς που ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα και μοίραζε στις πόλεις και στα χωριά επαναστατικές προκηρύξεις, μαζί με άλλους επιφανείς Κυπρίους.

Οι Κύπριοι συνέβαλαν αποφασιστικά στον απελευθερωτικό αγώνα των λοιπών Ελλήνων αδελφών τους. Πάρα πολλοί πήγαν, τότε, στην ηπειρωτική Ελλάδα και έλαβαν μέρος στην Επανάσταση. Ο αριθμός των εθελοντών ξεπερνά τους χιλίους και πολλοί από αυτούς διακρίθηκαν στις μάχες και στις ναυμαχίες. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρει στα Απομνημονεύματά του: «Τότε εκεί όπου ριχτήκαμεν στο γιουρούσι, μου επληγώθη βαρέως και ύστερα πέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γράφει για άλλον Κύπριο αγωνιστή: «Ο Μιχαήλ Κύπριος κατά το 1821 ήλθεν εις την Πελοπόννησον και εστάθη υπό την οδηγία μου εις την πολιορκίαν της Τριπολιτσάς. Επολέμησε με ανδρείαν εις τάς μάχας Βαλτετσίου, Τρικόρφων και την Φρακτήν της Γράνας όπου επληγώθη βαρετά».

Παρόμοιες μαρτυρίες υπάρχουν και για πολλούς άλλους Κυπρίους αγωνιστές, από τον Πετρόμπεη, το Νικηταρά, τον Τζαβέλλα και άλλους. Μερικοί από τους Κυπρίους βρέθηκαν πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι, ενώ άλλοι έδρασαν από το Νιόκαστρο ώς την Εύβοια. Στους επιφανείς Κυπρίους συγκαταλέγεται και ο Κύπριος Φιλικός Ιωάννης Σταυριανός που πολέμησε στις μάχες της Αθήνας και άφησε απομνημονεύματα με τίτλο “Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου”.

Η προεπαναστατική δραστηριότητα των Κυπρίων δεν παρέμεινε άγνωστη στον Τούρκο διοικητή του νησιού, Ντελή Κιουκτσούκ Μεχμέτ. Ύστερα από αρκετές προσπάθειες εξασφάλισε την έγγραφη άδεια του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ για την εξόντωση των ιεραρχών και των άλλων προκρίτων του νησιού.

Έτσι, στις 9 Ιουλίου 1821, τους κάλεσε στο τουρκικό διοικητήριο της Λευκωσίας για να τους ανακοινώσει, δήθεν, διάταγμα ευαρέσκειας του Σουλτάνου. Αντί αυτού, όμως, τους διάβασε το διάταγμα της καταδίκης τους σε θάνατο. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και ο αρχιδιάκονος Μελέτιος απαγχονίσθηκαν σε μια μουριά της πλατείας Σεραγίου στην Λευκωσία. Οι Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος, Κυρηνείας Λαυρέντιος, ο Ηγούμενος Κύκκου Ιωσήφ, ο Ηγούμενος Σταυρού Ομόδους Δοσίθεος, πολλοί δημογέροντες, άλλοι πρόκριτοι, κληρικοί και λαϊκοί, αποκεφαλίσθηκαν κατά τον πιο βάρβαρο τρόπο. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός παρακολουθούσε με ψυχραιμία τις προετοιμασίες του μαρτυρίου του και, όταν ο δήμιος του περνούσε το βρόγχο, αφού προσευχήθηκε, του είπε: «Εκτέλεσον ήδη την προσταγήν του ασεβούς Κυρίου σου».

Οι σφαγές συνεχίσθηκαν ώς τη 14η Ιουλίου του ίδιου χρόνου και θανατώθηκαν περισσότεροι από 470 Έλληνες Κύπριοι.

