Χριστιανισμός και Γυναίκα

8 Δεκεμβρίου 2021

Ένα από τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής είναι η προάσπιση και η προβολή των δικαιωμάτων των γυναικών, αφού πολλές φορές ακούμε πως αυτές δεν τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τους άνδρες σε πολλούς κοινωνικούς τομείς, γεγονός που δημιουργεί μεγάλες αντιδράσεις και κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων του γυναικείου φύλου. Αυτές οι απόψεις δεν μπορούμε να πούμε πως ενέχουν σε απόλυτο βαθμό την υπερβολή, αφού υπάρχουν περιπτώσεις που όντως οι γυναίκες έχουν δεχθεί την υποτίμηση σε σχέση με τους άνδρες, όπως συνέβαινε για παράδειγμα μέχρι τον προηγούμενο αιώνα με το δικαίωμα ψήφου. Δυστυχώς, πολλές από αυτές τις αντιδράσεις στρέφονται κατά της Εκκλησίας, υποστηρίζοντας πως η Ορθοδοξία θέτει σε κατώτερη θέση την γυναίκα έναντι του άνδρα, κατηγορώντας την πως προβάλλει ακραίες θέσεις επί του θέματος, οι οποίες ανήκουν στους μεσαιωνικούς σκοτεινούς χρόνους. Οι απόψεις αυτές όμως, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά αποτελούν προϊόντα είτε λανθασμένων προσεγγίσεων είτε επιβουλών. Ο Χριστιανισμός στην Ορθόδοξη, δηλαδή την αυθεντική και παραδοθείσα από τον Χριστό και τους Αγίους Αποστόλους Του εκδοχή του, όχι μόνο δεν υποβιβάζει την γυναίκα, αλλά της προσδίδει εξέχουσα θέση.

Διαβάζοντας κανείς τις εξιστορήσεις των Ευαγγελίων για την Ανάσταση του Κυρίου, θα παρατηρήσει πως οι πρώτοι μάρτυρες αυτής ήταν οι Μυροφόρες γυναίκες. Αξιοσημείωτο είναι, πως αυτό συνέβη σε μία εποχή που η θέση της γυναίκας ήταν αδιαμφισβήτητα κατώτερη από εκείνη του άνδρα, και που οι γυναίκες δεν μπορούσαν ούτε καν να προσέλθουν στα δικαστήρια ως μάρτυρες, διότι η μαρτυρία τους δεν είχε καμία αξία. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος αυτής της υποβάθμισης, ας σκεφτούμε πως αν γινόταν ένας φόνος μπροστά στα μάτια μιας γυναίκας, ο θύτης δεν θα καταδικαζόταν, διότι πολύ απλά η μαρτυρία της δεν θα είχε καμία απολύτως βαρύτητα. Σε μία τέτοια εποχή λοιπόν, οι Ευαγγελιστές κάνουν κάτι αδιανόητο, δείχνουν πως μάρτυρες του μεγαλύτερου γεγονότος που έλαβε ποτέ χώρα στον κόσμο είναι γυναίκες, παρουσιάζοντας παράλληλα τους μαθητές του Χριστού ως δειλούς (ο Ματθαίος και ο Ιωάννης μεταξύ των άλλων και τους εαυτούς τους), που κρύβονταν εξ αιτίας του φόβου των Ιουδαίων, κι εκείνες αντιθέτως ως γενναίες, που ήταν έτοιμες να αντιμετωπίσουν ακόμα και τους φύλακες του Τάφου. Το θάρρος αυτό εξάρει ο Άγιος Παΐσιος, λέγοντας πως οι Μυροφόρες είχαν φτάσει σε τόσο μεγάλη πνευματική κατάσταση, που εμπιστεύονταν τον Χριστό, πριν ακόμα Τον δουν Αναστημένο.

