«Το πρόσωπο που προσπάθησε να δημιουργήσει συγκροτημένο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα»

9 Ιουνίου 2021

Το πρόσωπο ωστόσο που προσπάθησε να δημιουργήσει ένα συγκροτημένο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας. Εγγύηση για την επιτυχία του αυτή αποτελούσε η θητεία του στο υπουργείο των Εξωτερικών της Ρωσίας, από το 1809 μέχρι το 1822 και η συμβολή του στη δημιουργία του κράτους της Ελβετίας, υπηρεσία για την οποία ακόμη και σήμερα τιμάται ως εθνικός ευεργέτης.

Σύντομα η κατάσταση, που αντιμετώπισε ο Καποδίστριας αποδείχτηκε πολύ δυσκολότερη από όσο ο εμπειρότατος πολιτικός είχε υπολογίσει και το έργο του εξαιρετικά πιο δύσκολο. Παρά τις προσπάθειές του δεν είχε κατορθώσει να συνάψει δάνειο όπως ήλπιζε και οι εκκλήσεις του για ατομικές συνεισφορές δεν είχαν βρει απήχηση ούτε στους Έλληνες της Ελλάδας και της διασποράς ούτε στους φιλελληνικούς κύκλους.

Το φατριαστικό πνεύμα στην επαναστατημένη χώρα δεν είχε καθόλου σβήσει. Η ενότητα, που έδειξαν οι Έλληνες, όταν τον υποδέχτηκαν ως Κυβερνήτη, μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και συναίνεσης, ήταν εντελώς απατηλή.

Οι ληστρικές επιδρομές από Έλληνες και μουσουλμάνους ρήμαζαν τη χώρα.

Παράλληλα όμως γίνονταν όλο και πιο φανερό ότι το σύνολο σχεδόν του επαναστατημένου λαού ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ευνομούμενης πολιτείας, όπως αυτές που είχε εγκρίνει η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Δεν υπήρχε συντεταγμένη πολιτεία ούτε δυνατότητα εφαρμογής του Συντάγματος στην πράξη, διότι ελληνικό κράτος, παρά τις διακηρύξεις των επισήμων φορέων του, δεν υφίστατο ούτε όργανα, τα οποία θα επέβαλλαν στο λαό την τήρηση των άρθρων του.

Η άρνηση επομένως του Καποδίστρια να δεχτεί το πολιτικό Σύνταγμα της Τροιζήνας πρέπει να αναζητηθεί όχι, όπως πολλές φορές υποστηρίχτηκε, στην αυταρχική και αντιδημοκρατική νοοτροπία του κυβερνήτη, που από τη νεότητά του θεωρούσε το σύνταγμα αναγκαίο για να λειτουργήσει με ευταξία μία χώρα, αλλά στο πνεύμα που διείπε τη σύνταξη των άρθρων του το Συντάγματος, στη γενική απαιδευσία, που επικρατούσε στη χώρα και στο πνεύμα διχασμού που κυριαρχούσε μεταξύ των αντιμαχόμενων ομάδων.

Σοβαρότερη όμως ήταν η ευθύνη όλων εκείνων που μέχρι τότε είχαν αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και ήθελαν να προστατέψουν τα πάσης φύσεως συμφέροντά τους.

Οι ηγετικοί αυτοί κύκλοι, οι οποίοι είχαν αποκτήσει από την προεπαναστατική περίοδο ή ακόμη και την περίοδο που διεξάγονταν ο απελευθερωτικός αγώνας τεράστιες περιουσίες, κατάλαβαν ότι κινδύνευαν άμεσα από τις πρωτοβουλίες του Καποδίστρια. Τα συνεχή διατάγματα που εξέδιδε για κάθε τομέα της κοινωνικής δραστηριότητας έπαιρναν άμεσα την ισχύ νόμου, που έφερναν σε δεινή θέση όλους εκείνους που είχαν ασκήσει την εξουσία στη χώρα ή λυμαίνονταν τις επαρχίες, γι’ αυτό και η αντίδρασή τους ήταν το ίδιο άμεση.

Όπως παρατήρησε στο βιβλίο του «Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα» ο Βασίλης Φίλιας:

« Η νέα κατάσταση που είχε προκύψει στην Ελλάδα με την επανάσταση όχι μόνο δεν περιόρισε την ισχύ και την επιρροή των παλαιών κυρίαρχων στρωμάτων του Ελληνισμού, αλλά αντίθετα την εδραίωσε. Η θέση τους ως γαιοκτητών παρέμεινε αμετακίνητη, ενώ ταχύτατα εξασφάλισαν τον έλεγχο των επικερδέστερων τομέων στο εμπόριο και τη ναυτιλία. Η ισχύς τους σε τοπικό επίπεδο αποτέλεσε καθοριστικής σημασίας παράγοντα διαμόρφωσης της πολιτικής ζωής. Ο λαός εξακολουθούσε να παραμένει στο περιθώριο. Οι παραδοσιακοί άρχοντες κατέστησαν οι απόλυτοι ηγεμόνες της τοπικής και εθνικής πολιτικής σκηνής και οι άνθρωποί τους εδραίωσαν τον κρατικό μηχανισμό.