Το ολοκαύτωμα του Ιουλίου 1821 όχι μόνο δεν έκαμψε το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων Κυπρίων, αλλά, αντίθετα, ενδυνάμωσε την απόφασή τους να συνεχίσουν τον απελευθερωτικό αγώνα, τόσο μέσα στο κυπριακό έδαφος, όσο και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, όπως προηγουμένως περιγράφεται. Στην Ηπειροθεσσαλική Επανάσταση του 1854 έλαβε μέρος και αριθμός Κυπρίων, στη δε μάχη του Γριμπόβου έπεσε μαχόμενος ο γιός του Κύπριου αγωνιστή του 1821, Δημητρίου Φραγκούδη.

Το επαναστατικό πνεύμα της Αθήνας μετέφεραν στην Κύπρο λόγιοι με επικεφαλής έναν άλλο Φραγκούδη, τον Επαμεινώνδα που έγραφε και τύπωνε επαναστατικές προκηρύξεις. Η προσφορά της οικογένειας Φραγκούδη δεν τελειώνει εδώ. Ο Κύπριος δημοσιογράφος και πολιτευτής Γεώργιος Φραγκούδης, ιδρυτής της Παντείου Σχολής, περιγράφει τη μεγάλη ανταπόκριση που είχαν στην Κύπρο τα επαναστατικά κινήματα της Κρήτης και της Θεσσαλίας που ακολούθησαν την έκρηξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου τον Απρίλιο του 1877. Ανάμεσα στους εθελοντές που πήγαν τότε στη Θεσσαλία ήταν και ο εθνικός ποιητής της Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης που πολέμησε στις μάχες του Πηλίου.

Νέα αγοραπωλησία

Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1876-78 έληξε με ήττα της Τουρκίας. Η Αγγλία, με την υπόσχεση ότι θα υποστηρίξει τα τουρκικά συμφέροντα, κατόρθωσε να αποσπάσει την Κύπρο από την οθωμανική εξουσία. Με διμερή μυστική συμφωνία (4 Ιουνίου 1878) που συμπληρώθηκε με δεύτερη, επίσης μυστική συμφωνία, η Κύπρος ενοικιάσθηκε στην Αγγλία η οποία έπρεπε να πληρώσει στην Υψηλή Πύλη το πλεόνασμα του προϋπολογισμού με βάση το μέσο όρο των πέντε τελευταίων χρόνων. Ύστερα από διαπραγματεύσεις, το ετήσιο μίσθωμα καθορίστηκε σε περίπου 93.000 λίρες.

Στις 12 Ιουλίου 1878, μοίρα του βρετανικού στόλου με επικεφαλής το ναύαρχο Τζών Χαίη καταπλέει στη Λάρνακα. Την άλλη μέρα υπογράφεται στο Βερολίνο η τελική συνθήκη Ρωσίας-Τουρκίας με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που δέχονται τη μεταβίβαση του νησιού στους Αγγλους ως τετελεσμένο γεγονός.

Οι Αγγλοι στην Κύπρο

Ο πρώτος Αγγλος Μέγας Αρμοστής και Αρχιστράτηγος της Κύπρου, ο Σέρ Γκάρνετ Γουόλσλεϋ, έφτασε στη Λάρνακα στις 22 Ιουνίου 1878. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με ανακούφιση και προσδοκία. Στην προσφώνησή του, ο Επίσκοπος Κιτίου Κυπριανός, τόνισε ότι οι Κύπριοι δέχονται την αλλαγή διακυβέρνησης με την πεποίθηση ότι οι Αγγλοι θα επαναλάβουν τη χειρονομία τους- όπως και στα Ιόνια νησιά- και θα βοηθήσουν να ενωθεί η Κύπρος με τη μητέρα Ελλάδα. Την ίδια ευχή εξέφρασε στις 30 Ιουλίου και ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος προς τον Αγγλο Αρμοστή.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Έλληνες Κύπριοι, ενώ αγωνίζονταν για την εθνική τους αποκατάσταση, δεν έπαψαν να συμμετέχουν και στους υπέρ ελευθερίας αγώνες του Έθνους. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 η αποστολή εθελοντών πήρε ραγδαίες διαστάσεις, ο δε πρόξενος της Ελλάδας Γεώργιος Φιλήμων έγραφε στον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ, την 1η Απριλίου 1897: «Υψίστης σημασίας και εθνικού ενδιαφέροντος η εντεύθεν των Κυπρίων σπουδή, τις πρώτος ν’ απέλθει εις Αθήνας εθελοντής». Στον Ελληνικό Στρατό εντάχθηκαν 6.318 Κύπριοι εθελοντές.

Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η συμμετοχή των Κυπρίων στο Μακεδονικό Αγώνα, πλάι στους ντόπιους αντάρτες και τους εθελοντές από την Κρήτη και το λοιπό ελληνισμό. Η συνεισφορά των Κυπρίων στις εθνικές εξορμήσεις θα συνεχισθεί το 1912, το 1914, το 1919-22, το 1940, στην Κατοχή και στην Αντίσταση.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους η συμμετοχή των Κυπρίων πήρε διαστάσεις εθνικού συναγερμού. Τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού πύκνωσαν όλοι οι Κύπριοι βουλευτές στο Νομοθετικό Συμβούλιο, οι περισσότεροι δημοτικοί άρχοντες και πλήθος λαού. Στη μάχη του Μπιζανίου έπεσε μαχόμενος ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος, ενώ δεκάδες Κύπριοι βρίσκονταν θαμμένοι στα νεκροταφεία του Κιλκίς και του Λαχανά. Στους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς και στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας, διακρίθηκε, ανάμεσα στους άλλους, και ο Κύπριος στρατηγός του Ελληνικού Στρατού Ιωάννης Τσαγγαρίδης.

Κατά τη διάρκεια της ιδιόμορφης κατάστασης που ακολούθησε τη μίσθωση του νησιού από τους Τούρκους στους Αγγλους, το «μίσθιον» δεν έπαψε ν’ αγωνίζεται για την αποτίναξη του νέου ζυγού. Πάγκοινα συλλαλητήρια πραγματοποιούνται το 1895 και ακολουθούν έντονες μαζικές κινητοποιήσεις.

Το 1914, με την είσοδο της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρά το πλευρό των Γερμανών, η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη συνθήκη του 1878 και προσάρτησε την Κύπρο (5 Νοεμβρίου 1914).

Στη διάρκεια του πολέμου, οι Αγγλοι καλούσαν τους Κυπρίους να καταταγούν στο Μακεδονικό Μεταγωγικό Σώμα και χρησιμοποίησαν το σύνθημα: «Πολεμώντας στην Μακεδονία πολεμάτε για την ελευθερία και την Ελλάδα». Έτσι, ενώ η Τουρκία πολεμούσε παρά το πλευρό των Γερμανών, 11.000 Έλληνες Κύπριοι κατατάχθηκαν στο στρατό και πολέμησαν, μαζί με τους συμμάχους, υπέρ της ελευθερίας και των δικαίων των λαών του κόσμου.

Κατά τους εορτασμούς της εκατονταετηρίδας της Εθνικής Παλιγγενεσίας, το 1921, οι Κύπριοι οργάνωσαν διαδηλώσεις με ελληνικές σημαίες και διακήρυξαν τον πόθο τους για την ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Οι Αγγλοι αντέδρασαν έντονα και προχώρησαν σε απελάσεις. Στις 10 Οκτωβρίου 1921, η Παγκύπρια Συνέλευση διακήρυξε ότι «η αξίωσις του κυπριακού λαού είναι μία, μόνη και αναλλοίωτος, η ένωσις μετά της Ελλάδος».

Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, το 1923, η Τουρκία παραιτήθηκε όλων των δικαιωμάτων της επί της Κύπρου και την 1η Μαίου 1925 η Αγγλία ανακήρυξε το νησί αποικία του στέμματος. Ο ώς τότε Μέγας Αρμοστής έγινε Κυβερνήτης, με πλήρεις και απόλυτες εξουσίες. Το 1928, όταν ο κυβερνήτης οργάνωσε εορτασμούς για τα 50 χρόνια αγγλικής κατοχής του νησιού, ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος έστειλε υπόμνημα προς τη βρετανική κυβέρνηση το οποίο διελάμβανε: «Επί 50 έτη εκρατήθημεν μακράν των μητρικών αγκαλών, κρατούμεθα δε και νύν, παρά την εκφρασθείσαν πλειστάκις, πολλαχώς και πολυτρόπως, ομόφωνον ημών γνώμην, όπως ενωθώμεν μετά της Μητρός Ελλάδος».

