Η δημιουργία του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας
15 Ιουλίου 2021Η δημιουργία του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας που είχε αρχίσει από την περίοδο της Βαυαροκρατίας πήρε την ουσιαστική μορφή της μετά την ψήφιση του συντάγματος του 1844. Ωστόσο η κατάσταση δε βελτιώθηκε. Όπως μάλιστα αναφέρει στο βιβλίο του Συνταγματική Ιστορία ο Αλεξανδρος Σβώλος:
«Ο βασιλεύς, έγραφε χαρακτηριστικά ο Ν. Δραγούμης έρρεπε προς το σύστημα συγκεντρώσεως και πολιτικοί, όπως ο Κωλέττης τελειοποιήσαντες αυτό, και τον Όθωνα ενθάρρυναν εις αυστηροτέραν εφαρμογήν και αυτοί εφήρμοσαν απηνέστερον… Η καταστολή της ελευθερίας των δημοκρατικών Αρχών, η καταδίωξις του τύπου, η επέμβασις εις τας εκλογάς τας τε βουλευτικάς και των δήμων, η αποβολή πάντων των οπωσούν ανεξάρτητον το φρόνημα εχόντων δημοσίων λειτουργών, και ιδίως των της θέμιδος…..η διά παντός τρόπου πίεσις της συνειδήσεως των δικαστών, η διαστροφή των νόμων, ταύτα και άλλα εις έν μόνον απέβλεπον, εις την σύμπτυξιν πάσης δυνάμεως εις χείρας της εξουσίας και την δι’ αυτής παγίωσιν κυβερνήσεως πανισχύρου και διαρκούς… Αλεξ. Σβώλου: Συνταγματική Ιστορία, σελ. 38.
Αυτός είναι και ο λόγος συνεχίζει ο Νικ. Αλιβιζάτος που από το σύνολο των κυβερνήσεων που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση μετά το 1844, μόνο η πρώτη, του Αυγούστου του 1844, έχασε τις εκλογές. Οι παρατυπίες και παρανομίες των κυβερνήσεων ξεπερνούσαν κάθε νοητό όριο. Σ’ αυτό συνέβαλαν οι κάθε είδους πιέσεις προς τον λαό, η παρέμβαση των κρατικών οργάνων υπέρ του κυβερνητικού κόμματος, η ληστεία την οποία υπέθαλπε το πολιτικό σύστημα, ακόμη και η δικαιοσύνη που πάντοτε εξέδιδε αθωωτικές αποφάσεις σε κάθε είδους κυβερνητική παρανομία.
Ο Ν. Δραγούμης στα απομνημονεύματά του τονίζει επίσης χαρακτηριστικά:
«Προέκειτο να κυρωθώσι φιλικαί εκλογαί; Ευθύς και αι δεινόταται παραβιάσεις παρεσιωπώντο ή εχαρακτηρίζοντο επουσιώδεις παρατυπίαι. Και η μεν βία, η στάσις αυτή απεκαλούντο δικαία άμυνα, η δε αδικία, η ακολασία, το ψεύδος, δικαιοσύνη, μετριότης αλήθεια. Και αυταί αι λέξεις ήλλαξαν σημασίαν. Η μεν παραβίασις των καλπών ωνομάσθη συστολή των σανίδων, αι δε σαπουνοκασέλαι και τα σακκούλια κάλπαι, η λύμανσις των σφραγίδων τυχαία σύντριψις, οι συμβολαιογράφοι επί της ψηφορίας επιτροπαί και οι απόβλητοι του λαού εκλεκτοί αυτού». Ν. Διαμαντούρου: Ιστορία του ελλην.έθνους Τ. ΙΓ, σελ 119
Ήταν τόσο έντονη η αντίδραση του λαού από όλες αυτές τις παρανομίες και παρατυπίες, ώστε μέχρι το τέλος της βασιλείας του λίγες ήταν οι στιγμές, που εξασφάλισαν οι αποφάσεις του τη λαϊκή συναίνεση. Και τη μεγάλη ευθύνη για τούτο έφερε ο ίδιος ο Όθωνας.