Οι καταγραφές αυτές των Ευαγγελίων εκτός των άλλων, μαρτυρούν και την εγκυρότητά τους, διότι αν οι Ευαγγελιστές έγραφαν ψεύδη ή προϊόντα που ήταν αποκυήματα της φαντασίας τους, τότε για ποιον λόγο χρησιμοποίησαν ως μάρτυρες της Αναστάσεως τις γυναίκες, γνωρίζοντας πως δεν είχε καμία αξία η μαρτυρία τους προς τον κόσμο στον οποίον απευθύνονταν; Εκείνοι όμως δεν υπολόγισαν την άποψη του κόσμου, αλλά την αλήθεια των γεγονότων. Ο Χριστός λοιπόν επέλεξε τα πρώτα άτομα που θα Τον έβλεπαν Αναστημένο να είναι οι Μυροφόρες γυναίκες, με πρώτη απ’ όλες Εκείνη που το δικαιούταν πέραν κάθε αμφιβολίας, την Παναγία Μητέρα Του.

Ακόμα ένα σημείο της Αγίας Γραφής που δείχνει την αξία της γυναίκας βρίσκεται στην Γένεση και την δημιουργία του ανθρώπου. Εκεί βλέπουμε πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ από το χώμα της γης, και κατόπιν την Εύα από το πλευρό του (Γεν. Β’, 20-25). Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αλλά περιέχει μία βαθύτερη σημασιολογία, αφού η δημιουργία της γυναίκας από το πλευρό του άνδρα υποδηλώνει την ισότητα και την ισοτιμία μεταξύ των δύο, αποκλείοντας παράλληλα κάθε υπόνοια περί ανωτερότητας του άνδρα έναντι της γυναίκας, δείχνοντας την ηθική και κοινωνική σχέση των δύο φύλων και την στενή και αδιάσπαστη σχέση μεταξύ τους,1 γι’ αυτό και ο Αδάμ φαίνεται να λέει όταν είδε την Εύα, «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου» (Γεν. Β’, 23). Οι αναφορές αυτές περί ισότητας φαντάζουν αδιανόητες για την εποχή που γράφτηκαν, αρκεί να αναλογιστούμε πως καταγράφονται σε ένα κείμενο που συντάχθηκε περίπου 13 με 15 αιώνες προ Χριστού σε μια κοινωνία αμιγώς πατριαρχική.

Παρ’ όλα αυτά, δεν γίνεται να μην παραδεχτούμε πως η αλήθεια είναι ότι στις παλαιότερες εποχές η θέση της γυναίκας ήταν εμφανώς κατώτερη από του άνδρα. Σε αυτό ίσως να έπαιξε ρόλο η σωματική δύναμη του άνδρα, που ενδεχομένως να του επέτρεπε να επιβάλλεται στην γυναίκα και να κυριαρχεί επ’ αυτής με την βία, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα σε μερικά κράτη, αλλά και η επίρριψη της ευθύνης του προπατορικού αμαρτήματος στην γυναίκα, που ξεκίνησε από την Εύα και είχε ως συνέπεια την πτώση, την αμαρτία και τον θάνατο (Γεν. Γ’, 1-24). Μπορεί η εξιστόρηση της παρακοής των πρωτοπλάστων να βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη, όμως επειδή αποτελεί ένα γεγονός, είχε περάσει και σε πολλούς άλλους πολιτισμούς της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και της Μεσοποταμίας ως παράδοση. Γι’ αυτή την ευθύνη όμως που βάραινε την γυναίκα μερίμνησε ο Θεός, αφού Ερχόμενος στην γη για να άρει την αμαρτία του κόσμου, εξάλειψε και αυτή της Εύας, αποκαθιστώντας πλήρως την θέση της γυναίκας, φέρνοντάς την μάλιστα σε ανώτερη κατάσταση από εκείνη που κατείχε πριν την ενσάρκωση του Υιού Του, και αυτό επετεύχθη δια της Υπεραγίας Θεοτόκου, για την Οποία ουδείς λόγος δύναται να περιγράψει έστω και στο ελάχιστο το μεγαλείο Της, γι’ αυτό θα αρκεστούμε μόνο σε δύο ενδεικτικές αναφορές.

