Γι’ αυτόν που σταμάτησε να ελεεί τους φτωχούς

24 Οκτωβρίου 2021

Άγγελος, (ψηφιδωτό) στη Βασιλική της Γεννήσεως, στη Βηθλεέμ.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Οι Γέροντες διηγήθηκαν την ιστορία ενός κηπουρού, ο οποίος κουραζότανε στην κηπουρική του και όλα όσα έβγαζε τα έδινε ως ελεημοσύνη, κρατώντας ελάχιστα μόνο για τη διατροφή του.

Όμως, ο Σατανάς τον έβαλε σε πειρασμό, λέγοντάς του:
– Αποθήκευσε και λίγα χρήματα, μήπως σου χρειαστούν όταν γεράσεις και δεν θα μπορείς να δουλέψεις.

Υπέκυψε στον πειρασμό και γέμισε με χρήματα ένα πήλινο δοχείο.

Συνέβη τότε ν’ αρρωστήσει ο κηπουρός, και το πόδι του άρχισε να σαπίζει. Ξόδεψε, λοιπόν, όλα τα χρήματα που είχε μαζέψει στους γιατρούς, δίχως να βρει καμιά ωφέλεια.

Τέλος, έφτασε κ’ ένας πολύ έμπειρος γιατρός, τον είδε και του είπε:
– Άμα δεν κόψεις το άρρωστο πόδι σου, σιγά-σιγά θα σαπίσει όλο το κορμί σου.

Και σύμφωνα μ’ αυτά, αποφασίστηκε να έρθει ο γιατρός και να του κόψει το άρρωστο πόδι.

Όμως, εκείνη τη νύχτα, έβαλε κάτω τον εαυτό του και συλλογίστηκε πολύ σοβαρά· μετάνιωσε για ό,τι έκαμε σχετικά με τα χρήματα που είχε κρατήσει, και είπε στενάζοντας:
– Θυμήσου, Κύριε, τα έργα που έκαμνα όταν εργαζόμουν και μοίραζα τα χρήματα στους φτωχούς…

Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο του, και ιδού ένας Άγγελος Κυρίου στάθηκε μπρος του και του λέει:
– Πού είναι τα χρήματα που μάζεψες; και πού βρίσκεται η ελπίδα που έβαλες μ’ αυτά στην άκρη;

Ο κηπουρός άρχισε να κλαίει, ψιθυρίζοντας:
– Αμάρτησα, Κύριε, συγχώρεσέ με – και από τώρα κι εμπρός δεν πρόκειται να ξανακάνω τέτοιο πράγμα.

Τότε ο Άγγελος έσκυψε και άγγιξε το άρρωστο πόδι, το οποίο γιατρεύτηκε αμέσως.

Ο κηπουρός σηκώθηκε πρωί-πρωί και πήγε στο χωράφι να δουλέψει. Όταν σε λίγο ήρθε ο γιατρός, όπως είχαν συμφωνήσει, με τα εργαλεία του, για να του κόψει το άρρωστο πόδι, δεν τον βρήκε.

Του είπαν:
– Έφυγε πρωί-πρωί για να δουλέψει στο χωράφι.

Γεμάτος έκπληξη, ο γιατρός πήγε στο χωράφι όπου εργαζόταν ο κηπουρός. Κι όταν τον είδε γερό, να σκάβει τη γη, δόξασε κ’ εκείνος το Θεό που του είχε δώσει την υγεία και του γιάτρεψε το άρρωστο πόδι.

 

Από το βιβλίο του Π.Β. Πάσχου, «Ο πόλεμος των πειρασμών», των εκδόσεων, Ακρίτας, σ. 149-151.