Η ανθρωπολογική διάσταση της Νεκρώσιμης Ακολουθίας
14 Φεβρουαρίου 2022Η Βυζαντινή υμνογραφία μεταφέρει το Ευαγγελικό μήνυμα στα μέλη της Εκκλησίας κάθε εποχής με έναν ποιητικό και συνάμα εύληπτο τρόπο. Οι ιερές ακολουθίες κρύβουν μέσα τους βαθύ θεολογικό υπόβαθρο το οποίο χρησιμοποιεί ο υμνογράφος της Εκκλησίας για να μπορέσει μέσω αυτών να κατηχήσει το λαό του Θεού πάνω στα βασικά δόγματα της Ορθόδοξης Θεολογίας.
Εξαίσιο παράδειγμα μελοποιημένου κηρύγματος με το οποίο ο υμνωδός της Εκκλησίας μεταφέρει την Ορθόδοξη διδασκαλία στα μέλη της Εκκλησίας αποτελεί η νεκρώσιμη ακολουθία. Μέσα από αυτήν ο πιστός δεν προσλαμβάνει μονάχα το ελπιδοφόρο μήνυμα της κατάργησης του θανάτου με τη σταυρική θυσία του Χριστού ο οποίος πέθανε «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον» (Εβρ. 2,17), αλλά γίνεται και μέτοχος των βασικών αρχών της ορθόδοξης ανθρωπολογίας.
Οι ύμνοι της νεκρώσιμης ακολουθίας μακριά από μια διαρχική θεώρηση του ανθρώπου και πέραν από αισθήματα περιφρόνησης και υποβάθμισης του υλικού σώματος έναντι της ψυχής, παρουσιάζουν την δογματική διδασκαλία της ορθόδοξης ανθρωπολογίας προσεγγίζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο ως ψυχή και σώμα.
Για τη θεολογία της νεκρώσιμης ακολουθίας, ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού δεν είναι αυθύπαρκτος αλλά ήρθε στην ζωή «ἐκ μὴ ὄντων»[1]. Προέρχεται δηλαδή απευθείας από τα παντοδύναμα δημιουργικά χέρια του Θεού που είναι «Ὁ πάλαι, ἐκ μή ὄντων πλάσας»[2] τον άνθρωπο, χωρίς την παρέμβαση τυχαίας εξελικτικής διαδικασίας αλλά από την ανυπαρξία κάθε είδους ζωής, νοητής και υλικής πριν την δημιουργία[3].
Η διατύπωση «ἐκ μὴ ὄντων»[4] της νεκρώσιμης ακολουθίας προστατεύει την ορθόδοξη εκκλησιαστική κοινότητα από την έννοια του πανθεϊσμού. Ο Θεός για τη θεολογία της Εκκλησίας, καλεί τα «ὄντα» στην ύπαρξη[5] δημιουργώντας τις ουσίες των «ὄντων». Με αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται η οντολογική διαφορά μεταξύ ακτίστου Δημιουργού και κτιστού κόσμου στο χώρο της δημιουργίας[6]. Σε κάθε άλλη περίπτωση αν ο κόσμος ήταν αποτέλεσμα της θείας ουσίας τότε θα έπρεπε να είναι ομοούσιος με τον Τριαδικό Θεό και επομένως αυθύπαρκτος[7].
Μέσα από τους νεκρώσιμους ύμνους ο πιστός κατανοεί πως η «Ἀρχή καὶ ὑπόστασις»[8] του ανθρώπου οφείλεται στο «πλαστουργόν πρόσταγμα» του Θεού με το οποίο αποκτά υποστατική αρχή και γίνεται κατ εικόνα Θεού δημιουργία αποτελώντας εικονική φανέρωση του Θεού στον κόσμο[9]. Τα νεκρώσιμα ιδιόμελλα στο σύνολό τους διασώζουν την παραπάνω αλήθεια πως ο άνθρωπος δεν είναι το απρόσωπο δημιούργημα ενός απρόσωπου όντος αλλά μια ξεχωριστή «θεοείκελη και χριστονοσταλγική»[10] ανεπανάληπτη ύπαρξη μέσα στο χώρο της ανθρώπινης ιστορίας.
