Το Βρετανικό Μουσείο και η επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα

23 Νοεμβρίου 2021

Η υπόθεση των γλυπτών του Παρθενώνα και η διεκδίκηση της ελληνικής πολιτείας από το Βρετανικό Μουσείο ώστε να επιστραφούν στον φυσικό τους χώρο απασχολούν την ελληνική κοινή γνώμη επί δεκαετίες. Αποκορύφωμα υπήρξαν οι προσπάθειες της Μελίνας Μερκούρη που, ως υπουργός πολιτισμού, στα μέσα της δεκαετίας του 80, προσπάθησε να αναγάγει την υπόθεση αυτή σε μείζον διεθνές πολιτιστικό ζήτημα. Το θέμα έφερε ξανά στην επικαιρότητα η τοποθέτηση του έλληνα πρωθυπουργού στο Λονδίνο πριν από λίγες μέρες, σχετικά με το ενδεχόμενο επιστροφής ή έστω δανεισμού των γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης.

Το γεγονός είναι ότι μέχρι στιγμής αποτελέσματα δεν έχουν υπάρξει, κάτι που είναι ακατανόητο για τον απλό παρατηρητή. Ίσως όμως η γνώση λειτουργίας του Βρετανικού Μουσείου προσφέρει κάποιες εξηγήσεις όπως θα φανεί και από την περιγραφή που ακολουθεί.

Το Βρετανικό Μουσείο ιδρύθηκε και λειτουργεί μέχρι σήμερα πάνω σε μία εντελώς διαφορετική βάση από τα διάφορα μουσεία στον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Για μας, το μουσείο είναι ένα δημόσιο ίδρυμα το οποίο φιλοξενεί τους θησαυρούς της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Αυτό είναι το σκεπτικό της ιδρύσεως του και με αυτή την λογική συνεχίζουν να λειτουργούν τα μουσεία σε τόπους αρχαιολογικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος.

Η ίδρυση του Βρετανικού Μουσείου στηρίχτηκε σε εντελώς διαφορετικό σκεπτικό. Το μουσείο αυτό γεννήθηκε από το πάθος ενός ιδιώτη συλλέκτη σπάνιων και περίεργων αντικειμένων από όλο τον κόσμο, καθώς και βιβλίων και πολύτιμων χειρογράφων. Πρόκειται για τον γιατρό σερ Χάνς Σλόαν που έζησε από το 1660 μέχρι το 1753. Η συλλογή του στην αρχή στεγάστηκε στο σπίτι του το οποίο να έγινε ένα νόουμπλ κάμπινετ (noble cabinet),  ένας όρος που υποδηλώνει τον χώρο συγκέντρωσης μιας ελίτ εκκεντρικών διανοουμένων, συλλεκτών μελετητών και μεγαλοαστών που αρέσκονταν να συνεισφέρουν για τη διεύρυνση της συλλογής του δόκτορα Σλόαν. Αυτός ο χαρακτήρας ήταν η αιτία ώστε η συλλογή να είναι συνήθως κλειστή στο πλατύ κοινό και κτήμα μιας ομάδας προνομιούχων που ήθελε να πάρει μία ιδέα για τα ασυνήθιστα αντικείμενα της συλλογής.

Όταν ο Σλόαν πέθανε, δώρισε τη συλλογή του στο κράτος υπό την εποπτεία τριών εφόρων. Η επιθυμία του ήταν, οι τρεις αυτοί έφοροι να τοποθετήσουν τη συλλογή σε χώρο αξιοπρεπή και ταυτόχρονα ανοικτό στο κοινό. Για να εκπληρωθεί όμως η επιθυμία του έπρεπε να βρεθούν χρήματα και ο κατάλληλος χώρος ώστε να τακτοποιηθεί το πλήθος των βιβλίων και χειρογράφων. Μετά από πολλές συζητήσεις και προτάσεις, το κοινοβούλιο χορήγησε το αρκετά σεβαστό για την εποχή ποσόν των 20.000 στερλινών, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους εφόρους να αγοράσουν στην περιοχή του Μπλούσμπερυ το Μόνταιγκιου Χάουζ. Το σπίτι αυτό ήταν ένα από τα πιο όμορφα στο Λονδίνο. Ήταν διακοσμημένο με πολύτιμες τοιχογραφίες, είχε ωραιότατα σαλόνια, μία επιβλητική σκάλα και περιτριγυριζόταν από έναν τεράστιο κήπο.

Μετά την ανακαίνιση άρχισε η μεταφορά των διαφόρων τμημάτων της συλλογής, ώσπου στις 15 Ιανουαρίου 1759 ο χώρος καθιερώθηκε με την ονομασία «Βρετανικό Μουσείο» και άνοιξε τις πύλες του στο κοινό.

Το 1831, με πρωτοβουλία του ενός εκ των τριών εφόρων, του  δικηγόρου Μπρωμ, ο οποίος ήτανε και ο υπουργός της δικαιοσύνης στη βρετανική κυβέρνηση, τοποθέτησε υπεύθυνο της βιβλιοθήκης τον Ιταλό Αντόνιο Πανίτσι. Επρόκειτο για έναν πολύ καλλιεργημένο ιταλό εξόριστο για τις δημοκρατικές του ιδέες, ο οποίος, σε σύντομο χρονικό διάστημα, έπεισε την βρετανική κυβέρνηση να μετατρέψει τη βιβλιοθήκη της συλλογής, από χώρο προορισμένο για μία μικρή ομάδα ευεργετών και τζέντλεμαν μελετητών σε χώρο μορφώσεως για όλους αδιακρίτως. «Θέλω» έλεγε ο Πανίτσι «και ο πιο φτωχός φοιτητής να έχει όπως και ο πιο πλούσιος ευγενής της Αγγλίας τον τρόπο και τα μέσα ώστε να ικανοποιήσει τη δίψα του για μάθηση».

