Η οικονομική κρίση του 1843

6 Ιουλίου 2021

Και άλλη φορά έχω αναφερθεί στις οικονομικές κρίσεις που γνώρισε η Ελλάδα από το 1821 μέχρι τις μέρες μας. Η πρώτη ουσιαστικά μεγάλη κρίση που έδειξε ολοφάνερα πώς οι μεγάλες Δυνάμεις αντιλαμβάνονταν το νόημα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, μετά την επανάσταση ήταν η οικονομική κρίση του 1843. Ελάχιστοι γνωρίζουν για την κρίση αυτή. Ουσιαστικά είναι ο λόγος της σημερινής δημοσίευσης. Για να μπορέσετε να δείτε πόσο ομοιάζουν οι οικονομικές κρίσεις διαχρονικά και πόσο ανάλγητοι είναι εκείνοι που τις προκαλούν.

Η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης

Με όλη αυτή την κατάσταση ήταν φυσικό επόμενο η οικονομία στις αρχές του 1843 να βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσμενές σημείο.

Το δάνειον των εξήντα εκατομμυρίων, που είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα δυνάμει της συνθήκης του Λονδίνου της 7ης Μαΐου 1832, όταν αναγνωρίστηκε ελεύθερο και ανεξάρτητο ελληνικό κράτος είχε εξανεμιστεί. Και μάλιστα χωρίς να καλύψει ούτε στο ελάχιστο τις ανάγκες του ελληνικού κράτους, το οποίο είχε συσταθεί, μετά από τον οκτάχρονο, αιματηρό, επαναστατικό αγώνα. Από το ποσόν αυτό ελάχιστο μέρος περιήλθε «εις τας χείρας των κυβερνήσεων», για να οργανώσει τα οικονομικά του κράτους κατά τέτοιον τρόπο, ώστε, μελλοντικά έστω, να εξασφαλίσει οικονομική αυτάρκεια και τη δυνατότητα να επιβιώνει με τα έσοδα, που προέρχονταν από τους πολίτες του και τις πάσης φύσεως οικονομικές δραστηριότητές τους.

«Από τα χρήματα αυτά παρακρατήθηκαν από τους δανειστές 11.222.598 λίρες, προκειμένου να αποδοθούν στην Τουρκία, για την εξαγορά της Φθιώτιδας και της Φωκίδας. Παρακρατήθηκαν επίσης 1.215.947 λίρες, υπέρ της Ρωσίας, για τις προκαταβολές , που είχε δώσει στον κυβερνήτη, μετά την άφιξή του στην Ελλάδα. Το ποσόν των 333.333 φράγκων υπέρ της Γαλλίας, για τον ίδιο λόγο. 341.343 στην υπηρεσία των δανείων του 1824 και 1825. Επιπλέον παρακρατήθηκαν 249.225 υπέρ του φιλέλληνα Εϋνάρδου, για τις προκαταβολές που είχε δώσει στον κυβερνήτη Καποδίστρια. Για τη συντήρηση του Βαυαρικού στρατού και της Αντιβασιλείας 14.167.283, ενώ τα υπόλοιπα 32.496.682 κρατήθηκαν λόγω χρεωλυσίων και λοιπών εξόδων του δανείου τούτου». Πηγή: Γ. Ασπρέα: «Πολιτική Ιστορία της νεωτ. Ελλάδος»

Ήταν φυσικό επόμενο τα οικονομικά του κράτους να υπολειτουργούν και οποιαδήποτε προσπάθεια κατέβαλε η Αντιβασιλεία να μην έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Στις 10 Ιανουαρίου 1843 ο Γραμματέας των Εξωτερικών Ρίζος-Νερουλός με έγγραφό του πληροφόρησε τις προστάτιδες Δυνάμεις ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει την τακτική εξαμηνιαία δόση της υπηρεσίας του δανείου, που έληγε την 1η Μαρτίου. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος πρότεινε στις Δυνάμεις να εγκρίνουν την παροχή ενός νέου δανείου στη χώρα, προκειμένου να καταβάλλει τη δόση του δανείου και να μην αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο στάσης πληρωμών.

