Οι επιστολές του Απ. Παύλου στο στοχασμὸ του Αλ. Κοσματόπουλου είναι όντως «Λύτρον λύπης»!

12 Οκτωβρίου 2021

Ἀπόστολος Παῦλος.

Bιβλιοκρισία

Ἕναν ἀκόμη ὡραῖο καὶ μεστὸ βιβλικὸ «τόκο» μᾶς πρόσφερε, ἐδῶ καὶ λίγο καιρό, ὁ πολὺ ἀγαπητός μου κ. Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος (στὸ ἑξ. ἈΚ). «Λύτρον λύπης», ὁ τίτλος του· καὶ ὑπότιτλος: «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ Ἐπιστολές του».

Εἶναι στὶς ἐκδόσεις Ἀθανασίου Ἀλτιντζῆ καὶ ἐκτείνεται σὲ 372 σελίδες. Εἶναι καὶ αὐτὸς «τόκος», ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ μυστικὸ καὶ ἀθόρυβο, συνεχές, διὰ βίου, ἐντρύφημα τοῦ συγγραφέα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου τῆς Οἰκουμένης Παύλου.

Ὁ ἈΚ δὲν εἶναι Καινοδιαθηκολόγος, δὲν εἶναι κἂν πτυχιοῦχος Θεολόγος. Ἔχει ἄλλες πανεπιστημιακὲς περγαμηνές. Εἶναι ὅμως Θεολόγος στὴν καινὴ βιοτὴ καὶ στὸ στοχασμό. Γι’ αὐτὸ καὶ γράφει ἁγιοπνευματικά. Καὶ δείχνει πειστικὰ στὰ κείμενά του, μὲ περίσσεια χάρη, τὸν Χριστό. Τὸν ἀρχηγὸ καὶ τελειωτὴ τῆς πίστης μας.

Οἱ ἐπιστολές τοῦ Παύλου στὸ στοχασμὸ τοῦ Ἀ.Κ. εἶναι ὄντως «Λύτρον λύπης». Σὲ ἀπελευθερώνουν ἀπὸ τὸ ἐξουθενωτικὸ καθημερινὸ ἄχθος, χωρὶς νὰ σοῦ ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴ ζωὴ τὴ γλύκα τοῦ ζωηφόρου σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς παραμένει, γιατὶ ἔτσι τὸ θέλησε ὁ Χριστός· τὸ θέλει καὶ ὁ Παῦλος (Κολ. 1, 24). Ἔτσι κερδίζεις «γονιμοποίηση τοῦ πόνου».

Νὰ παρακολουθήσουμε τὸν ἈΚ στὸ μακρὺ ταξίδι του στὴ σκέψη καὶ στὸ περπάτημα τοῦ Ἀπόστολου εἶναι δύσκολο, ἀλλὰ μαγευτικό. Προηγοῦνται δέκα ἐννιὰ σελίδες γενικὸς πρόλογος, ὅπου ὁ συγγραφέας μᾶς καλεῖ νὰ ἀποχτήσουμε τὰ μέτρα τοῦ Παύλου καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Νὰ σιωπήσουμε λ.χ. καὶ νὰ γυμνωθοῦμε ἀπὸ κάθε δικὸ μας, γιὰ νὰ ἀφουγκραστοῦμε καὶ νὰ ἐντερνισθοῦμε τὰ μηνύματα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἀπεκδύθηκε ἀπὸ κάθε δικό του, εἴτε Ἰουδαϊκὸ εἴτε Ἑλληνικό, προκειμένου νὰ γίνει σκεῦος ὑποδοχῆς καινοῦ οἴνου καὶ καινῆς πραγματικότητας. Αρνήθηκε κάθε αὐτοπροσδιορισμό καὶ κάθε ἀτομικό, ὡς ψευδὲς καὶ κοντόθωρο…

Ἀλέξανδρου Κοσματόπουλου, «Λύτρον λύπης, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ Ἐπιστολές του», των εκδόσεων Αθανασίου Αλντιτζή.

Ἐδῶ, καὶ βέβαια σὲ ὅλο τὸ βιβλίο, ἀναφορὰ καὶ στόχος εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ τὸ Πνεῦμα, καρπὸς τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ τὸ παρὸν βιβλίο τοῦ ἈΚ, παραπέμπει μόνιμα σ’ αὐτὸν. Καὶ ὁ Πατέρας ἀποκαλύπτεται καὶ φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη ἡ Τριάδα παρούσα. Καὶ ὁ στοχασμὸς τοῦ συγγραφέα ἔτσι διαθλᾶται πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως· ἀπεκδυόμενος, ὅπως εἴπαμε, τὰ ἰδικὰ του καὶ ἀναζητώντας ὁλοένα τὴ σκέψη τοῦ Παύλου καὶ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.