Η Παναγία αποτελεί το ύψιστο δημιούργημα του Θεού, αφού είναι ανώτερη από όλη την θαυμαστή κτιστή δημιουργία που μπορεί κανείς να παρατηρήσει τόσο στην γη όσο και στο απώτερο σύμπαν, αλλά και από όλους μαζί τους υπόλοιπους Αγίους της Εκκλησίας, ακόμα και από τις Ασώματες Αγγελικές Δυνάμεις. Δηλαδή, μία Γυναίκα ξεπέρασε σε αξία ακόμα και τις δυνάμεις της άυλης κτίσης, που κατέχουν ανώτερη θέση από τους ανθρώπους. Το μεγαλείο της Παναγίας ο μόνος λόγος που μπορεί να το προσεγγίσει και να το αποτυπώσει όσο το δυνατόν καλύτερα, είναι εκείνος του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο οποίος Της προσδίδει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, χαρακτηρίζοντάς Την «Θεό μετά τον Θεό». Ό,τι και να αναφερθεί επιπλέον επί του θέματος είναι περιττό, αφού από μόνη της η ύπαρξη της Θεοτόκου είναι υπέρ αρκετή για να φανεί πως ο Χριστιανισμός δεν υποβιβάζει την αξία της γυναίκας.

Προς τιμήν Της άλλωστε, υπάρχει το άβατο του Αγίου Όρους, στο οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος στις γυναίκες, κάτι που ανά περιόδους έχει ξεσηκώσει θύελλες αντιδράσεων. Όμως, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, η απαγόρευση της εισόδου στις γυναίκες στον Άθωνα, είναι τιμητική προς αυτές και όχι προσβλητική, κι αυτό διότι, προς τιμή μιας Γυναίκας δεν επιτρέπεται σε καμία άλλη να εισέλθει σε αυτόν, πράγμα που δεν συμβαίνει για κανέναν άνδρα Άγιο σε κάποια άλλη τοποθεσία. Εξάλλου μέσα στο Άγιο Όρος, όπως ομολογούν και οι ίδιοι οι μοναχοί που ζουν σε αυτό, Ηγουμένη είναι η Παναγία, κι όλοι τους διακονούν Εκείνη ως Μητέρα τους. Σημειωτέον, πως εκεί βρίσκεται και η Αγία Ζώνη Της, μπροστά στην οποία γίνονται δεήσεις ειδικά για τις γυναίκες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν. Επομένως, φαίνεται πως το άβατο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση υποτίμηση προς την γυναίκα, αλλά το ακριβώς αντίθετο.

Μία ακόμα μομφή κατά του Χριστιανισμού στο θέμα της θέσης της γυναίκας, αποτελεί η άποψη που προβάλλει πως η αποστολή της είναι μόνο η συζυγία και η τεκνογονία. Αυτή η θέση αποτελεί ακόμα μία παρανόηση ανάμεσα στις πολλές που υπάρχουν, αφού η Εκκλησία ξεκάθαρα έχει δώσει κατευθύνσεις για την πορεία των ανθρώπων, είτε αυτοί θέλουν να έρθουν σε κοινωνία γάμου είτε επιθυμούν να ακολουθήσουν τον δρόμο του μοναχισμού ή της αγαμίας. Όπως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι προορισμένοι για να γίνουν μοναχοί, έτσι δεν είναι ο προορισμός όλων η δημιουργία οικογένειας. Αυτό που ενδιαφέρει την Εκκλησία, ως μητέρα των πιστών, είναι τα παιδιά της να είναι κοντά στον Θεό, ανεξαρτήτως της πορείας που θα επιλέξουν να ακολουθήσουν στην ζωή τους, χωρίς να εξαναγκάζει κανέναν για το πώς θα διάγει τον βίο του. Βέβαια, η Εκκλησία ευλογεί την τεκνοποίηση, αφού είναι η μέθοδος με την οποία επιτυγχάνεται η διαιώνιση της ζωής, όμως αυτό πρέπει να προκύπτει μέσα από την αγάπη και όχι από την ανάγκη.

