Ο Πρωτοπρεσβύτερος Ευάγγελος Πιτσουλάκης
17 Δεκεμβρίου 2021Ο πατήρ Ευάγγελος Πιτσουλάκης είδε το φως της ζωής την Παρασκευή 11 Ιουλίου 1930 στο χωριό Επισκοπή Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Ο πατέρας του Σπυρίδων ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού και η γυναίκα του Χριστίνα αφιερώθηκε στην ανατροφή των πέντε παιδιών που τους χάρισε ο Θεός. Ο Ευάγγελος ήταν ο πρωτότοκος γιός και ακολουθούσαν ο Γεώργιος, ο Μιχαήλ, ο Εμμανουήλ και η Γεωργία η οποία έγινε πρεσβυτέρα, σύζυγος του ιερέως Γρηγορίου Χαραλαμπάκη, εφημερίου του Ιερού Ναού Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο.
Οι απλοικοί και καλωσυνάτοι γονείς του ανέθρεψαν τα παιδιά τους με τίμιες αρχές, να αγαπούν τον Χριστό και την πατρίδα, να σέβονται τους μεγαλυτέρους, να αγαπούν την γη και να την καλλιεργούν, να βοηθούν τους ανθρώπους ακόμη και αν οι ίδιοι στερούνταν όπως εξάλλου και ο περισσότερος κόσμος κατά την περίοδο εκείνη.
Ο εκ πατρός θείος του Ευαγγέλου ήταν ευεργέτης της νήσου. Ο Νικόλας Πιτσουλάκης και η σύζυγός του Ευτυχία, όντας άτεκνοι, έφυγαν για την ξενητειά. Εγκαταστάθηκαν στο Κέντον Οχάιο της Αμερικής και ασχολήθηκαν με επιχειρήσεις. Όταν επέστρεψαν στο νησί, πλησίασαν την Εκκλησία και κατέθεσαν τις σκέψεις τους στον τότε Αρχιεπίσκοπο Ευγένιο (Ψαλιδάκη). Έτσι με τα τίμια χρήματά τους ανηγέρθη το «Πιτσουλάκειον Ίδρυμα» (νυν «Άγιος Μηνάς») το οποίο μεγάλωνε, σπούδαζε και αποκαθιστούσε ορφανά παιδιά. Το όνομα επίσης του Νικολάου Πιτσουλάκη, λόγω της ευεργεσίας του αυτής, δόθηκε τιμητικά από τον Δήμο Ηρακλείου σε κεντρικό δρόμο της πόλεως.
Ο μικρός Ευάγγελος ήταν ένα παιδί έξυπνο και φιλομαθές. Πάντοτε είχε την δίψα της γνώσεως, δίψα που κράτησε μέχρι τα τέλη της ζωής του. Η γνώση λοιπόν ήταν ένα βασικό εφόδιο για να ασκήσει την ποιμαντική του τέχνη αργότερα, εφόδιο το οποίο συμπλήρωνε την εν γένει αρετή του.
Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο της Επισκοπής και ακολούθως στην Ιερατική Χανίων που στεγαζόταν στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στο Ακρωτήρι επί 7 χρόνια. Την Σχολή αυτή τελείωσε με καθυστέρηση 5 ετών διότι λόγω του πολέμου και της γενικής δυσχέρειας της περιόδου αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του μετά το δημοτικό σχολείο και να βοηθεί την οικογένειά του. Όμως ο πόθος για την ανώτερη παιδεία και γνώση πάντοτε υπήρχε μέσα του και έτσι λόγω του ζήλου του έφθασε να τελειώσει και δύο πανεπιστημιακές σχολές αργότερα. Την απαραίτητη συστατική επιστολή του έδωσε ο εφημέριος της εκκλησίας του χωριού του, ο συνονόματός του πατήρ Ευάγγελος Τζατζαδάκης. Εκείνος ο μακάριος λευίτης, αγνός Κρητικός και παραδοσιακός Κληρικός ιδιαίτερα εκτιμούσε τον νεαρό Ευάγγελο για την σοβαρότητα και σεμνότητά του.
Και επειδή ο Θεός τον είχε προικίσει με ωραία φωνή τον έπαιρνε βοηθό του και για να ψάλει στην ενορία του Αγίου Μηνά που ήταν ο προστάτης του χωριού και στα γύρω ξωκκλήσια που λειτουργούσε.
Στις 26 Ιουνίου 1953 κρατά πλέον στα χέρια του το πολυπόθητο δίπλωμα της Σχολής με γενικό βαθμό «λίαν καλώς, 17 και 1/16». Το πτυχίο υπογράφει ο πρόεδρος της εφορείας της Σχολής, Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης, σημαντική προσωπικότητα για τα εκκλησιαστικά και πολιτικά πράγματα των Χανίων. Στη Σχολή αυτή καταρτίστηκε ιδιαιτέρως στα εκκλησιαστικά γράμματα και αγάπησε έτι περισσότερο την λειτουργική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Μεταξύ των καθηγητών του ήταν και ο πρωτοψάλτης των Χανίων Ε. Δασκαλάκης ο οποίος εκτίμησε το χάρισμα της καλλιφωνίας που διέθετε ο νέος και τον προέτρεψε να τελειώσει και την Σχολή Βυζαντινής μουσικής το οποίο και έκανε με επιτυχία.
Ακολούθως ο Ευάγγελος κατετάγη στο στρατό. Παρουσιάστηκε στο πεζικό στην Κόρινθο και με μετάθεση ήρθε στο Ηράκλειο απ’ όπου απολύθηκε με την ειδικότητα του σιτιστού. Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εξυπηρετούσε τα Σαββατοκύριακα ως πρωτοψάλτης τον Ιερό Ναό Αγίου Τίτου Ηρακλείου, διακονία που κράτησε κατά τα έτη 1953 έως και 1956 οπότε και χειροτονήθηκε.