Δὲν ἀφιερώνεται βέβαια ξεχωριστὸ κεφάλαιο ὡς βιογραφία τοῦ Παύλου. Σε ὅλο ὅμως τὸν πρόλογο καὶ σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ βιβλίου οἰκοδομεῖται λίαν ἐπαρκῶς ἡ εἰκόνα του. Μαθαίνεις, μαζὶ μὲ τὸ τὶ λέει, καὶ γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι σὲ βάθος αὐτὸς ποὺ τὸ λέει. Καὶ αὐτό, τὸ ἑνιαῖο, ὁλοκληρώνεται σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ βιβλίου. Τὸ μαθαίνεις ὅμως, σπειροειδῶς. Διαδοχικά. Κατὰ ἕνα Ἰωάννειο τρόπο. Ἐπίτηδες, ὄχι τόσο «μεθοδικά». Γιατὶ οἱ σκέψεις τοῦ ἈΚ ἔρχονται σὰν τὰ κύματα. Ἡ ὅλη ἔκθεσή του προχωρεῖ αὐξητικά, μὲ διαρκῶς προσθήκη νέων στοιχείων, ἀλλὰ καὶ ἐπαναληπτικά, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἔχουμε μονότονες ἐπαναλήψεις.

Χριστὸς καὶ Παῦλος, ὁ Κύριος καὶ ὁ μαθητής, ἀδιάκοπα στὸ «Λύτρον λύπης» συμπορεύονται, ὅπως ἀνάλογα συμπορεύτηκε ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἀβραάμ. Ἀπὸ τὸ πέραν κάθε προσμονῆς βίωμα τοῦ Παύλου στὴ Δαμασκό, μέχρι τὸ σταυρικὸ του τέλος ἡ συμπόρευση ἦταν σωτήρια γιὰ τὸν Παῦλο. Καὶ ὁ στόχος εἶναι ἕνας: Νὰ μιμηθεῖ ὁ κάθε πιστὸς διαχρονικά, στὸν καινούριο, σταυροαναστάσιμο κόσμο τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τὴ σωτήρια συμπόρευση. Μιὰ συμπόρευση, ποὺ χωρὶς ἀνθρώπινη ἐξασφάλιση, ἀλλὰ ταπεινά καὶ σιγανά, τὴ συντροφεύουν ὅλοι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ γνήσιοι μαθητὲς του, ποὺ ἄλλος μὲ τὸν μεστό του λόγο, ἄλλος μὲ τὴ σιγή του, ἄλλος μὲ τὸ αἵμα του συγκατανεύει. Καὶ ὅλα, στὸ τέλος, τὰ πετυχαίνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ὑπερπερισσεύει τὴ χάρη.

Νὰ πῶ ἐδῶ κατ’ ἀρχὴν κάτι ποὺ νιώθω γενικὰ γιὰ τὶς δημιουργίες καὶ «τοὺς τόκους» του ἌΚ: Μὲ ἐκπλήσσει πολὺ θετικὰ ἡ ἄνεση, μὲ τὴν ὁποία ἐπιλέγεται, ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη βιβλικὴ σκέψη, καὶ ὄχι μόνο, κάθε φορὰ τὸ παράλληλο ἢ τὰ παράλληλα χωρία. Ἔτσι, διανθίζεται καὶ ἰσχυροποιεῖται τὸ κάθε προσωπικὸ κείμενο τοῦ ἴδιου τοῦ συγγραφέα μὲ τὸ παράλληλο ἢ συγγενὲς χωρίο ὡς συμπλήρωμα ἢ ἀπάνθισμα τοῦ Παύλειου, ἐν προκειμένῳ, λόγου.

Ἱστορικὴ ἀφετηρία τῆς συμπόρευσης, μετὰ τὴν συνάντηση της Δαμασκοῦ, τὸ βιβλίο, ἀφήνοντας τὴν Κύπρο γιὰ τὸ λόγο ὅτι ὁ Παῦλος δὲν ἔστειλε σ’ αὐτοὺς ἐπιστολή, θεωρεῖ -καὶ ἔτσι εἶναι- τὸ ὅραμα τῆς Τρωάδας, ὅπως ἐκτίθεται στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων. Μὲ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἄνοιξε γιὰ τὸν Ἀπόστολο ὁ δρόμος πρὸς τὴν οἰκουμένη. Ἡ Λυδία, ἡ παιδίσκη ἡ ἔχουσα πνεῦμα πύθωνος, ὁ δεσμοφύλακας, γίνονται, στὴν πρώτη πόλη τῆς Μακεδονίας, τοὺς Φιλίππους, τὰ πρῶτα πρόσωπα, ποὺ ἑλκύουν, παρὰ τὸ ἀρνητικὸ κλίμα τῆς πόλης, τὴν ἀγάπη τοῦ Παύλου. Τέτοια γίνονται στὸ ἑξῆς ὅλα τὰ πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα συναλλάσσεται ὁ Παύλος. Ὅλη ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνοίγεται στὴν πνοὴ καὶ στὴ χάρη τῶν λόγων του.

Ἀπόστολος Παῦλος.