Φυσικά η ομολογία του υμνωδού πως ο άνθρωπος έχει «Ἀρχή» συνεπάγεται το χρονικό προσδιορισμό της αρχής του ανθρώπου και την διαπίστωση πως αφού έρχεται από το μηδέν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της επιστροφής του στο μηδέν[11].
Σύμφωνα με την ορθόδοξη ανθρωπολογία όπως αυτή διασώζεται μέσα στην νεκρώσιμη ακολουθία, ο άνθρωπος αποτελεί το δημιούργημα εκείνο του Θεού που έχει μια συγκεκριμένη αρχή χωρίς όμως να έχει τέλος. Αυτή η ιδιότητα δεν αποτελεί φυσική ιδιότητα αλλά χάρισμα του Θεού στον άνθρωπο ώστε ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από δύο θεμελιώδεις αρχές, της κτιστότητα και την σχέση με το Θεό ο οποίος και τον ζωοποιεί. Σύμφωνα με αυτά η ζωή του ανθρώπου πηγάζει όχι από την υλική φύση των στοιχείων της αλλά από «τῇ θείᾳ καὶ ζωοποιῷ ἐμπνεύσει»[12] του Δημιουργού. Ώστε η νεκρώσιμη ακολουθία διδάσκει πως ο άνθρωπος ως κτιστό δημιούργημα είναι διαρκώς ετεροζωοποιούμενος μέσα από τη σχέση του με το Θεό[13] που τον κάλεσε «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι». Γι αυτό υφίσταται ως πρόσωπο μόνο όταν βρίσκεται σε ελεύθερη προσωπική σχέση και μετοχή με το όντως πρόσωπο του Θεού και την αθάνατη ζωή που ο Θεός παρέχει[14].
Ταυτόχρονα όμως η νεκρώσιμη ακολουθία εξαίρει την τιμητική θέση που κατέχει ο άνθρωπος μέσα στην δημιουργία εξαιτίας της οντολογικής αλήθειας πως ο άνθρωπος είναι «Εἰκών τῆς ἀῤῥήτου δόξης»[15] του Θεού ερμηνεύοντας θεολογικά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ανθρώπου και των άλλων δημιουργημάτων[16].
Μέσα στον χριστιανικό ανθρωπισμό που εκφράζει η νεκρώσιμη ακολουθία, ο άνθρωπος έχει θεία συγγένεια με τον Δημιουργό του[17] που εκφράζεται μέσα από την ομορφιά της ανθρώπινης θείας εικόνας ως δυναμικό στοιχείο πραγμάτωσης και ολοκλήρωσης του σκοπού της δημιουργίας του που δεν είναι άλλος από το καθ ομοίωσιν[18].
Η νεκρώσιμη ακολουθία μακριά από κάθε υποτίμηση του σώματος διατυπώνει την αλήθεια πως ο άνθρωπος είναι «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ὡραιότητα»[19]. Με αυτόν τον τρόπο ο υμνογράφος δεν αναφέρεται μονάχα στην πνευματική ύπαρξη της ψυχής που είναι αθάνατη αλλά στο σύνολο του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής ενότητας και υπαρκτικής ολότητας[20]. Έτσι αποδεικνύεται πως για την ορθόδοξη ανθρωπολογία σημαντικό είναι τόσο το σώμα όσο και η ψυχή.