Το 1953 νυμφεύθηκε την Δέσποινα Φανουράκη μία εκ των πέντε τέκνων του ιερέως Γεωργίου και της πρεσβυτέρας Ελπινίκης στα Αιτάνια Πεδιάδος. Από τον αδελφό της πρεσβυτέρας Δέσποινας τον Μαθιό, ο π. Ευάγγελος είχε μια ανηψιά, την Θεολόγο στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και νυν μοναχή Φιλοθέη, αδελφή της Ιεράς Μονής Εισοδίων της Θεοτόκου Ρογδιάς στο Ηράκλειο.
Ο Θεός ευλόγησε τον γάμο αυτό διότι η μακαριστή πλέον Δέσποινα πρεσβυτέρα († 15 Μαρτίου 2015) ήταν άνθρωπος πίστεως και προσευχής, ευγενής και ταπεινή, σεμνοτάτη και στάθηκε ως πρεσβυτέρα, σύζυγος και μητέρα στο ύψος του αξιώματος της ιερωσύνης του ιερέως της. Από τον γάμο αυτό απέκτησαν τρεις γιούς:
α) τον Σπυρίδωνα που γεννήθηκε το 1955 στο Ηράκλειο και σπούδασε ηλεκτρονικός και εργάστηκε στην Αμερική όπου έζησε με την οικογένειά του μέχρι τον πρόωρο θάνατό του συνεπεία καρδιολογικού προβλήματος στις 25 Οκτωβρίου 2019. Ο Σπύρος νυμφεύθηκε την Όλγα Μπαλτά από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Απέκτησαν δύο θυγατέρες, την Δέσποινα και την Αγγελική. Από την Δέσποινα ήρθε στον κόσμο και η δισεγγονή του π. Ευαγγέλου, η Αντιγόνη-Όλγα.
β) τον Γεώργιο που γεννήθηκε το 1956 στο Ηράκλειο και σπούδασε γιατρός και έκανε ειδίκευση ακτινολόγου και εργάζεται μέχρι σήμερα στο Νοσοκομείο «Αγία Σοφία». Νυμφεύθηκε την Μαρίνα Βακάκη από τα Χανιά, παιδίατρο στο Νοσοκομείο «Αγλαία Κυριακού» και απέκτησαν 3 θυγατέρες, την Δέσποινα, την Ευαγγελία και τη Ζωή. Οι δύο πρώτες είναι γιατρίνες αριστούχες.
γ) Τον Νικόλαο που γεννήθηκε το 1963 στο Ηράκλειο και εργάζεται μέχρι σήμερα στην Αμερική ως ηλεκτρονικός. Νυμφεύθηκε την Σπυριδούλα Καββαθά από την Αθήνα και απέκτησε δύο θυγατέρες, την Μαρία και την Ευαγγελία.
Απέκτησε λοιπόν ο π. Ευάγγελος τρεις γιούς, επτά εγγονές και μία δισεγγονή.
Ανέκαθεν διακατείχε το είναι του ο ένθεος ζήλος να υπηρετήσει το άγιο θυσιαστήριο. Μέσω πνευματικών προσώπων κληρικών και καθηγητών της Σχολής γνωρίστηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο Ψαλιδάκη, ο οποίος ήταν εμβριθής θεολόγος, απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, και κληρικός με αντιστασιακή δράση στα χρόνια της Κατοχής αλλά και μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα προς ώφελος του χειμαζομένου λαού, γι’ αυτό και αγαπητός σε όλο το νησί. Ο Ευάγγελος ήταν πλέον ένας νέος καλός, σεμνός, προσεκτικός στην συμπεριφορά του και μορφωμένος. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος τον εκτίμησε και τον χειροτόνησε εις διάκονον στις 12 Φεβρουαρίου 1956 και τον επόμενο μήνα, στις 4 Μαρτίου 1956 εις πρεσβύτερον.
Ακολούθως διορίστηκε υπό του ιδίου Αρχιερέως εφημέριος του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά στις 15 Μαρτίου 1956 και μέχρι τις 15 Απριλίου 1976. Τα τελευταία πέντε χρόνια βρισκόταν αποσπασμένος στην Αθήνα για λόγους σπουδών.
Από τον Αρχιεπίσκοπο του ανατέθηκαν άμεσα καθήκοντα του εξομολόγου (προτού λάβει επισήμως την χειροθεσία του πνευματικού), των κύκλων μελέτης Αγίας Γραφής και άλλα.
Μεταξύ των άλλων ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος του ανέθεσε τον σε ερειπιώδη κατάσταση ευρισκόμενο Ιερό Ναό της Παναγίας των Σταυροφόρων. Ο ναός βρίσκεται στην οδό Μάρκου Μουσούρου πρώην «Χειτάν-ογλού» που είναι συνέχεια της οδού 1821. Έχει ανεγερθεί στη θέση που επί Νικηφόρου Φωκά υπήρχε ναός της Παναγίας όπου εκκλησιαζόντουσαν οι στρατιώτες του. Ανηγέρθη τον 14ο αιώνα από τους Ενετούς και αφιερώθηκε στην Παναγία Santa Μaria των Σταυροφόρων δηλαδή των Σταυρό φερόντων προσκυνητών των Αγίων Τόπων (και όχι των γνωστών Σταυροφόρων). Αυτός ο ναός με το ένδοξο παρελθόν παρέμενε έρμαιο του χρόνου και χωρίς στέγη. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος όρισε ερανική επιτροπή με πρόεδρο τον π. Ευάγγελο Πιτσουλάκη στις 25 Μαρτίου 1963 και στις 5 Νοεμβρίου 1965 εκκλησιαστικό συμβούλιο με τον ίδιο πρόεδρο. Ο π. Ευάγγελος με τους συνεργάτες του δούλεψε συντονισμένα για την αποκατάσταση αυτής της τρίκλιτης, ξυλόστεγης Βασιλικής γοτθικού ρυθμού που αποτελεί κόσμημα της πόλεως του Ηρακλείου. Το θαυμαστό αποτέλεσμα που προέκυψε είχε σαν συνέπεια να εγκαινιαστεί ο ναός από τον συγκινημένο Αρχιεπίσκοπο στις 5 Ιουνίου 1971 μέσα σε κλίμα κατανυκτικό και συνάμα μεγαλοπρεπές.