Σε αντίθεση όμως με ό,τι είχε συμβεί το προηγούμενο έτος, 1842, κατά το οποίο η Γαλλία ανέλαβε την υποχρέωση να εγγυηθεί, προκειμένου να παρασχεθεί δάνειο στην Ελλάδα, οι τρεις Δυνάμεις απέρριψαν κατηγορηματικά την πρόταση, ενδεχομένως και από το γεγονός ότι την ίδια περίοδο παρουσιάστηκε οικονομική ύφεση στην Ευρώπη, η οποία οδήγησε τις μεγάλες Δυνάμεις στην απόφαση να παύσουν να χρηματοδοτούν την Ελλάδα, της οποίας οι ανάγκες καθημερινά πολλαπλασιάζονταν. Η μόνη χώρα, η οποία δέχτηκε να ανταποκριθεί στο αίτημα του Ρίζου-Νερουλού ήταν η Ρωσία, η οποία κατέβαλλε το ποσόν, που της αναλογούσε.

Λίγες ημέρες αργότερα όμως η Ρωσία άλλαξε τη στάση της. Αιτία ήταν οι «άστοχες» δηλώσεις του Ρώσου πρεσβευτή Γαβριήλ Κατακάζι, που έγιναν στην Αθήνα. Οι δηλώσεις αυτές, που μεταξύ των άλλων αφορούσαν και στον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού κράτους, προκάλεσαν την οργή της Ρωσίας, η οποία απηύθυνε διακοίνωση στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 1843, με την οποία ζητούσε την επιστροφή του ποσού, που είχε παραχωρήσει στην Ελλάδα, το αργότερο μέχρι την 1 Ιουνίου 1843.

Στη διακοίνωση αυτή η Ρωσία τόνιζε ότι η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας δεν οφείλονταν σε εξωγενείς παράγοντες, όπως ήταν η διεθνής οικονομική κρίση, αλλά σε συγκεκριμένες αιτίες, που αφορούσαν στην οργάνωση και λειτουργία του ελληνικού κράτους. Τέτοιες ήταν η κακή διακυβέρνηση, ο σπάταλος κρατικός μηχανισμός, ο μεγάλος αριθμός των κρατικών υπαλλήλων και ο αδικαιολόγητα μεγάλος στρατός, ο οποίος απορροφούσε ένα σημαντικό μέρος του εθνικού εισοδήματος. Ιδιαίτερα επεσήμανε την κακή χρήση των δανείων, που είχαν παρασχεθεί προγενέστερα από τις Δυνάμεις στην Ελλάδα. Σε κανένα σημείο της διακοίνωσης δεν αναφέρονταν ότι τα δάνεια, που είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα ουσιαστικά δαπανήθηκαν για την αποπληρωμή προγενέστερων χρεών, τα οποία έληγαν σε καθορισμένες ημερομηνίες.

Η διακοίνωση τελείωνε με την υπόμνηση ότι η Ρωσία θα συσκέπτονταν με τις άλλες Δυνάμεις, προκειμένου να υιοθετήσουν κοινή απόφαση για τον τρόπο αντιμετώπισης της «ελληνικής ασυνέπειας».

Στη σύσκεψη, που ακολούθησε οι αντιπρόσωποι των τριών Δυνάμεων ακολούθησαν ενιαία στάση. Ακόμη και η Γαλλία, η οποία ακολουθούσε «φιλελληνική» πολιτική ως αποτέλεσμα της επικράτησης της γαλλόφιλης μερίδας στην ελληνική πολιτική σκηνή, αρνήθηκε να ικανοποιήσει το ελληνικό αίτημα για παραχώρηση νέου δανείου, όταν διαπίστωσε ότι ο βασιλιάς Όθωνας επιδίωκε να ακολουθήσει αυτόνομη πολιτική, παραβλέποντας τις διεθνείς υποδείξεις, για υιοθέτηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων στον κρατικό μηχανισμό. Οι δηλώσεις μάλιστα των συνέδρων άφηναν να διαφανεί εντελώς πιθανό το ενδεχόμενο οι Δυνάμεις να επιδιώξουν «δυναμική» επέμβαση στην Ελλάδα, προκειμένου να «αποκαταστήσουν» την τάξη.

Τα μνημόνια

Η στάση αυτή των Δυνάμεων προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην Ελλάδα και ο βασιλιάς Όθωνας, προκειμένου να αποφύγει το ενδεχόμενο της παρουσίας ξένων δυνάμεων στη χώρα, αποφάσισε να κάνει αποφασιστικές κινήσεις, για τη μείωση των κρατικών δαπανών.

Στα μέτρα αυτά εντάσσονταν:

α. Η δραστική μείωση της βασιλικής αποζημίωσης, που ανέρχονταν σε 900 χιλιάδες δραχμές το χρόνο.

β. Η περικοπή μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, με την επιβολή προοδευτικής κράτησης.