Ο ποιητής της νεκρώσιμης ακολουθίας θεωρεί «εἰκόνα Θεοῦ» και το νεκρό σώμα του κεκοιμημένου αδερφού που βρίσκεται στον τάφο όχι γιατί ο Θεός έχει σώμα αλλά γιατί ο Υιός του Θεού που ενανθρώπησε και έλαβε σώμα αποτελεί το πρότυπο και το αρχέτυπο του ανθρώπου. Η στάση αυτή της εκκλησίας απέναντι στο σώμα και την ύλη υπήρξε πάντα στάση σεβασμού και τιμής ώστε ο υμνωδός να θρηνεί όχι για την απώλεια της ψυχής που είναι αθάνατη αλλά για την κατάντια του σώματος που εικονίζει τη θεότητα[21].
Η νεκρώσιμη ακολουθία διασώζει την δογματική αλήθεια πως η ανθρώπινη φύση αποτελείται «ἐξ ἀοράτου τε, καὶ ὁρατῆς με ζῷον συμπῆξαι φύσεως»[22]. Το σώμα και η ψυχή είναι στοιχεία τα οποία συνυπάρχουν αρμονικά κατά την διάρκεια της επίγεια ζωής του ανθρώπου χωρίς τη δυνατότητα να υπάρξει η ψυχή μόνη της μακριά από το σώμα ή και το αντίθετο[23]. Η ύπαρξη του ανθρώπου πιστοποιείται μόνο στην ενότητα ψυχής και σώματος και όχι σένα από τα δυο μέρη του[24]. Άλλωστε σώμα χωρίς ψυχή είναι πτώμα και ψυχή χωρίς σώμα είναι φάντασμα[25].
Έτσι η νεκρώσιμη ακολουθία μακριά από οποιαδήποτε διαρχική θεώρηση του ανθρώπου και περιφρονητική υποβάθμιση του σώματος έναντι της ψυχής, παρουσιάζει τα στοιχεία μιας ορθόδοξης ανθρωπολογίας προσεγγίζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα[26]. Σύμφωνα και με τον καθηγητή Ματσούκα «Στην νεκρώσιμη ακολουθία καταλύεται κάθε κοσμολογική και ανθρωπολογική διαρχία»[27] που δεν επιτρέπει την θεοποίηση ούτε μόνο της ύλης ούτε μόνο του πνεύματος.
Γι αυτό το λόγο και ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως διφυής αποτελούμενος από δύο αρμονικώς ενωμένα στοιχεία διάφορα όμως ως προς τη φύση τους. Αυτή η ενιαία ανθρώπινη ψυχοσωματική υπόσταση δεν καταστρέφεται ακόμα και μετά το θάνατο αλλά διατηρεί στο στοιχείο της ψυχής όλα τα υποστατικά χαρακτηριστικά που θα της επιτρέψουν τη διατήρηση της ενότητας και μετά την επανένωση με το οικείο σώμα[28]. Έτσι ακόμα και μετά το θάνατο η αναφορά στη ψυχή υποστασιάζεται στο ανθρώπινο γεγονός[29].
Για τον συνθέτη των νεκρώσιμων ιδιόμελων στο «φυσικώτατο δεσμό» μεταξύ σώματος και ψυχής επικρατεί «ἁρμονία, καὶ συμφυΐα» με την οποία διατύπωση αποφεύγεται κάθε είδους πλατωνικού τύπου ωριγενιστικός δυαλισμός[30].
Επιπλέον η νεκρώσιμη ακολουθία μακριά από Πλατωνικές και Μανιχαϊστικές ιδέες υποστηρίζει το ταυτόχρονο της δημιουργίας ψυχής και σώματος στον άνθρωπο. Μέσα στα νεκρώσιμα τροπάρια δεν έχουμε κανενός είδους προΰπαρξη ψυχών αλλά έχουμε ταυτόχρονη αρχή σώματος και ψυχής[31]. Σύμφωνα με τον υμνωδό το σώμα δεν προϋπήρχε της ψυχής ούτε και η ψυχή του σώματος αλλά «γῆθέν μου τὸ σῶμα διέπλασας, δέδωκας δέ μοι ψυχήν, τῇ θείᾳ σου καὶ ζωοποιῷ ἐμπνεύσει»[32]. Έτσι κατανοούμε πως ψυχή και σώμα δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα ώστε ο άνθρωπος να είναι ψυχοσωματικός ήδη από την πρώτη στιγμή της υπάρξεώς του, την σύλληψή του[33]. Συνεπώς κάθε άποψη πλατωνική ή ωριγενιστική περί της προΰπαρξης των ψυχών αποτελεί ένα δογματικό λάθος μιας και το σώμα χωρίς την ύπαρξη της ψυχής δεν είναι ολοκληρωμένη υπόσταση.