Παράλληλα ο πατήρ Ευάγγελος διακονούσε με την ίδια φλόγα και ακούραστα στο ναό της Αγίας Παρασκευής πλησίον του Αγίου Μηνά καθώς και στο νοσοκομειακό παρεκκλήσιο του Αγίου Παντελεήμονος στο Πανάνειο Νοσοκομείο τελώντας Ιερές Παρακλήσεις προς τον θαυματουργό Άγιο και βαπτίζοντας τέκνα αναξιοπαθούντων κ.τ.λ. οικογενειών που αναδέχονταν διάφοροι εύποροι Κρητικοί.
Για την πνευματική τόνωση του ποιμνίου του οργάνωνε προσκυνηματικές εκδρομές στις τοπικές Μονές Αρκαδίου, Καλυβιανής, Παληανής κ.α. καθώς και την Τήνο και την Αίγινα.
Δημιούργησε κύκλους μελέτης Αγίας Γραφής και Κατηχητικά Σχολεία όπου εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο.
Προκειμένου να καταρτιστεί περισσότερο ως πνευματικός κατόπιν συστάσεως του Αρχιεπισκόπου Ευγενίου μετέβη στην Αθήνα και παρακολούθησε στην Ιερά Μονή Πεντέλης το «Επιμορφωτικό Φροντιστήριο Εξομολόγων» της Αποστολικής Διακονίας. Φοίτησε από της 10ης Οκτωβρίου έως της 9ης Δεκεμβρίου 1961 οπότε και έλαβε την σχετική βεβαίωση με υπογραφή του αντιπροσώπου του Αρχιεπισκόπου, Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανού και του εντεταλμένου της Ιεράς Συνόδου Μητροπολίτου Ξάνθης Αντωνίου. Κατ’ εκείνη την περίοδο ιδιαιτέρως συνδέθηκε με τον Διευθυντή του Φροντιστηρίου, τον τότε Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Γιαλούρη που αργότερα έγινε Μητροπολίτης Χίου, Ψαρών και Οινουσσών. Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος κατείχε τη θέση αυτή κατά τα έτη 1954-1967 και από τα χέρια του πέρασαν πολλοί κληρικοί τους οποίους περιέβαλε με ιδιαίτερη αγάπη και ενδιαφέρον. Άλλος κληρικός-καθηγητής της ιδίας περιόδου με τον οποίο σχετίστηκε ο π. Ευάγγελος ήταν και ο τότε Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Χρυσοφάκης που αργότερα έγινε Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας και κατόπιν Θεσσαλονίκης. Από τα χρόνια εκείνα και από εκείνους τους θεοφώτιστους κληρικούς διδάχτηκε ο π. Ευάγγελος την ποιμαντική τέχνη.
Στα πολλά του καθήκοντα, έβλεπε ο π. Ευάγγελος ότι δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει χωρίς πανεπιστημιακή παιδεία. Γι’ αυτό και ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος τον έστειλε στην Αθήνα το 1970 όπου κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων πέρασε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου. Ήταν δύσκολο όμως λόγω οικογενειακών και ενοριακών υποχρεώσεων να μετακινείται μεταξύ Αθηνών και Κρήτης. Έτσι το επόμενο καλοκαίρι του 1971 έλαβε απόσπαση λόγω σπουδών και βρέθηκε να διακονεί στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, αρχικά στον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους στο πεδίο του Άρεως και κατόπιν στον Ιερό Ναό Αγίας Σκέπης και Αγίου Αλεξάνδρου Παπάγου. Στού Παπάγου ήταν παντελώς άγνωστος, όμως ήλθε κατά το θέλημα του Θεού και κατόπιν συστάσεως του Μητροπολίτου Νέας Πελαγονίας και Ενόπλων Δυνάμεων Νικολάου Ξένου († 13 Δεκεμβρίου 1984) με τον οποίο γνωρίζονταν όταν ο π. Νικόλαος διακονούσε ως Ιεροκήρυκας στην Κρήτη.
Στην Αγία Σκέπη ήταν κληρικός ο Πρωτοπρεσβύτερος Κάλλιστος Μηλιαράς († Καθαρά Τετάρτη του 1978), και ο Αρχιμανδρίτης Σωτήριος Τράμπας (κατόπιν Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και αργότερα Μητροπολίτης Κορέας και νυν Μητροπολίτης Πισιδίας του Οικουμενικού θρόνου).
Ο π. Ευάγγελος παρ’ όλα τα νέα του καθήκοντα αφιερώθηκε στις σπουδές του και στις 15 Ιουνίου 1974 έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας με γενικό βαθμό «Λίαν καλώς». Στη Σχολή συνδέθηκε με τους γνωστούς καθηγητές Μέγα Φαράντο, Νικόλαο και Παναγιώτη Μπρατσιώτη και Νικόλαο Νησιώτη. Το 1974 συνέταξε και εξέδωσε την πανεπιστημιακή εργασία «Βιβλικόν φως εις την μεγαλειώδη αξίαν του ανθρώπου ως θείου δημιουργήματος» η οποία διακρίνεται για την πληρότητά της, την επιλεγμένη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε και την επιστημονική γλώσσα και μέθοδο που ακολουθήθηκε.
