Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: Τι ήταν εκείνο που έδωκε τη νίκη στην Παναγία;

20 Σεπτεμβρίου 2021

Η Γέννησις της Θεοτόκου, (ψηφιδωτό), Μονή της Χώρας Κωνσταντινούπολη.

Ομιλία: Εις την Υπερένδοξον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Γέννησιν

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=322246

Και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που βρίσκεται πέρα από κάθε θαύμα και προξενεί έκπληξη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σ’ αυτούς τους Αγγέλους και ξεπερνάει κάθε ρητορική υπερβολή: το πώς, ενώ η Παρθένος ήταν μόνο άνθρωπος και δεν είχε τίποτε περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, μπόρεσε να διαφύγη, μόνη αυτή, την κοινή αρρώστια.

7. Πώς το μπόρεσε;

Ποιους λογισμούς χρησιμοποίησε;

Ακόμη περισσότερο, πώς της δημιουργήθηκε αρχικά αυτή η επιθυμία και θέλησε να ριχθή σ’ αυτόν τον αγώνα, τον οποίο κανείς από τους συνανθρώπους της δεν ακούσθηκε ότι είχε ποτέ κερδίσει;

Ποιους οδηγούς είχε μπροστά της;

Ποιος της έδωκε ελπίδες ότι θα νικήση;

Από πού άντλησε το απαιτούμενο θάρρος;

Γιατί η ανθρώπινη φύση ήταν πεσμένη, είναι δε απερίγραπτη η φαυλότης μέσα στην οποία ζούσε το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων. Λίγοι ήσαν οι καλοί κι είχαν κι αυτοί ανάγκη από εκείνους που θα τους στηρίξουν. Τόσο πολύ απείχαν από το να είναι χρήσιμοι στους άλλους.

Τι λοιπόν ήταν εκείνο που έδωκε τη νίκη στην Παρθένο, αφού ούτε ήρθε στη ζωή πριν από όλους τους ανθρώπους, ώστε να έχη λάβει φύση καθαρή από κάθε κακία, ούτε μετά από τον καινό Άνθρωπο και την νέα κλίση και δύναμη που έλαβαν οι άνθρωποι από Αυτόν;

Γιατί δεν θα ήταν βέβαια καθόλου παράδοξο να νικήση ο Αδάμ την αμαρτία, αφού δεν υπήρχε τίποτε που να μην τον ωθή προς την αρετή και να μην τον απομακρύνη από την κακία. Είχε πράγματι για διαμονή τόπο γεμάτο από κάθε είδους τέρψη, ζωή απαλλαγμένη από κόπους, σώμα που δεν είχε δοκιμάσει φθορά, ψυχή άγευστη ακόμη από κάθε αμαρτία.

Δεν είχε για γενάρχη του έναν άνθρωπο, αλλά, κατά τρόπον άμεσο, τον ίδιο το Θεό. Αυτόν γνώριζε και σαν πατέρα της φύσεως και σαν παιδαγωγό και νομοθέτη κι ήταν πλασμένος έτσι, ώστε να βρίσκεται με Αυτόν σε κάθε είδους κοινωνία και σχέση. Ήταν επομένως φυσικό όλα αυτά να κρατούν μέσα του άσβεστη την αγάπη για το Θεό.

Αν πάλι απείχαν από κάθε κακία εκείνοι που γεννήθηκαν μετά τη χάρη και τη συμφιλίωση με το Θεό, μετά το Χριστό, το καινό Θύμα, και την έκχυση του Πνεύματος και τη μυστική γέννηση του Βαπτίσματος και τη φρικτή τράπεζα της θ. Ευχαριστίας, εκείνοι που έχουν δεχθή τόσα πολλά και τόσο υπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια το αξιοθαύμαστο δεν θα παρουσίαζαν.