Ο Αρχιεπίσκοπος δε διακήρυξε τίποτα περισσότερο από ό,τι είχε δηλώσει το 1907 ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών και Αποικιών της Μεγάλης Βρετανίας και, κατόπιν, πρωθυπουργός της νίκης κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Σέρ Γουίνστων Τσώρτσιλ: «Νομίζω ότι είναι φυσικό, οι Κύπριοι που είναι απόγονοι Ελλήνων να θεωρούν την ένωσή τους με τη μητέρα πατρίδα τους ως ένα ιδεώδες που πρέπει να διαφυλαχθεί με ζήλο, ευλάβεια και θέρμη». (Από το βιβλίο Orientations που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1937 από το Σέρ Ρόναλντ Στόρς, Κυβερνήτη της Κύπρου κατά τη δεκαετία του 1930).

Εξέγερση

Η μή ικανοποίηση των αιτημάτων των Ελλήνων Κυπρίων για την εθνική τους αποκατάσταση οδήγησε στην εξέγερση του Οκτωβρίου 1931. Ο αγωνιστής Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος εξέδωσε διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό που άρχιζε με τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Έλληνες Αδελφοί, πενήντα και τρία χρόνια αγγλικής κατοχής έπεισαν όλους και διεπίστωσαν περιτράνως ότι οι δούλοι λαοί δεν ελευθερούνται με τάς ικεσίας και παρακλήσεις και τάς εκκλήσεις προς τα αισθήματα των τυράννων».

Στις 21 Οκτωβρίου 1931 έγιναν τα πρώτα σοβαρά επεισόδια, όταν το πλήθος κινήθηκε προς το Κυβερνείο, όπου ο Αγγλος Κυβερνήτης Σέρ Ρόναλντ Στόρς κάλεσε τους διαδηλωτές να διαλυθούν. Το πλήθος όχι μόνο δε συμμορφώθηκε, αλλά έβαλε φωτιά σε κυβερνητικά και αστυνομικά αυτοκίνητα. Αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν τους διαδηλωτές, ενώ ζωηρές φλόγες τύλιγαν τους τοίχους και τα παράθυρα του Κυβερνείου. Από τους πυροβολισμούς τραυματίσθηκαν αρκετοί Κύπριοι, ένας μάλιστα απ’ αυτούς, ο Ονούφριος Κληρίδης, υπέκυψε στα τραύματά του.

Η εξέγερση γενικεύθηκε στα χωριά και στις πόλεις του νησιού, με αποτέλεσμα να καταπλεύσουν στα λιμάνια τέσσερα βρετανικά πολεμικά πλοία με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις που ενισχύθηκαν από αερομεταφερθέντα αποσπάσματα. Παράλληλα, οι Αγγλοι, αφού επέβαλαν το στρατιωτικό νόμο, συνέλαβαν και εξόρισαν το Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο, βουλευτές και άλλους προκρίτους. Η αστυνομική δύναμη που τους συνέλαβε πυροβόλησε εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους, σκότωσε έναν και τραυμάτισε αρκετούς. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στο βρετανικό καταδρομικό «London» που ναυλοχούσε στη Λάρνακα και, στη συνέχεια, απελάθηκαν.