Ἡ πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ
Ὁ συγγραφέας ἀπὸ τὶς Πράξεις, ὅπου ἐκτίθενται τὰ γεγονὸτα τῶν Φιλίππων, χωρὶς νὰ ἀκολουθεῖ τὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Παύλου –καὶ αὐτὸ γίνεται παντοῦ-, μᾶς μεταφέρει στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Ρωμαίους, ποὺ εἶναι πρώτη στὸν κατάλογο. Μετὰ ἀπὸ κάποια σύντομα εἰσαγωγικὰ καὶ μὲ ἀφετηρία τό «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερύσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. 5, 20), τὸ ὁποῖο θέτει ὡς ἐπικεφαλίδα, θὰ στεγάσει κάτω ἀπὸ αὐτό ποικίλα καὶ σπουδαῖα θέματα τῆς ἐπιστολῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐποχῆς μας. Καὶ πάνω σ’ αὐτὰ θὰ στοχαστεῖ νηφάλια ὁ συγγραφέας μας. Θὰ ψηλαφίσει, μὲ τρόπο γλαφυρό, τὴ δύσκολη γιὰ τοὺς θεολόγους ἔννοια τῆς δικαιοσύνης (δικαίωσης) τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κυριαρχεῖ στὴν πρὸς Ρωμαίους. Θὰ καταδικάσει, ὅμως ἀγαπητικά, μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο, τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τὸ θανάσιμο σφάλμα τῆς κατάκρισης τοῦ ἀδελφοῦ, τὴν ἐγωϊστικὴ προβολὴ τοῦ ἐγώ καὶ τὴν καύχηση. Θὰ δεῖ τὸν Νόμο, ὡς μετρητὴ μόνο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὄχι πηγὴ τῆς δικαίωσης. Θὰ κρίνει μεταξὺ πίστης καὶ ἔργων τοῦ Νόμου. Θὰ μιλήσει γιὰ τὴ θέση καὶ τὸ μέλλον τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα ἐπὶ μέρους θέματα τῆς ἐπιστολῆς θὰ ἀναφερθεῖ ὁ συγγραφέας. Καὶ ἡ ἀναφορά του, ὅπου προσφέρεται, θὰ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ συγγραφέας τρέφει, ὅπως φαίνεται, ξεχωριστὴ συμπάθεια κ.ἄ. Καὶ σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν πλούσια θεματικὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Παύλου, ἡ μόνη εἰσάγουσα στὴν βασιλεία του Θεοῦ, εἶναι ποὺ συγκινεῖ τὸν συγγραφέα καὶ τὴν προβάλλει, μὲ ἀγαπητικὸ τρόπο καὶ ἐπιτυχῶς, γιὰ μίμηση.

Ἡ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ
Στὴ συνέχεια, θὰ κινηθεῖ μέσα στό ἐπίσης εὐρύ θεματολόγιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους. Ἐδῶ ὁ ἈΚ, μετὰ ἀπὸ μιὰ μικρὴ εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν πόλη τῆς Κορίνθου καὶ τοὺς ἀνθρώπους της, θὰ ἐπικεντρωθεῖ δικαίως στὸ Παύλειο «Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί» ( Α΄ Κορ. 1, 25) καὶ θὰ τὸ θέσει ὡς ἐπικεφαλίδα τῶν ὡραίων του στοχασμῶν. Θὰ ἐμβαθύνει, μὲ τὴ βοήθεια γενικὰ τοῦ βιβλικοῦ, ἀλλὰ καὶ πατερικοῦ λόγου, στὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ, τὸ ὁποῖο κατὰ τὸ συγγραφέα μας, ἀνατρέπει ἄρδην κάθε «ἀνθρώπινη πολιτισμικὴ τάξη». Θὰ δεῖ σὲ τὶ συνίσταται ἡ μωρία τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ τὶ τὴν διαφοροποιεῖ ἀπὸ τὰ κοσμικὰ καὶ ἁμαρτωλὰ κηρύγματα τοῦ αἰῶνος τούτου. Θὰ κρίνει ὁ συγγραφέας μας τὴν πολύμορφη πορνεία, τὸν ἠδυπαθὴ αἱμομίκτη, τὴν ἀταίριαστη πράξη τοῦ νὰ καταφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ γιὰ ἐπίλυση τῶν διαφορῶν τους σὲ δικαστήρια τῶν ἐθνικῶν καὶ ὄχι στὴν κοινότητα «ὅπου χωροστατεῖ ἡ ἐν Χριστῶ ἀγάπη». Θὰ τονίσει, μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο, τὴν ἐν Χριστῷ ἀρραγὴ ἑνότητα ἄνδρα καὶ γυναίκας ἐντὸς τοῦ γάμου, τὸ ἀπερίσπαστον καὶ τὴν ἀμεριμνησία. Θὰ ἐπαινέσει τὴ μόνιμη προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴ γίνεται σκάνδαλο στὴ συνείδηση κανενός. Ἰδιαίτερη βαρύτητα θὰ δώσει ὁ συγγραφέας μας στὰ σχετικὰ μὲ τὰ ὅσα ἄπρεπα καὶ κατὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας λέγει ὁ Παῦλος ὅτι γίνονταν στὴν Κόρινθο μέσα στὴν Εὐχαριστία, δηλαδὴ στὴν «ἔμπρακτη βεβαίωση τῆς πνευματικῆς ἑνότητας ὅλων τῶν πιστῶν». Καὶ ἡ ἀναφορά του στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους θὰ τελειώσει μὲ δυὸ οὐσιαστικὰ καὶ πρωταρχικὰ ἐκτενὴ σχόλια· πρῶτο στὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης, ποὺ παραθέτει ὁ Παῦλος καὶ δεύτερο στὸ θέμα τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν. Τὸ πρῶτο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορωνίδα τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου, εἶναι «ἡ οὐσία ποὺ συναρμολογεῖ καὶ ἑνώνει ὅλα τὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας σὲ ἕνα σῶμα». Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη, διὰ τοῦ σταυροῦ, «ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων».