Ανατράπηκε αργότερα, συμπληρώνει ο καθηγητής Φίλιας όχι γιατί ήρθε σε αντίθεση με το αχαλίνωτο πάθος του λαού για ελευθερία, αλλά γιατί προσπάθησε να εξαρθρώσει το πολιτικό-οικονομικό πλέγμα κυριαρχίας της ολιγαρχίας προς όφελος των πραγματικών λαϊκών συμφερόντων και μιας γνήσιας αστικοποίησης».

Με την επιλογή του αυτή ο κυβερνήτης ενεργούσε ως γνήσιος πολιτικός ηγέτης, τον οποίο η Γ΄ Εθνοσυνέλευση είχε επιλέξει για να ασκήσει την εξουσία και να διαμορφώσει ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο είχε ανάγκη η χώρα, όταν θα εξασφάλιζε την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους. Η προσωπικότητα και το διεθνές κύρος του μπορούσαν να εγγυηθούν για την επίτευξη του στόχου. Γι’ αυτό και η επιλογή του υπήρξε ομόφωνη. ΄Αλλωστε στο ψήφισμα της 3ης Απριλίου 1827 η Εθνοσυνέλευση για την επιλογή της αυτή είχε τονίσει:

«Το Έθνος βλέπον, όσα κακά επήγασαν εις το διάστημα του επταετούς αγώνος από την πολυμέλειαν της νομοτελεστικής δυνάμεως, εις αποφυγήν όλων αυτών των κακών, τα οποία εξέθεσαν το έθνος εις τον έσχατον κίνδυνον, απεφάσισε δια των νομίμων πληρεξουσίων των εις την Γ΄ Συνέλευσιν συνελθόντων και συνεκέντρωσεν όλην την νομοτελεστικήν δύναμιν εις ένα και μόνο πρόσωπον.

Το πλοίο Ουορσπάιτ που έφερε τον Ι. Καπποδίστρια στην Ελλάδα.

Ο ίδιος όμως δεν θεωρούσε ότι το Σύνταγμα που είχε ψηφίσει η Γ΄ Εθνική Συνέλευση αποτελούσε το βασικό όργανο, με το οποίο θα μπορούσε να υλοποιήσει την απόφαση να αναδιοργανώσει τη χώρα και να θέσει ισχυρά θεμέλια για την επιβίωσή της, ώστε να την καταστήσει κράτος ανάλογο των ευρωπαϊκών κρατών. Γι’ αυτό και δεν δίστασε να αναστείλει τη λειτουργία του για ευθετότερο χρονικό διάστημα, όταν οι συνθήκες θα ήταν περισσότερο πρόσφορες και θα αντιπροσώπευε ισότιμα τις πραγματικές ανάγκες της χώρας και τα δικαιώματα των πολιτών.

Η αποδοχή της απαίτησης του Κυβερνήτη να ανασταλεί το Σύνταγμα της Τροιζήνας για ένα διάστημα και η παραχώρηση στον ίδιο ειδικών, διευρυμένων εξουσιών, για την αντιμετώπιση της ιδιαίτερα οξυμένης κατάστασης, κρίθηκε απόλυτα δικαιολογημένη για συγκεκριμένους λόγους.

«Ολόκληρη η Στερεά βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων, οι απελευθερωμένες περιοχές είχαν ερημωθεί, ο πληθυσμός είχε αποδεκατιστεί ενώ η κυβέρνηση δεν είχε καθόλου έσοδα ούτε από τους δασμούς ούτε από τα ελάχιστα φορολογικά έσοδα και ήταν αδύνατο να καλύψει τις ανάγκες του κράτους, το οποίο στερούνταν εντελώς πόρων. Στους λόγους αυτούς που ανάγκασαν την Εθνοσυνέλευση να συγκατανεύσει στην παραχώρηση τόσων αρμοδιοτήτων στον Καποδίστρια πρέπει να προστεθεί ότι ο έλεγχος του στρατού ήταν μια πολύ ακανθώδης υπόθεση, η οποία είχε διχάσει το λαό, ενώ οι πειρατές λυμαίνονταν τις ακτές και τους θαλάσσιους δρόμους».