Εν συνεχεία ενεγράφη στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ’ όπου πήρε το πτυχίο του στις 28 Ιουνίου 1977 με γενικό βαθμό «Λίαν Καλώς».
Η δίψα του για περισσότερη γνώση όμως δεν σταμάτησε εκεί. Σκέφτηκε την Ιατρική Σχολή όμως ο θάνατος του π. Καλλίστου τον έφερε στην θέση του προισταμένου του Ναού της Αγίας Σκέπης καθόσον είχε αποχωρήσει και ο π. Σωτήριος.
Έτσι αρκέστηκε στις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις που έλαβε από την Σχολή Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού.
Από τις 16 Απριλίου 1976 μονιμοποιήθηκε ως κληρικός της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και ανέλαβε πλέον την Αγία Σκέπη ως επίσημος προιστάμενος.
Επίσης από της 9ης Μαρτίου 2001 διορίστηκε Πρόεδρος της Κοσμητείας του Κοιμητηρίου Παπάγου.
Ο Ιερός Ναός της Αγίας Σκέπης επί των ημερών του πατρός Ευαγγέλου έλαβε καλή φήμη όχι μόνο για τον Δήμο του Παπάγου αλλά και για όλη την Αττική και την Ελλάδα. Και αυτό διότι διέθεσε από τον εαυτό του τα πάντα για την εύρυθμη λειτουργία του επί 50 συναπτά έτη. Διήλθε μισόν αιώνα εργαζόμενος ακούραστα, ταπεινά, αθόρυβα και ουσιαστικά.
Ιδιαιτέρως φρόντιζε τον καλλωπισμό και την ευπρέπεια της Αγίας Σκέπης. Όταν πήγε στο Ναό για πρώτη φορά βρήκε αγιογραφημένο τον τρούλο και τα 4 χωνία του όπως και την κόγχη της Πλατυτέρας στο Ιερό Βήμα. Με δικές του ενέργειες ο μαθητής του Φώτη Κόντογλου, Πέτρος Βαμπούλης και οι συνεργάτες του ολοκλήρωσαν την αγιογράφηση όλου του ναού σταδιακώς και το έργο περατώθηκε μέσα στη δεκαετία του 1990.
Επίσης φρόντισε τον εξαερισμό, την θέρμανση και την ψύξη του ναού με τα πλέον καλά και σύγχρονα μέσα. Επιμελήθηκε και τον εξωραισμό του περιβάλλοντος τον ιερό ναό χώρου με δημιουργία πρακτικού χώρου στάθμευσης, δενδροφύτευση κ.τ.λ.
Εκείνο που τον στενοχωρούσε ήταν ότι δεν μπόρεσε να δημιουργήσει για το ναό αίθουσα και πνευματικό κέντρο, θέμα το οποίο δυστυχώς βαραίνει όχι η ολιγωρία εκ μέρους των ιερέων αλλά η αδιαφορία άλλων εμπλεκόμενων φορέων.
Η Αγία Σκέπη δεν ήταν το δεύτερο σπίτι του πατρός Ευαγγέλου αλλά το σπίτι του. Ήταν έξυπνος και συνάμα τόσο ταπεινός ώστε ουδέποτε επεχείρησε να ταυτίσει τον ναό με το πρόσωπό του αλλά και τους πιστούς με τον εαυτό του.
Η παρουσία του στον ναό ήταν καθημερινή. Παρόλο το φορτωμένο πρόγραμμά του διάβαζε πάντοτε τον Όρθρο και τον Εσπερινό. Στην θεία Λειτουργία ήταν πάντοτε προσηλωμένος με το βλέμμα να νεύει προς τη γη και το πρόσωπο να κλίνει στο μέρος της καρδιάς. Εκείνη την άγια ώρα στεκόταν ενώπιος ενωπίω με τον θυσιαζόμενο Χριστό και η προσοχή του ήταν στραμμένη μόνο στην Αγία Τράπεζα. Η καθαρά του καρδία, γεμάτη αγάπη, καλωσύνη και συγχωρητικότητα για όλους και για όλα τον ανέβαζε σε ύψη μυστικής θεωρίας. Η κατανυκτική φωνή του μετέδιδε τους παλμούς της προσευχομένης καρδίας του και βοηθούσε το εκκλησίασμα στην πνευματική εργασία. Όταν συγκινημένος εκφωνούσε το «Πρόσχωμεν, τα άγια τοις αγίοις!» αισθανόσουν να πλησιάζεις τον θρόνο του Χριστού για να προσκυνήσεις. Όλη την ένταση και την ψυχοσωματική του δύναμη την έδινε στην θεία λειτουργία την οποία ουδέποτε απέφευγε να τελεί έως ότου τον εγκατέλειψαν οι φυσικές του δυνάμεις. Κατά την θεία λειτουργία το πρόσωπό του γινόταν φωτεινό και μετέδιδε με το ιλαρό βλέμμα του ειρήνη και γαλήνη. Η θεία λειτουργία ήταν λοιπόν το κατεξοχήν συστατικό της διακονίας του.
Την αγάπη του προς την Παναγία εξέφραζε με πολλούς τρόπους. Την τιμούσε με θεία λειτουργία και ιερές αγρυπνίες στις Θεομητορικές εορτές καθώς και το ετήσιο προσκύνημα στην Μεγαλόχαρη της Τήνου. Ήταν ιδιαίτερο το ενδιαφέρον του να κάνει τους ανθρώπους να αγαπούν και να εμπιστεύονται την Παναγία σαν Μάνα, την όντως Μάνα. Γι’ αυτό και ο ίδιος διακονούσε τον οίκο Της με ευλάβεια και ακρίβεια, επικαλούμενος την ενίσχυσή Της και έχοντας πάντοτε ριζωμένη στην καρδιά του την άχραντη μορφή Της.