Ἡ πρὸς Κορινθίους Β΄ ἐπιστολὴ
Τὶς παντοῖες στερήσεις καὶ κακουχίες τοῦ Παύλου, ποὺ ἐκτίθενται στὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους, ἑρμηνεύει ὠραῖα ὁ ᾺΚ σὲ νέα ἑνότητα, ποὺ στεγάζεται κάτω ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου «Ἡ δύναμὶς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται» (Β΄ Κορ. 1, 9). Πάλι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ, καὶ ἄλλοι πατέρες, βοηθοῦν, μὲ τὸν μεστό τους λόγο, τὸν συγγραφέα νὰ ἰσχυροποιεῖ τὸ στοχασμό του, ποὺ εἶναι ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὅπως ξαναείπαμε, ἰσχυρός. Ἔτσι, θὰ διευκρινίσει ποιὰ εἶναι ἡ τακτικὴ τῶν Ἰουδαϊζόντων, καὶ τῶν λοιπῶν πολεμίων, ποὺ κατατρέχουν τὸν Παῦλο καὶ θὰ σχολιάσει ἐπιτυχῶς τὰ περὶ «ἔσω» ἀνθρώπου τοῦ Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος διαρκῶς ἐνισχύεται, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν «ἔξω» ἄνθρωπο, ποὺ ἐξαιτίας τῶν ποικίλων διωγμῶν, φθίνει. Θὰ μιλήσει γιὰ τὴν «οἰκοδομήν», τὸ πνευματικὸ δηλαδὴ σῶμα, ποὺ ἔχομε ἤδη ἀπὸ τὸν Θεό καὶ θὰ ντυθοῦμε μὲ τὸν θάνατό μας, σὰν τήν «μεγάλη ἐλπίδα ποὺ ὑπερβαίνει τὸ ἀναπότρεπτο τοὺ θανάτου». Θὰ ὑπερασπισθεῖ καὶ θὰ ἑρμηνεύσει σωστὰ τὴν λογεία, ποὺ ὡς μέτρο σύμπνοιας ἀνάμεσα στὶς ἐκκλησίες, ἐπιβάλλει ὁ Παῦλος. Καὶ ἀφοῦ δικαιώσει τὸν Παῦλο γιὰ τὴ σύγκριση, ποὺ αὐτὸς κάνει μὲ τοὺς Ἰουδαΐζοντες καὶ τοὺς ἄλλους πολέμιους, κλείνει τοὺς στοχασμοὺς του στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους μέ, σὲ βάθος, ἀναφορὰ στὶς συνεχεῖς ἀποκαλύψεις ποὺ δεχόταν ἀπὸ τὸν Κύριο. Οἱ ἐν λόγῳ ἀποκαλύψεις «ξεπερνοῦν τὶς ἀνθρώπινες ἐμπειρίες καὶ τὴν ἀνθρώπινη νόηση». Φωτίζουν τὸ δρόμο τῶν πιστῶν καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτὲς «ὁ ἀπόστολος δὲν ἐπαίρεται». Καυχιέται μόνο γιὰ τὶς κακουχίες καὶ τὰ βάσανά του.

Ἀπόστολος Παῦλος.

Ἡ πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ
Νέα θεματολογία ἀρχίζει μὲ ἀφορμὴ τὸ «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» τῆς πρὸς Γαλάτας (Γαλ. 2, 20). Μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη, ἀλλὰ μεστή, εἰσαγωγή, στὴν ὁποία ἀνευρίσκομε καὶ πολλὲς αὐτοβιογραφικὲς τοῦ Παύλου πληροφορίες, ποὺ ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου κατάλληλα παρουσιάζει μὲ πρόθεση διδακτική, φωτίζονται πολλὲς λεπτομέρειες τῆς ἐπιστολῆς. Κυρίως φωτίζεται τὸ κεντρικὸ θέμα της, ποὺ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ὑπέρβαση τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καὶ ἡ ὁριστικὴ ἄρνηση τῆς περιτομῆς, ποὺ ἀγωνίζονται οἱ Ἰουδαΐζοντες ἐχθροὶ τοῦ Παύλου νὰ παλινδρομήσουν στὴν κοινότητα. Ὁ συγγραφέας θὰ τονίσει τὴ δυσκολία τοῦ ἀνθρώπου «νὰ ἀντέξει τὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος», ποὺ εἰσηγεῖται ὁ Παῦλος. Θὰ πεῖ εὔστοχα : «Ἡ ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ζυγό τοῦ νόμου… εἶναι ἡ ἐκδήλωση τῆς πίστεως μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀγάπης». Καὶ θὰ προσθέσει: «Ὁ Γολγοθὰς σηματοδοτεῖ τὸ τέλος τοῦ νόμου».