Από την περίοδο των «Οκτωβριανών», όπως αποκλήθηκαν τα επεισόδια εκείνα, η Κύπρος διοικήθηκε δικτατορικά και καταλύθηκαν και τα τελευταία ίχνη ελευθεριών του πολίτη. Απαγορεύθηκαν η ελληνική σημαία, ο Εθνικός Ύμνος, τα ελληνικά χρώματα, ακόμα και οι εικόνες των ηρώων. Καταβλήθηκε προσπάθεια αφελληνισμού της πρωτοβάθμιας, ιδιαίτερα, παιδείας και έγινε απόπειρα επέμβασης στα εσωτερικά της εθνάρχουσας εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα σχολεία απαγορεύθηκε ακόμα η χρήση της γομολάστιχας που ήταν τότε μισή άσπρη και μισή γαλάζια. Οι μικροί μαθητές έκρυβαν πίσω από το πέτο τους, ραμμένη από τις μητέρες τους, μια ελληνική σημαιούλα. Όταν συναντιόντουσαν στο δρόμο, αντί άλλου χαιρετισμού, γύριζαν το πέτο τους, αποκάλυπταν τη σημαιούλα και έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Γειά σου Ελληνόπουλο».

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Τα πράγματα άλλαξαν όταν, την 28η Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα μπήκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρά το πλευρό των συμμάχων. Ο κυπριακός λαός διακήρυξε την προθυμία του να συμμετάσχει στον κοινό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας του κόσμου. Οι Αγγλοι υποδέχθηκαν με ευχαρίστηση τη στάση αυτή των Ελλήνων Κυπρίων. Το βρετανικό ραδιόφωνο και οι Βρετανοί επίσημοι δεν έπαυαν να πλέκουν το εγκώμιο της Ελλάδας και των Ελλήνων της Κύπρου. Οι κατοχικές αρχές είχαν αναρτήσει τεράστιες πινακίδες έξω από τα αγγλικά στρατολογικά γραφεία του νησιού που καλούσαν τους Κυπρίους «να πολεμήσουν διά την Ελλάδαν και την Ελευθερίαν». Περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι κατατάχθηκαν στο στρατό και πολέμησαν σε όλα σχεδόν τα μέτωπα για την ελευθερία.

Η συμπαράσταση προς τη μαχόμενη πατρίδα κατά το Βορειοηπειρωτικό Έπος του 1940 υπήρξε ποικιλόμορφη. Έγιναν ατέλειωτοι έρανοι. Στις κουβέρτες που απλώνονταν στις εκκλησιές έπεφταν τα πρώτα γρόσια και οι πρώτες χρυσές λίρες, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καθενός. Βγήκαν από τα χέρια τα δακτυλίδια, οι χρυσές βέρες, τα βραχιόλια και τα ρολόγια. Βγήκαν, επίσης, οι χρυσοί σταυροί, τα σκουλαρίκια και τα άλλα κοσμήματα. Φτωχοί αγρότες πούλησαν το βιός τους για την πατρίδα. Παράλληλα ήρθαν από την Κύπρο εθελοντές, κατατάχθηκαν δε στον ελληνικό στρατό και οι Κύπριοι φοιτητές που βρίσκονταν στην Αθήνα.

Αξίζει ν’ αναφερθεί μία μοναδική στα πολεμικά χρονικά περίπτωση που μνημονεύει ο λόγιος Γ. Θεοτοκάς στα ημερολόγιά του. Πρόκειται για τον Κύπριο έφεδρο ανθυπολοχαγό Ευάγγελο Λουίζο, φίλο του Σεφέρη, του Καββαδία και του Ελύτη που έφυγε πρώτος από την Κύπρο για να πολεμήσει. Πήγε στην πλατεία Συντάγματος και ναύλωσε ένα ταξί, δίνοντας στον οδηγό την κατεύθυνση: «Για την Πίνδο». Έτσι, διανύοντας όλο το δρόμο μέχρι την Ήπειρο, έφθασε στο μέτωπο με ταξί.