Κάποτε διηγήθηκε ότι το πρώτο πρωινό που μετέβη εν έτει 1971 στην Αγία Σκέπη για να λειτουργήσει ανέβαινε με τα πόδια και ξαφνικά άρχισε να βλέπει την κυκλαδίτικου τύπου κάτασπρη πανέμορφη εκκλησία της Παναγίας να ξεπροβάλει μέσα από τους ολάνθιστους θάμνους και τα δένδρα και του ήρθε μία ευωδία από τα ανοιξιάτικα λουλούδια μαζί με ουράνια ευωδία! Τότε γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησε την Παναγία που τον αξίωσε να διακονήσει τον οίκο Της και την παρακάλεσε αυτή η χάρη και η λαχτάρα που αισθάνθηκε για το πρόσωπό Της να μην τον εγκαταλείψουν ποτέ και πάντοτε η ψυχή του να αισθάνεται την παρουσία Της με κατάνυξη όπως αυτή την μέρα…
Το ίδιο με την Αγία Σκέπη αγαπούσε και την Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Παπάγου όπου διακονούσε ως εφημέριος εκ περιτροπής αρχικά με τον π. Κάλλιστο και κατόπιν τον π. Αθανάσιο. Η διακονία αυτή γινόταν κατ’ εντολήν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών αλλά γινόταν με χαρά διότι ο π. Ευάγγελος αποκαλούσε την Μονή «κατοικητήριο της Κυρίας των Αγγέλων και χώρο αγιοβάδιστο». Η συνεργασία του με τις Γερόντισσες Δωροθέα και Χριστονύμφη ήταν άψογη διότι ήταν η σχέση του μαζί τους και όλη την αδελφότητα διέπετο από σεβασμό και πνευματική αγάπη. Ιδιαιτέρως εκτιμούσε και εσέβετο την αδελφή Ευγενία και την αδελφή Ιγνατία. Με χαρά ανέβαινε στο βουνό για την πρωινή λειτουργία κάνοντας άσκηση με το περπάτημα και σιγοψάλλοντας μέσα στην όμορφη φύση του Υμηττού. Αλλά και το εκκλησίασμα τον ακολουθούσε στην Μονή για να απολαύσει την κατανυκτική του ψαλμωδία και το ωραίο του κήρυγμα. Το μοναστήρι το αποκαλούσε «πνεύμονα» γιατί χάριζε άφθονο το πνευματικό του οξυγόνο στο Δήμο Παπάγου και όλο το λεκανοπέδιο.
Ιδιαίτερη επιμέλεια έδειχνε για το ιερό κήρυγμα. Στα λίγα κενά από τις υποχρεώσεις του μελετούσε. Πάντοτε εκφωνούσε το κήρυγμα από στήθους χρησιμοποιώντας λόγο Χριστοκεντρικό και αγιοπατερικό με επιστημονική ορολογία. Η μελέτη και η πείρα τον έκαναν περιζήτητο κήρυκα του θείου λόγου ο οποίος μαγνήτιζε τα πλήθη και αποσπούσε την προσοχή του ακροατή. Απέφευγε να κάνει πλατειασμούς, απλοικές αναλύσεις καθώς και ευτελή παραδείγματα ή αναφορές όπως είθισται να γίνεται από κάποιους λαικούς ακατάρτιστους κήρυκες. Ο λόγος του πάντοτε σε ανέβαζε και σε αποσπούσε από τον λαικισμό και την ευτέλεια.
Πολλές επίσης ήταν οι φορές που έδινε διαλέξεις γύρω από επίκαιρα θέματα. Τότε κατόπιν προσεκτικής μελέτης, ξενυχτώντας πολλές φορές, συνέτασσε κείμενο βάσει βιβλιογραφίας με το επιστημονικό ύφος και γλώσσα που χειριζόταν πάντοτε και κυριολεκτικώς καθήλωνε το ακροατήριο. Εκτός Αγίας Σκέπης μιλούσε στο «Πολιτιστικό Κέντρο Παπάγου», στον «Παρνασσό», στον σύλλογο «Οι φίλοι των Αναπήρων» κ.α. Συχνά-πυκνά καλούσε διάφορες προσωπικότητες και οργάνωνε «εσπερίδες» στο ναό όπου ανέπτυσσαν αξιόλογα θέματα.
Με την εξίσου επιμέλεια, τελούσε και τα ιερά μυστήρια στο ναό συγκεντρωμένος στο ευχολόγιο και στην προσευχή του για αυτά που ζητούσε από το Θεό για τους πιστούς. Το βλέμμα του ήταν πάντοτε απερίεργο και απλό και το ύφος του σοβαρό. Σε αυτό συντελούσε και η εμφάνισή του που ήταν έτσι όπως πρέπει, δηλαδή ιεροπρεπής. Τα γένια και τα μαλλιά του άκοπα, πάντοτε με το καλυμμαύχι στο κεφάλι καθώς και το εξώρασο. Ποτέ δεν φορούσε ξεκουμπωμένο το ζωστικό του ούτε σήκωνε τα μανίκια του και με τους μεγαλύτερους καύσωνες ακόμη και μύριζε λιβάνι από μακριά. Κολώνιες, κουρέματα και λοιπές κοσμικότητες ήταν αδιανόητες για τον σε όλα προσεκτικό και ιεροπρεπή πατέρα Ευάγγελο.