Ἡ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ
Ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ τοὺ Παύλου πρὸς Ἐφεσίους, εἶναι ἡ νέα ἑνότητα σχολίων τοῦ συγγραφέα, μὲ ἐπικεφαλίδα ὁ λόγος του «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα» (Ἐφ. 6, 12). Ὁ Παῦλος εἶναι δέσμιος. Καὶ γράφει γιὰ τὴν υἱοθεσία τῶν Χριστιανῶν, γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἑνότητά της καὶ γιὰ ἄλλα πολλά. Ὁ συγγραφέας μας παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν Παῦλο καὶ ἀναλύει τὰ γραφόμενά του. Ἔτσι, μιλάει γιὰ τὴν ἀνάπλαση τοῦ κόσμου, ποὺ συντελέστηκε μὲ τὸ ἔργο του. Γιὰ τὴν ἐκκλησία, ποὺ μέσα σ’ αὐτὴν «ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δίνει στὸν καθένα τὴν πραγματική του ὑπόσταση», κάνει τὸν καθένα μας συμπολίτη τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖο τοῦ Θεοῦ, «ἕνα σῶμα καὶ ἕνα πνεῦμα καὶ μιὰ ἐλπίδα τῆς κλήσεως», μὲ καινούριο ἦθος, μὲ νέο πολίτευμα, μὲ νέες δεσμεύσεις ποὺ ἀνακεφαλαιώνονται στὸν κανόνα τῆς ἀγάπης καὶ ποὺ ὁ συγγραφέας μας ἀναλύει θαυμάσια. Καὶ κατακλύει τὴν ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ἐφεσίους μὲ δυὸ ἐνδιαφέρουσες ἀναφορές του: πρῶτον στὶς σχέσεις ἄνδρα καὶ γυναίκας ἐντὸς τοῦ γάμου, ποὺ ἀνακαλοῦν τὶς σχέσεις τῆς ἄκτιστης ἐκκλησίας καὶ τοῦ Χριστοῦ, «γαλβανίζονται» ἀλλὰ καὶ ὁλοκληρώνονται στὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ γάμου καὶ δεύτερον στὸ δύσκολο θέμα τῶν δούλων, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὑπὲρ τῶν ἰσχυρῶν τὸ ἐντάσσει κι αὐτὸ στὶς σχέσεις ἐκκλησίας-Χριστοῦ.

Ἡ πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ
Ἀπὸ τὴν ἑπόμενη ἐπιστολή, τὴν πρὸς Φιλιππησίους, ὁ συγγραφέας μας λαμβάνει ὡς ἐπικεφαλίδα τῆς νέας ἑνότητας τοῦ βιβλίου του, τό «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. 1, 21). Ἡ ἐπιστολὴ, γραμμένη, κατὰ τὸν συγγραφέα, ἀπὸ τὴ Ρώμη, μὲ ἀφετηρία ἕνα Χριστολογικὸ ὕμνο ποὺ ἐγκωμιάζει τὴν κένωσή του, εἶναι ξεχείλισμα ἀγάπης καὶ χαρᾶς πρὸς τοὺς παραλῆπτες. Αὐτὴ τὴ χαρὰ καὶ ἀγάπη ὁ ἈΚ ἑρμηνεύει καὶ προσπαθεῖ νὰ μεταδώσει καὶ στὸν ἀναγνώστη τοῦ ἔργου του, μὲ πολλὴ γλαφυρότητα καὶ εὐγλωττία. Ἀκολουθεῖ στὴν ἐπιστολὴ τὸ συμπέρασμα ὅτι μεταξὺ δύο ἄνισων καλῶν, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ καὶ τὰ δυὸ σημαίνουν Χριστός, ὁ Παῦλος προτιμάει τὸ πρῶτο, γιὰ χάρη τοῦ κηρύγματος στοὺς ἀγαπημένους ἀδελφοὺς του, ἂν καὶ τὸ δεύτερο τοῦ εἶναι πιὸ συμφέρον. Τὸ προτιμούμενο, στὴν περίπτωσή μας, συμφέρον τοῦ Παύλου «εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ λόγου του, αὐτοῦ ποὺ μὲ τὴν ταπείνωση ἔγινε τὸ πρότυπο τῶν ἀνθρώπων.
Γιατὶ «κενώθηκε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο». Ἀγάπη ποὺ, ὅπως γράφει, «συνοψίζει τὸν νόμο, χωρὶς νὰ ὁδηγεῖ ξανὰ στὸν ζυγὸ τοῦ νόμου». «Ἁγάπη ποὺ ἀψηφᾶ κι αὐτὸν τὸν θάνατο. Μᾶλλον μετατρέπει τὸν θάνατο σὲ περίσσεια ζωῆς». Αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χαρὰ, κατὰ τὸ συγγραφέα μας, στεροῦνται ὅλοι οἱ ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολὴ
«Τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3, 11) εἶναι ὁ τίτλος τῆς νέας ἑνότητας ποὺ ὁ συγγραφέας μας συγκροτεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου στοὺς Κολοσσαεῖς, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ἐπιστολὴ τῶν δεσμῶν. Ἀπὸ τὸν Χριστολογικὸ ὕμνο, μὲ τὸν ὁποῖο ξεκινάει ἡ ἐπιστολή, ὁ συγγραφέας μας ἐξάγει, σωστά, τὸ συμπέρασμα ὅτι στὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ ὑπάγεται σύμπασα ἡ δημιουργία. Καὶ θὰ ἀναλύσει πολὺ ἐπιτυχῶς τὴν ἄποψη ὅτι αὐτὴ ἡ δημιουργία συνδέεται μὲ τὸν Χριστὸ μὲ μιὰ σχέση «ποὺ ἔχει χαρακτήρα πρωτίστως ἐρωτικό»… «Τὸ αἷμα τοῦ Σταυροῦ», θὰ πεῖ, «μεσολαβεῖ γιὰ νὰ ἑνωθοῦν τὰ ἀντίθετα καὶ ἀντιφατικά…». Θὰ διευκρινίσει, μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Σταυροῦ, οἱ ὁποῖοι καὶ στὶς μέρες μας προσπαθοῦν καὶ πάλι νὰ πνίξουν ἢ νὰ συσκοτίσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, τὸ κενωτικὸ -ταπεινὸ φρόνημα τῶν πολιτῶν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῶν νεκρῶν ὡς πρὸς τὸν κόσμο, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι τὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας κατὰ μίμηση Χριστοῦ καὶ ὄχι τὰ μέλη μιᾶς «φιλοσοφίας» πρὸς τὴν ὁποία ἐνασμενίζονται οἱ Κολοσσαεῖς, τοὺς μεταβάλλει σὲ νέες ἀνακαινισμένες ὑπάρξεις, ποὺ ἔχουν κέντρο τῆς ζωῆς τους τὸν Χριστό. Αὐτὸ ρυθμίζει τοῦ καθενὸς τὸ πολίτευμα.