Μετά από την ψήφιση του Συντάγματος τα τρία πολιτικά κόμματα, δεν κατόρθωσαν να εναρμονιστούν στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι βέβαια γεγονός ότι τα κόμματα αυτά σχηματίστηκαν, για να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και των πολιτών της χώρας, οι οποίοι προέρχονταν από μία μεγάλη σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στάθηκαν όμως, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, ανίκανα να ανταποκριθούν στις διαφορετικές συνθήκες, που επικράτησαν στην Ελληνική Κοινωνία, με την άφιξη του ΄Οθωνα και την επιβολή της βαυαρικής απολυταρχίας.
Το γεγονός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φυσική συνέπεια της οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων αυτών, σε συνάρτηση με τον τρόπο οργάνωσης του πολιτικού συστήματος που επέβαλε η παρουσία των Βαυαρών στην Ελλάδα.
Το σύστημα της απόλυτης Μοναρχίας που με τη συνθήκη της απελευθέρωσης είχε εγκαθιδρυθεί, σε καμία περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένο να δεχτεί την παρουσία των πολιτικών κομμάτων και την ενεργή παρουσία τους στην πολιτική ζωή της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταβληθούν σύντομα σε «άνευρες» πολιτικές οργανώσεις, χωρίς ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας, που θα τους επέτρεπε να ωριμάσουν και να διεκδικήσουν έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στην άσκηση των πολιτικών πραγμάτων της χώρας. Η όλη αυτή εξέλιξη ήταν ιδιαίτερα απογοητευτική και μάλιστα σε μία περίοδο που η χώρα παρουσίαζε, με την πιεστική εξουσία των Βαυαρών, μια εντυπωσιακή αλλαγή, τόσο στην οργάνωση, όσο και στη διοίκησή της .
Είναι αλήθεια ωστόσο ότι το σύνολο του λαού, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας του τόπου δε μπόρεσαν να εγκαταλείψουν τις συνήθειες, που χαρακτήριζαν τον τρόπο λειτουργίας της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε οδηγήσει και στην παρακμή της. Τον προσωποπαγή χαρακτήρα τους δηλαδή, τη συναλλαγή στην επίτευξη των πολιτικών και άλλων στόχων, την ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη εκπροσώπηση του λαού στις πολιτικές εξελίξεις, την άσκηση κάθε μορφής βίας προς τους αντιφρονούντες.
Ήταν επομένως φυσική συνέπεια τα κόμματα, σε συνάρτηση με τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσαν σε μεγάλη μερίδα του λαού, αλλά και την άρνηση να ανανεωθούν με νέες πολιτικές δυνάμεις και νέες ιδέες, να μη σταθούν ικανά να αποκτήσουν μια μακρόπνοη πολιτική, που θα ικανοποιούσε τις μελλοντικές ανάγκες της χώρας και θα τους έδινε λόγο ύπαρξης.
Κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτό διαδραμάτισε και η πολιτική που ακολουθούσαν οι αρχηγοί των δύο κομμάτων, αγγλικού Μαυροκορδάτος και του Γαλλικού Κωλέττης.
Η πολιτική του Μαυροκορδάτου συνίστατο στην επιλογή ενός συστήματος διακυβέρνησης με αυστηρή διοίκηση και οικονομική περισυλλογή, στο βαθμό που να καθίσταται ικανή η επιβίωση της χώρας «εξ ιδίων» και ταυτόχρονα να έχει τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις απέναντι στους δανειστές. Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι μακροχρόνια θα εξασφάλιζε την οικονομική απεξάρτηση της Ελλάδας από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την ταυτόχρονη απελευθέρωση του τρόπου λειτουργίας της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής της χώρας από τις παρεμβάσεις των ξένων. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι και στο σημείο αυτό, όπως και σε εκείνο του συντάγματος ο Μαυροκορδάτος ακολούθησε την πολιτική γραμμή του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος θεωρούσε αναγκαία την οικονομική απεξάρτηση της Ελλάδας από τις Μεγάλες, δανείστριες, Δυνάμεις, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό θα εξασφάλιζε τη δυνατότητα η χώρα να επιτύχει μία αδέσμευτη εσωτερική και εξωτερική πολιτική.
Στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής ο Μαυροκορδάτος υποστήριζε σε κάθε περίπτωση, όπως άλλωστε και ο Καποδίστριας, την ανάγκη εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία και την αποφυγή δημιουργίας κλίματος έντασης, που και τις εθνικές δυνάμεις θα απασχολούσε, αλλά και τις διεθνείς αντιδράσεις θα προκαλούσε. Η επικράτηση της πολιτικής αυτής ήλπιζε ότι θα εξασφάλιζε την ευρύτερη συνεργασία με την Αγγλία, που με κάθε τρόπο υποστήριζε την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος, χωρίς συγκρούσεις με την Τουρκία.
Στο πρότυπο αυτό διακυβέρνησης εναντιώνονταν η πολιτική του Κωλέττη που είχε την άμεση αποδοχή του Όθωνα και την ταυτόχρονη επιδοκιμασία του μεγάλου μέρους του λαού. Η πολιτική αυτή απέβλεπε στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των οπαδών του και την επίδειξη πνεύματος ανοχής στις παραβάσεις και τις παρανομίες έναντι των πολιτικών του αντιπάλων, προκειμένου να εξασφαλίζει τη μόνιμη υποστήριξή τους και την ανεξέλεγκτη διαχείριση των οικονομικών της χώρας, προς όφελος των οπαδών του κόμματός του.
Στα εθνικά θέματα η πολιτική του Κωλέττη απέβλεπε στην υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, την ενσωμάτωση δηλαδή στο ελληνικό κράτος όλων των περιοχών που ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και κατοικούνταν από ελληνικό πληθυσμό. Η πολιτική αυτή είχε την αμέριστη υποστήριξη του Όθωνα, αλλά και του συντριπτικού μέρους του λαού που συγκινούνταν ιδιαίτερα από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού βρίσκονταν ακόμη υπό την κυριαρχία του Οθωμανικού κράτους.
Με τη μεγάλη αυτή αντίθεση μεταξύ των δύο βασικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας υπονομεύονταν η λειτουργία τους, αμφισβητούνταν οι στόχοι τους και συνάμα με την μικροπολιτική αντίληψη, που διαμόρφωναν για τα πολιτικά ζητήματα, μόλις επιλύονταν ένα πρόβλημα, που αποτελούσε και το βασικό άξονα της πολιτικής του κόμματος αυτού, εξέλειπε και ο λόγος της ύπαρξής του. Για παράδειγμα η επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος που αποτελούσε και το βασικό λόγο ύπαρξης του ρωσικού κόμματος, οδήγησε στην εξάλειψη του κόμματος αυτού από την πολιτική ζωή της Ελλάδας. ΄Ετσι σε διάστημα μιας περίπου δεκαετίας το πολιτικό σύστημα της εποχής ανατράπηκε και νέες δυνάμεις έκαναν την εμφάνισή τους, οι οποίες επηρέασαν στο εξής καταλυτικά τις εξελίξεις στη χώρα.
Ωστόσο πέρα από τις ενδογενείς αδυναμίες του συντάγματος ο βασικότερος λόγος της αδυναμίας του να αλλάξει το γενικό πολιτικό κλίμα της χώρας και να οδηγήσει βαθμιαία, έστω, στην επικράτηση ενός κοινοβουλευτικού τρόπου διακυβέρνησης ήταν η άρνηση του Όθωνα να εφαρμόσει το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Αυτό σήμαινε ότι αναγνώριζε στην πράξη ελάχιστα περιθώρια στον λαό να εκφράσει τις απόψεις του και να μετάσχει ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις και επιδοκίμαζε πολιτικές πρακτικές, όπως αυτές του Κωλέττη, που απέτρεπαν τις πολιτικές εξελίξεις και στήριζαν, έστω και βραχυπρόθεσμα τον θρόνο. Η αδυναμία αυτή του βασιλιά να προβλέψει τις εξελίξεις, προκάλεσε διαρκείς συγκρούσεις και οδήγησε σε φθορά τον θρόνο με συνέπεια την τελική έκπτωση.
Συνέτεινε σ’ αυτό το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των άρθρων του συντάγματος παρέμενε ανενεργό, εφόσον βρίσκονταν σε αντίθεση με τις θέσεις του θρόνου ή λειτουργούσε ανασχετικά με τις αποφάσεις του κοινοβουλίου.