Στην οικογένειά του είχε δώσει εκκλησιαστική αγωγή. Και ενώ ήταν σύζυγος και πατέρας στοργικός, ουδέποτε η πρεσβυτέρα ή οι γιοί του ανακατεύτηκαν με τα θέματα του ναού, να ρωτούν, να μαθαίνουν, να επεμβαίνουν ή παρεμβαίνουν. Ελειτουργούντο καθήμενοι διακριτικά χωρίς να κάνουν εμφανή την παρουσία τους.
Η μέριμνά του για την νεολαία ήταν μεγάλη. Εξομολογούσε προσεκτικά και τα μικρά παιδιά, οργάνωνε με κατάλληλους κατηχητές τα κατηχητικά της ενορίας, αξιοποιούσε τα παιδιά για να διακονούν στο Ιερό βήμα, στα αναλογεία κ.τ.λ.
Η παρουσία του, ο λόγος και η συμπεριφορά του μαγνήτιζε τους νέους οι οποίοι τον ευλαβούνταν και τον εκτιμούσαν. Ο λόγος του ήταν απόλυτος μεν αλλά σύγχρονος και μέσα στα ενδιαφέροντα και τα προβλήματα των νέων, σύγχρονος αλλά ουδέποτε μοντέρνος.
Στους νέους συνιστούσε την αγνή και καθαρή ζωή, την προσευχή, την εξομολόγηση και την θεία Κοινωνία. Επίσης επέμενε στην μόρφωση. Ήθελε να καταγίνονται οι νέοι με την μελέτη, το διάβασμα, το γράψιμο, τις περαιτέρω και ανώτατες σπουδές και χαιρόταν ολόψυχα όταν διάβαζε τις πανεπιστημιακές εργασίες των νέων, αποτέλεσμα του κόπου και της προσπάθειάς τους.
Ιδιαιτέρως διακρίθηκε ο πατήρ Ευάγγελος στον τομέα της Ιεράς Εξομολογήσεως. Όχι μόνο κατά την περίοδο των εορτών αλλά και καθ’ όλο το έτος εξομολογούσε αναρίθμητους Χριστιανούς. Ήταν αδύνατον να φύγει κάποιος από το πετραχήλι του στενοχωρημένος και χωρίς να έχει βοηθηθεί πνευματικά. Παρ’ όλο που ήταν απαράβατος στις αρχές του, ήταν ιδιαίτερα φιλάνθρωπος με τις πτώσεις των ανθρώπων. Ήταν βαθύς γνώστης της ψυχολογίας των ανθρώπων και κοιτούσε πάντοτε να οικοδομεί τις ψυχές. Προσπαθούσε να άρει από τις ψυχές τα σκοτεινά πέπλα της αθυμίας και να απαλλάξει από το φόρτο των αμαρτιών. Έβαζε όρια πάντοτε έτσι ώστε ο πιστός να ξέρει που θα βαδίσει. Στις μεγάλες αμαρτίες φώναζε: «όχι αυτό, μην το ξανακάνεις! Σε χωρίζει από το Χριστό». Ποτέ δεν εξέφραζε τον προσωπικό του πόνο για τις αμαρτίες των πιστών αλλά προσπαθούσε με καλωσύνη να εξηγήσει το γεγονός ότι η αμαρτία συντελεί στην αποδόμηση όχι μόνο της ψυχής αλλά και της εν γένει προσωπικότητας του ανθρώπου. Όταν διέκρινε πνεύμα ανυπακοής που συνδεόταν με πλάνη συνήθως επεσήμαινε: «ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση» [Α΄ Κορ. ι΄, 12]. Ενώ στηλίτευε την αμαρτία ουδέποτε εξουθένωσε αμαρτωλό άνθρωπο. Όταν διέκρινε αμετανοησία, με σκυμμένο το κεφάλι μονολογούσε: «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» [Εβρ. ι΄, 31], προσπαθώντας να φέρει σε συναίσθηση και μετάνοια τον ζαλισμένο από την αμαρτία άνθρωπο. Όλη του η πνευματική εργασία και η πνευματική αγάπη και στοργή φαινόταν από το μυστήριο της Ιεράς εξομολογήσεως. Γι’ αυτό και όλοι τον εμπιστεύονταν, δεν φοβούνταν να του μιλήσουν και έφερναν και δικούς τους ανθρώπους να εξομολογηθούν. Όταν επίσης διάφοροι δύσκολοι χαρακτήρες παρατηρούσαν την ακέραιη προσωπικότητά του, του ζητούσαν μόνοι τους να τους εξομολογήσει. Πολλές φορές γλίτωσε από τον πνευματικό θάνατο την τελευταία στιγμή ανθρώπους που η κοινή γνώμη κατέτασσε στην απώλεια. Κάτω από το πετραχήλι του επί μακράν σειράν ετών παγιώθηκαν στην οδό της μετανοίας και βάδισαν προς την σωτηρία αναρίθμητοι χριστιανοί καθώς και κληρικοί όλων των βαθμίδων, μοναχοί και μοναχές. Ο ίδιος πάντως με ιδιαίτερη ευλάβεια μιλούσε για τους πνευματικούς του μακαριστούς Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο, τον ελεήμονα και αφιλάργυρο χρηματίσαντα επί δύο φορές Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου καθώς και Γερμανίας στο ενδιάμεσο, Ειρηναίο Γαλανάκη, τον όσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο που με την αγιωσύνη του χάραξε στην ψυχή του αγαθή μνήμη και τον εφησυχάζοντα Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ειρηναίο (Αθανασιάδη) συμμαθητή του στην Εκκλησιαστική Σχολή στα Χανιά.
Ένας ακόμη επιτυχής τομέας διακονίας του πατρός Ευαγγέλου ήταν ο τομέας της φιλανθρωπίας. Ένας τομέας πολύ ευαίσθητος που απαιτεί σύνεση στην διαχείριση και ακεραιότητα στη διεκπεραίωση.