Στη νεκρώσιμη ακολουθία ο άνθρωπος είναι γεμάτος στίγματα που προέρχονται από τα πνευματικά πταίσματα. Ο άνθρωπος δεν κατασκευάστηκε από την αρχή τέλειος αλλά «καλὰ λίαν» (Γεν. 1,31) ώστε είχε την δυνατότητα να φτάσει στην τελειότητα κάνοντας ορθή χρήση της ελευθερίας του. Η προπατορική αμαρτία ως φθορά και πτώση, είχε ως συνέπεια την διάσπαση της ανθρώπινης προσωπικότητας και την αμαύρωση των πνευματικών γνωρισμάτων της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο και όχι την παντελή εξάλειψη και διαφθορά της[34]. Η πτώση στην αμαρτία διέκοψε την ανοδική πορεία προς το καθ ομοίωσιν[35]. Ο άνθρωπος όμως εξαιτίας του χαρίσματος της ελευθερίας που δεν του αποστέρησε ο Θεός, ακόμα και μετά την πτώση διατηρεί ως σπερματικό λόγο την παρουσία της εικόνας του θεού μέσα του[36]. Γι αυτό και ο άνθρωπος διατηρεί ακτίνες του θείου φωτός και μπορεί να βλέπει τα αόρατα του Θεού και μετά την πτώση (Ρωμ. 1, 19-20).
Το «Ὄντως φοβερώτατον, μυστήριον τοῦ θανάτου» αποτελεί την κατάληξη του μυστηρίου της πτώσης που εκφράζεται με το χωρισμό ψυχής και σώματος[37]. Ο θάνατος ως διάρρηξη της ψυχοσωματικής ενότητας κλονίζει τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης που στηρίζεται ακριβώς στην σχέση και το δεσμό ψυχής και σώματος[38]. Ώστε ο θάνατος διακόπτει και διαλύει την θεμελιώδη αρχή του ανθρωπίνου προσώπου που δημιουργήθηκε ως ένωση ψυχής και σώματος αποτελώντας «την τελική οντολογική διαστρέβλωση της ανθρωπίνης φύσεως»[39] πράγμα που δικαιολογείται γιατί απλούστατα σώμα χωρίς ψυχή είναι απλά ένα πτώμα[40]. Έτσι η δισύνθετη φύση του ανθρώπου διαλύεται «εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη» με το σώμα να καταλήγει στη γη από την οποία προήλθε ενώ η ασύνθετη ψυχή παραμένει αδιάλυτη μέχρι και την μετάκλησή της κατά την ώρα της κοινής ανάστασης[41]. Συνεπώς η μοναδικότητα της σύνθεσης σώματος και ψυχής δεν διαλύεται ούτε μετά το θάνατο παρόλο τον πρόσκαιρο χωρισμό τους[42].
Συμπερασματικά, η νεκρώσιμη ακολουθία με το βαθύ θεολογικό της υπόβαθρο παρουσιάζει στο σύνολό της τα στοιχεία της ορθόδοξης ανθρωπολογίας που θέλει τον άνθρωπο μια διφυή ύπαρξη αποτελούμενο από σώμα και ψύχη πάντοτε σε οντολογική σχέση με την μόνη πηγή της ζωής που είναι ο Θεός.