Ἡ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴ
Ἡ ἑπόμενη ἑνότητα ἐπιγράφεται «Οὔ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων» (Α΄ Θεσ. 4, 13) καὶ ἀναφέρεται καὶ στὶς δύο ἐπιστολὲς πρὸς Θεσσαλονικεῖς, στοὺς ὁποίους ὁ Παῦλος κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο μετὰ τοὺς Φιλίππους. Πάλι ἐδῶ ὁ συγγραφέας μας, ἑρμηνεύει μὲ πολλὴ ἐνάργεια, τὴ σκέψη τοῦ Παύλου, κάνοντας, ὅπως σὲ ὅλες τὶς ἑνότητες, ἐπικουρικὴ χρήση καὶ εὐαγγελικῶν καὶ πατερικῶν ἀναφορῶν. Μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ στοργὴ τοῦ Παύλου πρὸς αὐτούς, ποὺ μοιάζει μὲ τῆς μητέρας. Γράφει γιὰ τὸ τὶ σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος καὶ οἱ συνεργοὶ του ἔγιναν πρότυπα στοὺς πιστούς. Ἀναλύει τὸ τὶ περιμένει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν γιὰ τὸν ἁγιασμό τους κ.ἄ. Ἐμβόλιμα, στὴν ἴδια ἑνότητα μαθαίνουμε γιὰ τὸν αἰώνιο ὄλεθρο, μὲ τὸν ὁποῖο «ἀπειλεῖ» ὁ Παῦλος στὴ Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, ὅσους θλίβουν αὐτὸν καὶ τοὺς συνεργάτες του.
Ξεχωριστὸ ὅμως ἐνδιαφέρον καὶ κεντρικὸ καὶ στὶς δύο ἐπιστολὲς ἔχουν ὅσα ἀναφέρονται γιὰ τοὺς νεκρούς, «τοὺς κεκοιμημένους» καὶ τὴ δεύτερη παρουσία τοῦ Κυρίου. Οἱ πιστοὶ ὀφείλουν νὰ ζοῦν μὲ προσδοκία στὴν κοινὴ ἀνάσταση, μὲ ἐλπίδα γιὰ τὴν ἐκ νέου συνάντηση μὲ τὸν Κύριο στὴ δεύτερη παρουσία του καὶ μὲ λαχτάρα γιὰ τὸ μόνιμο «συνεῖναι» μὲ τὸν Κύριο τῆς δόξης.

Ἀπόστολος Τιμόθεος.

Ἡ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ
Τὶς ὑποθῆκες πρὸς τὸν συνεργὸ του Τιμόθεο περιλαμβάνει ἡ νέα ἑνότητα τοῦ ἈΚ, ἡ ὁποία φέρει τὸν αἰσιόδοξο τίτλο «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλὸν» (Α΄ Τιμ. 4, 40. Προηγοῦνται καὶ ἐδῶ λίγα εἰσαγωγικὰ κατατοπιστικὰ, πού, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ κυρίως τὸν ἐνδιαφέρει, ὄχι μόνο ἐδῶ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλο τὸ βιβλίο του. Κάποια ὅμως εἰσαγωγικὰ εἶναι ἀναγκαῖα, γιατὶ ἀναδεικνύουν κάθε φορὰ τὶς περιστάσεις, ἐν προκειμένω τὸν Τιμοθεο, καὶ ἀμέσως ἕπονται τὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα ἑρμηνευτικὰ σχόλια τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ ἀφοροῦν πρακτικὰ κυρίως ζητήματα. Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου μας, μὴ ἐμπλεκόμενος στὸ καυτὸ πρόβλημα τῆς πατρότητας τῶν ποιμαντικῶν ἐπιστολῶν, στὶς ὁποῖες ἀνήκουν καὶ οἱ πρὸς Τιμόθεον, μιλάει γιὰ «πᾶν κτίσμα Θεοῦ… μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον». Ἐξαίρει τὸν μόνιμο ἀγώνα τοῦ Παύλου νὰ βγάλει τὴν κοινότητα ἔξω ἀπὸ τὸν κακὸ τοῦ κόσμου, πρᾶγμα ποὺ θυμίζει καὶ ὅσα γράφει ὁ Παύλος πρὸς τὸν Τίτο στὸ 2, 11-15. Σχολιάζει νηφάλια ὅσα λέει ὁ Ἀπόστολος γιὰ τὴ θέση τῶν γυναικῶν καὶ γιὰ τὸ εὐρὺ θέμα τῶν ἐπισκόπων καὶ διακόνων κ.ἄ. Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι οἱ παραινέσεις τοῦ Παύλου καὶ οἱ προτροπὲς του στὴ συνέχεια γιὰ τοὺς παγανιστικοὺς μύθους, γιὰ τοὺς δούλους κ.λ.π. συμπλέκονται τόσο μὲ τὸ στοχασμὸ τοῦ ἈΚ ὥστε προκύπτει ἕνα θαυμάσιο σύνολο. Οἱ συμβουλὲς τοῦ Παύλου ανατρέπουν τὴν τότε κρατοῦσα ζοφερὴ κατάσταση, καὶ οἱ τοῦ συγγραφέα μας τὴν τωρινή δυστυχῶς, χωρὶς νὰ κηρύττουν κάποια κοινωνικὴ ἢ ἄλλη ἐπανάσταση. Γιατὶ ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν, ὅπως γράφει, «ἀρδεύεται ἀπὸ ἕνα μυστικὸ ρεῦμα ζωῆς ποὺ τοὺς ἐξυψώνει πάνω ἀπὸ τὴν κατάστασή τους».