Ως προιστάμενος κουράστηκε ανύστακτα για την πρόοδο του έργου και την καλή απόδοση του ενοριακού φιλοπτώχου ταμείου. Ο ίδιος περί τα τέλη της διακονίας του ομολογούσε λέγοντας: «Ο,τι πέτυχα, το πέτυχα με τα καθαρά μου χέρια» σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά και επισημαίνοντας δημοσίως τον σεβασμό προς τον ιερό οβολό των πιστών.
Επέβλεπε την κίνηση του λογαριασμού και υπεδείκνυε στα αρμόδια μέλη να προσφέρουν την υπηρεσία τους προσεκτικά, λέγοντας ξανά και ξανά: «ούτε ένα λεπτό δεν πρέπει να πάει χαμένο». Πολλές φορές προσέφερε με αθόρυβο τρόπο την γενναία του εισφορά για να ανακουφιστούν έκτακτες ανάγκες του φιλοπτώχου. Η δραστηριότητά του σε αγαστή συνεργασία με τα μέλη αγκάλιασε τις ανάγκες πολλών συνανθρώπων μας ασθενών, πενθούντων, σεισμοπαθών, πυροπαθών, πλημμυροπαθών, μεταναστών και αστέγων. Τακτικώς ενίσχυε το σωφρονιστικό ίδρυμα Παπάγου (αναμορφωτήριο θηλέων) και τον σύνδεσμο «Οι φίλοι των αναπήρων» υπό την ηγεσία του μακαριστού Σταύρου Καλκανδή.
Οι πιστοί παρακολουθώντας την άμεμπτη ζωή του πατρός Ευαγγέλου και την πολυποίκιλη διακονία του τον εμπιστεύονταν αλλά και του εμπιστεύονταν τα χρήματά τους για τα έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Έτσι συνέδραμαν την περιφορά δίσκων, τον έρανο αγάπης, την συγκέντρωση τροφίμων, ιματισμού κ.τ.λ. Με το επιτελείο του οργάνωνε έκτακτες επισκέψεις αλλά και εορτές χριστουγεννιάτικες, πρωτοχρονιάτικες, πασχαλινές στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο και άλλα νοσοκομεία, σε ορφανοτροφεία, γηροκομεία.
Η χορωδία γυναικών που δημιούργησε έψαλλε τους Χαιρετισμούς και τις Παρακλήσεις της Παναγίας, ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδος αλλά έδωσε και χαρά με εορταστικά τραγούδια στα ανωτέρω ιδρύματα. Η οργάνωση προσκυνηματικών εκδρομών στην Μεγαλόχαρη της Τήνου, τον Άγιο Νεκτάριο Αιγίνης, την Μονή Αγίου Ιωάννου Μακρυνού στα Μέγαρα, την Μονή του Οσίου Παταπίου στο Λουτράκι ήταν άλλη μία πνευματική ευκαιρία που έδινε ο π. Ευάγγελος στους ενορίτες του.
Οργάνωσε επίσης τακτική αιμοδοσία στην Αγία Σκέπη για τους αναγκεμένους ασθενείς. Ο πατήρ Ευάγγελος είχε επιτυχία στην διαχείριση και των δυσκολότερων ακόμη χαρακτήρων που στο τέλος πάντοτε τους κέρδιζε και τους είχε στο πλευρό του. Είχε και επιτυχία στη λύση των παρεξηγήσεων διότι του ήταν αδιανόητο να είναι υπό την καθοδήγησή του άνθρωποι μεταξύ τους αδιάλλακτοι και τσακωμένοι.
Ο λόγος του ήταν πάντοτε σοφός και αντικειμενικός και έφερνε γαλήνη στους ανθρώπους που τον εμπιστεύονταν. Είχε μάλιστα απόλυτο κύρος και πειθώ επειδή μαρτυρούσε για την αγιοπνευματική του εμπειρία καθώς και την επάρκεια της απαραίτητης επιστημονικής γνώσης. Ο λόγος του ήταν αγιοπνευματικός, ειρηνευτικός, χαριτωμένος που έφερνε γαλήνη και εξισορρόπηση στους ανθρώπους.
Ο ίδιος διέθετε μία ασκητική μορφή με αδρά χαρακτηριστικά. Πάντοτε προσηύχετο και πάντοτε είχε στο στόμα του ένα καλό λόγο για όλους. Ποτέ δεν έκρινε, δεν κατηγορούσε, δεν μιλούσε πίσω από την πλάτη κανενός. Πάντοτε συνιστούσε και επεσήμαινε το καλό και τα προτερήματα του άλλου. Δεν απομόνωνε τους ανθρώπους ούτε δημιουργούσε κλίκες γύρω του. Ήταν ανοιχτός με όλους και όλους τους έβλεπε για καλούς και χάριζε αφειδώς το ενδιαφέρον και το χαμόγελο του χωρίς να επισημαίνει και στον μεγαλύτερο φταίχτη τα λάθη ή τις αμαρτίες του.
Καίτοι ήταν κατά κανόνα σοβαρός είχε απλότητα, δεχόταν όλους και έλεγε αστεία χωρίς να είναι ευτράπελα ή ανάρμοστα για τα χείλη ενός ιερέως. Με την σοφή πνευματική μέθοδο και ποιμαντική του τέχνη έφερνε τον άλλο στο φιλότιμο για να εργαστεί συντονισμένα για την σωτηρία του. Για τις κατερραγμένες ψυχές κατά τη διάρκεια της ιερατικής του διακονίας διέθεσε αφειδώλευτα ακόμη και τον προσωπικό του ελάχιστο χρόνο.