Το Κυπριακό Σύνταγμα πολέμησε και στη μάχη της Κρήτης. Στα στρατιωτικά νεκροταφεία των Αθηνών, του Φαλήρου και της Σούδας είναι θαμμένοι αρκετοί ήρωες του Κυπριακού Συντάγματος. Οι Έλληνες Κύπριοι έλαβαν μέρος και στην Εθνική Αντίσταση. Κύπριοι έφθασαν με τον Κρίς Γουντχάουζ στην Ελλάδα και ετοίμασαν τα εκρηκτικά για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Επίσης, οι Κύπριοι φοιτητές Μιλτιάδης και Ροδίων Γεωργιάδης, αφού πολέμησαν στην Πίνδο, γύρισαν με τα πόδια στην Αθήνα, μετά την κατάρρευση του μετώπου, και ίδρυσαν το «Ελληνικό Κομιτάτο» που ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση. Οι δυο φοιτητές συνελήφθησαν αργότερα από την Γκεστάπο, φυλακίσθηκαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, όπου χάθηκαν τα ίχνη τους. Και ενώ οι Έλληνες της Κύπρου και οι αδελφοί τους της υπόλοιπης Ελλάδας πρόσφεραν το αίμα τους, παρά το πλευρό των συμμάχων, για να διασωθεί η ελευθερία της ανθρωπότητας, μία άλλη χώρα, η Τουρκία, που προσφυέστατα αποκλήθηκε «Επιτήδειος Ουδέτερος», έμενε έξω από τον πόλεμο, σχεδιάζοντας ν’ αποκτήσει προνόμια κι εδαφικά οφέλη σε βάρος της Ελλάδας αν νικούσε ο Αξονας.

Μετά το τέλος του πολέμου, ο Χάρτης του Ατλαντικού και, αργότερα, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, καθιέρωναν την αρχή των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών. Μια αρχή που δεν έμελλε να εφαρμοσθεί για τον κυπριακό λαό.

Το ενωτικό δημοψήφισμα

Σημαντικό σταθμό στην ιστορία του νησιού αποτελεί το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950 που έγινε με πρωτοβουλία της Εθναρχίας Κύπρου, ύστερα από εισήγηση του τότε Μητροπολίτη Κιτίου και αργότερα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. Εκείνη την ηλιόλουστη Κυριακή του Ιανουαρίου, οι Κύπριοι υπέγραψαν μέσα στις εκκλησίες τις δέλτους του δημοψηφίσματος, αξιώνοντας ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Η συμμετοχή ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη, παρά τις απειλές των αρχών.

Από τους Ελληνοκύπριους που είχαν δικαίωμα ψήφου, ποσοστό 95,7% ψήφισε υπέρ της Ένωσης, καθώς επίσης και αρκετοί Τουρκοκύπριοι. Τα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος αναγγέλθηκαν επίσημα στον Κυβερνήτη Σέρ Αντριου Ράιτ ο οποίος όμως επανέλαβε ότι, για τους Αγγλους, το ζήτημα της Κύπρου ήταν «κλειστό».

Το Μάιο 1950, κυπριακή αντιπροσωπεία (γνωστή ως Κυπριακή Πρεσβεία), με επικεφαλής το Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, παρέδωσε τις δέλτους του δημοψηφίσματος στη Βουλή των Ελλήνων. Στη συνέχεια, πήγε στο Λονδίνο, όπου ο υπουργός Αποικιών αρνήθηκε να την δεχθεί. Τελικά, τα αποτελέσματα του ενωτικού δημοψηφίσματος υποβλήθηκαν στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, ώστε να εφαρμοστεί και για την Κύπρο η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.

Ενώ η Κυπριακή Πρεσβεία εκτελούσε την αποστολή της, πέθανε, στις 28 Ιουνίου 1950, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ και, στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος Γ΄.

Με πάνδημα συλλαλητήρια, με παγκύπριες εθνοσυνελεύσεις και ενέργειες προς την κυπριακή κυβέρνηση και τον ΟΗΕ διαδηλωνόταν ο πόθος των Ελλήνων Κυπρίων για την εθνική τους αποκατάσταση. Οι ειρηνικές αυτές ενέργειες απέβησαν άκαρπες. Είναι χαρακτηριστική η γραπτή απάντηση του Κυβερνήτη Σέρ Αντριου Ράιτ στο αίτημα του Αρχιεπισκόπου και Εθνάρχου να εφαρμοσθεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού: «Η Βρετανική Κυβέρνηση δεν σκοπεύει οποιαδήποτε αλλαγή της κυριαρχίας της Κύπρου και θεωρεί το ζήτημα κλειστό».