Ας έρθουμε όμως στην περίπτωση της Παρθένου.
Αφού τόσο σκληρή και δύσκολη είναι η μέχρι τέλους αντίσταση στην αμαρτία, ώστε ο πρώτος άνθρωπος που υπήρξε στη γη να είναι και ο πρώτος που άρχισε την παρανομία και παρά τα τόσα όπλα που είχε για να αγωνισθή για το καλό και την αρετή δεν άντεξε στην προσβολή κι έπεσε αμέσως στην αμαρτία και εκείνοι, εξ άλλου, που ήρθαν μετά το λουτρό του Βαπτίσματος και τη χάρη -και εννοώ τους πιο ενάρετους από όλους, αυτούς που αφιερώθηκαν στην εύρεση του ύψιστου αγαθού κι έγιναν κύριοι του εαυτού τους- υπάρχουν κακά για τα οποία δεν είναι εντελώς ανεύθυνοι και έχουν γι’ αυτό ανάγκη από την συνεχή κάθαρση των Μυστηρίων, ποια γλώσσα μπορεί να υμνήση όπως πρέπει και ποιος νους να λάβη ιδέα του πόσο καθαρή από κάθε κακία διατήρησε την ψυχή της η Παρθένος, πόσο καθαρός άνθρωπος -σαν να ήταν ολόκληρη μόνο ευγνωμοσύνη- υπήρξε, αφού αυτά που κανείς από τους ανθρώπους εκείνους που ήσαν από κάθε άποψη προετοιμασμένοι δεν μπόρεσε να τα επιτύχη, αυτή τα επραγματοποίησε εξ ολοκλήρου, χωρίς μάλιστα να χρειασθή βοήθεια από κανέναν;

Κι αυτό μολονότι δεν ήρθε στη ζωή ούτε πριν από την κοινή αρρώστια της φύσεως ούτε μετά τον κοινό ιατρό, αλλά στο μεσουράνημα του κακού και βρέθηκε μέσα στον τόπο της καταδίκης, σε μια φύση που έμαθε πάντοτε να νικιέται, σε σώμα που δουλεύει στο θάνατο, κατά την περίοδο που όλοι όσοι μπορούσαν να βοηθήσουν στην πραγματοποίηση της κακίας ήσαν υπερβολικά κοντά, ενώ όλοι εκείνοι που γνώριζαν να συμπολεμούν απουσίαζαν.

Γιατί είτε ιδούμε το γεγονός ότι πριν από την κοινή συμφιλίωση, πριν να έρθη στη γη ο δημιουργός της ειρήνης, αυτή η ίδια διέλυσε μέσα της την έχθρα που υπήρχε στην ανθρώπινη φύση κατά του Θεού και άνοιξε τον ουρανό και προσείλκυσε τη χάρη και έλαβε τη δύναμη ν’ αγωνισθή κατά της αμαρτίας, αυτό το θαύμα ξεπερνάει ασφαλώς κάθε ανθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο υπέροχη πρέπει να είναι η συνεισφορά της Παρθένου, αφού μπόρεσε ν’ αποδειχθή ισάξια με εκείνη του μεγάλου Θύματος;

– Είτε πάλι θεωρήσουμε το γεγονός ότι, μολονότι η ανθρώπινη φύση ήταν εχθρική, τόσα πολλά μπόρεσε να πραγματοποιήση η πρόθεση της Παρθένου, και ενώ ο φραγμός της έχθρας υπήρχε ακόμη, αυτή συνδέθηκε με τον Θεό και ότι το τείχος εκείνο που χώριζε ολόκληρη την οικουμένη από το Θεό δεν άντεξε στην προθυμία μιας ψυχής, από αυτό τι υπάρχει πρωτοφανέστερο;

Γιατί ούτε βέβαια την εδημιούργησε ο Θεός επίτηδες την Παρθένο έτσι, ώστε να ζη αναγκαστικά με αυτόν τον πάναγνο τρόπο ζωής, ούτε, ενώ η ίδια πρόσφερε ό,τι και οι άλλοι, την ετίμησε ο Θεός με μεγαλύτερα από τους άλλους βοηθήματα.

Αλλά η Παρθένος νίκησε την πρωτάκουστη και θαυμαστή αυτή νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τον εαυτό της και τα όπλα που έδωσε ο Θεός σε όλους τους ανθρώπους για τον αγώνα της αρετής.

 

8. Γιατί το να νομίση κανείς ότι ο Θεός δημιουργεί μέσα στα ήθη των ανθρώπων την αρετή όπως και τα άλλα δημιουργήματα, είναι πράγμα που αντίκειται πριν από όλα στην ίδια την φύση της αρετής, η οποία είναι προαιρετικό αγαθό και έργο της προσωπικής μας θελήσεως.