Ἡ πρὸς Τιμόθεον Β΄ ἐπιστολὴ
Ἀκολουθεῖ νέα ἑνότητα μὲ τίτλο «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β΄ Τιμ. 2, 9). Πρόκειται γιὰ σχολιασμὸ τῆς Β΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ δέσμιου καὶ μάλιστα ἑτοιμοθάνατου Παύλου στὶς φυλακὲς τῆς Ρώμης. Αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς, ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς «διαθήκη» καὶ «κύκνειο ἇσμα» τοῦ Παύλου, ὁ ἈΚ κάνει ἕνα ἄκρως συγκινητικὸ καὶ γόνιμο σχολιασμό. Ὁ Παῦλος καλεῖ τὸν Τιμόθεο κοντά του. Τοῦ συνιστᾶ νὰ κακοπαθήσει κι αὐτὸς γιὰ τὸ εὐαγγέλιο, συμμετέχοντας ἔτσι στὸ θάνατο καὶ στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ… Ὁ συγγραφέας θὰ ὑπογραμμίσει ὅτι ὁ Παῦλος κήρυξε μὲ κάθε τρόπο καὶ σὲ ὅλο τὸ χρόνο, ἀπὸ τὴ Δαμασκό καὶ ἐντεῦθεν, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ», θὰ πεῖ, «δὲν χρωστάει τίποτα σὲ κανέναν» καὶ γι’ αὐτό «οὔ δέδεται», δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τίποτα. Καὶ θὰ συμπληρώνει γιὰ τὸν διάκονο τοῦ εὐαγγελίου: «Ὁ διακονῶν τὸ εὐαγγέλιο δὲν μάχεται προκειμένου νὰ ἐπιβληθεῖ, ἀλλὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας». Αὐτὴν τἡν ὀρθοτόμηση τοῦ εὐαγγελίου ἐπεδίωξε πάντα στὴ ζωή του ὁ Παῦλος. Σὲ ὅλη του τὴ ζωή «διένυσε ἕναν δρόμο γεμάτο κακουχίες, στερήσεις καὶ μαρτύρια». Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα, στὸ ἐπικείμενο τέλος τῆς ζωῆς του «ὁ ἀγωνιστὴς Παῦλος παρουσιάζει τὴν εἰκόνα τοῦ ἀθλητῆ μέσα στὸ στάδιο τοῦ κόσμου τούτου», πού «ἐλπίζει στὸ στεφάνι τῆς νίκης».

Ἡ πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴ
Καὶ ἄλλη ἐπιστολὴ τῶν δεσμῶν τοῦ Παύλου ἔχομε: τὴν ἐπιστολὴ στὸν φίλο του τὸν Φιλήμονα, τοῦ ὁποίου ὁ δοῦλος Ὄνήσιμος, ἔπειδὴ τοῦ ἔκλεψε κάτι, ὁδηγήθηκε στὶς φυλακὲς, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἦταν δέσμιος, ὅμως γιὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παῦλος στὴ φυλακὴ κατήχησε τὸν Ὀνησιμο καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἀποφυλακίσθηκε τοῦ ἐδωσε ἐπιστολὴ πρὸς τὸ ἀφεντικό του, παρακαλώντας τον νὰ τὸν ξαναδεχθεῖ ὡς ἀδελφό του καὶ ὄχι ὡς δοῦλο. Αὐτὴν τὴν ἄκρως ἀνθρώπινη, συναισθηματικὴ καὶ τρυφερὴ ἐπιστολή σχολιάζει ὁ ΑΚ στὴν συνέχεια τοῦ βιβλίου του, σὲ ἑνότητα τῆς ὁποίας προμετωπίδα ἔχει τεθεῖ τὸ «Οὐκετι ὡς δοῦλον, ἀλλ’ ὑπέρ δοῦλον» (Φιλήμ. 16) θὰ λέγαμε μὲ τὸν ἴδιο ἐγκάρδιο τρόπο ποὺ γράφει καὶ ὁ Παῦλος. Μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Ὀνήσιμο ὁ Παῦλος, κατὰ τὸν συγγραφέα μας, «διαπερνᾶ καὶ ὑπερβαίνει ὅλες τὶς μορφὲς τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων ποὺ ἔχουν ὡς ἀφετηρία τὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν, γιὰ νὰ φτάσει στὴ μία καὶ μόνη ἀληθινὴ σχέση, τὴ σχέση ποὺ θεμελιώνεται στὴν ἀμοιβαία καρδιακὴ ἀγάπη».