Η ύπαρξη για παράδειγμα του δεύτερου νομοθετικού σώματος της Γερουσίας, της οποίας τα 27 μέλη εκλέγονταν αριστίδην από τον βασιλιά, ανέκοπτε κάθε προσπάθεια για βελτίωση της πολιτικής ζωής της χώρας, καθώς μπορούσε να ασκήσει veto σε κάθε προσπάθεια της Βουλής να θεσπίσει νόμους που δεν ήταν αρεστοί στον ανώτατο άρχοντα. Είχε καθαρά αριστοκρατική μορφή και με τις αρμοδιότητες που της ανατέθηκαν αποτελούσαν ασπίδα για την προστασία του θρόνου και του ίδιου του βασιλιά.
Σ’ αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και ο τρόπος που άσκησε την εξουσία του ο πρώτος μετά την επανάσταση του 1843 πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Κωλέτης. Η άσκηση τρομακτικής βίας, κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας, εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του, αλλά και η δικτατορική μορφή διακυβέρνησης την οποία επέβαλε, κατήργησαν στην πράξη τα ευεργετικά αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει για τη χώρα η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου.
Παράλληλα ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν τα τρία κόμματα, αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό, που προκαλούσαν τις διαρκείς παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, έδωσαν πολλές φορές στον Όθωνα το δικαίωμα να επικαλείται την ανωριμότητα του ελληνικού λαού, για να μην εφαρμόζει το σύνταγμα και να επιβάλει, όπως και στο παρελθόν μία προσωπική μορφή διακυβέρνησης, που δεν είχε καμία σχέση με τις δεσμεύσεις που επέβαλε το σύνταγμα στον ανώτατο άρχοντα.
Στην όλη λειτουργία του πολιτεύματος αποφασιστικό ρόλο έπαιξε και το γενικότερο διεθνές κλίμα που είχε επικρατήσει στην περιοχή της Μεσογείου μετά τον τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο του 1839 και τη νίκη του Μωχάμετ Άλη στο Νετζίπ επί του τουρκικού στρατού.
Η ενδεχόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επέτεινε την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή. Οι Δυνάμεις θέλοντας να βελτιώσουν τη θέση τους, ασκούσαν πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση με μορφή που έπαιρνε πολλές φορές τον χαρακτήρα ωμής παρέμβασης ακόμη και στην εσωτερική πολιτική της χώρας. Χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση της Αγγλίας, στην υπόθεση Πατσίφικο του 1849, γνωστή και με το όνομα του Άγγλου ναυάρχου Πάρκερ, «παρκερικά». Η αγγλική κυβέρνηση, στην επιθυμία της να καταστήσει σαφή την επικυριαρχία της στην Ελλάδα επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα, για την προστασία των συμφερόντων του Άγγλου υπηκόου Πατσίφικο, το σπίτι του οποίου λεηλάτησαν αγανακτισμένοι Έλληνες πολίτες.
Η ίδια συμπεριφορά ακολουθήθηκε και από τους Γάλλους, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, όταν θα επιβάλλουν ναυτικό αποκλεισμό και στη συνέχεια κατοχή στην Ελλάδα επί τριετία, στην προσπάθειά τους να αποκλείσουν κάθε βοήθεια που παρείχε ο Όθωνας προς τις επαναστατημένες περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Η βασική αντίθεση των Δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αγγλίας ήταν οι συνταγματικές ρυθμίσεις που επέφερε το σύνταγμα του 1843. Το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας αποτελούσε πρόκληση στα μέλη του αγγλικού κοινοβουλίου που δεν αναγνώριζαν αντίστοιχο δικαίωμα για τον αγγλικό λαό, παρά τις κατά καιρούς επαναστάσεις, όπως αυτή του 1832, 1867 και 1885 όπου κυρίαρχο αίτημα ήταν το δικαίωμα του λαού να μετέχει στις πολιτικές διεργασίες της χώρας.
Για τον ελληνικό λαό όμως, που είχε παράδοση αιώνων στη δημοκρατική παράδοση των κοινοτήτων, η έκφραση γνώμης και συμμετοχής ήταν αδιαπραγμάτευτα, παρά τις ενδογενείς αδυναμίες αυτής του της απαίτησης.