Γιατί ακριβώς σ’ αυτούς που το «είναι» έγκειται στο γεγονός ότι είναι λογικά και με ελεύθερη θέληση όντα, το «ευ είναι» δεν μπορεί παρά να υπάρχη στην καλή χρήση της λογικότητος και της αυτόνομης θελήσεώς τους. Ούτε βέβαια είναι δυνατόν το «ευ» να καταστρέφη το «είναι» ούτε η πρόοδος στην αρετή θα μπορούσε ποτέ να μειώνη τα καλά που εκ φύσεως έχουμε, αφού προορισμός της είναι να τα αυξάνη.

Γιατί θα ήταν ασφαλώς άτοπο αυξάνοντας την αρετή να μειώνουμε την ελευθερία, να καταστρέφουμε δηλαδή έτσι με τα καλά έργα τον ίδιο μας τον εαυτό, αυτό που εκ φύσεως είμαστε. Αλλά η υιοθέτηση αυτών των σκέψεων είναι αρχή για χίλια δυο ατοπήματα.

Γιατί είναι ανάγκη να παραδεχθούμε τότε ένα από τα δύο: ή ότι κανείς δεν έχει ευθύνη για καμμιά αμαρτία του και ότι, αντίστοιχα, οι αγαθοί δεν κερδίζουν δίκαια τα βραβεία -αφού δεν οδηγούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους ούτε είναι κύριοι της θελήσεώς τους- ή, αν δεν το παραδεχώμαστε αυτό, πρέπει ασφαλώς να πιστεύουμε ότι είναι άδικος ο Θεός, αφού, διαχωρίζοντας τους ανθρώπους, άλλους στεφανώνει και άλλους καταδικάζει στις έσχατες των ποινών, χωρίς ούτε στο ένα ούτε στο άλλο να ενεργή λογικά.

Θα ήταν δε κατ’ εξοχήν μοχθηρό, εάν, ενώ έχει τη δυνατότητα να αναδείξη όλους τους ανθρώπους αρίστους και το χέρι του μπορεί να μοιράση τα αγαθά κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους, δεν το έκανε.

Πώς θα ήταν έτσι δυνατόν να ισχύη ακόμη το ότι o Θεος δεν «λαμβάνει πρόσωπον ανθρώπου» και ότι «πάντας θέλει σωθήναι» και ότι αποτελεί για τους ανθρώπους το αγαθό εκείνο που προσφέρεται σε κοινωνία και μετοχή τόσο περισσότερο από όλα -και από τον ήλιο και από το φως και τα υπόλοιπα- όσο περισσότερο «κενώθηκε» και όσο περισσότερο είναι πλούσιο αγαθό;

Αλλ’ αυτό δεν είναι μόνο ένα συμπέρασμα και ένας συλλογισμός. Γιατί είναι εντελώς φανερό ότι ο Θεός ετίμησε όλους τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη από τις δωρεές εκείνες που βοηθούν τον άνθρωπο να ζήση την αληθινή ζωή. Αν όμως τιμήθηκαν όλοι με τη μεγαλύτερη, είναι φανερό ότι έλαβαν όλοι την ίδια.

Γιατί μεγαλύτερο αγαθό, δηλαδή αγαθό που να οδηγή κατά καλύτερο τρόπο προς την αρετή από την κατά σάρκα ζωή και πολιτεία του Σωτήρα, από το θάνατο, την ανάσταση και όλα τα άλλα που προέρχονται από αυτά -και που ολόκληρη η οικουμένη μπορεί να απολαμβάνη εξ ίσου- είναι βέβαια και αδύνατο να δημιουργήση κανείς και το να θεωρήση ότι είναι δυνατόν να γίνη κάτι τέτοιο, πράγμα από τα πιο παράλογα.

Επομένως η βοήθεια με την οποία εβοήθησε τη μητέρα Του δεν είναι καθόλου μεγαλύτερη από εκείνη την οποία εχάρισε γενικά σ’ όλους τους ανθρώπους.

 

Από το βιβλίο Νικολάου [νυν αγίου Νικολάου] Καβάσιλα, η «Θεομήτωρ (Τρεις Θεομητορικές ομιλίες)», των εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας. Κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια Παναγιώτης Νέλλας.