Πουθενά αλλού λοιπόν δεν συναντάται μεγαλύτερος σεβασμός στην γυναίκα από ό,τι στον Χριστιανισμό, κι αυτό γίνεται φανερό από ακόμα μία αναφορά, στην «προς Εφεσίους επιστολή» του Αποστόλου Παύλου (Εφ. Ε’, 22-33). Εκεί ο Απόστολος των Εθνών παρομοιάζει την σχέση μεταξύ των συζύγων με εκείνη του Χριστού και της Εκκλησίας, λέγοντας πως οι γυναίκες πρέπει να υποτάσσονται στους άνδρες τους, όπως η Εκκλησία, που είναι το σώμα, στον Χριστό, που είναι η Κεφαλή. Στις μέρες μας αυτή η αναφορά μπορεί φαντάζει για κάποιους υποτιμητική προς τις γυναίκες, όμως αν εμβαθύνουμε στην ανάλυση των λόγων του Αποστόλου θα δούμε πως δεν είναι έτσι, διότι στην συνέχεια αναφέρει πως οι άνδρες έχουν υποχρέωση να αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τους λόγους του θείου Αποστόλου, λέει πως αν στην αρχή φαίνεται υπερβολή υποταγής, στην συνέχεια φαίνεται υπερβολή αγάπης, η οποία είναι πιο δύσκολη στο να επιτευχθεί, αφού ο άνδρας πρέπει αν χρειαστεί να θυσιάσει ακόμα και την ζωή του για την γυναίκα του και να υπομείνει τα πάντα για εκείνη, όπως έπραξε ο Χριστός για την Εκκλησία Του. Εν συνεχεία, στο κείμενό του ο Χρυσορρήμων Πατήρ συμβουλεύει τους άνδρες να έχουν υπέρ άνω όλων τις γυναίκες τους και να τους συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται για το πολυτιμότερο αγαθό στην ζωή τους.2 Επιστρέφοντας στην «προς Εφεσίους επιστολή», συναντούμε μία αναφορά που θα την χαρακτηρίζαμε ως την επιτομή της αγάπης, αφού ο Απόστολος Παύλος λέει πως εκείνος που αγαπά την γυναίκα του στην πραγματικότητα αγαπά τον εαυτό του, ταυτίζοντας τα δύο μέλη της συζυγίας σε μία ύπαρξη, θυμίζοντάς μας τα λόγια της Γενέσεως, «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. Β’, 24).

Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να υπάρξει ο αντίλογος, πως στην πράξη και σε χριστιανικές κοινωνίες οι γυναίκες είχαν κατώτερη θέση σε σχέση με τους άνδρες. Ο ισχυρισμός αυτός σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να ευσταθεί (αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με την απάνθρωπη μεταχείριση των γυναικών σε πολλές μη χριστιανικές κοινωνίες), όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως όταν δεν εφαρμόζεται πρακτικά το Ευαγγέλιο, σε αυτό δεν φέρει ευθύνη η Εκκλησία ούτε φυσικά ο Θεός, αλλά οι εσφαλμένες ενέργειες των ανθρώπων. Επ’ αυτού έχει κάνει λόγο ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (4ος αι. μ.Χ.), ο οποίος βλέποντας στην εποχή του την κοινωνική ανισότητα εις βάρος των γυναικών, είπε πως «Ἄνδρες ἦσαν οἱ νομοθετοῦντες, διὰ τοῦτο κατὰ γυναικῶν ἡ νομοθεσία», μη διστάζοντας μάλιστα να υποστηρίξει την άποψή του αυτή, επιχειρώντας να διορθώσει την υφιστάμενη αδικία, ακόμα και ενώπιον του Αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου. Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα, πως ο Άγιος δεν επιθυμεί ως άνδρας να επωφεληθεί από την επικρατούσα τότε νομοθεσία που ευνοούσε το φύλο του, αλλά αποβλέπει στην δικαιοσύνη, τονίζοντας πως ένας είναι ο Δημιουργός του άνδρα και της γυναίκας, και πως αυτοί είναι πλασμένοι από την ίδια σάρκα, προέρχονται από την ίδια εικόνα, δηλαδή από τον Υιό του Θεού, και υπάρχει γι’ αυτούς ένας νόμος, ένας θάνατος και μία Ανάσταση.3