Στην κατήχηση των νέων είχε επιτυχία. Το κατηχητικό της Αγίας Σκέπης ετησίως και σε όλες τις βαθμίδες είχε 150 παιδιά. Συνεργάστηκε άψογα με κατηχητές από την αδελφότητα Θεολόγων ο «Σωτήρ» αλλά και άλλες χαρισματικές προσωπικότητες όπως ήταν η πολύκλαυστη Χρύσα Νικολοπούλου που εργάστηκε στο Κατώτερο Κατηχητικό με επιτυχία επί 20 και πλέον χρόνια αίροντας παράλληλα τον Σταυρό του πένθους του υιού της.
Κατά τα τελευταία χρόνια η ευαίσθητη πατρική καρδία του δοκιμάστηκε δύο φορές από το πένθος. Το δίστομο ξίφος του πόνου διεπέρασε την ψυχή του όταν το 2015 έχασε την πρεσβυτέρα του Δέσποινα και το 2019 τον πρωτότοκο υιό του Σπύρο. Αυτός που άλλοτε παρηγορούσε τους πενθούντες έπρεπε να γευτεί το ίδιο πικρό ποτήριο. Διήλθε όμως όλα αυτά τα χρόνια με γαλήνη, ηρεμία, προσευχή και δοξολογία του Θεού παρόλους τους πόνους διαφόρων ασθενειών στο σώμα του. Η χαρά ήλθε ξανά με την γέννηση και την βάπτιση της δισεγγονής του Αντιγόνης-Όλγας.
Καθώς όμως αισθανόταν λόγω γήρατος και ασθενειών τις φυσικές του δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν καθημερινώς εκφωνούσε τον «Νυν απολύεις τον δούλον Σου Δέσποτα». Ο Θεός από την κοίμηση της πρεσβυτέρας και μετά δεν του στέρησε την διαύγεια ώστε να συνεχίζει να προσεύχεται, να συλλειτουργεί όταν μπορούσε και να εξομολογεί κατ’ οίκον. Όταν διαμαρτυρόμασταν γι’ αυτό τον «Νυν απολύεις» απαντούσε, ότι «δεν υποδεικνύω στο Θεό τι θα κάνει. Όμως θέλω, να είμαι μαζί με το Χριστό και να τον διακονώ από άλλη θέση. Να πηγαίνω όπου με στέλνει εκείνος και να βοηθώ πιο ουσιαστικά και από πιο κοντά όσους με ζητούν στην προσευχή τους». Τόση αγάπη είχε για τον Θεό και τον άνθρωπο! Από αυτά τα λόγια διακρίνουμε επιπλέον την παρρησία του στο Θεό και την καθαρά συνείδησή του.
Και όταν ρωτούσαμε τι θα γίνουμε αν μας φύγετε, απαντούσε «όταν φύγω δεν θα έχετε πλέον ανάγκη την φυσική μου παρουσία ή άλλους ανθρώπους γιατί θα είστε τόσο δυνατοί που θα έχετε μαζί σας τον Ιησού Χριστό να σας στηρίζει παντού και πάντοτε».
Εκοιμήθη έχοντας ζήσει 91 χρόνια, 65 ιερατικής διακονίας και 50 αφιερωμένα στην Αγία Σκέπη Παπάγου. Το τέλος ήλθε γαλήνιο και ήρεμο και τον συνάντησε προσευχόμενο, ειρηνικό να προσδοκεί την συνάντηση με τον Ιησού Χριστό και την Παναγία.
Τα χαράματα της Πέμπτης 4 Νοεμβρίου 2021 υπέστη έμφραγμα, καθ’ ύπνους και την επομένη έκανε επέμβαση τοποθέτησης βηματοδότη από την οποία προέκυψαν έκτακτα προβλήματα. Έτσι ανεχώρησε για την χώρα των ζώντων κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής 7ης Νοεμβρίου 2021 και επί τη μνήμη του Οσίου Λαζάρου του Γαλησιώτου.
Κατέλιπε ένα λείψανο φωτεινό, ιλαρό, γαλήνιο με αγαθοήρεμη έκφραση και ξεκούραστη, σημείο και αυτό της θείας ευαρέσκειας στον ευλογημένο ιερέα Του.
Η εξόδιος ακολουθία έγινε στην Αγία Σκέπη Παπάγου την Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021, ημέρα μνήμης του Αγίου Νεκταρίου που τόσο ευλαβείτο ο π. Ευάγγελος και τον τιμούσε κάθε χρόνο με αγρυπνία. Στην ακολουθία προέστη ο Μητροπολίτης Γλυφάδας Αντώνιος που επί 27 χρόνια ήταν ιερέας και προιστάμενος του Ναού και ομίλησε καταλλήλως. Επίσης έλαβαν μέρος και 12 ιερείς, ιερομόναχοι και πρεσβύτεροι. Παρέστησαν οι μοναχές της Μονής του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, οι τοπικοί άρχοντες και πλήθος κόσμου. Οι ομιλητές εξήραν την προσωπικότητα και το έργο του π. Ευαγγέλου χαρακτηρίζοντάς τον ως άξιο κληρικό και την πλέον εμβληματική μορφή του Δήμου Παπάγου.
Η ταφή έγινε εν συνεχεία στο Κοιμητήριο Παπάγου στο τάφο όπου αναπαύεται και η πρεσβυτέρα του Δέσποινα. Το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο έγινε την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021 στην Αγία Σκέπη Παπάγου.
Οι ιερείς σου Κύριε ενδύσονται δικαιοσύνην και οι όσιοί σου αγαλλιάσονται [Ψαλμ. ρλα΄, 9]
Στόμα δικαίου αποστάζει σοφίαν, χείλη δε ανδρών επίστανται χάριτας [Παροιμ. ι΄, 31]
Την ευχή του να έχουμε!