Οι προτάσεις που κατέθεσε στην βρετανική κυβέρνηση για το νέο προσανατολισμό της συλλογής του μουσείου αλλά και για τις λεπτομέρειες αναμόρφωσης των κτιριακών υποδομών και της λειτουργίας τους προκάλεσαν ενθουσιασμό, τόσο στους υπεύθυνους του κράτους όσο και σε ιδιώτες. Έτσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πέρα από τις καινοτομίες στον τρόπο λειτουργίας του μουσείου, δημιούργησε και οργάνωσε ένα υπέροχο αναγνωστήριο (reading room) το οποίο προσέφερε ιδεώδεις συνθήκες μελέτης, ενώ συγχρόνως φρόντισε για την διαρκή ανανέωση του περιεχομένου της βιβλιοθήκης με εκδόσεις και εφημερίδες από όλο τον κόσμο καθώς και γεωγραφικούς χάρτες ανεκτίμητης αξίας.

Πολύ σύντομα το Βρετανικό Μουσείο έγινε το κέντρο της πνευματικής και επιστημονικής ζωής όχι μόνο του Λονδίνου αλλά ολόκληρης της βρετανικής αυτοκρατορίας. Όλοι όσοι ανέλαβαν στη συνέχεια την ευθύνη του, είχαν ως κύριο μέλημά το διαρκή εμπλουτισμό των συλλογών του με αρχαιολογικούς θησαυρούς από όλο τον κόσμο, αγοράζοντάς τους με μεγάλα ποσά, μη γνωρίζοντας ή και αδιαφορώντας για τον τρόπο απόκτησης τους. Με αυτές τις συνθήκες, το Βρετανικό Μουσείο απέκτησε και τα μάρμαρα της Ακρόπολης των Αθηνών από τον λόρδο Έλγιν.

Το Βρετανικό Μουσείο δεν έπαθε σπουδαίες ζημιές στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όμως στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 23 Σεπτεμβρίου 1940, μία βόμβα κατέστρεψε 150.000 πολύτιμους τόμους της βιβλιοθήκης και στις 16 Οκτωβρίου μία άλλη βόμβα έπεσε πάνω στον θαυμάσιο θόλο του αναγνωστηρίου.

Αμέσως μετά τον πόλεμο, οι ζημιές αποκαταστάθηκαν και το Βρετανικό Μουσείο συνέχισε να λειτουργεί με ολοένα και μεγαλύτεροι απήχηση σε επιστήμονες διαφόρων τομέων όπως η αρχαιολογία, η παλαιογραφία και η επιγραφική.

Σήμερα, το Βρετανικό Μουσείο παραμένει ένας από τους βασικούς πυλώνες της επιστημονικής και πνευματικής ζωής της Μεγάλης Βρετανίας και αποτελεί το καύχημα της βρετανικής κοινωνίας. Αν λάβει δε κάνεις υπόψη πως η Βρετανία στερείται δικών της αρχαιολογικών θησαυρών, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί πως το συγκεκριμένο ίδρυμα αναπληρώνει με τρόπο εμφατικό τη συγκεκριμένη έλλειψη αλλά και κράτα ζωντανή την ανάμνηση της κεντρικής θέσης της βρετανικής αυτοκρατορίας στην οικουμένη από τον 16ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα.

Το γεγονός αυτό, καθώς και η γνωστή προσήλωση των Βρετανών στην παράδοση, όσον αφορά τις δομές λειτουργίες κρατικών αλλά και ιδιωτικών φορέων προσφέρουν μία εξήγηση για τη στάση που κρατά το Βρετανικό Μουσείο  όχι μόνον ως προς τα γλυπτά του Παρθενώνα αλλά και ως προς όλα τα εκθέματα της συλλογής του. Αυτό το αίσθημα υπεροχής (κάποιοι θα το έλεγαν και σνομπισμό) που χαρακτηρίζει όλες τις εκφάνσεις της ιστορικής διαδρομής της Βρετανίας δεν είναι δυνατόν να επηρεαστεί τόσο εύκολα από τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στις χώρες εκείνες από τις οποίες προέρχονται πολλά από τα αντικείμενα που βρίσκονται στις αίθουσες του μουσείου, όπως την περίπτωση της Ελλάδος, π,χ. όπου έχουμε το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η επιστημονική γνώση και οι υποδομές, με αποκορύφωμα το υπέροχο Μουσείο της Ακρόπολης, θα μπορούσαν να διασφαλίσουν πλήρως την προστασία και την ανάδειξη των, κατ΄ ουσίαν, λεηλατημένων γλυπτών του Παρθενώνα. Όπως όμως γίνεται φανερό από τα λίγα αυτά στοιχεία, οι συζητήσεις δεν τίθενται μόνον σε αυτή τη βάση. Το Βρετανικό Μουσείο αντιπροσωπεύει κάτι πολύ περισσότερο από έναν απλό μουσειακό χώρο εναπόθεσης εκθεμάτων. Αποτελεί ένα από τα στολίδια του αγγλικού εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίον προβάλλεται –και είναι- ένα από τα αρτιότερα παγκοσμίως. Σε συνδυασμό μάλιστα και με το γνωστό εμπορικό δαιμόνιο, αποτελεί ένα άκρως προσοδοφόρο εξαγωγικό προϊόν. Γι΄ αυτούς τους λόγους, όλες οι προσπάθειες επιστροφής των ελληνικών θησαυρών στην κοιτίδα τους θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα περίπλοκο συνδυασμό δυσχερειών.