Ο Χριστιανισμός, αν κανείς τον δει χωρίς προκαταλήψεις, υπήρξε ανέκαθεν επαναστατικός και ρηξικέλευθος, και επί του προκειμένου ο Μέγας Θεολόγος της Εκκλησίας επιβεβαιώνει αυτούς τους χαρακτηρισμούς, αφού τέτοιο λόγο σαν τον προαναφερθέντα δύσκολα θα συναντήσει κανείς ακόμα και μεταξύ φεμινιστριών. Την ίδια στάση με τον Άγιο Γρηγόριο είχαν κι άλλοι Άγιοι, όπως οι αυτάδελφοι Καππαδόκες Πατέρες Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσσης, αποδεικνύοντας πως η άποψη αυτή εκφράζει το πνεύμα της Εκκλησίας για το θέμα της θέσης της γυναίκας.4 Ας μην λησμονούμε άλλωστε ότι στον Χριστιανισμό οφείλονται η δημιουργία κοινωνικής δικαιοσύνης, και η εξάλειψη πολλών ανισοτήτων και αδικιών, όπως η κατάργηση της δουλείας και της αποτρόπαιης αντιμετώπισης των γυναικών στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπως είδαμε ανωτέρω στην περίπτωση των δικαστηρίων.

Παρά όμως την κατώτερη θέση που είχαν οι γυναίκες, στην βυζαντινή περίοδο, που από πολλούς εσφαλμένα θεωρείται ως σκοταδιστική, αφού ακριβώς το αντίθετο ισχύει, συναντούμε γυναίκες να ανέρχονται στον αυτοκρατορικό θρόνο και να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις εκκλησιαστικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, η οποία συνεκάλεσε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, η βασιλομήτωρ Θέκλα, μητέρα του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’, που αναστήλωσε τις Αγίες Εικόνες και έδωσε το οριστικό τέλος στην εικονομαχία, η πριγκίπισσα Θεοφανώ που παντρεύτηκε τον βασιλιά της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, Όθωνα Β’ και το πολιτισμικό έργο που κληροδότησε εκεί είναι μνημειώδες και έχει αντίκτυπο ακόμη μέχρι σήμερα στην δυτική Ευρώπη και οι αδελφές αυτοκράτειρες Ζωή και Θεοδώρα, που ήταν τα τελευταία εξ αίματος μέλη της ένδοξης Μακεδονικής Δυναστείας. Αυτό αποτελεί ένα γεγονός που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο και βρίσκεται σε αντιδιαστολή με την δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας, που οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ή της αρχαίας Σπάρτης, στην οποία οι γυναίκες κατείχαν τιμητική θέση στην συνείδηση των πολιτών, αλλά αυτό συνέβαινε από ανάγκη, γιατί αυτές ήταν εκείνες που θα γεννούσαν τους άνδρες, οι οποίοι θα υπερασπίζονταν την ελευθερία της πόλης.