γ. Η υποχρεωτική συνταξιοδότηση ενός μέρους των δημοσίων υπαλλήλων, για να μειωθούν οι δαπάνες, εφόσον οι συνταξιούχοι έπαιρναν το 1/3 του μισθού του εν ενεργεία υπαλλήλου.

δ. Η κατάργηση το σώματος των μηχανικών από το υπουργείο των εσωτερικών.

ε. Η κατάργηση του σώματος των δασονόμων.

στ. Ο σημαντικός περιορισμός των προξενικών και διπλωματικών αποστολών στο εξωτερικό.

ζ. Η διακοπή της χορήγησης συντάξεων σε πολλούς κληρικούς.

η. Η εντολή που απηύθυνε σε πολλούς κληρικούς, οι οποίοι δεν είχαν πλέον εισοδήματα, να επιστρέψουν σε όσα μοναστήρια είχαν απομείνει στη χώρα.

θ. Τέλος στα μέτρα αυτά θα πρέπει να προστεθούν τόσο οι απολύσεις από το στρατό, όσο και οι μειώσεις των μισθών των αξιωματικών και οπλιτών, σε μια στιγμή, που καμία ανάλογη περικοπή δεν είχε γίνει στους Βαυαρούς, οι οποίοι αποτελούσαν το βασικό στήριγμα του ΄Οθωνα. Αυτό ήταν φυσικό επόμενο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τη βραδιά της εκδήλωσης της επανάστασης. Πηγή: j. Petropoulos: Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο, σελ. 572.

Μετά τη λήψη των μέτρων αυτών ο Γραμματέας των Εξωτερικών διαβεβαίωσε τις Δυνάμεις ότι η Ελλάδα ήταν διατεθειμένη να λάβει και άλλα μέτρα, αν κρίνονταν απαραίτητα, για την περιστολή των δαπανών, αλλά δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει το δάνειο, που είχε λάβει από τη Ρωσία στο διάστημα των δύο μηνών, που απέμενε μέχρι την 1η Ιουνίου, διότι αυτό θα επέφερε αποσυντονισμό του κράτους και πλήρη αναρχία.

Ως απάντηση στις διαβεβαιώσεις του Νερουλού οι Δυνάμεις με κοινό πρωτόκολλο, που υπόγραψαν στις 5 Ιουλίου 1843, γνωστοποίησαν στην Ελλάδα τη σύμβαση, που όφειλε να υπογράψει, προκειμένου να αποκατασταθούν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ τους και να διασφαλιστούν τα δάνεια, τα οποία είχαν παραχωρηθεί στη χώρα.

Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή η Ελλάδα όφειλε να διαθέσει συγκεκριμένα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού για την απεξόφληση των δανείων. Τα έσοδα αυτά προέρχονταν από τους τελωνιακούς φόρους, τους φόρους χαρτοσήμου, τις εισπράξεις των έγγειων φόρων, το φόρο του αλατιού, καθώς και άλλες φορολογικές εισπράξεις. Τέλος για να είναι βέβαιη η τήρηση της παρούσης σύμβασης ο οίκος Ρώτσιλντ θα εγκαθιστούσε στην Αθήνα δικό του πράκτορα, ο οποίος θα επέβλεπε την άμεση μεταφορά των ποσών αυτών από τα κρατικά ταμεία στους ξένους πιστωτές. Το σύνολο των ποσών αυτών ανέρχονταν περίπου στα 3,5 εκατομμύρια φράγκα.

Η κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών έφερε σε πραγματική απόγνωση την κυβέρνηση και τον ίδιο τον Όθωνα, δεδομένου ότι το ποσόν, το οποίο θα συγκεντρώνονταν από τις «δραστικές» περικοπές στη χώρα δεν κάλυπτε ούτε ένα μικρό μέρος εκείνου, που ήταν υποχρεωμένη η χώρα να καταβάλει στους πιστωτές της. Δεν ήταν μάλιστα λίγοι εκείνοι, οι οποίοι διέβλεπαν στα μέτρα αυτά των Δυνάμεων την απόφασή τους να επιβάλλουν τις μεταρρυθμίσεις στη χώρα, και την παραχώρηση συνταγματικού χάρτη στο λαό ακόμη και αν στη δική τους χώρα αρνούνταν κατηγορηματικά την παραχώρηση οποιασδήποτε μορφής συντάγματος .