Ὁ Παῦλος, γράφει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ συγγραφέας, «γεννηθεὶς ὁ ἴδιος ἐν Χριστῷ, αἰσθάνεται πὼς γέννησε καὶ τὸν Ὀνήσιμο, ἀλλὰ καὶ ὅλους» τοὺς παραλῆπτες τῶν ἐπιστολῶν του. Ἀλλοῦ δὲ θὰ πεῖ: Ἡ διάσταση καὶ διαμάχη μεταξὺ ἀδελφῶν εἶναι τὸ θεμέλιο ποὺ «ξεθεμελιώνει ὁ Χριστὸς μὲ τὸν σταυρικό του θάνατο καὶ ἐπὶ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου θεμελιώνεται ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης». Ζεστὸς λοιπὸν καὶ ἄκρος ἀνθρώπινος εἶναι ὁ σχολιασμὸς τοῦ ἈΚ ὅλης τῆς ἐπιστολῆς…

Ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή
Νέα ἑρμηνευτικὴ ἑνότητα ἀκολουθεῖ, ἡ ὁποία κατακλείει τὸ βιβλίο του ἈΚ καὶ ἡ ὁποία ἔχει τὸν τίτλο «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν» (Ἑβρ. 13, 14). Στὴν ἑνότητα σχολιάζεται, μὲ ἄκρως ὑπεύθυνο τρόπο, ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ἐκ τῆς ὁποίας προέρχεται καὶ ὁ τίτλος. Ὁ συγγραφέας θὰ ξεκινήσει τὶς σκέψεις του ἐκφράζοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι καὶ ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ καὶ ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου «σὰν ἄνθη εὔοσμα καὶ θεραπευτικὰ γιατρεύουν» τὰ πάθη τοῦ κόσμου, «δημιουργοῦν νόημα ἐκεῖ ποὺ τὸ νόημα ἐκλείπει»… Στὴ συνέχεια θὰ τονίσει ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὐαγγελίζεται ὁ Παῦλος στὴ δοκιμασθεῖσα κοινότητα τῶν συμπατριωτῶν του, «διασχίζει τὰ σκότη, ὅπως διαπερνᾶ καὶ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων». Στηρίζει στὴ πίστη, χαρίζει ἐλπίδα, ἀγκαλιάζει «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς πρόσκαιρα, ἀλλὰ καὶ τὰ οὐράνια». Ὁ συγγραφέας θὰ μιλήσει διὰ πολλῶν γιὰ τὸν Χριστό, ὡς μεγάλο ἀρχιερέα κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ, ποὺ πρόσφερε ἅπαξ τὸν ἑαυτό του θυσία στὸν Θεό καὶ εἰσῆλθε στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Τὸ θέμα αὐτό, ἄλλωστε, εἶναι τὸ κεντρικότερο στὴν ἐπιστολή. Ἐπιστρατεύει ἐδῶ ὁ ἈΚ, σὺν τοῖς ἄλλοις, πατερικὲς ἀπὸψεις, ὅπως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κ.ἄ. πατέρων, οἱ ὁποῖες μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι αὐτὴ «ἡ θυσία στὸν πατέρα ἔγινε χωρὶς νὰ τὴ ζητᾶ» ὁ πατέρας. «Χωρὶς νὰ τὴν ἔχει ἀνάγκη, ἀλλὰ γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας. Γιατὶ ἔπρεπε νὰ ἁγιαστεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ ἔλαβε ὁ Θεός» κ.λ.π.

Πολλὲς σελίδες τέλος ἀφιερώνει ὁ ἈΚ στὸ τέλος τοῦ βιβλίου του γιὰ τοὺς ἀμέτρητους μάρτυρες ποὺ πέρασαν καὶ γιὰ κείνους ποὺ θὰ ρθοῦν. Ἀναφέρεται, ὅπως γράφει, στὴ «μακρυὰ γραμμὴ τῶν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀθώων θυμάτων, οἱ ὁποῖοι θανατώθηκαν γιὰ τὸν λόγο τοῦ θεοῦ». Εἶναι αὐτοὶ ποὺ συμμετεῖχαν καὶ «συμμετέχουν στὸ συμπόσιο τοῦ αἵματος» ἐντὸς τοῦ ἀγροῦ τῆς ἱστορίας. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ μόνοι μοιράστηκαν μὲ τὸν Χριστό «τὸ φορτίο τοῦ σταυροῦ».

Αὐτὰ περίπου γράφει σὲ 369 σελίδες ὁ ἀγαπητὸς μου κ. Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος στὸ «Λύτρον λύπης». Ἕνα βιβλίο ποὺ ἀποτελεῖ ἕναν καλὸ ὑπομνηματισμὸ στὸν Παῦλο. Ἕνα βιβλίο ποὺ ἀξίζει νὰ τὸ διαβάσει κανείς.