Επίσης, δεν θα ήταν δυνατόν να μην αναφερθούμε στην πληθώρα γυναικών Αγίων της Εκκλησίας, εκ των οποίων πολλές είναι ιδιαιτέρως λαοφιλείς, όπως επί παραδείγματι η Αγία Μαρίνα, η Αγία Παρασκευή, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Αικατερίνη, η οποία σε ηλικία μόλις 19 ετών έδειξε γενναίο φρόνημα και δεν φοβήθηκε τα βασανιστήρια και τον θάνατο, αλλά επέλεξε το μαρτύριο για να μην αρνηθεί τον Χριστό. Παράλληλα όμως, έδειξε και ασυναγώνιστη σοφία για το νεαρό της ηλικίας της, αφού οι δήμιοι πριν προβούν στις ειδεχθείς πράξεις του μαρτυρίου, προσπάθησαν να την μεταπείσουν, παροτρύνοντας 50 σοφούς ρήτορες της Αλεξάνδρειας να της αλλάξουν γνώμη, αλλά εκείνη όχι μόνο τους αποστόμωσε, αλλά τους μετέπεισε, με αποτέλεσμα εκείνοι να πιστέψουν στον Χριστό και εν τέλει να μαρτυρήσουν. Αν λοιπόν ο Χριστιανισμός αποσκοπούσε στην υποβάθμιση της γυναίκας, τότε σίγουρα δεν θα προέβαλε γυναικείες προσωπικότητες αυτού του διαμετρήματος, αλλά και οι Πατέρες του δεν θα είχαν αυτή την υποστηρικτική στάση απέναντι στις γυναίκες ενάντια στην κοινωνική αδικία υπό την οποία τελούσαν ούτε φυσικά θα δίδασκαν την ισοτιμία μεταξύ των δύο φύλων και θα νουθετούσαν τους άνδρες να αγαπούν και να τιμούν τις γυναίκες.

Ο σκοπός αυτού του κειμένου είναι να αποδείξει μέσα από ορισμένα επιχειρήματα, πως η γυναίκα δεν αποτελεί κατώτερη ύπαρξη από τον άνδρα στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, ο οποίος πρέπει να κατανοήσουμε πως δεν είναι ένα φιλοσοφικό ή ιδεολογικό σύστημα αρχών και αξιών, αλλά η παρουσία και η αποκάλυψη του Ζώντος Τριαδικού Θεού. Ο Θεός είναι Αιώνιος και Απαθής, και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στις ανθρώπινες αντιλήψεις και συμπεριφορές. Ενώπιον Αυτού δεν υπάρχει προσωποληψία (Ρωμ. Β’, 11), γι’ αυτό δεν ξεχωρίζει το πλάσμα Του, όπως γράφει προς τους Γαλάτες ο Απόστολος Παύλος, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. Γ’, 28). Η γυναίκα λοιπόν δεν διακρίνεται σε αξία από τον άνδρα στα μάτια του Θεού, αντιθέτως είναι εξ ίσου σημαντική γι’ Αυτόν, διότι δεν αποτελεί απλώς δημιούργημά Του, αλλά πρόσωπο, γεγονός που σημαίνει πως έχει ιδιαίτερη αξία, αφού φέρει την δυνατότητα να φτάσει στο καθ’ ομοίωσιν και να γίνει κατά χάριν θεός. Αυτό ισχύει τόσο για την γυναίκα όσο και για τον άνδρα, που ο Κύριος αμφότερους δεν τους βλέπει μόνο υπό το βιολογικό πρίσμα, αλλά λέει σε αυτούς δια του Αποστόλου Του, «ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας» (Β’ Κορ. ΣΤ’, 18), αφού είναι και οι δύο εικόνα δική Του (Γεν. Α’, 27). Επομένως, ο Χριστιανισμός δεν εστιάζει όσον αφορά στις γυναίκες μόνο στα δικαιώματά τους και την ισότητα των φύλων, αλλά παρέχει κάτι ασυγκρίτως ανώτερο, την κοινωνία των ανθρώπων με τον Θεό.

Παραπομπές

  1. «Η δημιουργία της γυναίκας. Ισότιμη με τον άνδρα», https://sostis.gr/blog/item/874-h-dhmiourgia-ths-gynaikas
  2. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, «Η χριστιανική συζυγία: Συμβουλές προς τον σύζυγο», https://alopsis.gr
  3. «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για την Ισότητα των δύο φύλων και την συνταγματική κατοχύρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων», https://sophia-ntrekou.gr/2013/07/blog-post_6.html
  4. Ε. Αρτέμη, «Η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία, κατά τους πρωτοβυζαντινούς Πατέρες», https://pemptousia.gr/2015/03/i-thesi-tis-ginekas-kata-tous-protovizantinous-pateres/