Η φαινομενική αυτή αντίφαση αποδίδεται από πολλούς στην επιθυμία τους να ασκήσουν τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση προς τον Όθωνα, που έχοντας συνειδητοποιήσει τον καταστροφικό ρόλο, που διαδραμάτιζαν οι σύμμαχοι την περίοδο εκείνη στη χώρα, προσπαθούσε να ασκήσει μια όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη πολιτική, χωρίς όμως να διαθέτει και τις ανάλογες δυνατότητες για να το επιτύχει.

Το αιτιολογικό μιας τέτοιας στάσης των δανειστών ξεκινούσε από την επιθυμία να τους επιστραφούν με τις «νόμιμες» επιβαρύνσεις, δηλαδή στο πολλαπλάσιο, τα χρήματα που είχαν δανείσει στην Ελλάδα. Σε όλους τους εκπροσώπους των Δυνάμεων, αλλά και τους εκατοντάδες πράκτορες, που διέθεταν στη χώρα κυριαρχούσε η βεβαιότητα ότι η κατάσταση, που θα επικρατούσε μετά την παραχώρηση συντάγματος στο λαό, θα τους παρείχε τη δυνατότητα πιο άμεσης παρέμβασης στα εσωτερικά της Ελλάδας. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί άμεσα, εφόσον οι οποιεσδήποτε αποφάσεις κρίνονταν αναγκαίες θα έπρεπε να έχουν την έγκριση του νομοθετικού σώματος, το οποίο προϋπόθετε το σύνταγμα και το οποίο άμεσα ή έμμεσα θα ήλεγχαν οι ίδιοι. Το γεγονός ότι με τη διαμάχη αυτή η χώρα διέτρεχε τον κίνδυνο να βρεθεί σε καθεστώς άτακτης χρεοκοπίας δε φαίνεται να τους απασχολούσε ιδιαίτερα, δεδομένου ότι αυτό αποτελούσε το μεγαλύτερο όπλο τους στη διαμάχη τους με τον ελληνικό θρόνο.

Η άποψη της βρετανικής αποστολής στην Ελλάδα και κυρίως του Lyons, τον οποίο ο Μανόλης Αργυρόπουλος, που διετέλεσε Έλληνας επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη και απολάμβανε μεγάλο κύρος στον πολιτικό κόσμο της χώρας, χαρακτηρίζει τερατώδη άνθρωπο, ήταν ότι το υφιστάμενο καθεστώς ήταν αφόρητο και ότι την κατάσταση έκανε ακόμη χειρότερη η ανικανότητα του βασιλιά και η επιθυμία του να κάνει τα πάντα μόνος, εννοείται χωρίς τη συνεργασία τους. Τα μέλη της βρετανικής αποστολής στην Αθήνα θεωρούσαν, ότι η επιβολή ενός συνταγματικού πολιτεύματος θα προστάτευε τη χώρα από την ανικανότητα αυτή του βασιλιά και τις συνέπειές της, δηλαδή την αναρχία και το δεσποτισμό.

Κάτω όμως από το απατηλό αυτό ενδιαφέρον κρύβονταν η έντονη επιθυμία της Αγγλίας, να προετοιμάσει τις εξελίξεις, αναδιοργανώνοντας το αγγλικό κόμμα, το οποίο κατά την έκθεση του Αυστριακού πρέσβη Ρiskatoty στην Αθήνα προς την κυβέρνησή του:

«Το επονομαζόμενο «αγγλικό» κόμμα δεν είχε καμία από τις διασυνδέσεις, που διέθετε το «ρωσικό» ούτε εκπροσωπούσε το εθνικό αίσθημα, όπως το «γαλλικό».

Στην ίδια άποψη συνέκλινε και ανώνυμο άρθρο, που δημοσιεύτηκε την ίδια εποχή: « Η ομάδα αυτή, που διέθετε ικανότητα και ευφυΐα δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να αποκτήσει τις διαστάσεις ενός μεγάλου κόμματος». Πηγή:j.Petropoulos Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο, σελ. 508-514.

Η Αγγλία, όσο και αν δεν υφίσταται στην Ελλάδα την περίοδο αυτή συγκροτημένος αγγλόφιλος κομματικός μηχανισμός, είχε τη δυνατότητα, που δεν είχε καμία από τις άλλες Δυνάμεις. Κρατούσε στα χέρια της τη χρηματοδότηση της χώρας, την οποία μπορούσε να χειριστεί ανάλογα, προκειμένου να επιβάλλει την κάθε άποψή της, ακόμη και αν επικεφαλής στην ελληνική κυβέρνηση βρίσκονταν άτομα, που προέρχονταν από τη γαλλόφιλη μερίδα.